"Λέξω προς αιθέρα"

Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

Μια εκτίμηση



ΓΙΑ ΤΑ ΕΚΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Των δημοτικών εκλογών δείχνουν να είναι αποκυήματα σχιζοφρένειας. Άλλα αντ` άλλων. Και κατά δω και κατά κει και προς κάθε αδιανόητη κατεύθυνση πεταμένοι μυριάδες ψήφοι. Χωρίς ισορροπία και λελογισμένη στόχευση. Όπου να `ναι κι ό, τι να `ναι. Της άλογης παρόρμησης καμώματα και παρανοϊκής αντίδρασης φερσίματα. Γιατί;
Είπαμε: Η ελληνική κοινωνία δεν ξέρει τι της συμβαίνει, τι της φταίει, γιατί ενέσκηψε κρίση, γι` αυτό και δεν ξέρει πώς θα βγει από αυτή. Και θα δυστυχεί επί μακρόν ακόμη. Όταν η νόηση λείπει, οι συμφορές έχουν διάρκεια. Δεν είναι ανθρώπινος οργανισμός η κοινωνία, που η πάθησή του μπορεί ενδεχομένως να ιαθεί άμεσα. Οι παθήσεις μιας κοινωνίας, ακόμα και εκείνες που δε θέλουν πολύ χρόνο να εμφανιστούν, θέλουν πολύ χρόνο όμως, δεκαετίες και αιώνες, για να θεραπευθούν. Κι έτσι σέρνει την παθολογία της η άφρωνα κοινωνία μας σε βάθος χρόνου.
Δεν είχε η Χρυσή Αυγή, λένε οι περισπούδαστοι αναλυτές, ούτε 0,0…%. Πότε φούντωσε;
Τόσοι φασισμοί όμως που πέρασαν πάνω από το κορμί της κοινωνίας μας δεν άφησαν ιδεολογικά ίχνη ούτε είχανε πρόσφορο ιδεολογικό έδαφος, για να πατήσουν; Η τελευταία δικτατορία δεν είχε ένα 30% λαϊκό έτρεισμα; Ή πολίτες αυτής της χώρας, που δεν πιστεύουν στη δημοκρατία, δεν ανέρχονται σ` αυτό το ποσοστό; Ξεχνάμε ότι οι νέοι της μεταπολίτευσης σε έρευνες που γίνανε πάνω από το 50% δεν προκρίνανε τη δημοκρατία έναντι της δικτατορίας ή τους ήταν αδιάφορο αν ισχύει το ένα ή το άλλο πολίτευμα; Εν δυνάμει η Χρυσή Αυγή ήτανε πάντα γιγαντωμένη στη χώρα μας.
Και να λάβουμε υπόψη μας ότι εκεί που πάτησε ιδεολογικά η τελευταία δικτατορία ήτανε η φαυλοκρατία, επινοημένη προσχηματικά για την αυτοαιτιολόγησή της. Σήμερα που η δημοκρατία μας «χάρισε» τόση διαφθορά δε δίνει όχι προσχηματικά αλλά πραγματικά μια πρώτης τάξεως ιδεολογική τροφή στους χρυσαυγίτες;. Κι εγώ, αν δεν πίστευα στη δημοκρατία ούτε ήμουνα αριστερός, και μου ζητούσατε να επιλέξω ανάμεσα σε Βενιζέλο – παίρνω έναν τυχαίο εκπρόσωπο του διεφθαρμένου πολιτικού μας συστήματος – και τη Χρυσή Αυγή, είστε σίγουροι ότι θα προτιμούσα το Βενιζέλο; Και μόνη η εμμονή των διεφθαρμένων να μας ξεδιαφθείρουν, χωρίς εμείς να τους θέλουμε και δείχνοντας με χίλιους δυο τρόπους ακόμη και με φτυσίματα την απέχθειά μας προς αυτούς, αλλά και ο πρωτεϊσμός τους δε μας κάνουν να τους αποστρεφόμαστε;
Όλοι μας είμαστε υπεύθυνοι για το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής, μα πρωταρχικά και κυρίως υπεύθυνοι είναι οι μόνιμοι κυβερνήτες μας που χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για την άνοδό της και που τάχα καταγγέλλοντάς την αυξάνουν τα ποσοστά της. Εξάλλου ιδεολογικό τους παιδί είναι ή και ιδεολογική τους μήτρα. Δεν έχουν χρέος να συμβάλλουν στη δυνάμωσή της;

