Α. Τα κύριο μήνυμα του «Όχι»: «Τους κατάπιε όλους η
Ιστορία» κι έβαλε την Αριστερά μπροστά.
Εκτός από τις σημασίες που είχε το δημοψήφισμα πριν από
τη διεξαγωγή του, μετά από αυτή και με τη συντριπτική επικράτηση του «Όχι»
προσέλαβε και μια νέα διαχρονικής εμβέλειας σημασία: Έκανε πέρα, εξωθώντας στο
περιθώριο για πολλά τέρμινα, όλο το παλιό πολιτικό κατεστημένο της Χώρας, που φέρει
και την ευθύνη για την καταστροφή της. Για πρώτη φορά ο ελληνικός λαός παίρνει ευθεία
θέση απέναντι στα μνημόνια και με την πλειοψηφία του 61,3% τα καταδικάζει. Μαζί
με αυτά και τους πολιτικούς τους εκφραστές. Γιατί για πρώτη φορά του δόθηκε
αυτή η ευκαιρία. Αυτή την ετυμηγορία του φοβότανε οι πολιτικοί εκπρόσωποί τους
μέσα και έξω από τη Χώρα και φάγανε τα λυσσακά τους να ματαιώσουν τη διεξαγωγή
του ή τουλάχιστο να δυσφημίσουν με αλλοίωση το νόημά του, ώστε να αποφευχθεί
υπερψήφιση του «Όχι». Χάσανε παταγώδικα και στα δύο επιδιωκόμενα. Και τώρα που
τους συντρίβει η διάψευσή τους το χρησιμοποιούνε, δίνοντας σ` αυτό πάντα το
άλλο περιεχόμενο, ως βάθρο στην απόφασή τους να μας πετάξουνε έξω από την ΕΕ.
Έχουνε ετοιμάσει μάλιστα, μας το είπανε, και την ανθρωπιστική βοήθεια που θα
χρειαστεί ο λαός μας, για να του την προσφέρουνε, όταν θα χειμάζεται κατά την
πορεία του προς την έξοδο και μετά από αυτή, ώστε να δει τα καλά τους αισθήματα
και εκτιμώντας τα να τα ανταποδώσει αποκηρύσσοντας τον ηγέτη ή, για να είμαι
πιο κυριολεκτικός, σύροντάς τον στην κρεμάλα. Ναι, είναι τόσο σατανικοί οι Εταίροι
μας, γιατί είναι τόσο σατανική και η Ιστορία, όταν οι ταξικές της συγκρούσεις προσλαμβάνουν
αδυσώπητο χαρακτήρα.
Είναι όμως «σατανική» και προς την άλλη πλευρά.
Ξέρει ότι, για να ακυρωθούν τα σχέδια των κρατούντων, πρέπει να ενεργοποιηθεί η
δημοκρατία, κίνηση που έκανε και με την παρέμβασή της στη διεξαγωγή δημοψηφίσματος.
Βάζει λοιπόν τον ευνοούμενό της να εμπλέκει στη σύγκρουση αυτή και το Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο, όσο κι αν είναι γι` αυτόν δυσμενής εκεί ο συσχετισμός των
πολιτικών δυνάμεων. Γιατί ξέρει πάλι η Ιστορία ότι η δημοκρατία ασκεί έλεγχο συνεχή
σε κάθε συσχετισμό και επιφέρει αλλαγές, βαθμιαίες ή και ραγδαίες, όταν
χρειαστεί. Αφού μιλάει ο δικός της ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στη
συντριπτική του πλειοψηφία αυτό και ανεξάρτητα από το πού επιρρίπτει τις
ευθύνες για το αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων παίρνει θέση ξεκάθαρη: Όχι έξοδος
της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και την ΕΕ. Γιούνκερ και Τούσκ στη δευτερομιλία
τους δείχνουν μεταστραμμένοι και υπόσχονται την επιστροφή στις διαπραγματεύσεις
μαζί και την εύρεση λύσης στο πλαίσιο της ΕΕ. Έτσι ο δρόμος για επίτευξη
Συμφωνίας, που κρατούνταν κλειστός λόγω του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, άνοιξε
πάλι.
