"Λέξω προς αιθέρα"

Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΗ ΤΡΙΛΟΓΙΑ Β


       
Α.                ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ
              ΜΕ  ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ…*

Υπάρχει μία διαλεκτική σχέση μεταξύ γλωσσικής και πολιτικής παθολογίας. Δεν είναι της ώρας η ανάλυσή της. Θα γίνουν απλώς ορισμένες ενδεικτικές επισημάνσεις με αφορμή την πρόσφατη εισήγηση του κ. Λαλιώτη στο συμβούλιο ανασυγκρότησης του Πασόκ Θεσσαλονίκης.
Ο πολιτικός λόγος του κ. Λαλιώτη είναι, θα τολμούσα να το πω, ως προς την υφή του «ποιητικός» περισσότερο παρά πολιτικός λόγος, γι` αυτό και σαγηνευτικός. Ενσωματώνει μέσα στη φύση του πολιτικού λόγου και χαρακτηριστικά του ποιητικού, που συνδυασμένα με ανάλογες τάσεις του πρώτου ενισχύουν τη δραστικότητά του. Η συναισθηματικότητα ηθικού περιεχομένου και η αφαιρετικότητα είναι από τα πιο κύρια. Χάρη στο πρώτο ο λόγος έχει «εσωτερική ομορφιά» κι εναρμονίζεται με τις βαθύτερες ψυχικές διαθέσεις του ακροατηρίου, που ηθικές αλήθειες γυρεύει και προσδοκά ν` ακούσει. Αυτός ο εναρμονισμός είναι αναγκαίος για τη δημιουργία θετικού κλίματος που, προδιαθέτοντας ευνοϊκά το ακροατήριο, προετοιμάζει το έδαφος για την αποδοχή των «αληθειών» του ομιλητή. Χάρη στο δεύτερο υπερβαίνεται η συγκεκριμένη πραγματικότητα, κάτι που επιδιώκει επίμονα ο ομιλητής, όταν θέλει ν` αποκρύψει τα αρνητικά της σημεία, και προσδίδεται στο λόγο η ομορφιά της τελειότητας, για να προσλάβει έτσι και εξωτερική ομορφιά. Όσο δε πιο γενικευμένος είναι ο λόγος, όπως π.χ. ο ποιητικός ή ο μαθηματικός λόγος, τόσο πιο τέλειος εμφανίζεται στις εσωτερικές του σχέσεις και τόσο πιο ωραίος φαντάζει. Κι ενώ στην ουσία γίνεται σκόπιμη απόκρυψη της πραγματικότητας, κάτω από τις «θερμοκρασιακες» συνθήκες που δημιουργούνται και με την υποβολή του ποιητικού λόγου, αυτό όχι μόνο δε φαίνεται αλλά και ενθουσιάζει, καθώς μεταρσιώνει συναισθηματικά το ακροατήριο στη σφαίρα του ιδεατού.

Είναι η κλασσική μέθοδος εντύπωσης του μηνύματος στη συνείδηση του δέκτη μέσω του θυμικού, μέθοδος που προαπαιτεί παραμορφωτικές παρεμβάσεις στο λόγο και που με την ανάλογη στρέβλωσή του αποσιωπά ή παραμορφώνει την πραγματικότητα, για να την αποκρύπτει. Εδώ βρίσκεται η βάση του δημαγωγικού λόγου, όπως και του φασιστικού, και δε θα ήταν χωρίς υπόσταση ο ισχυρισμός ότι ο φασισμός αρχίζει από τις λέξεις. Όπως όμως κι αν κριθεί η μέθοδος αυτή, είτε από άποψη επιστημονικής μεθοδολογίας είτε από ηθική, δεν πληρεί ούτε στη μια ούτε στην άλλη περίπτωση κανέναν όρο, για να θεωρηθεί έντιμη.
Μέσα στο γενικό πλαίσιο αυτής της μεθοδολογίας κινούνται και οι επί μέρους μέθοδοι που χρησιμοποιεί ο ομιλητής, προκειμένου να καταστήσει το λόγο του πιο δραστικό. Τέτοιες μέθοδοι είναι (υποχρεωτικά περιορίζομαι σε απλή και ενδεικτική αναφορά): Η προεξόφληση, σε συναισθηματική πάντα βάση, «αληθειών», προϋποθετικών μάλιστα, που η πραγματικότητα μπορεί να τις θέτει σε αμφισβήτηση ή και να τις αντικρούει, όπως είναι η καταλυτικότητα του συγκεκριμένου γεγονότος, η ταύτιση του ομιλητή με τους ακροατές στο ηθικό και συναισθηματικό επίπεδο, οι καλές του προθέσεις κλπ.
Άλλη, η αποκάλυψη της μισής αλήθειας, που έχει την ιδιότητα να κρύβει την άλλη μισή, που αποτελεί και το οδυνηρό μέρος της όλης αλήθειας, καθώς περικλείει τα αρχικά αίτια και τους πρώτους υπεύθυνους, γι` αυτό χρησιμοποιείται στο τμήμα της αυτοκριτικής κυρίως.
Μια τρίτη, η εκστόμιση «εκθαμβωτικών» ηθικά αληθειών, που δεν έχουν λογική υπόσταση, εξαιτίας όμως του ηθικού τους «θάμβους» αποκλείουν εντελώς την πιθανότητα αμφισβήτησής τους.
Τελευταία στην ενδεικτική απαρίθμιση, η μελλοντολογική υπέρβαση του παρόντος, που μεταφέροντας τους ακροατές στο μέλλον, ανατροφοδοτεί τις ελπίδες τους. Σ` αυτή τη μέθοδο περιέχεται ακόμη και μια αντιστροφή της φυσικής χρονικής διαδοχής (το μέλλον καθορίζει το παρόν και όχι το αντίστροφο), που όχι μόνο αποκλείει την αρνητική επίδραση του παρόντος (όταν φυσικά είναι αρνητικό) στο μέλλον, αλλά και επιτρέπει και παρεμβάσεις του μέλλοντος στο παρόν και την πρόσδοση σ` αυτό των δικών του θετικών χαρακτηριστικών. Είναι μια μεταφυσική σύλληψη του ιστορικού γίγνεσθαι που δεν έχει καμιά σχέση με νόμους της πραγματικότητας και της ιστορίας.

Σε μια τέτοια σύλληψη της πραγματικότητας φαίνεται να στηρίζεται και το εγχείρημα της ανασυγκρότησης του κόμματος, γιατί κι εδώ δε λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση του παρόντος, η αρνητικότητά του, και, ενώ αυτό δεν είναι σε θέση να δώσει μέλλον, εντούτοις προσδοκάται. Το γεγονός ότι, μετά από την οικτρή διάψευση του κόσμου, το Πασόκ άρχισε ήδη παθολογικά να «ξεφουσκώνει», όπως παθολογικά «φούσκωσε», δεν προσμετράται. Επί πλέον, αφού γίνεται αποδεκτή η ισχύς του γενικού, γίνεται αποδεκτή και η ισχύς του ειδικού: Χωρίς να συμβούν αλλαγές στο παρόν, μπορεί να προκύψει ένα διαφορετικό μέλλον (θα φέρει από μόνο του τις αλλαγές) και δε θα έχει καμιά σχέση από άποψη ποιοτική με το παρόν. Δηλαδή το μέλλον μπορεί να αυτοδιαμορφώνεται.
Όμως η πραγματικότητα είναι άλλη: Δεν υπάρχει μέλλον χωρίς παρόν και η ποιότητα του παρόντος καθορίζει την ποιότητα του μέλλοντος. Κι όταν το παρόν είναι αρνητικό, θα πρέπει να γίνου αλλαγές σ` αυτό, για να ελπίζει κανείς στην κυοφόρηση ενός διαφορετικού μέλλοντος. Δίχως αλλαγή στα συστατικά στοιχεία του παρόντος δεν επέρχεται καμιά αλλαγή, όπως με υλικά σκορδαλιάς δε γίνεται στιφάδο. Τα ίδια λοιπόν πρόσωπα και οι ίδιοι όροι, που έφεραν τη «δύση» του Πασόκ, δεν μπορούν τώρα να φέρουν την «ανατολή» του.