Αντίθετα των ευρωεκλογών τα αποτελέσματα έχουν ισορροπία και λογικότητα. Δείχνουν χωρίς πολλή ενάργεια ότι έστω και δειλά η κοινωνία μας πάει να βρει το δρόμο της εξόδου από την κρίση. Η πτώση των συγκυβερνητικών σχημάτων και η υπεροχή του ΣΥΡΙΖΑ κατά 4 περίπου μονάδες αποτελούν κάποιες ενδείξεις ότι αρχίζει να πορεύεται προς τη σωστή κατεύθυνση. Δε θέλω να πω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα λύσει ως δια μαγείας τα μεγάλα προβλήματα που θα ανακύψουν. Αλλά ότι η κοινωνία μας δείχνει πως θέλει να πάρει την ευθύνη της αυτοανασυγκρότησής της και βλέπει ότι είναι προτιμότερο να ζήσει δυστυχία χωρίς χρέος παρά δυστυχία και χρέος μαζί. Ας μου επιτραπεί εδώ μια φιλολογική παρέμβαση: Ποιος ανελλήνιστος πρωτοέκανε χρήση του όρου «βιώσιμο χρέος», που σημαίνει χρέος που ζει και που δεν πεθαίνει, ενώ ήθελε να πει αντιμετωπίσιμο ή διαχειρίσιμο; Εκτός αν το είπε, για να επιβεβαιώσει συνειδητά τον κανόνα ότι η λανθάνουσα γλώσσα λέει την αλήθεια. Γιατί πράγματι αυτό το χρέος είναι βιώσιμο, δηλαδή αθάνατο.
Για την ΕΕ όμως τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών είναι ανησυχητικότατα. Δείχνουν ότι το εγχείρημά της να ενωθεί αμβλύνοντας τους εθνικισμούς ακυρώθηκε, καθώς τα εθνικιστικά κόμματα και προπάντων της πρωτοποριακής για τη συνένωσή μας Γαλλίας, αυξήσανε πολύ τη δύναμή τους και μια τέτοια αύξηση δεν προμηνύει παρά μονάχα τάσεις αυτοδιάλυσής της και επιστροφής σε εθνικιστικούς λαβυρίνθους.              

Κυριακή 11 Μαΐου 2014

ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ Β



1. Κομματικά απομεινάρια της αυτοδιοίκησης ζητάνε ψήφο.
Πρέπει να τον έχουνε;