Β. Η «Αριστερά» όμως ολοκληρώνει τη στροφή της
αναιρώντας ακόμη και το «Όχι»
Η Κυβέρνηση υποβάλλει ξανά προτάσεις. Αυτές όμως δεν
ήτανε – κι ούτε μπορούσε να είναι - άλλες από εκείνες της τελευταίας της
υποχώρησης, που έλαβε χώρα, αμέσως μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, με τη
μορφή υποβολής συμπληρωματικών της προτάσεων πάνω σε προτάσεις Γιούνκερ. Είναι
επίσης αυτές που προκάλεσαν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος και απέρριψε στη
συνέχεια η ετυμηγορία του με ισχυρό «Όχι» απέναντι σε συμφωνίες τέτοιου
περιεχομένου. Η Κυβέρνηση επομένως με την ενέργειά της να υποβάλει προτάσεις αμέσως
μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, αλλά και με ανάλογες δηλώσεις Υπουργών
της που δεν αποκλείανε ακύρωσή του(Δραγασάκης, Τσακαλώτος), αναιρεί κατ` αρχή
το νόημά της διεξαγωγής του. Συγχρόνως υποβάλλοντας προτάσεις ίδιου περιεχομένου
και μετά τη διεξαγωγή του, αναιρεί και την ετυμηγορία του Το δημοψήφισμα συνεπώς
έχει διπλά ακυρωθεί από την Κυβέρνηση. Αν με κάποια εικόνα θελήσουμε να αποδώσουμε
την αντιφατικότητα αυτή της Κυβέρνησης, θα λέγαμε ότι με το ένα χέρι απειλεί τους
εταίρους (διεξαγωγή δημοψηφίσματος) και με το άλλο τους εκλιπαρεί για επαιτεία (προτάσεις
που υποβάλλει). Αρνήθηκε να συμπορευτεί με το δημοψήφισμά της, με τη διεξαγωγή
του και με την απόφανσή του, δείχνοντας πλήρη την περιφρόνησή της προς τη διπλή
του υπόσταση αλλά και παντελή την έλλειψη σεβασμού προς τις αρχές της
δημοκρατίας, που η ίδια ενεργοποίησε. Και δεν το χρησιμοποίησε ως διαπραγματευτικό
όπλο, όπως έλεγε, γιατί φοβότανε μην προκαλέσει τους Εταίρους. Ούτε βεβαίως
επιζήτησε την ενότητα της κοινωνίας μας προς την ταξική κατεύθυνση που το
δημοψήφισμα υπαγόρευε, αλλά στη σύμπραξή της με τις μνημονιακές πολιτικές δυνάμεις,
γεγονός που ακυρώνει την ιδεολογική και πολιτική διαφοροποίησή της από αυτές, που
ακυρώνει όμως και μια άλλη πτυχή του νοήματος του δημοψηφίσματος. Ωστόσο, αν η
Κυβέρνηση καταχώνιασε το δημοψήφισμα, οι Εταίροι το κάνανε σημαία στις
διαπραγματεύσεις. Χωρίς πλαγιότητες και περιστροφές το χρησιμοποιήσανε,
ανεξάρτητα από το αν αυτό αντιβαίνει στις αρχές της δημοκρατίας, ως λόγο
τιμώρησης της Ελλάδας, που σήκωσε κεφάλι, επιβάλλοντας εκτός των άλλων και πολύ
σκληρότερα μέτρα. Και αυτό το δηλώσανε ωμά: Το δημοψήφισμα επιδείνωσε τα μέτρα,
είπε ο Γιούνκερ. Απαιτούν λοιπόν την υπογραφή όχι μόνο ακόμα πιο σκληρού μνημονίου
αλλά και μέτρων που την ταπεινώνουν. Συνεπώς η Κυβέρνηση άφησε το δημοψήφισμα να
της γίνει «μπούμερανγκ», χωρίς να δείξει καμιά απολύτως διάθεση εξουδετέρωσής
του. Όντας λοιπόν τελείως άοπλη παραδίδεται και προβαίνει σε συνθηκολόγηση άνευ
όρων: Υπογράφει τα επαχθή μέτρα μαζί και τα ταπεινωτικά, ολοκληρώνοντας τη
στροφή της και με την αποδοχή της ταπείνωσής της.