Πώς όμως, ενώ έτσι έχουν τα πράγματα, αποτολμάται το εγχείρημα της ανασυγκρότησης, που μοιάζει με άλμα στο κενό και ως ποιο σημείο η στρέβλωση του λόγου μπορεί να αποκρύψει αυτή την πραγματικότητα; Η αποτόλμηση ενός τέτοιου εγχειρήματος - και η επιτυχία του – εξαρτώνται από δύο ειδών παραμέτρους, από εσωτερικές (εσωτερική διάθεση) και από εξωτερικές (αντικειμενικές συνθήκες) . Η εσωτερική διάθεση για παρόμοια εγχειρήματα στην πολιτική πάντα υπήρχε. Τα πολιτικά κόμματα έχουν και αυτά ένστικτο αυτοσυντήρησης, όπως και οι έμβιοι οργανισμοί και επιδιώκουν με κάθε τρόπο την επιβίωσή τους. Η σκοπιμότητα αυτή είναι τόσο ισχυρή, ώστε να τα εξωθεί συχνά στην πολιτική αποθράσυνση, ιδίως όταν αυτό το επιτρέπουν και οι εξωτερικοί όροι, που είναι στην περίπτωσή μας και αυτοί θετικοί επίσης:
Παράδοση δημοκρατικής πολιτικής ζωής η Ελλάδα δεν είχε ποτέ, παρόλο που δεν έλειψαν ούτε προς στιγμή οι αγώνες του λαού της για τη δημοκρατία, ώστε τα προσωποπαγή και αντιδημοκρατικά κόμματα να μην «ευδοκιμούν». Παιδεία, που να καθιστά τον Έλληνα πολίτη ικανό να διαχωρίζει το ορθόλογο από το ανορθόλογο, το αληθινό από το αναληθές και το έντιμο από το ανέντιμο, δεν υπήρξε πάλι ποτέ. Το «αντίπαλο δέος» στον ιδεολογικά όμορο χώρο επίσης δεν υπάρχει, γιατί η πνευματική ηλικία της πολιτικής Αριστεράς βρίσκεται ακόμα στο νηπιακό της στάδιο. Και ο λαός θα θέλει πάντα και θα ελπίζει για μια καλύτερη ζωή. Διαφορετικά είναι σαν να έχει αποφασίσει την αυτοχειρία του. Η πολιτική λοιπόν είναι γι` αυτόν βιολογική ανάγκη. Γι` αυτό και θα εναποθέτει πάντα τις ελπίδες του ακόμη και σε λογοκόπους, όταν δεν υπάρχουν άλλοι, για να αναδεικνύει έτσι μόνος του, ανεπίγνωστα και τραγικά, τους λαθρεπιβάτες της Ιστορίας του.

Κι ενώ λοιπόν το Πασόκ θα `πρεπε να είχε περάσει τώρα στην πολιτική ιστορία και μεταφερμένο στο εργαστήρι της πολιτικής παθολογίας, ν` αποτελεί αντικείμενο μελέτης της – γιατί πια μόνο παθολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζει – εξακολουθεί, εξαιτίας των παραπάνω λόγων, να παίζει καθοριστικό ρόλο στην πολιτική ζωή και ν` αποτολμά, μέσα σε μια κατάσταση καθολικού εκφυλισμού του, την αναγέννησή του, βασισμένη σε φαντασιωμένο λόγο. Για τους ίδιους λόγους πάλι το φαινόμενο «κουτσογιωργισμός» παραμένει ακόμα «εν ζωή», παρόλο που εξαιτίας της υπεγηρίας του δεν το παίρνει κανείς στα σοβαρά, παρά μόνο το δημοσιαγρφικό ομόλογό του. Αλλά και η κάθε ανανεωμένη έκφρασή του, ιδιαίτερα αυτή που είναι τόσο ανανεωμένη, ώστε να μη δείχνει σε κανένα σημείο τη συγγένεια μαζί του, θα προβάλλει στην πολιτική σκηνή με αξιώσεις βιωσιμότητας, όσο οι ίδιοι λόγοι θα βρίσκονται σε ισχύ.

Όμως, κι αν ακόμη ο κ. Λαλιώτης εκλαμβανόταν ως άμοιρος ευθυνών, κι αν ακόμα του αναγνωριζόταν οι καλές προθέσεις (παραδοχές και οι δύο ανατρεπτικές της πραγματικότητας), και πάλι δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι υπηρετεί τις σοσιαλιστικές ιδέες, γιατί ο τρόπος με τον οποίο τις «υπηρετεί» περισσότερο τις υπονομεύει. Θα πρέπει να τελειώνει κάποτε αυτή η καλλιέργεια της συναισθηματικής και μόνο σχέσης του λαού με τις σοσιαλιστικές αλήθειες. Είναι ανάγκη να συνδεθεί και λογικά μαζί τους, ώστε η συναισθηματική δύναμη να μετουσιωθεί σε λογική, για να αποκτήσει οπτική ικανότητα και αποτελεσματικότητα. Ειδάλλως δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ αυτή η ιστορία των επάλληλων διαψεύσεων του λαού και δε θα παύσει η Ελλάδα, ριγμένη «επί ασπαλάθων», να πληρώνει σαν τύραννος για κρίματα που δεν έχει κάνει.        


* Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία» στις 16.08.1988. Ο τίτλος είναι της εφημερίδας. Ο δικός μου ήταν: «Η ανασυγκρότηση του Πασόκ άλμα στο κενό. Πόσο η στρέβλωση του λόγου μπορεί να το αποκρύψει;»