Πρώτη φορά κατ` αρχήν βλέπω κόμμα να εξαφανίζεται με τόσο αφανή τρόπο. Ούτε μια δήλωση αναγγελίας του θανάτου του, ούτε ένας μικρός επικήδειος, μια λέξη έστω «τετέλεσται», ώστε να λάβει χώρα και λίγη νεκρώσιμη ακολουθία, η συνόδευσή του τέλος πάντων στην τελευταία του κατοικία. Τι ήτανε το Πασόκ, θυμάστε; Τι Κάρμενα Μπουράνα και ιαχές θριάμβου και λαμπεροί ήλιοι ανατέλλοντες! Πώς, πού και πότε έδυσε κανείς μας δεν κατάλαβε! Ούτε ένα ίχνος από το δύσιμό του δεν είδαμε. Δε χρειάστηκε ούτε ανακύκλωση ούτε μετενσάρκωση, άυλο καθώς ήτανε. Τι σαρδονική που είναι η Ιστορία! Μερικές φορές τελειώνει τον καθένα όπως του αξίζει.
Και το ανθρώπινο υλικό του τι θ` απογίνει; Εκείνο πνέμα ήτανε και ως πνέμα εξέπνευσε κι έφυγε από τον κόσμο, εχάθει. Οι άνθρωποί του όμως, ηγέτες, στελέχη, οπαδοί, ψηφοφόροι, ων ουκ εστιν αριθμός, που έχουνε σάρκινη ύπαρξη και δεν εξαϋλώνεται, ώστε να μην είναι ορατή, πού θα πάνε να κρυφτούνε, για να μη φαίνονται και τους φτύνουνε οι καιροί, πώς θα καταστήσουνε τον εαυτό τους αόρατο, πέστε μου;
Όμως η σάρκινή τους ύπαρξη έχει και άλλες αδυναμίες εκτός της «ορατότητάς» της(στην παθητική του έννοια ο όρος). Καλά κάνουν οι κήρυκες του ιδεαλισμού και οι θρησκείες μας και την κατακεραυνώνουνε ως σίχαμα. Έχει τις απαιτήσεις της, θέλει να εξακολουθεί να ζει και μετά τη σήψη της κι εξακολουθεί ν`αποζητάει τρόπους αυτοσυντήρησης.
Δεν είναι θράσος ούτε αναίδεια. Συνηθισμένος τρόπος επιβίωσης και μάλιστα δοκιμασμένος στη χώρα μας. Αν εξαιρέσουμε τον Τζοχατζόπουλο, ποιος άλλος πλήρωσε για προσωπικά του ή του Πασόκ ανομήματα. Ούτε καν οι ηγέτες του που μαζί με αφοσιωμένους τους επίσης δεν καταλάβαμε πότε και πώς πήδηξαν να πιαστούνε σε Ελιά ή πέσανε «αυτοναυαγοί» σε Ποτάμι, για να τους νομίσουμε ναυαγούς και να πέσουμε ναυαγοσώστες να τους σώσουμε. Δε συζητώ για τα χρέη που αφήνουνε, γιατί το θέμα δεν είναι οικονομικό αλλά ηθικό και όποιος τα ηθικά θέματα τα υποβιβάζει σε οικονομικά, όπως σύνολο το καπιταλιστικό μόρφωμα με τους στυλοβάτες του, είναι γιατί θέλει η σήψη να `ναι ο κυβερνήτης στη ζωή μας.
Δεν είναι εξάλλου η πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας μας που ένοχοι πολιτικοί ακόμα και για αξιόποινες πράξεις εθνικών διαστάσεων όχι μόνο δεν τιμωρούνται, αλλά βγαίνουν και πλουσιοπάροχα κερδισμένοι. Τα οικονομικά τζάκια ως και τα πολιτικά στον τόπο μας πώς δημιουργήθηκαν; Ως επί το πλείστον με «μαυραγοριτισμό». Κανένας, που άσκησε άνομη εξουσία ή συναλλάχθηκε μαζί της, δε βγήκε χαμένος. Εξασφαλισμένα έχει και τα δισέγγονά του.
Τούτοι δω όμως οι δικοί μας, που ήταν σ` εκείνο το εξαϋλωμένο που χάθηκε, είναι καλά παιδιά, μου λένε οι συνδημότες μου. Δεν αντιλέγω. Απλώς βρέθηκαν εκεί. Και ποιος δεν ήταν! Η μισή κοινωνία που διψούσε όραμα. Ναι αλλά, λένε οι ενστάσεις μου, ήτανε εκεί και κατά την πορεία προς τη σήψη. Και μετά από αυτή. Κι έτσι γίνανε τα πράγματα, όπως γίνανε. Επαιτεία κατόπιν, «ανταποκρίσεις», υποκύψεις, υποτέλεια, δυστυχία. Από καλά παιδιά γίνανε όλα αυτά, από φίλους, συγγενείς, εξυπηρετικούς ομοϊδεάτες μας που κάμνανε τα χατίρια μας, περνώντας τα μνημόνια από πάνω μας. Ακόμα κι αν δεχθώ ότι προσωπική ωφέλεια δεν είχανε, δεν είχανε ούτε συνευθύνη γι` αυτά που πράττανε, για να πράττονται όσα διαπράχθηκαν; Πώς είναι δυνατόν; Στυλοβάτες υπήρξανε, θέλανε δε θέλανε, καταστροφικών καταστάσεων, τοπικών και ευρύτερων. Η ΕΕ, αν είμαστε ευρωπαϊστές, τείνει να γίνει φάντασμα με τον κεφαλαιοκρατικό της γερμανικό ηγεμονισμό και την υποβάσταξή του που του έγινε. Η Ελλάδα φθίνει, όπως και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Μύριοι άνθρωποι πέσανε σε δυστυχία. Και δεν υπάρχει συνευθύνη;
Κι αν συναισθάνονται τη συνευθύνη τους, αφού και οι ίδιοι λένε δεν έπρεπε να γίνουν αυτά, πώς συνεχίζουν να συμμπράττουν στα ίδια πράγματα με τους ίδιους φυσικούς και ηθικούς συναυτουργούς τους; Αν πράγματι είναι καλά παιδιά, δεν έπρεπε η «καλοσύνη» τους να τους ανακόψει τη δράση της συνευθύνης;
Αφηρημένα, καλά παιδιά δεν υπάρχουν. Είναι καλά, γιατί κάνανε αυτό, κάνανε εκείνο και γιατί δεν κάνανε αυτό, δεν κάνανε εκείνο. Ετούτα όμως τα δικά μας καλά παιδιά δεν κάνανε αυτό, δεν κάνανε εκείνο, ενώ κάνανε αυτό και κάνανε κι εκείνο. Από τέτοια καλά παιδιά μπήκε σε σκότος η ζωή μας.
Κι ενώ είναι μετέωροι, αφού το κόμμα τους «έφυγε», σαν εναπομείναντα σωματίδια αιωρούνται τώρα στο πολιτικό μας στερέωμα, ζητώντας ψήφο. Και μου λέτε δεν έχουνε ευθύνη. «Είχε ορμή το ποτάμι τότε, μπορεί κι από το βούρκο του, και ρίχτηκαν μέσα, μου λέτε. Τώρα που δεν υπάρχει το ποτάμι και είναι σαν εγκαταλειμμένα κουφάρια στην κοίτη του -  ούτε καν ξεβρασμένα δεν είναι - τι να κάνουνε; Να ομολογήσουν πως είναι κουφάρια και να μείνουνε κουφάρια; Έχουνε και τα καλά παιδιά ένστικτο αυτοσυντήρησης και δεξιότητες λάθροεπιβίωσης. Να μην τα χρησιμοποιήσουν;». Αυτά μου λέτε.
Και τους βλέπω τώρα ξεπλυμένους καλά καλά σαν να μην ήταν ποτέ στο «βουρκωμένο» ποτάμι, να αιωρούνται στο πολιτικό μας στερέωμα και βγαίνοντας στην προεκλογική γύρα σαν πεντακάθαροι να μου ζητάνε  ψήφο. Τι θα κάνω;
Θέλω να σας αγαπήσω και να σας ψηφίσω, θα τους πω. Δεν μπορώ. Συγχωρέστε με γι` αυτή μου την ανημποριά. Το κακό που συντελέσατε είναι μεγάλο. Οι καταστάσεις που δημιουργήσατε σκληρές. Απαιτούν ανελέητη αντιπαραταχτική στάση κι επιτάσσουν σκληρές πολιτικές απορρίψεις. Αν στα τραγούδια μας λέμε αυτά*, δεν μπορούμε στη ζωή μας να λέμε κάτι άλλο. Η ταξική διαπάλη είναι αδυσώπητη.
Αγαπητοί φίλοι που με διαβάζετε, συμπαθάτε με για τη χολή μου. Βλέπετε τι συμβαίνει γύρω μας. 