Γ. Πώς έφτασε στην ολοκλήρωση της στροφής της
Γιατί όμως η Κυβέρνηση επέλεξε αυτό το δρόμο της
αυτοκαταστροφής της δικής της και της Αριστεράς; Ήτανε στις προθέσεις της, της
έλειπε η αποφασιστικότητα, περιέπεσε σε θανάσιμα λάθη ή ο εξαναγκασμός της
ήτανε τόσο αδήριτος που την έκανε να υποκύψει; Ποιοι τέλος πάντων παράγοντες
παίξανε στην ακολούθηση αυτής της πορείας ρόλο, είτε με την εύνοιά τους είτε με
την απουσία της αποτρεπτικής τους δράσης; Βέβαια τέτοια ερωτήματα φαντάζουν
δίχως νόημα, όταν μπροστά σου κείται το οδυνηρό αποτέλεσμα του αυτοεκμηδενισμού
σου.
Η παράδοση άνευ όρων της Ελληνικής Κυβέρνησης ήρθε
κλιμακωτά, εξελικτικά. Υπογράφει την πρώτη συμφωνία υποταγής στην αρχική φάση
των διαπραγματεύσεων, στις 20 Φλεβάρη, που προδιαγράφει και τη μετέπειτα πορεία
της. Γίνεται δέσμια αυτής της πρώτης αποφασιστικής της υποχώρησης και κατά τη
δεύτερη φάση που προέκυψε μετά από αλλεπάλληλες συζητήσεις, διαφωνίες και
υπαναχωρήσεις της υποβάλλει εκείνη τώρα προτάσεις όμοιες σχεδόν με των Εταίρων,
προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία.(Το 47σέλιδο κείμενο και κατόπιν μια σύνοψή
του). Γίνονται σχεδόν δεκτές από τους ευρωπαίους Εταίρους, αλλά κατά «διαβολική
σύμπτωση» δεν τις κάνει δεκτές το ΔΝΤ που αντιπροτείνει εξωφρενικά πράγματα.
Συγκλίνουν και οι άλλοι Εταίροι στις εξωφρενικές του απαιτήσεις και
«πυροδοτείται» το δημοψήφισμα. Ακολουθεί, μετά το δημοψήφισμα η τρίτη φάση της
ολοκληρωτικής υποχώρησης της ελληνικής Κυβέρνησης, κατά την οποία υπογράφει
συμφωνία που περιέχει ό, τι χειρότερο είχε τεθεί έως τώρα στο τραπέζι των
διαπραγματεύσεων. Γιατί αυτό;
Γιατί η υποτέλεια που επέδειξε η Κυβέρνηση
υπογράφοντας εμπεριεχότανε ήδη στις συνεχείς δηλώσεις πίστης που έκαμνε προς
τους Εταίρους, αποκλείοντας κάθε ιδέα για πρόθεση ή σκέψη εξόδου από την
Ευρωζώνη. Ήτανε σαν να τους επαναλάμβανε «Χωρίς εσάς δεν μπορούμε να ζήσουμε, γι`
αυτό κάντε μας ό, τι θέλετε» ή «Δώστε μας ευρώ και πάρτε την ψυχή μας». Αν με παράδειγμα πάλι θέλαμε να αποδώσουμε
αυτή την πλήρη εναπόθεσή της στους Εταίρους, θα λέγαμε πως ήτανε ο ζητιάνος που
εκλιπαρεί για ένα ευρώ, όχι για να κορέσει την πείνα του και να επιζήσει, αλλά
για να πεθάνει αγκαλιά μαζί του. Τέτοιο ζητιάνο εγώ δεν ξέρω να έχει υπάρξει κι
ούτε μπορώ να φανταστώ ότι θα υπάρξει ποτέ. Η Μέρκελ μετά τη συμφωνία το
δήλωσε: Σας δώσαμε αυτό που ζητούσατε, να μη βγείτε από την Ευρωζώνη.
