"Λέξω προς αιθέρα"

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Δ. Τέλος τετραλογίας



Ο ξεσηκωμός που ήτανε να `ρθει και που δεν πρόκειται


Στου ίδιου μήνα η ανάρτηση πέρυσι είχε τίτλο: Τέλος και του 2012, μα το κοινωνικό μας τέλμα δεν έχει τέλος.  Τον ίδιο τίτλο θα μπορούσε να έχει και η φετινή ανάρτηση αυτού του μήνα. Γιατί η ακινησία της ελληνικής κοινωνίας παραμένει σταθερή, ωσάν να μη νιώθει μπότα κατακτητή να περνάει πάνω από το κορμί της, παρόλο που την αισθάνεται έντονα. Γιατί δεν το δείχνει αντιδρώντας;
Φαίνεται πως για τους ξεσηκωμούς δεν αρκεί η ύπαρξη των αιτίων και των αφορμών, που θεωρεί ο Θουκυδίδης αναγκαίες και ικανές συνθήκες για να τελεστεί ένα κοινωνικό γεγονός. Ή καλύτερα, επειδή ο μεγάλος μας ιστορικός δεν μπορεί να πέφτει έξω, αυτό που εκείνος θεωρούσε αυτονόητα υπαρκτό, την ενότητα του κοινωνικού συνόλου, που συνιστά και τη δυνατότητά του να δρα ενιαία, εδώ δεν υπάρχει. Και ποιοι θα μπορούσαν να είναι οι συντελεστές της ενοποίησής του που στην περίπτωσή μας απουσιάζουνε;
Ένας θα ήταν ο εθνικός παράγοντας, η ιδεολογία του εθνικισμού, παρμένη στην ορθή της εκδοχή, ας είναι συνήθως μεταφυσική η υπόστασή της. Όμως σε καιρούς παγκοσμιότητας – ο όρος δεν έχει καθόλου αρνητικό στιγματισμό – ο εθνικισμός εκ των πραγμάτων είναι αμβλυμένος και καλώς έχει που είναι αμβλυμένος. Άρα του λείπει η απαιτούμενη αιχμηρότητα. Όμως στην τωρινή του εκδοχή στη χώρα μας δεν έχει και ενότητα. Η εισβολή του μνημονίου έχει διασπάσει την πολιτική του εκπροσώπηση σε τρία τουλάχιστον πολιτικά κομμάτια, της Νέας Δημοκρατίας, των Ανεξάρτητων Ελλήνων και της Χρυσής Αυγής, τα οποία απέναντι στο Μνημόνιο έχουν αλληλοαναιρετική στάση, γεγονός που συνιστά και τη δική τους αλληλοαναίρεση σ` αυτό το θέμα. Η διαστροφή μάλιστα του εθνικισμού, που εκφράζεται από τη Χρυσή Αυγή, αποτελεί ταυτόχρονα και την αντιστροφή του, άρα την αυτοαναίρεσή του.
Ήξερε πολύ καλά τι έκαμνε η πολιτική ηγεσία της Ευρώπης – δε θέλω να πω μόνο η τρόικα – που πίεζε επίμονα τον κ. Σαμαρά να πάει με το μέρος της και ήτανε μεγάλη η νίκη της, όταν τον πήρε, διασπώντας με την επιτυχία της την ενιαία πολιτική έκφραση του εθνικισμού στη χώρα μας. Ίδιας πολιτικής σημασίας επομένως είναι και η μεταστροφή του κ. Σαμαρά, αφού η δική του μεταστροφή έφερε αυτή τη διάσπαση και την αλληλοαναίρεση της εθνικιστικής ιδεολογίας. Ανάλογης έκτασης βέβαια είναι και η αρνητική ηθική της αποτίμηση.
Επομένως η εθνική ή εθνικιστική ιδεολογία σ` αυτή τη χρονική στιγμή δεν μπορεί να παίξει ρόλο ενοποίησης της ελληνικής κοινωνίας. Εξάλλου το θέμα δεν είναι καν εθνικό**. Γι` αυτό ο δεύτερος παράγοντας, ο ταξικός, θα μπορούσε να ανακηρυχθεί σε ενοποιητική δύναμη και μάλιστα αποκλειστική και όχι σε συνδυασμό με τον προηγούμενο παράγοντα, γιατί και εδώ, στη σύμπραξή τους, λαμβάνει χώρα η αλληλοαναίρεση. Παράδειγμα εύγλωττο η αλληλοαναίρεση μεταξύ Αριστεράς και Χρυσής Αυγής ή ακόμα και Ανεξάρτητων Ελλήνων.