Β.                Η «ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ» ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
    Ή ΟΤΑΝ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΤΟΥΣ ΚΑΡΠΟΥΣ
    ΤΗΣ ΑΥΤΟΔΙΑΦΘΟΡΑΣ ΤΟΥΣ, ΟΙ ΜΙΚΡΟΙ ΤΑ ΡΗΜΑΖΟΥΝ*
   Όλοι μας μείναμε άναυδοι από την αντίδραση της σημερινής γενιάς των δεκαπεντάχρονων ίσως όχι τόσο από την έκταση και ένταση που είχε όσο από την ίδια την εκδήλωσή της. Κανείς δεν περίμενε κι ούτε πίστευε ότι σε μια τόσο χειραγωγημένη και ελεγχόμενη κοινωνία θα εκδηλωθεί κάποια άξια λόγου αντίδραση απέναντι στην ασχήμια της. Γιατί είναι καθολική η ασχήμια της, διαπερνά όλες τις δομές και όλες τις «στρώσεις» της, πράγμα που δεν επιτρέπει «διαβλέψεις» σαν τις προηγούμενες. Τα μέλη της κοινωνίας αυτής, της δικής μας κοινωνίας, που έχουνε στα χέρια τους την τύχη της, άρα εμείς οι μεγάλοι, καταφέραμε με τις ιδιοτέλειές μας να «μπλοκάρουμε» από καιρό την Ιστορία, να έχουμε κλείσει όλες τις εξόδους της προς κάποια αλλαγή και εξέλιξη. Κι ακόμα, ισχυροποιούμε ολοένα και περισσότερο τα «μπλόκα» της, προβαίνοντας χωρίς εξαίρεση σε τέτοιες συμπεριφορές. Η εξάρτησή μας από τους χειριστές της πολιτικής εξουσίας, παροντικούς ή πιθανούς μελλοντικούς, είναι απόλυτη, καθώς ολοκληρωτική είναι και η πίστη μας στη μοναδικότητα της ισχύουσας ιδεολογίας, όση «μπόχα» κι αν βγάζει τώρα που η φούσκα της έσκασε και που ευφημιστικά, για να επιτευχθούν αυτοσυγκρατήσεις στις εναντιώσεις, της δόθηκε το όνομα της οικονομικής κρίσης ή ύφεσης. Η ονοματοδότησή της από το αιτιατό και όχι από το αίτιο, εμπεριέχει την καθόλου ατελέσφορη ευφημιστική συγκάλυψη εγκληματικότητας του αιτίου,  της ασύλληπτης σε βάθος και πλάτος. Εδώ βάρβαρες στρατιωτικές επεμβάσεις εκλήφθηκαν ως ανθρωπιστικές, επειδή έτσι ονομάστηκαν, δε θα αποδώσει ο ευφημισμός σε εγκλήματα διαπραγμένα ειρηνικά; Έτσι η Ιστορία στις κοινωνίες που διοικούνται από αυτό το ιδεολογικό και πολιτικό καθεστώς, που το ονομάζουμε καπιταλιστικό - και στη δική μας επομένως – είχε «κολλήσει» και δε διακρινότανε διαφυγές. Γι` αυτό και μείναμε όλοι μας άναυδοι.
   Όμως, κι αν όλοι οι δρόμοι της Ιστορίας είναι κλειστοί από τις ιδιοτέλειες και τις συναλλαγές των ανθρώπων, εκείνη βρίσκει πάντα τρόπο, αργά ή γρήγορα, να σπρώξει τον εαυτό της μπροστά και να συνεχίσει μέσα στο διηνεκές την εξέλιξή της. Επινοεί και ανοίγει δικούς της αδιόρατους δρόμους, αλλά όχι βεβαίως με το αζημίωτο, ποτέ. Κι όσο πιο κλειστή είναι η προοπτική της εξέλιξής της τόσο το αζημίωτό της γίνεται πιο ανελέητα απαιτητικό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού τις ηλικίες τις μεγαλύτερες των σημερινών δεκαπεντάρηδων τις είχε κερδισμένες η ιδιοτέλεια, έπρεπε η Ιστορία να προσφύγει στην «ακέρδιστη» προς ώρας γενιά των δεκαπεντάχρονων και αυτήν να θέσει σε κίνηση. Έμενε ακόμα το έναυσμα, το ερέθισμα ή η αφορμή που λέμε, που θα δινόταν στη γενιά αυτή, προκειμένου να κινητοποιηθεί. Κι επειδή η κινητοποίησή της έπρεπε να είναι γενική και σφοδρή, ώστε να μπορέσει η Ιστορία ν` ανοίξει τους δρόμους της, ήταν υποχρεωμένη να καταφύγει στην «εύρεση» συγκλονιστικής αφορμής. Και αυτό έκανε. Επέλεξε ως αναπόδραστο θύμα το θάνατο ενός δεκαπεντάχρονου, για να τον προσφέρει αφορμή στους συνομηλίκους του, ώστε να τους ξεσηκώσει. Είναι αυτό που ονομάσαμε αντίτιμο στο αζημίωτο της Ιστορίας. Και όλα μετά γίνανε όπως εκείνη τα όρισε.
   Η γενιά των δεκαπεντάρηδων στράφηκε με σφοδρότητα – από ανάγκη της Ιστορίας, είπαμε, γιατί αλλιώς κανένας δε θα διέκρινε την αποφασιστικότητά της – κατά των μεγαλύτερων γενιών - σχηματικά κατά των γονιών τους - που έχουν δεκαετίες τώρα την εξουσία στα χέρια τους και που φέρουν την ευθύνη για τη διαμόρφωση της σημερινής κατάστασης στη χώρα μας. Η γενιά λοιπόν των σημερινών δεκαπεντάρηδων, ενεργώντας εξ ονόματος, θα λέγαμε, των συνομηλίκων τους και των άλλων κοινωνιών, όρθωσε με ακράτητο πείσμα την εναντίωσή της απέναντι στη γενιά εκείνη, διευρυμένη τώρα, που διαχειρίστηκε την πολιτική εξουσία στη χώρα μας επί δεκαετίες, αναιρώντας ιδεολογικά τον εαυτό της κι επιφέροντας ολοκληρωτική διάψευση αλλά και βαθιά διάβρωση στο συνεκτικό ιστό της κοινωνίας μας. Και στο στόχο της η εξεγερμένη γενιά δεν είχε άλλον από την «ηρωική» γενιά του Πολυτεχνείου, που της έλαχε στο πρόσωπο της γενιάς των σημερινών δεκαπεντάρηδων να βρει το μάστορή της. Η σαρκαστικότητα της Ιστορίας το όρισε και αυτό, καθώς στη θέλησή της ανήκει και ο χλευασμός των λαθρεπιβατών της.
   Απέναντι στα «ενεργούμενα» της Ιστορίας ποια ήταν η στάση της ένοχης γενιάς; Η προσπάθεια μείωσης φυσικά της σημασίας αυτής της εξέγερσης, που ούτε καν εξέγερση δε θέλανε να ονομαστεί. Η μείωση όμως της σημασίας της, επειδή δεν μπορούσε να γίνει στο ποσοτικό της επίπεδο, εστιάστηκε στην αμαύρωση και υποβάθμιση των ποιοτικών της χαρακτηριστικών. Τα αναγκαστικά αίτια δε δικαιολογούσαν αντίδραση αυτού του μεγέθους, είπανε, ενώ τα τελικά αίτια δεν είχανε κανέναν αποσαφηνισμένο λεκτικό προσδιορισμό ή ούτε καν προσανατολισμό, άρα ήτανε σαν να μην υπήρχαν, οπότε η ανυπαρξία τους καθιστούσε ανύπαρκτο και το στοιχείο της συνειδητότητας. Επί πλέον και προπάντων είχε μένος καταστροφικό, ήτανε τυφλή, λέγανε. Τι τους έφταιγε η Τράπεζα, θα διαλαλήσει μεγαλοδημοσιογράφος**, που δεν είχε ακούσει τίποτα για το ρόλο τους στην κρίση, ενώ οι δεκαπεντάρηδες, που «δεν έχουνε γνώσεις», είχανε, φαίνεται, ακούσει.
   Με την προβολή τέτοιων ιδεών παρουσιάζανε μειωμένη όσο γινόταν τη δική τους ενοχή, αποκρύπτοντας βέβαια ότι στην Ιστορία η αναλογία ανάμεσα στο μέγεθος της πίεσης των αιτίων και στο μέγεθος των αντιδράσεων τηρείται πάντα ή κι αν διαταράσσεται η διαταραχή γίνεται σε βάρος του μεγέθους της αντίδρασης, λόγω δυσκολιών που έχει η εκδήλωσή της, αφού προσκρούει στην έννομη τάξη. Ενώ η αναλογία ανάμεσα στο μέγεθος της αντίδρασης και στη δυνατότητα λεκτικής της απόδοσης δεν είναι αναγκαίο να υπάρχει. Η αδυναμία αντίστοιχης λεκτικής έκφρασης της αγανάκτησης δε μειώνει το μέγεθος της διάθεσής της και συνήθως το βουβό είναι πιο σφοδρό στις αντιδράσεις του. Γιατί η αντίδραση είναι πιο έντονη, όταν η τροφοδότησή της γίνεται βιωματικά.
Αλλά και τα τελικά τους αίτια είχαν ξεκάθαρο προσανατολισμό: την υπάρχουσα κατάσταση, παντελώς να εκλείψει. Τόσο μισητή τους είναι. Δεν είναι προσανατολισμός να θες να γκρεμίσεις καθετί σάπιο που ορθώνεται μπροστά σου; Έδειχνε τέλος η ένοχη γενιά, για τη μείωση της ενοχής της πάντα, πως δεν έβλεπε ότι η Ιστορία θα γινόταν πιο απαιτητική ως προς το αζημίωτό της, για το οποίο έγινε λόγος παραπάνω, αφού έμελλε η παρέμβασή της να είναι αποφασιστικότατη. Το μέγεθος της αναλγησίας μας είχε στήσει τόσο μεγάλα φράγματα στο δρόμο της, ώστε να μην είναι δυνατή η ανατροπή τους παρά μόνο με σφοδρή βιαιότητα και εκτεταμένες καταστροφές.  