Βέβαια το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος απέκρουε
εντελώς τη στάση του ανύπαρκτου ζητιάνου που υιοθέτησε η Κυβέρνηση. Παραμονή
στην ΕΕ με κάθε θυσία δεν περιέχεται καθόλου στην ετυμηγορία του. Αυτή
εκφραζότανε με το «Ναι», το οποίο καταψήφισε συντριπτικά. Το ‘Όχι» του αντίθετα
περιείχε σαφή αντιευρωπαϊσμό τόσο όσο η Ευρώπη ταυτίζεται με τις πολιτικές των
μνημονίων. Σωστά τον είχανε διαβλέψει οι Ευρωπαίοι δίνοντας τη δική τους
ερμηνεία σ` αυτό, γιατί ξέρανε ποιοι είναι και τι εκπροσωπούν: Αυτό ακριβώς που
το δημοψήφισμα θα καταδίκαζε.
Αυτή η εμμονή της Κυβέρνησης παραμονής μας στην ΕΕ
πάση θυσία και η ακλόνητη πίστη της ότι
οι Ευρωπαίοι θα υποχωρήσουν της στέρησαν τη δυνατότητα να έχει στη διάθεσή της
εναλλακτικό σχέδιο, όχι, αν θέλετε, για να το επισείει ως απειλή και να πιέζει,
αλλά για να έχει διασφαλισμένη την ομαλότητα της οικονομικής ζωής στην
περίπτωση που εκείνοι πραγματοποιήσουν την απειλή τους. Διαθέτοντας ένα τέτοιο
εναλλακτικό σχέδιο θα μπορούσε η Κυβέρνηση να καθορίσει και το χρόνο της ρήξης.
Αυτή όμως πήγε κατά τη λαϊκή έκφραση «ξυπόλυτη στ` αγκάθια». Εδώ βρίσκεται η
βαριά της ευθύνη που δεν αποσείεται με τίποτα από πάνω της. Αν δεν έχεις να θέσεις
σε εφαρμογή έτοιμα αντίμετρα, προς τι οι λεονταρισμοί σου; Προς τι οι εξαγγελίες
και η κατηγορηματικότητα της εφαρμογής τους; Γίνονται όλα πρόθεση εξαπάτησης
της κοινωνίας για απόσπαση ψήφου, μια απροκάλυπτη πολιτική αγυρτεία. Αλλά και
για την υπόκυψή σου τότε δε φταίνε οι αντίπαλοί σου που ασκούν εκβιασμό πάνω
σου ή κάνουνε πραξικόπημα. Ταξικός αγώνας διεξάγεται και μάλιστα σκληρός. Είναι
δυνατό να περιμένεις να έρθουν οι αντίπαλοί σου αφοπλισμένοι και άοπλοι;
Δ. Η Αριστερά σε αναπότρεπτη πορεία φθίσης
Έτσι η αριστερή Κυβέρνηση, όντας εκείνη άοπλη,
σύρθηκε στον αυτοεξευτελισμό και στην πολιτική της αυτοκτονία. Η αριστερή
παρένθεση, που σχεδιαζότανε, έλεγε, από τους αντιπάλους της, προκλήθηκε από την
ίδια ή σχεδιάστηκε έτσι από τους αντιπάλους ώστε να την επιφέρει η ίδια με τον
αυτοεξευτελισμό της. Γιατί η εύνοια του λαού ήδη έχει χαθεί σε μεγάλο ποσοστό
και θα φθίνει ολοένα και περισσότερο, καθώς θα στρέφεται προς τις εκμηδενισμένες
μνημονιακές δυνάμεις, που δεν ευθύνονται ούτε για την τελευταία επιδείνωση της
οικονομικής κατάστασης ούτε για την επιβολή τόσο επώδυνου μνημονίου. Θα
στρέφεται προπάντων προς την «αντιμνημονιακή» Χρυσή Αυγή. Το αυγό του φιδιού έτσι