Γιατί όμως και ο ταξικός παράγοντας, η αριστερή ιδεολογία με άλλα λόγια, δεν έπαιξε ρόλο ενοποιητικό, ενώ οι περιστάσεις το απαιτούσαν;
Γιατί η Αριστερά ως πολιτικό μόρφωμα, όπως και στην Ευρώπη έτσι και στην Ελλάδα, ας της καταφέρθηκε θανάσιμο πλήγμα, μπροστά σε ένα τόσο συγκρουσιακό ταξικό θέμα ήταν απούσα. Η κύρια έκφρασή της, που ήτανε κατά παράδοση το ΚΚΕ, στην προσπάθειά του να διατηρηθεί αυθεντικό και να μην αναιρεθεί με αυτοαναθεωρήσεις, όπως συνέβει στα άλλα ευρωπαϊκά αριστερά κόμματα, δεν απόκλεισε μόνο τη δυνατότητα αύξησης της επιρροής του, αλλά, εξαιτίας της ίδιας πίεσης, της προσπάθειάς του να παραμείνει αυθεντικό αριστερό κόμμα, δηλαδή κομμουνιστικό, όπως το ίδιο θέλει να δηλώνει, απόκλεισε και τη δυνατότητα σύμπραξης με άλλες αριστερές πολιτικές δυνάμεις και σύνολα, δρώντας έτσι, θα μπορούσα να το πω, διασπαστικά. Όμως και ο τρόπος εκφοράς της πολιτικής του ιδεολογίας ήταν κατά κανόνα όχι ελκυστικός, πράγμα που καθιστούσε έτσι εξαντλημένα τα περιθώρια αύξησης της επιρροής του.
Ο Συνασπισμός, το άλλο αριστερό κομματικό μόρφωμα, που μετονομάστηκε μετά ΣΥΡΙΖΑ, στην πρώτη του εκδοχή ο αριστερός του προσδιορισμός ήτανε περισσότερο φραστικός παρά ουσιαστικός και αποφατικός πάντα σε σχέση με το ΚΚΕ. Ό, τι ήτανε το ΚΚΕ δεν ήτανε εκείνο, οπότε θα μπορούσε να είναι και μη αριστερό. Στη δεύτερη εκδοχή, αυτή του ΣΥΡΙΖΑ, που δίνουνε τα χέρια για σύμπραξη ιστορικά στελέχη της Αριστεράς, δεν έχουμε καμιά ενοποίηση κοινωνικών δυνάμεων ούτε προσώπων, αλλά απλή συγκόλληση των τελευταίων με τις συνιστώσες τους μαζί. Δεν αποτέλεσαν δηλαδή ενιαία κομματική οντότητα και αδυνατούσαν να έχουν τη δυναμική δράσης και επίδρασης ενός κόμματος. Γι` αυτό σ` εκείνους τους καιρούς μιλούσα για ηγετάκια ή ηγετίσκους της Αριστεράς (22.06.2012 ανάρτηση) και πως η ελληνική κοινωνία δε θα περιμένει το ΣΥΡΙΖΑ να βρει τον κομματικό του βηματισμό. Και δεν τον περίμενε. Πλειοψηφική δύναμη ανέδειξε τα μνημονιακά κόμματα, ενώ έδωσε γενναιόδωρα ψήφους στις άλλες δύο αντιμνημονιακές πολιτικές εκφράσεις του εθνικισμού, ας ήταν η πρώτη τυχάρπαστο αποκύημα της περίστασης και σταθερό προϊόν νοητικής σχιζοφρένειας η δεύτερη. Βέβαια και ο ΣΥΡΙΖΑ επωφελήθηκε από την αντιμνημονιακότητά του ανεβάζοντας τα εκλογικά του ποσοστά από το 4% στο 27%. Όμως αυτά τα πρωτόγνωρα θα λέγαμε για την Αριστερά ποσοστά δε συνιστούν πλειοψηφία, για να μπορούν να παίξουν ενοποιητικό και εξεγερτικό ρόλο. Αποτελούν μόνο το ¼  σχεδόν της όλης δύναμης του εκλογικού σώματος. Αλλά κυρίως μια τέτοια άνοδος των ποσοστών δεν προήλθε από πίστη στην ιδεολογία αυτού του κόμματος, αλλά από την ισχυρή ανάγκη της περίστασης και αυτό δε μαρτυρεί ούτε ενότητα στην εκλογική βάση ούτε οιωνό για την έλευσή της. Δηλώνει απλώς μια αναγκαστική προσωρινή πολιτική σύνδεση, γι` αυτό και  τα ποσοστά σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις τουλάχιστον παραμένουν σταθερά στο ίδιο επίπεδο και αρκετά μειωμένα πάντα σε σχέση με τα εκλογικά παρά την παρατεταμένη επιδείνωση της κατάστασης.