   Μα μπήκαν και οι «κουκουλοφόροι» στη μέση, αντιτείνουν, που η δουλειά τους αυτή είναι, να καταστρέφουν αναίτια. Και τι δουλειά είχανε μαζί τους ως συναυτουργοί και συνεχείς αναπληρωτές ή ως ακόλουθοί τους οι άλλοι νέοι, που αποτελούν όχι απλώς την πλειοψηφία, αλλά το σύνολο; Για τους «κουκουλοφόρους» όμως προκαταρκτικά δυό διευκρινίσεις: Ο συντάκτης του κειμένου έχει την άποψη ότι η πλειοψηφία τους δεν είναι «βαλτοί», έστω κι αν με τις ενέργειές τους πολλές φορές μοιάζουν να είναι. Δεύτερον η εξήγηση ενός κοινωνικού φαινομένου, η προσπάθεια αναγωγής του στα αίτιά του, δε συνιστά πολιτική κάλυψη.
   Κι αν λοιπόν δεχτούμε ότι αυτοί οι λίγοι και σταθεροί «κουκουλοφόροι» είδανε τον ξεσηκωμό των νέων ως ευκαιρία, για να τα ξαναρημάξουνε, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η ιδεολογική βάση, που υποκινεί τους μεν και τους δε, είναι κοινή, με τη διαφορά ότι στους πρώτους αυτή είναι σταθερή, ενώ στους δεύτερους περιστασιακή. Ότι σε όλους τους νέους ανεκδήλωτη διάθεση για τέτοιου είδους αντίδραση απέναντι στην κατάσταση που ισχύει στην κοινωνία μας υπάρχει επιβεβαιώθηκε με την καθολικότητα της αντίδρασής τους και τη συνεχή αναπλήρωση των «κουκουλοφόρων». Άρα τα αίτια του ξεσηκωμού, αναγκαστικά ή τελικά, είναι μόνιμο ιδεολογικό υπόβαθρο όλων των νέων, όπως και κίνητρο, οπότε κάθε αποκήρυξη ή αναθεματισμός των «κουκουλοφόρων», δεν αίρει τα αίτια που τους υποκινούν και, αφού δεν τα αίρει, ισοδυναμεί με ξόρκισμα.
   Όμως οι «κουκουλοφόροι», που με τόση ευκολία, ωσάν να πρόκειται για «λεπροφόρους», αφορίζονται και δίχως την παραμικρή επιφύλαξη αποκόπτονται από το σώμα της κοινωνίας μας με προορισμό το ρίξιμό τους στον Καιάδα, είναι γεννήματα της δικιάς της μήτρας. Δεν έπεσαν από τον ουρανό ούτε πλάστηκαν από «εξωγήινους» ή εξωγενείς παράγοντες. Γεννήματα της κοινωνίας μας είναι, δηλαδή παιδιά δικά μας και πλάσματά μας. Και η παθολογική κοινωνικά συμπεριφορά τους αντανακλά την παθολογία τη δική μας. Εξετάσαμε όμως ποτέ μήπως στο στόχαστρο αυτών των φανερών «κουκουλοφόρων» είναι κάποιοι άλλοι, κουκουλοφόροι πάλι, αλλά αφανείς, υπαίτιοι κιόλας της κατάστασης που ζούνε οι νέοι, εκείνοι που έχουνε μετατρέψει το πρόσωπό τους σε προσωπείο εφόρου ζωής και δε χρειάζονται κουκούλα; Πώς αλλιώς εξηγείται χρόνια και χρόνια άλλα να λέγονται, άλλα να εξαγγέλλονται, άλλα να διακηρύσσονται και τα αντίθετα να πραγματοποιούνται και ως σύμφωνα με τις διακηρύξεις τους να παρουσιάζονται; Αν έπρεπε στους περισσότερούς μας να αποκαλυφθεί η απάτη του συστήματος μεσω της έλευσης της κρίσης, αυτό καθόλου δε σημαίνει πως ήταν αδιόρατη ή προπάντων ότι τα αρνητικά της προεργασίας της δε βιωνότανε ως αδικία, ως ανισότητα, ως αμείλικτος ανταγωνισμός και αποκλεισμός των πολλών από τους λίγους, ως άγχος και αβεβαιότητα για το μέλλον, ως υποσκελισμός του ανθρώπου από το κέρδος και ως απαξίωση γενικά της ανθρώπινης ύπαρξης, όλα αυτά που αποτελούν δομικά στοιχεία της σημερινής μας ζωής σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο και που αισθάνονται ιδιαίτερα οι νέοι, όσο ακόμα δεν έχουν αναισθητοποιηθεί από την ιδιοτέλεια της βιοτικής μέριμνας. Αυτή η απλή συνάρτηση της δυνατότητας να ζει κάποιος - κι εδώ είναι οι πολλοί – από τη δυνατότητα κάποιων να κερδίζουν – κι εδώ είναι οι λίγοι – συνάρτηση που αποτελεί πεμπτουσία και νομική θωράκιση του συστήματος, δεν είναι εξωλογική, εξωηθική αλλά και εξωφρενική; Δεν είναι αυτό μια νέα κρυμμένη μορφή της παλιάς δουλοκτησίας; Κι επί πλέον να σου λένε μετά από μακροχρόνια και έμπραχτη αποδοχή αυτής της συνάρτησης, πράγμα που στην πράξη μεταφράζεται εκτός των άλλων και σε «λιτότητα» δεκαετιών για τους πολλούς και συσσώρευση αμύθητου πλούτου σε λίγους, ότι οι ιδιοκτήτες και κύριοι της ζωής μας είχανε παρόλα αυτά «χασούρα», που έθεσε εκτός λειτουργίας τη «μηχανή» της παγκόσμιας οικονομίας κι αν κατεπειγόντως δεν εξευρεθούν, για να προσφερθούν στους χειριστές της τα κεφάλαια που ζητάνε – ίσα ή περισσότερα από αυτά που φάγανε κανείς δεν ξέρει, μιλάμε ωστόσο για υπέρογκα ποσά δισεκατομμυρίων – τότε η «μηχανή» αυτή, που με τη λειτουργία της συντηρεί όλο τον πληθυσμό της γης, δε θα ξαναλειτουργήσει, γιατί είναι ιδιοκτησίας των χειριστών της και προγραμματισμένη να τίθεται σε λειτουργία μόνο από τους ίδιους. Χωρίς την «αποζημίωσή» τους γι` αυτά που μας φάγανε, μας λένε τα υποχείριά τους οι κυβερνήσεις, πάμε όλοι χαμένοι.
   Πάντως ο δικός μου ταπεινός σχολιασμός για όλα όσα συμβαίνουν τη στιγμή αυτή στην παγκόσμια σκηνή είναι πως, αν κάτι τέτοιο συνέβαινε σε οποιαδήποτε μορφή κοινωνικής συμβίωσης, οικογενειακή, κοινοτική ή εθνική, και δεν επενέβαινε ο νόμος για να επιβάλει τις δίκαιες κυρώσεις στους υπαίτιους,  τότε κανείς δε θα μπορούσε να συγκρατήσει τα πλήθη από το «λιντσάρισμά» τους. Όμως σε μια παγκόσμια τάξη πραγμάτων, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από τη θέληση των λίγων ισχυρών, είναι πολύ φυσικό να μην έχει καμιά θέση η οποιαδήποτε έννοια δικαίου κι επιβολής κυρώσεων στους υπαίτιους.  
   Αλλά και το προστάδιο αυτής της απάτης δεν είναι λιγότερο κακουργηματικό. Ένας μηδενικός σχεδόν αριθμός ανθρώπων,  χάρη στα υποχείριά τους, τις κυβερνήσεις των ισχυρών χωρών της γης, είπαμε, κατάφερε να ιδιοποιηθεί όλο τον πλούτο του πλανήτη αλλά και όλη την πολιτισμική δύναμη του ανθρώπινου γένους μαζί και την κάθε δυνατότητα που εμπεριέχει αυτή. Το αποτέλεσμα αυτής της μακροχρόνιας και συστηματικής λεηλασίας του πλανήτη αλλά και της στυγνής διπλής εκμετάλλευσης, εργασίας και περιουσίας, όλου του πληθυσμού της γης, ήταν η εξώθηση του μεγαλύτερου μέρους του στην ανέχεια και του ανθρώπινου είδους στον κίνδυνο της εξαφάνισης.
   Μα πού τα ξέρανε όλα αυτά οι νέοι, που τους λείπουνε οι γνώσεις, για να νιώσουν την ανάγκη αντίδρασης, μας ρωτάνε; Η απάντησή μας: Όλη αυτή η παθογένεια του συστήματος είναι, το είπαμε, βίωμα, όχι απόσταγμα θεωρητικών διερευνήσεων, και βιώνεται από όλους μας. Απλώς δεν ομολογείται. Οι τέκτονές της, που είναι και οι κύριοι νομείς της, δε θέλουν να την παρουσιάζουν ως παθολογική και παθογόνο κατάσταση, για να μην είναι και φαινομενικά δικαιολογημένες οι αντιδράσεις. Αλλά και όλοι οι άλλοι, που έχουνε μια συμμετοχή με τη μορφή απολαβής κάποιας ευημερίας στην ίδια νομή - και είναι οι πολίτες των αναπτυγμένων χωρών που δεν ανέρχονται ούτε στο ένα δέκατο του πληθυσμού της γης και που μαζί με τους τέκτονες αποτελούν τους ρυθμιστές της ζωής όλης της οικουμένης - και αυτοί δε μιλάνε. Εξαγοράσανε την όποια συμμετοχή τους στη νομή με τη σιωπή τους. Αν το ομολογούσαν θα ενοχοποιούσανε τους εαυτούς τους, καθώς ξέρουνε πολύ καλά ότι χάρη στην παγκοσμιοποίηση της ανισότητας και αδικίας αποκτούν οι ίδιοι τη δυνατότητα - την καταστήσανε και δικαίωμα – συμμετοχής στη νομή. Είναι η αυτοδιαφθορά για την οποία κάνει λόγο ο τίτλος.
   Ωστόσο παρά την καθολική επικράτηση της παθολογίας του συστήματος σε παγκόσμιο επίπεδο και σε όλες τις δομές των κοινωνιών μας και παρά την αδυναμία «διαβλέψεων» η Ιστορία, ας είναι ανέλπιστα, πήρε απ` ό,τι είδαμε θέση και, όταν η Ιστορία παίρνει θέση, τα πράγματα βαίνουνε καλώς.
   Όταν λοιπόν οι μεγάλοι απολαμβάνουν τους καρπούς της αυτοδιαφθοράς τους, οι μικροί τα ρημάζουν, για να κάνουνε καρποφόρο το μέλλον τους που το ρημάξανε οι γονείς τους.