* Το τραγούδι είναι:
Σαν θέλεις να με δεις, στον Τρίλοφο να `ρθεις

Σαν θέλεις να με δεις                                          
Στον Τρίλοφο να ρθεις                                       
Μεράδια ο οικισμός να το θυμάσαι                    
                                                                           
Εδώ με θυμιατό                                                  
Ξορκίζω τ` άδικο                                                
Μην έρθει και σε βρει, καθώς κοιμάσαι            
                                                                           
Ποιος λόγος ν` αγρυπνάς,                                   
Αφού πια δεν πεινάς,                                          
Και σαν πουλί πετάξ` η ξεγνοιασιά σου           
                                                                            
Πάλευες μια ζωή                                                
Μα κι έσκυψες πολύ                                          
Να φτάσει ως εδώ κι η αφεντιά σου                    
                                                                            
Σαν θέλεις να με δεις                                          
Στο σπίτι μου να ρθεις                                        
Σε πέτρα καθιστός καφέ θα πίνω

Σ` ένα κομμάτι γη
Με κλείσαν οι καιροί
Της μοναξιάς σκιά εγώ να γίνω

Κι ούτε για τις φωτιές
Δε θέλω να μου λες
Που βάζαμε μαζί στην Ιστορία

Χαμένες κι φωτιές
Κι ανθρώπων αγκαλιές
Βρωμούν τα χνώτα τους αδηφαγία

Γι` αυτό θε να με βρεις
Σαν θέλεις να με δεις
Στον κήπο, στην αυλή θα κόβω χόρτα

Εδώ στη μοναξιά
Και μες τη λησμονιά
Δρασκέλισα κι εγώ του ύπνου πόρτα

Μα ύπνος κι άδικο                                                                                  
σ` αθόρυβο αργαλειό
υφαίναν τη θηλιά για
το λαιμό μας                  
Κι εσύ ξαναρωτάς                                                                                                                   
πώς γίναν μονομιάς
μυριάδες οι θηλιές για
το χαμό μας

Σαν θέλεις να με δεις,
Μα κάλλιο να μη ρθεις


2. Μια πρόταση αυτοδιοικητική

Ή πρόταση για του χρόνου το υπερπέραν. Αφορά τον Τρίλοφο, αλλά αναλογικά μπορεί να έχει εφαρμογή και σε άλλα διαμερίσματα του Δήμου μας.