Αλλά και η ελληνική κοινωνία εδώ και δεκαετίες έχει αποστρέψει το πρόσωπό της από την Αριστερά. Είτε επειδή κατέρρευσε ο υπαρκτός σοσιαλισμός είτε επειδή εκπρόσωποι της αριστερής ιδεολογίας, πρόσωπα ακόμα και μορφώματα, ενσωματώθηκαν μαζικά σχεδόν στη δεξιά είτε επειδή το σύστημα της Δεξιάς το καπιταλιστικό πρόσφερε σε πλατύτερα κοινωνικά στρώματα κάποια ευημερία και θα ήταν τουλάχιστον «αχαριστία»  η απάρνησή του εκ μέρους τους, είτε γιατί η δική μας κοινωνία έχει νωπή ακόμα τη διάψευσή της από το Πασόκ, για όλους αυτούς τους λόγους επήλθε η αποϊδεολογικοποίησή της και «ατροφία» στη συλλογική της συνείδηση, οπότε έπαυσε να σκέφτεται και να δρα συλλογικά. Αυτό παρατηρήθηκε έντονα και στις νέες γενιές μετά την πρώτη δεκαετία της μεταπολίτευσης, που επίσης έπαυσαν να δείχνουν το παραμικρό ενδιαφέρον για θέματα ανθρωπιστικά, για τα οποία πάντα οι νέοι και οι δικοί μας και των άλλων χωρών πρωτοστατούσαν. Αντίθετα συσπειρώθηκαν γύρω από ατομοκεντρικού τύπου ιδεολογίες και πολιτικά κόμματα, του Πασόκ και της ΝΔ, για να έχει πολιτική εύνοια και ο καριερισμός που τους είχε κυριευμένους. Σε όλο αυτό το διάστημα που υπό καπιταλιστικό καθεστώς απολάμβανε η ελληνική κοινωνία, όπως και κάθε άλλη καπιταλιστική, τους καρπούς  του ατομοκεντρισμού, το μοντέλο ζωής της τηλεόρασης πέρασε βαθιά μέσα της και διολίσθησε γλυκά προς την απάθεια, με την οποία από τα νηπιακά μας χρόνια μας εξοικειώνει η διαφήμιση. Αν δεν είχαμε εθιστεί στην απάθεια, για την ύπαρξη της διαφήμισης και μόνο θα είχαμε ξεσηκωθεί από καιρό.  Γαλουχημένη όμως η ελληνική κοινωνία με τα αντισυλλογικά ιδεώδη  του καπιταλισμού, της ανάδειξης, της υπεροχής και της επικράτησης,  αποστράφηκε την ισότητα, κατ` επέκταση και την αριστερή ιδεολογία που την έχει θεμέλιο. 
Υπ` αυτές τις συνθήκες δεν είναι σε θέση παρά την πίεση των πραγμάτων να ανακτήσει εύκολα τη συλλογικότητά της. Θα χρειαστεί πολύς χρόνος δοκιμασίας της ακόμη. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πληρεί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, για να την εμπνεύσει και να τη διασώσει. Όταν το Πασόκ σε ανάλογη ιστορική ανάγκη έπαιξε το ρόλο εμπνευστή της ελληνικής κοινωνίας, πληρούσε όλες σχεδόν τις προϋποθέσεις, υποκειμενικές και αντικειμενικές, και πρόσφερε πάμπολλες εγγυήσεις. Επειδή μάλιστα είχε τη δυνατότητα, αφού είχε τις προϋποθέσεις και παρείχε εγγυήσεις, να φέρει σε πέρας το έργο του, η μη εκπλήρωσή του θα μπορούσε να αποδοθεί σε προσχεδιασμένη αλλαγή της πορείας του. Συνεπώς ο λόγος της γέννησής του δεν ήτανε άλλος από το να φέρει το αποτέλεσμα που έφερε, να κάνει την ελληνική κοινωνία μια αμιγή δεξιά και εκμαυλισμένη κοινωνία και να της κόψει το δρόμο προς την Αριστερά που όδευε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν δεν έχει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται, για να υποδυθεί και να φέρει σε πέρας τον ενοποιητικό ρόλο. Όχι μόνο αργά θυμήθηκε να αποφασίσει ότι πρέπει να γίνει κόμμα αλλά και το εγχείρημά του να το κάνει δεν τελεσφόρησε. Η «ελευθεριότητα» ή «αναρχοαυτονομία» που οικειώνονταν τα στελέχη του, στην προσπάθειά τους να διαχωρίζουν τον εαυτό τους από το ΚΚΕ, διατηρήθηκαν σε μεγάλο βαθμό και στη νέα ανασυνταγμένη του μορφή, όχι μόνο με την κατοχύρωση των τάσεων, αλλά και με το καταστατικό δικαίωμα πια να δημοσιοποιεί το μέλος ή το στέλεχος τις δικές του απόψεις τις διαφορετικές από το κόμμα, αρκεί όμως να λέει και τις απόψεις του κόμματος. Δεν εξετάζω εδώ το μέγα ηθικό θέμα που αναφύεται, πώς, ενώ διαφωνεί, παραμένει στο κόμμα – από συναλλαγή θα εικάζει ο καθένας - αλλά την πολυγλωσσία και τις αλληλοαναιρέσεις που θα προκύπτουν κατά την εκφορά της πολιτικής του και που δε θα επιτρέπουν την αναγνωσιμότητά της.