*Πρωτοδημοσιεύτηκε στο έντυπο «Κάτοικος Δήμου Μίκρας», Τεύχος 4 – Μάιος 2009. Εδώ υπάρχουν συνδηλωτικά για το «αζημίωτο της Ιστορίας»
Από δω γεννήθηκε το τραγούδι μου "Δεκέμβρης 2008", που θα μπει αργότερα μαζί και με άλλα μου τραγούδια στο κανάλι μου στο You Tube
**Πρόκειται για τον κ. Πρετεντέρη

 Γ.                  ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΡΧΗΓΩΝ
           ΓΚΑΝΤΕΜΙΑ Ή ΑΝΟΙΑ, ΤΥΧΗ* Ή ΟΞΥΔΕΡΚΕΙΑ;
    

Έτσι κι αλλιώς τα κόμματά μας δεν έχουν δημοκρατία, για να παίρνονται συλλογικά οι αποφάσεις,  και ο αρχηγός τους είναι αυτός που καθορίζει τα μελλούμενα τόσο τα δικά τους όσο και της κοινωνίας μας. Θα επιχειρήσουμε εν όψει των νέων εκλογών τη σκιαγράφηση της προσωπογραφίας τους

1. Προσωπογραφία Σαμαρά
Οι ικανότητές του περιορισμένες σε σχέση με τις απεριόριστες φιλοδοξίες του. Νόμιζε παλιά πως, αν εκμεταλλευθεί την πατριωτικότητα που εμπεριέχεται στην ονομασία των Σκοπίων, θα γίνει εθνάρχης. Ρίχνει την Κυβέρνηση Μητσοτάκη και ιδρύει την ΠΟ.ΛΑ, για να σβήσει από τον πολιτικό χάρτη. Με παρακάλια και ελιγμούς και, καθώς η συγκυρία ευνοεί, ν` αποκτήσει το κόμμα  αντίβαρο στο διπλό Μητσοτακέικο, ξαναμπαίνει στη ΝΔ, γίνεται και Υπουργός. Τίθεται θέμα ηγεσίας στο κόμμα, συμφέρει στον Αβραμόπουλο να συνεργαστεί μαζί του, ώστε να ηττηθεί η Μπακογιάννη, σοφίζονται την εκλογή από την κοινωνία, αναδεικνύεται αρχηγός. Τρίζει τα δόντια και διαγράφει όσους υποδηλώνουν διαθέσεις αμφισβήτησης του ίδιου ή της πολιτικής του. Επειδή ψήφισε το Μνημόνιο, διαγράφει και την Μπακογιάννη, που το πήγαινε κι αυτή φιρί φιρί. Όχι πως αυτός ήτανε κατά του Μνημονίου. Απλώς το «μείγμα» της πολιτικής του δεν είναι, έπρεπε να λέει, αυτό που θα ήθελε εκείνος, ώστε να μπορεί να κάνει τον αντιπολιτευόμενο. Κατόπιν για την ικανοποίηση των φιλοδοξιών του πάλι, αλλάζει ψηφίζοντας Μνημόνιο και διαγράφει όσους δε μεταστρέφονται, για να τους ξαναπάρει πάλι, γιατί ερχότανε εκλογές. Τελικά ο λαός τον καταποντίζει. Δεν τα βάζει κάτω. Κι ενώ επί αρχηγίας του τα δύο κόμματα της Δεξιάς γίνονται πέντε, επιχειρεί να συγκροτήσει ευρωπαϊκό κεντροδεξιό μέτωπο. Για τη σύμπηξη αυτού του μετώπου καλεί, διαγραμμένους και μη, όλους τους καταδικασμένους από το λαό με απουσία από τη Βουλή. Οι περιστάσεις ευνοούν καθώς συμπίπτουν πολλές διασώσεις: Σώζονται οι καταδικασμένοι, σώζεται το Μνημόνιο, σώζεται η παράταξή του, σώζεται η Ελλάδα από την άνοδο της Αριστεράς, σώζεται και ο ίδιος, που είναι και το ζητούμενο. Παρόλα αυτά μόνον ένας ναυαγός πιάνεται από το σωσίβιο που έριξε, η «συναγωνίστριά» του στη διεκδίκηση της αρχηγίας και μετέπειτα κομματική ανταγωνίστρια, που επανέρχεται με τύχη βουνό στην πολιτική σκηνή. Η Ελλάδα, θα μας πει, την έσπρωξε να πιάσει το σωσίβιο που έριξε ο άλλος κατ` εντολή της πατρίδας, όπως θα μας εξηγήσει ο ίδιος. Δε σκέφθηκε όμως ο άνους ότι αργά ή γρήγορα οι περιστάσεις θα ευνοήσουν και θα του την πάρει την αρχηγία η άσπονδη σωσμένη του που ο λαός την είχε καταστήσει πολιτικά νεκρή. Πιάστηκαν βέβαια από το σωσίβιό του και λακισμένοι ακροδεξιοί από το ΛΑΟΣ, για να διασωθούν κι αυτοί. Ωστόσο, για να `ρθουμε στα δικά μας, όσα «ελλαδικά» ή πατριωτικά «πασπαλίσματα» κι αν βάλουνε πάνω από τις επιχειρήσεις της προσωπικής τους διάσωσης, ο καιροσκοπισμός τους δεν κρύβεται. Κι ενώ εκπροσωπούν τον ένα μεγάλο πόλο του διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος, κατά τις δικές τους αναγνωρίσεις, αυτοί οι ίδιοι, οι εθισμένοι στη διαφθορά, συνεχίζουν τη διενέργειά της και συναλλάσσονται μπροστά στα μάτια μας, θέλουνε δε το εκλογικό σώμα, που μόλις χθες αποφάσισε τον πολιτικό τους θάνατο, σήμερα να τους νεκραναστήσει. Δεν είναι πρόκληση;  
Βέβαια, δεν μπορώ να πω, είχανε και την γκαντεμιά τους οι άνθρωποι. Πάνω στην κορύφωση της μάχης για κοινή διάσωση έρχεται και η Μέρκελ να υπαγορεύσει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μας διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Λες και δεν αρκούσε η προσωπική τους υπαιτιότητα για τη διατήρησή τους στην κατάσταση του πολιτικά ανενεργού.   

2.  Προσωπογραφία Καμμένου
Από παντού καμμένος ο καημένος, από το Χρηματιστήριο, από την παράταξή του, από την ιδεολογία του, από τον αρχηγό του. Να μη γίνει εμπρηστής όλων των δικών του;

3. Προσωπογραφία Μιχαλολιάκου
Είναι «απερίγραπτος». Κανείς δεν μπορεί να αναπαραστήσει πιστά το πορτραίτο του. Ούτε ο ίδιος με αυτοπροσωπογραφία του μπορεί να αποτυπώσει ακριβώς τα προσωπικά του χαρακτηριστικά. Μόνο να τα εκδηλώνει μπορεί. Γι` αυτό με αυτοψία μόνο μπορεί κανείς να τα παρατηρήσει και μόνο την ώρα που εκδηλώνονται. Δυστυχώς, επειδή κι εγώ δεν είμαι σε θέση να τα αποδώσω, παραπέμπω σε αυτοψία. 

4. Προσωπογραφία Βενιζέλου
Όπου η καταστροφή του εκεί βλέπει ο Βενιζέλος την ικανοποίηση των φιλοδοξιών του και σπεύδει για την πραγματοποίησή τους.  Τον είδαμε το βράδυ των εκλογών του 2004 να φωνάζει στους φαρμακωμένους ψηφοφόρους του Πασόκ: Μη στενοχωριέστε, εγώ εδώ είμαι, για να σας σώσω. Και του την πήρε την αρχηγία ο ηττημένος Γιωργάκης.
Εμφάνιζε δυσκολίες η εφαρμογή του Μνημονίου, έσπευσε να αναλάβει την επιτάχυνσή της και την υπογραφή δεύτερου Μνημονίου. 13% το κόμμα του τώρα στις εκλογές με δική του αρχηγία και με τη δική του συμβολή στην προώθηση των μνημονιακών πολιτικών, ποσοστό που σηματοδοτεί τον αφανισμό του. Και όμως. σπεύδει να ξεσαπίσει το «σάπιο Πασόκ» σύμφωνα με τα λεγόμενά του, καταργώντας όλα τα όργανα, ας επίκεινται νέες εκλογές. Αλλά, αν δεν έχει ο άμοιρος ιδεολογία να επιδείξει, πώς θα δείξει ότι κάτι αναγεννησιακό πάει να κάνει; Μα και ποιας ιδεολογίας να γίνει κήρυκας; Πασών των ιδεολογιών που ενδυότανε το κόμμα του κατά καιρούς ή μιας κάποιας που κενό της δεν υπάρχει, για να το καλύψει; Γι` αυτό έχει εκλείψει πλέον ο αποχρών λόγος ύπαρξής του και σωστά μας το διαμήνυσε ο λαός δίνοντάς του τα ποσοστά που του `δωσε.
Για τη σκέψη όμως του Βενιζέλου ιδεολογίες και κομματικές οργανώσεις είναι ψιλά γράμματα. Άμα ανοίξει αυτός το στόμα του και αρθρώσει τον πλούσιο λόγο του, οι άνθρωποι θα «τσιμπήσουν», είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει σκέψη στα λόγια του. Έτσι πιστεύει. Και μετά «τρώει τα μούτρα» του. Είναι από γκαντεμιά  ή από αρνητική διορατικότητα. Η οίησή του του λέει από γκαντεμιά, γι` αυτό και δεν τελειώνουν οι «γκαντεμιές» που βρίσκει συνέχεια μπροστά του ο βαρύς στο σώμα και ελαφρύς στο πνεύμα νέος αρχηγός του Πασόκ. 