γεννιέται: Με τέτοιου είδους ενέργειες της Κυβέρνησης και με τις ανάλογες
δηλώσεις του Φίλη. Και αν κερδίσει τις εκλογές, που ήδη αναγγέλλει, τα ποσοστά
της δε θα είναι εκείνα τα «ολοκληρωτικά» που άγγιξε μετεκλογικά ούτε βέβαια εκείνα
του δημοψηφίσματος. Έχει χάσει μια για πάντα την ευρεία λαϊκή στήριξη και δεν
πρόκειται να την ξαναποκτήσει. Αν θα τις κερδίσει, θα τις κερδίσει χάρη στην
προίκα των 50 εδρών. (Τι σαρδόνια που είναι η Ιστορία! Σαν να ήξερε ότι θα
χρειαστεί ο κ. Τσίπρας αυτή την προίκα και έφερε έτσι τα πράγματα, ώστε να ευχαριστήσει
προκαταβολικά τον προικοδότη του, κάνοντάς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.) Τα
περί απλής αναλογικής θα έχουνε την ίδια τύχη που είχανε κι επί Πασόκ. Ούτε φυσικά και ο Σύριζα έχει μέλλον, αφού
έθρεψε στους κόλπους του Κυβέρνηση που άφησε άναυδη ακόμα και την Ιστορία. Κάθε
δε επιδίωξη της Κυβέρνησης να βάλει και το λαό να αναιρέσει τον εαυτό του, για
να έχει λαϊκή νομιμοποίηση η δική της αυτοαναίρεση, αποτελεί τον πιο αισχρό
τρόπο εξευτελισμού του. Τέτοιον εξευτελισμό του λαού δεν ξέρω αν επιδιώξανε ποτέ
στην Ιστορία οι μεγαλύτεροι εχθροί του.
Θα κλείσω με το σχετικό απόσπασμα του κειμένου που δεν
αναρτήθηκε, επειδή, όπως έχω πει, δεν είχε ολοκληρωθεί. Αναφέρεται στην
ενημερωτική συζήτηση που έγινε στη Βουλή μετά την υποβολή των 47σέλιδων προτάσεων
της Κυβέρνησης προς τους Εταίρους και ήτανε κάτω από το σημερινό δεύτερο τίτλο:
«Εξαιτίας δε της παλινωδίας της και της μετάπτωσής της
στην πολιτική των μνημονίων σφυροκοπήθηκε (Η Κυβέρνηση) ανελέητα στη Βουλή και
κατέστει ολοφάνερη η αδυναμία της να απαντήσει σε καίρια ερωτήματα. Τι να
έλεγε! Ο ηγέτης της Χρυσής Αυγής, που επαναφέρει μερικά από αυτά, αντλημένα από
το συνταγματολόγο κ. Κασιμάτη, που τα διατύπωσε σε ανύποπτο χώρο και χρόνο, δεν
πήρε απάντηση. Μετά απορούμε πώς ανεβάζει τα ποσοστά του αυτό το «κόμμα» και
επιρρίπτουμε τις ευθύνες αλλού. Όταν η Δημοκρατία και η Αριστερά πιο
συγκεκριμένα γίνονται αιτία να διατυπώνονται τέτοια νευραλγικής ιδεολογικής σημασίας ερωτήματα από τους
εχθρούς τους, τότε δε χρειάζεται να αναζητούμε πουθενά αλλού τις ευθύνες. Η
χρεοκοπία, Δημοκρατίας και Αριστεράς, εξηγεί πώς εκτρέφονται αυτά τα βαριά
παθολογικά φαινόμενα. Εγώ πάντως ντρέπομαι και προσωπικά που ο ιδεολογικός μου
εκπρόσωπος, υπαίτιος για τη γέννηση αυτών των ερωτημάτων, αρνείται να απαντήσει
αδυνατώντας».