Τον παραδοσιακό οικισμό του Τριλόφου διασχίζουν δύο ρέματα, που έχουν την ένωσή τους υπόγεια, θα λέγαμε, στο κέντρο του «χωριού», όπου τώρα είναι στημένα το πρώην Δημαρχείο, το ΚΑΠΗ και μια Παιδική Χαρά στη συνέχεια. Αμέσως μετά το τέλος της Παιδικής Χαράς (και του οικισμού) η περιοχή γίνεται άβατη, καθώς τα δύο ρέματα, ενωμένα πλέον, ανατρέπουν απότομα την ομαλή μορφολογία του εδάφους δημιουργώντας βαθιά χαράδρα με απόκρημνες όχθες. Εκεί στην αρχή του απόκρημνου ανάγλυφου υπάρχει ένας καταρράχτης, όχι μεγάλων διαστάσεων, ο οποίος λόγω της υφής του αλλά και της θέσης του, παρουσιάζει, πιστεύω, μεγάλο αισθητικό ενδιαφέρον. Όταν πηγαίναμε με το σχολείο περιπάτους στον Άγιο Παντελεήμονα, απ` όπου είναι περίπου δυνατή η πρόσβαση, τον επισκεπτόμασταν με κάποια παιδιά. Τον σχηματίζει μια πέτρα όχι μικρής έκτασης, που καλύπτει όλο το πλάτος του ρέματος.  Γλύφοντάς την το νερό στο διάβα του άπειρου χρόνου, την «καμπύλωσε» διπλά και όμορφα, και στις δυο ακμές της, πάνω και κάτω, αλλά και σε όλο της το μήκος, φκιάχνοντας μια αρμονική εσοχική καμπύλη. Η θέση δε αυτή, του καταρράχτη, είναι στο κέντρο ενός τεράστιου φυσικού αμφιθεατρικού χώρου, ιδιαίτερα απόκρημνου, που απολήγει στη συμβολή του ρέματος του Τριλόφου με του Πλαγιαρίου. Μετά τα δύο ρέματα ενωμένα και αυτά παίρνουν το δρόμο τους για το Μηδέν.
Τέτοια ρέματα υπάρχουν στην ευρύτερη περιοχή πολλά και σε όλη την επικράτεια του Δήμου Θέρμης, θα `λεγα. Και ενώ το υψόμετρο των λόφων, όπου «κάθισαν» οι οικισμοί μας, είναι χαμηλό, τα ρέματα είναι αρκετά μεγάλα και απόκρημνα, συνθέτουν σχεδόν ένα τοπίο άγριας φύσης και θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε ακόμη και φαράγγια, μικρά αν θέλετε. Άρα πρέπει να προστατευθούν πρωταρχικά. Καμιά οικιστική παρέμβαση δεν πρέπει να γίνεται πάνω και δίπλα από αυτά. Μπορούν επίσης κατά δεύτερη προτεραιότητα να αξιοποιηθούν.
Η πρότασή μου για το ρέμα με τον καταρράχτη έχει τρία επίπεδα:
1. Όλο το τοπίο και ο καταρράχτης «να αναδειχθούν», όπως λέμε στη γλώσσα της πολιτικής προπαγάνδας, με τη δημιουργία προσβάσεων
2. Αυτό το τεράστιο φυσικό αμφιθέατρο, που περιβάλλει τον καταρράχτη και που είναι ιδιαίτερα ανώμαλο, να διαμορφωθεί έτσι ώστε να γίνει πραγματικό υπαίθριο αμφιθέατρο, όπου το καλοκαίρι θα λαμβάνουν χώρα διάφορες εκδηλώσεις
3. Να φκιαχτεί πέτρινο μονοπάτι καθόλο το μήκος του ρέματος από τον Τρίλοφο και το Πλαγιάρι ως το Μηδέν, για να περπατάει ο κόσμος. Αν ως τώρα φκιάχναμε αυτοκινητόδρομους για να ενώσουμε τα χωριά μας και να επικοινωνούμε, η πείρα έδειξε ότι το απομονωτήριο του σημερινού ανθρώπου είναι το αυτοκίνητο. Πρέπει, όταν μπορούμε, να βγούμε από αυτό και να περπατάμε στους δρόμους μέσα και έξω από τους οικισμούς μας, όχι μόνο για να ερχόμαστε σε επαφή με τους συνανθρώπους μας, αλλά και για την ίδια μας την υγεία τη σωματική αλλά και πολύ περισσότερο την ψυχική.
Είπαμε η ζωή μας θέλει ονειροπόληση.