5. Προσωπογραφία Κουβέλη
Πολιτεύθηκε με αξιοπρέπεια. Η σύνεση που τον διέκρινε και το χάρισμα του λόγου αποτελούσαν σημαντικά εχέγγυα, για να παίξει κάποιον ηγετικό ρόλο στο χώρο της Αριστεράς, όπου ανήκε. Έως πρόσφατα δεν το είχε καταφέρει. Φαίνεται πως δεν μπορούσε άλλο να περιμένει παραμένοντας ως τα στερνά του βίου του ένα απλό στέλεχος της Αριστεράς. Εξάλλου κι εκεί που ήταν προκοπή δεν είχε ούτε ο ίδιος ούτε το κόμμα. Τολμά λοιπόν αποσκιρτώντας να δημιουργήσει δικό του κόμμα και να γίνει ο ηγέτης του. Εξαιτίας του Μνημονίου πάνε άριστα τα δημοσκοπικά του ποσοστά. Υπερβαίνει κατά πολύ το ΣΥΡΙΖΑ. Όμως οι ιδέες του δεν αντιβαίνουν ευκρινώς στο Μνημόνιο. Το δείχνει. Κάθετη η πτώση των ποσοστών του στις δημοσκοπήσεις. Γέρνει μετά προς αντιμνημονιακές πολιτικές και κατορθώνει τελικά να συγκρατήσει κάποια ποσοστά. Κι ενώ πριν από τις εκλογές απέκλειε οποιαδήποτε συνεργασία, προεκλογική και μετεκλογική, με το ΣΥΡΙΖΑ, μετά τις εκλογές, όταν παίρνει τη διερευνητική εντολή ο Τσίπρας, δέχεται να συνεργαστεί. Σε λίγο μετατοπίζεται προς τα δύο μνημονιακά κόμματα, καλώντας και το ΣΥΡΙΖΑ να πάει μαζί τους υπό τους δικούς τους όρους, ώστε να σχηματιστεί Κυβέρνηση, ενώ μπορούν μόνοι τους να τη σχηματίσουν. Δεν το κάνουν, για να επιρριφθεί η ευθύνη στον Τσίπρα. Ξαναδηλώνει ο κ. Κουβέλης ότι δεν πρόκειται μετά τις νέες εκλογές να συνεργαστεί μαζί του, για να ανακληθεί σχεδόν αμέσως κι αυτή του η δήλωση.
Αν δούμε ολικά τις ιδέες του κ. Κουβέλη, διαπιστώνουμε ότι ποτέ δεν είχαν αριστερό στίγμα. Αυτό το έχω δηλώσει και πριν από την απόσχισή του. Αν δούμε πάλι ολικά τις πολιτικές του κινήσεις, βλέπουμε μια «μετακινησιμότητα» που θυμίζει Καρατζαφέρη. Βέβαια δεν ανήκει στα αριστερά στελέχη, που από ιδιοτέλεια εγκατέλειψαν την Αριστερά και προσχώρησαν στο Πασόκ (Δαμανάκη, Ανδρουλάκης, Μπίστης, ων ουκ έστιν αριθμός, ή στη ΝΔ (Τατούλης και πολλοί άλλοι). Και αυτό είναι κάτι που τον τιμά αφάνταστα. Ωστόσο, όπως υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα στο να πουληθείς και να μην πουληθείς – και αυτή την απόσταση την κράτησε ο Κουβέλης – υπάρχει επίσης μεγάλη απόσταση ανάμεσα στη συμφωνία με όλους και στη συνεπή τήρηση της δικής σου αριστερής ιδεολογικής γραμμής.  Ίσως γι`  αυτό, πιστεύω, τα ποσοστά του δεν ανεβαίνουν ή αυξομοιώνονται κατά τι, παραμένοντας πάντα σε χαμηλό επίπεδο. Να προσπαθεί τόσο και να θέλει με τόσο ευπρεπή λόγο να δείξει τόσο σοβαρός, αλλά η κοινωνία να μην τον παίρνει τόσο στα σοβαρά όσο προσπαθεί, αυτό δεν μπορεί να εξηγηθεί με απόδοση «στραβώματος» στο «γιαλό».  

6. Προσωπογραφία Τσίπρα
Τον αναδεικνύει αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ ο «κηδεμόνας» του Αλαβάνος, ο οποίος έκτοτε όσο ζει θα ζει για την υπονόμευσή του. Και τα άλλα όμως ηγετάκια αυτού του σχηματισμού του βάζουνε τρικλοποδιές από την πρώτη στιγμή. Θα σταθεί όρθιος και θα επικρατήσει. Ένα από αυτά, είπαμε, έφυγε. Εκείνος συνέχισε, ιδεολογικά αταλάντευτος, να ηγείται σ` ένα «κόμμα» απροσδιόριστης υφής, οργανωτικής και ιδεολογικής. Διάφορες ετερόκλητες συνιστώσες, που σε κάποιες περιπτώσεις μοναδική κοινωνική αναφορά έχουν τον εκπρόσωπό τους μόνο, «συνθέτουν» το σχηματισμό, που λέγεται ΣΥΡΙΖΑ και που μοιάζει με ρυμουλκό που έχει πολλά ρυμουλκούμενα πίσω του και γι` αυτό κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή από ανατροπή. Η δημιουργία ενός κόμματος με ενιαία οργανωτική δομή και αποσαφηνισμένο ιδεολογικό προσανατολισμό δεν τους απασχόλησε ποτέ. «Δε θα γίνει ποτέ κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ» θα διαλαλήσει καμαρωτά το σύμβολο της Αντίστασης. Ωστόσο το ρυμουλκό συνεχίζει να πορεύεται και χάρη στη στιβαρή οδήγηση δε διέτρεξε ακόμα τον κίνδυνο ανατροπής.
Έρχονται τα Μνημόνια, η κοινωνία στενάζει, συνεπής στην αντιμνημονιακή του πολιτική ο οδηγός του οχήματος πείθει – έχει ικανότητες -  ότι μπορεί όχι μόνο το όχημά του να οδηγεί αλλά και την κοινωνία στην επιδίωξή της να αποτινάξει το Μνημόνιο. Η ετυμηγορία της εκτινάσσει το σχήμα αυτό από το ποσοστό του 4% στο 17%, οπότε παίρνει τη θέση του δεύτερου κόμματος. Ο ηγέτης του κάνει στην αρχή καλή «διαχείριση» του ποσοστού του. Όταν όμως παίρνει την εντολή να σχηματίσει Κυβέρνηση, μετράμε λάθη του. Πρώτα πάει την εντολή βόλτα σε αξιοθέατα εκτός Βουλής, Ακρόπολη, Μουσείο…, με την εξήγηση πως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είμαστε απόγονοι των προγόνων μας. Κάπως έτσι. Ακατανόητες είναι επίσης, έχοντας την εντολή στο χέρι, οι συναντήσεις του με κόμματα που δεν μπόρεσαν να μπούνε στη Βουλή. Έρχεται όμως σ` επαφή και με το δίδυμο Κατσέλη…- δε θέλω να πω το όνομα του άλλου μέρους του διδύμου – υπουργοί και οι δύο που σήκωσαν γερά στην πλάτη τους και την πολιτική του Μνημονίου και τους αρχιτέκτονές του, τρόικα, αρχηγό, κόμμα. Αλλά, ξεθάβοντας ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ «ους» ο λαός έθαψε, δεν επιχειρεί διορθωτική παρέμβαση στη σοφία του λαού, ξεχνώντας φυσικά ότι η δική του σοφία είναι αντανάκλαση της προηγούμενης; Κατά πόσο όμως μια αντανακλασμένη σοφία μπορεί να παρεμβαίνει διορθωτικά στην «αντανακλώσα»; Μα δε φτάνει αυτό. Επακολουθεί και η πρότασή του να γίνει υπηρεσιακός πρωθυπουργός ο Αρσένης, πρόταση που έχει τεράστιο ιδεολογικό και πολιτικό βάρος, αρνητικό βέβαια, και που, αν συνδυαστεί με την προηγούμενη, την «ερωτοτροπία» του με την κ. Κατσέλη, σύζυγο του κ Αρσένη, μας πάει έξω από τη σφαίρα της πολιτικής, μας μεταφέρει στη σφαίρα των ερωτικών συμπεριφορών. Εδώ εμάς δε μας πέφτει λόγος, αφού είμαστε σ` αυτή τη σφαίρα, η καθ` ύλην όμως αρμόδια, η σύντροφός του, πώς και δεν αντέδρασε ακόμα;
Ανάμεσα στα λάθη του θα μπορούσα να συμπεριλάβω και τον όρο που έθεσε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για τη συμμετοχή του στη δεύτερη σύγκληση αρχηγών, να μην καλέσει τον αρχηγό της Χρυσής Αυγής, όρο που δυστυχώς ο κ. Παπούλιας τήρησε παραβιάζοντας απ` ό, τι φαντάζομαι το Σύνταγμα. Δε βλέπει εξάλλου ο κ. Τσίπρας ότι όσο περισσότερες δημόσιες εμφανίσεις κάνει ο κ. Μιχαλιολάκος, τόσο περισσότερο εκτίθεται και τόσο καλύτερα για όλους μας;  
Ας υποτεθεί όμως ότι αυτά τα λάθη οφείλονται σε υποδείξεις συμβούλων του. Αλλά κι έτσι αν είναι, ο ίδιος απαλλάσσεται από την ευθύνη της διάπραξής τους, ιδίως ως προς το σκέλος της αιτιολόγησης, όπου εμπεριέχεται εκτός των άλλων δυνητικά και η επαναληψή τους;  Και το άλλο ερώτημα: Πώς, γίνεται, ενώ ενεργεί με τόση οξυδέρκεια, να ενεργεί συγχρόνως και χωρίς αυτήν;
Ευτυχώς, θα μου πείτε, δε χρειάζεται να μην κάνει λάθη ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού έχει τη Μέρκελ και το Σαμαρά που του τα σβήνουνε αμέσως. Όμως μια τέτοια επανάπαυση δεν είναι στην πολιτική βαθύτατα ζημιογόνα;

7. Προσωπογραφία Παπαρήγα
Εδώ το χέρι πάει μόνο του. Αυτονομήθηκε. Τραβάει μαύρες πινελιές και δεν τις φειδωλεύεται καθόλου. Όχι μόνο μια, αλλά πολλές, ατέλειωτες σχεδόν. Γιατί τόσες πινελιές, ρωτάω; Είναι για όλα τα στελέχη του κόμματος. Εδώ έχουμε συλλογική έκφραση και πρέπει να τους σκιαγραφήσουμε όλους, μου λέει. Και γιατί με μαύρες πινελιές; Έχω την αίσθηση, μου λέει, ότι πρέπει να πάσχουνε από αχρωματοψία του μαύρου, του εντελώς μαύρου, όχι του σκούρου ή του γκρίζου,. Στις αποχρώσεις του γκρίζου έχουν  ευαισθησία μεγάλη. Αυτός είναι ο λόγος που τα βλέπουνε συχνά όλα μαύρα. Και πώς σου γεννήθηκε αυτή η αίσθηση; Μα δεν το βλέπεις; Το μαύρο, μαύρο, το χρώμα του Μνημονίου, δεν το βλέπουν. Αν το βλέπανε, θα βλέπανε και το Μνημόνιο και κάτι θα κάμνανε μαζί και με άλλους, για να φύγει από πάνω μας. Κάτι δεν πάει καλά με σένα, του λέω. Αν έχουν αχρωματοψία του μαύρου, όπως λες, πώς θα δούνε την προσωπογραφία τους με τόσο μαύρο που την φτιάχνεις; Μα επαλήθευση της αίσθησής μου θέλω να κάνω, για να ξέρω τι πάθανε και δε βλέπουν το Μνημόνιο.         