Υπ` αυτές τις συνθήκες, υποκειμενικές και αντικειμενικές, πώς να μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ να πείσει και να εμπνεύσει την ελληνική κοινωνία, που είναι «διαμελισμένη» και που εξαιτίας του «διαμελισμού» της βρίσκεται σε κώμα;
Ούτε ο ταξικός παράγοντας επομένως μπόρεσε να παίξει τον απαιτούμενο ενοποιητικό ρόλο, γιατί το εργατικό κίνημα ή οι εργαζόμενοι ή ο λαός ή όπως θέλετε ονομάστε το, την ώρα που δεχόταν το σκληρότερο ταξικό χτύπημα ίσως του αιώνα,  έμεινε πολιτικά και ιδεολογικά ορφανό. Οπότε και η ελληνική κοινωνία θα συνεχίσει να χειμάζεται στη δυστυχία της επί πολύ ακόμα. Γιατί μόνο η Αριστερά θα μπορούσε να της δώσει και ελπίδα και όραμα και έμπνευση. Αλλά μια τέτοια Αριστερά, όπως και στην Ευρώπη, έτσι κι εδώ στη χώρα μας, δεν υπάρχει ως αυτή τη στιγμή τουλάχιστον. Ας ελπίσουμε στην κυοφόρησή της. Ο βηματισμός της Ιστορίας είναι φορές πολύ αργός, όχι από δική της υπαιτιότητα, και μας κάνει συχνά να χάνουμε κάθε ελπίδα.

                 ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΠΑΝΤΩΣ ΣΕ ΟΛΟΥΣ
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΤΟ ΝΕΟ ΕΤΟΣ 

*Πώς να δικαιολογήσω πάλι τον εαυτό μου για τη μεγάλη καθυστέρηση στην ανάρτηση νέου κειμένου. Ότι προετοίμαζα δύο νέα προγράμματα των Λέξω προς αιθέρα, της Παιδείας και του Επετειακού Τραγουδιού, που παρουσιάσαμε στο Βαφοπούλειο 25.10.13 και 17.11.13 ; Ναι ισχύει αυτό, αλλά υπήρχαν πολλές και μεγάλες ρωγμές στο χρόνο ενδιάμεσα που θα μπορούσα να εκμεταλλευτώ. Μου λείπει όμως η μεθοδικότητα και ο αυστηρός προγραμματισμός του χρόνου. Συγγνώμη.

**Ας μου επιτραπεί γι` αυτό το θέμα να παραθέσω στίχους τραγουδιού μου, που ανήκει οργανικά στον κύκλο «Της κρίσης αντηχήσεις» ή «Καιρού κραυγές» κατά παλιότερο τίτλο:    
Το θέμα δεν είναι εθνικό, μα ταξικό και μόνο
Κι όποιος το βλέπει εθνικό πάει σε δικό τους δρόμο
Συνοδοιπόρος γίνεται και συνεργός των λίγων
Την τύχη εμείς να έχουμε εκείνη των κολλήγων
Το έθνος μπαίνει απλά μοχλός υποταγή να φέρει
Σε μέσους και μικροαστούς, στων πληθυσμών τ` ασκέρι
Το θέμα δεν είναι εθνικό, μα ταξικό και μόνο