Επίλογος

Σε θέση μάχης για τις επερχόμενες εκλογές οι εφτά αρχηγοί με τα αντίστοιχα κόμματά τους μαζί και τα υπόλοιπα κόμματα που δεν μπήκαν στη Βουλή. Το δίλημμα και αυτών των εκλογών ίδιο, Μνημόνιο ή ακύρωσή του. Αν κάποιοι θέλουν την αλλαγή του, είναι γιατί εξαιτίας του κάηκαν στις προηγούμενες εκλογές. Όμως τα εκλογικά διλήμματα ή διακυβεύματα, όπως λένε, δεν τα θέτουνε εντολοδόχοι δημοσιογράφοι και ΜΜΕ ούτε οι αρχηγοί και τα κόμματα, αλλά η ίδια η πραγματικότητα κι όποιος τη βλέπει και ανταποκρίνεται στα αιτήματά της, μπορεί να την αντιμετωπίζει ή και να έχει εκλογικά οφέλη.
Βέβαια η Μέρκελ με την παρέμβασή της στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μας έθεσε ένα άλλο δίλημμα, χρονικά προγενέστερο, αν για μας θα αποφασίζει εκείνη ή ο ελληνικός λαός. Ευτυχώς όμως η απάντηση στο δίλημμα της Μέρκελ εμπεριέχει την απάντηση και στο αρχικό, γιατί η παρουσία της είναι ολοκληρωτικά κυρίαρχη και εδώ. Την ευχαριστούμε που η κυρίαρχη παρουσία της στα δύο διλήμματα όχι μόνο διευκολύνει την απάντησή μας -  ποιος συμπολίτης μας θα έλεγε ότι δέχεται να αποφασίζει η Μέρκελ και όχι εμείς; - αλλά και καθιστά  τα δύο διλήμματα ένα και το αυτό και την απάντησή μας μία και μόνo:

Από τον πόλεμο που μας κηρύξατε εδώ και δύο χρόνια έχουμε δύο χιλιάδες θύματα και είμαστε αποφασισμένοι να τα τιμήσουμε, όπως κάθε λαός τιμάει τους νεκρούς του. Αυτά θα τους πεις, Αλέξη, και μέσα και έξω, κι ας τους να υπολογίζουν κέρδη και ζημιές.  ΈΧΟΥΜΕ ΔΥΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΝΕΚΡΟΥΣ. Αυτά θα τους λες.


*Ο όρος τύχη δεν έχει την έννοια του αναίτιου γεγονότος, αλλά του συμπτωματικού, αυτού που προκύπτει από εξωτερικούς παράγοντες, όχι από τις δικές μας προσπάθειες, ενέργειες ή ικανότητες.
Η εύνοια της τύχης έχει συντρέξει κατά καιρούς πολλά πολιτικά πρόσωπα, όπως για παράδειγμα τον προηγούμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο αλλά και τον τωρινό, που τοποθετήθηκαν στο προεδρικό αξίωμα χάρη στη σύμπτωση των κομματικών σκοπιμοτήτων των δύο μεγάλων τότε κομμάτων, που ήτανε σε θέση με το άθροισμα των βουλευτών τους να εκλέξουν Πρόεδρο Δημοκρατίας. Ωστόσο κατά την άσκηση των προεδρικών καθηκόντων ο πρώτος τίμησε το αξίωμα αυτό, ο δεύτερος απλώς τιμήθηκε με αυτό.

Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

Απάντηση Νότη Μαυρουδή


Απάντηση του Νότη Μαυρουδή         
     
Ο Νότης Μαυρουδής, mavroudistar, απαντά στο κείμενό μου, που του `στειλα ως σχόλιο τη Δευτέρα, 14 Μαΐου 2012 στις 7.04 μμ

Δευτέρα, 14 Μαΐου 2012 10:38 μμ

Αγαπητέ μου Αλέκο Τζιόλα,
η αναλυτική σου ματιά στόλισε το μπλογκ μου με αυτό το βαθύτατο κείμενο που ενδοσκοπεί το θέμα της πιο απολίτικης πολιτικής, την πολιτική της βίας, που ρίζες της συναντά κανείς στην ελληνική ιστορία. Η πλευρά του φασιστικού  μορφώματος που έχει εμφανιστεί στις μέρες μας με τόση ένταση, ομολογώ πως δεν είναι ξεκομένη από τις άλλες, ενός πρόσφατου παρελθόντος με την απεχθή μνήμη των πυρπολημένων κτιρίων στο κέντρο της Αθήνας ή και στην πυρπόληση της Μαρφίν με τα καμμένα ανθρώπινα θύματα... Λυπάμαι, αλλά δεν έχω καμία πληροφορία ως τώρα πως αυτά προέρχονται από την ακροδεξιά Χρυσή Αυγή... Παράλληλα, η τηλεοπτική ανοησία, μαζί με τη βία τού πνευματικού κενού, που έθρεψε από τις δικές μας τις γενιές, μέχρι και τις νεότερες, έβαλε τη σφραγίδα για ένα μέλλον σκοτεινό και αδιέξοδο...
Στο βαθύτατο κείμενό σου αφίνεις χαραμάδες αισιοδοξίας και σκέφτομαι πως οι κρίσεις (έστω οι μεγάλες) μπορούν να γίνουν χρήσιμες, όταν οι ίδιοι οι πολίτες μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν γόνιμα, για να παραχθούν συμπεράσματα, αφυπνίσεις, ιδέες, επανατοποθετήσεις, ώστε να μετασχηματιστούν και να "στρέψουν πράγματι την ελληνική κοινωνία στον ορίζοντα της μεγάλης ελπίδας" (όπως παραφράζω για λίγο μια δική σου φράση). Κι εγώ απ' τη μεριά μου, προσπαθώ να συμβάλλω και να πολεμήσω τις "αρρωστημένες συμπεριφορές" της ελληνικής κοινωνίας, μέσα από τις μουσικές και τους στίχους που επιλέγω, να συναναστραφώ με το κομμάτι του κόσμου εκείνου που στέκεται απέναντι από τέτοιες κοινωνικές "αρρώστιες", ψάχνοντας τρόπους συμμετοχής για το ξεπέρασμά τους.
Κι εμείς, στο χώρο της μουσικής έχουμε τη βία μέσα στο σώμα της... Η φθορά των τραγουδιών και ο εναγκαλισμός τους από τον λαϊκισμό, την προχειρότητα, το αστραφτερό περιτύλιγμα στα νυχτερινά μαγαζιά, ο θόρυβος, τα ντεσιμπέλ, η μαγκιά, η ενδυματολογική σημειολογία, το μαύρο χρήμα, η επίδειξη πλούτου και άλλα πολλά, βία είναι, που δεν είναι εύκολο να αντιμετωπιστεί. Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν...
Η Χρυσή Αυγή είναι όλα αυτά και άλλα πολλά μαζί. Η παρέμβασή σου στο κείμενό μου, μακάρι να γίνει αφορμή για μια παραπέρα συζήτηση...
Σ' ευχαριστώ που ασχολήθηκες.
Νότης Μαυρουδής

Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Εκλογές


                                                          ΕΚΛΟΓΕΣ
                                Κάτι σαν αποτίμηση των αποτελεσμάτων
Τελικά δεν κατόρθωσαν ΝΔ και Πασόκ να πάρουν το 1/3 των ψήφων του εκλογικού σώματος και να μας αποδείξουν ότι είναι «επιδέξιοι» πολιτικοί, όπως λέγαμε στην «προεκλογική μας τριλογία». Ο ελληνικός λαός με την ετυμηγορία του καταψήφισε Σιόιμπλε και κερδοσκόπους και τάχθηκε με τον ανθρωπισμό και τον πληθυσμό της γης όλης. Γκρέμισε τα ενεργούμενα της τρόικας, που είχανε συμπήξει φράγμα στη λεωφόρο της δημοκρατίας, και έκανε επί τέλους την παρέμβασή της η νέμεση, έστω και αργά, αφού το κακό έχει ολοκληρώσει τη συντέλειά του. Το τίμημα για το αζημίωτο της Ιστορίας βαρύ* και άδικο. Άλλοι σπάσανε, άλλοι πληρώνουνε. Περίπου 2.000 οι αυτοκτονίες. Η ανεργία οδεύει προς το ενάμισι εκατομμύριο. Ως και εκατοντάδες χιλιάδες οι επιχειρήσεις που κλείσαν. Μισθοί και συντάξεις κατά 30% τουλάχιστον περικομμένα και αυξημένοι αντίστοιχα οι φόροι. Στην αγορά η εργασία χωρίς καμιά προστασία. Καταλυμένο το προστατευτικό της καθεστώς. Η δε υπερχρέωση που μας συσσωρεύσανε έχει τέτοιο μέγεθος, ώστε να εκμηδενίζει κάθε δυνατότητα της κοινωνίας μας να το αντιμετωπίσει. Και η απόγνωση καθολική.
Και όλα αυτά γιατί οι διαδοχικές φαλκιδεύσεις της δημοκρατίας, που μεγάλωναν συν τω χρόνω το έλλειμμά της, δε λαμβανόταν υπόψη. Η κάθε φαλκίδευσή της θεωρούνταν αμελητέα παράμετρος, ενώ κυβερνητικά κόμματα και ΜΜΕ νανουρίζανε την κοινωνία μας με επερχόμενες ευημερίες, την παραμυθιάζανε με δυνατές Ελλάδες, έστω κι αν αυτές βουλιάζανε ολοένα και περισσότερο. Και ήρθε η αποκοίμιση και ο αφιονισμός και η πολιτική της απονεύρωση. Οι κυβερνήτες μας δεν είναι ότι δεν είδαν το κακό ή ότι δεν είχαν τη σοφία του Προέδρου της Ισλανδίας και δεν αντέδρασαν, αλλά ήταν οι ίδιοι  οι συντελεστές του, οι αδρά αμειβόμενοι μεταφορείς του. Κι έτσι: Μεγάλο το έλλειμμα της δημοκρατίας, μεγάλο και το διάστημα κοίμισης της κοινωνίας μας, το κακό πήρε τεράστιες διαστάσεις. Τότε και μόνο αντέδρασε:
Καταποντίζει τα δύο μεγάλα κόμματα, που επί δεκαετίες ψήφιζε αποκλειστικά. Το Πασόκ, επειδή έφερε άμεση και διαχρονική ευθύνη για τον ερχομό του κακού. Τη ΝΔ για την αστάθειά της και την τελική της καθήλωση στο Μνημόνιο. Για τον ίδιο λόγο του επαμφοτερισμού εξαφάνισε από τον κοινοβουλευτικό χάρτη το ΛΑΟΣ.. Τοποθέτησε όμως στη θέση του θα μου πείτε κάτι πολύ χειρότερο, τη Χρυσή Αυγή. Ναι, αλλά δεν είναι κάτι αναίτιο, όπως κάθε κοινωνικό φαινόμενο, και ερμηνευτικές του προσεγγίσεις επιχειρούνται στο επόμενο κείμενο.
Η αντιμνημονιακή ψήφος υπερβαίνει το ποσοστό του 60%, εφόσον συνυπολογί- σουμε και τα ποσοστά των κομμάτων που δεν μπήκαν στη Βουλή.
Η Αριστερά ενισχύεται πάρα πολύ, ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ, που αναδεικνύεται δεύτερο κόμμα, καθώς εξέφρασε ενωτική στάση απέναντι στο σύνολο των αριστερών σχηματισμών, ενώ το ανθενωτικό ΚΚΕ αύξησε τα ποσοστά του μόνο κατά μία μονάδα, ας ζούμε συνθήκες άγριας ταξικής σύγκρουσης εδώ και δύο χρόνια, και η ΔΗΜΑΡ, που απέναντι στο Μνημόνιο δεν ήξερε τι στάση να τηρήσει, όπως και απέναντι στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για κάποια μορφή προεκλογικής και μετεκλογικής σύμπραξης ήταν αρνητική, πήρε σημαντικό ποσοστό, αλλά υποπολλαπλάσιο του δημοσκοπικού της.
Ιδιαίτερο πάντως χαρακτηριστικό των εκλογών αυτών είναι ότι ο λαός καταπόντισε τις «ανεμοδούρες», δείχνοντας πράγματι ευαισθησία απέναντι σε αρχές.
Αν όμως την ίδια ευαισθησία είχε εκδηλώσει σε λιγότερο έστω βαθμό κατά τα προηγούμενα διαστήματα, θα είχε προλάβει την έλευση του κακού. Αν τιμωρούσε και πριν τους κυβερνήτες μας, που διενεργούσαν μεταστροφές εκτεταμένα εξαχρειώνοντας ανθρώπινες συνειδήσεις, αν αποδοκίμαζε πρόσωπα και κόμματα που τις μετέρχονταν, θα το είχε αποτρέψει. Τέτοια παθολογικά συμπτώματα είχε εμφανίσει η πολιτική μας ζωή δεκαετίες πριν**. Σοφή η ετυμηγορία της, αλλά και πολύ ετεροχρονισμένη. Στερνή σοφία σαν τη «στερνή μου γνώση…» με ανυπολόγιστες τις ζημιές.
Ωστόσο η κύρια διασπορά των αντιμνημονιακών ψήφων σε κόμματα με ετερόκλητη ιδεολογική βάση, ταξική ή εθνικιστική, απέκλεισε τη δυνατότητα σχηματισμού αντιμνημονιακής Κυβέρνησης. Σ` αυτό βοήθησε πολύ και ο εκλογικός νόμος, που φτιαγμένος από τα μεγάλα κόμματα στα μέτρα τους, δεν ευνοεί τα μικρά, ούτε την  ψήφισή τους ούτε τη δημιουργία τους, εξαιτίας της ύπαρξης ποσοστού 3 μονάδων για την είσοδό τους στη Βουλή. Ευνοεί επομένως τη διατήρηση των καταστάσεων, όχι την αλλαγή τους, πράγμα που μειώνει τη δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης από το δεύτερο κόμμα, που επαγγέλλεται ανατροπές. Ευθύνη λοιπόν για την επαναδιεξαγωγή των εκλογών έχει και ο εκλογικός νόμος, το έλλειμμα δημοκρατίας που λέγαμε, κατ` επέκταση και τα κόμματα που τον ψηφίσανε, ΝΔ τον τωρινό, τον προηγούμενο το Πασόκ με τις 40 έδρες δώρο στο πρώτο κόμμα. Της ΝΔ ο εισηγητής ήταν ο Παυλόπουλος, πανεπιστημιακός δάσκαλος παρακαλώ, του Πασόκ ο Σκανδαλίδης, ιστορικό στέλεχος γαλουχημένο με την απλή αναλογική, την αρχική θέση του κόμματός του.
Ούτε τα μνημονιακά κόμματα μπορούν να σχηματίσουν κυβέρνηση, γιατί αποδοκιμάστηκαν έντονα και είναι λίγα τα ποσοστά τους. Για καλή τους τύχη όμως η ΔΗΜΑΡ ξαναμετακινήθηκε και όντας  μαζί τους με τη συνεπικουρία και του εκλογικού νόμου καθίσταται δυνατός ο σχηματισμός Κυβέρνησης. Κι ενώ το παν γι` αυτούς είναι ο σχηματισμός της και «κόπτονται» με κάθε τρόπο να το πετύχουν, δεν τη σχηματίζουν, γιατί, λέει, δεν μπορεί το δεύτερο κόμμα να λείπει από μια τέτοια κυβέρνηση. Υπάρχει θέμα δημοκρατίας και αντιπροσωπευτικότητας,. Κι ενώ πάλι δέχονται πως το μήνυμα των εκλογών δεν ήταν αντιμνημονιακό και κακώς που ο ΣΥΡΙΖΑ το διερμηνεύει έτσι, παρόλα αυτά δεν προχωρούν στη δημιουργία της. Γιατί θέλουν το κόμμα αυτό να απεμπολήσει τις θέσεις του, ό, τι κάμνανε αυτοί ανέκαθεν, να ξεχάσει γιατί ψηφίστηκε και να εφαρμόσει μαζί τους την πολιτική του Μνημονίου, ώστε να εξευτελιστεί και να χάσει τη μεγάλη δυναμική που δημιούργησε σ` αυτές τις εκλογές για την Αριστερά αλλά και για τη χώρα. Τότε όμως, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ θα συμμετέχει στην Κυβέρνηση χωρίς τις θέσεις του, θέμα αντιπροσωπευτικότητας γι` αυτούς δεν υπάρχει, αφού αυτή νοείται μόνο σε επίπεδο κομμάτων, όχι τάσεων της κοινωνίας. Κι αν αυτό δεν το πετύχουν, τη μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ, θέλουν τουλάχιστον να του χρεώσουν την επαναδιεξαγωγή των εκλογών, για να τον πλήξουν έστω μ` αυτό τον τρόπο. Κι αν επιπρόσθετα το μόνο μήνυμα που βλέπουν οι δυνάμεις του Μνημονίου στις εκλογές είναι   ο σχηματισμός Κυβέρνησης, είναι γιατί επείγονται να συντελεστεί αυτό για το οποίο έχουν εντολή, να συνεχιστεί χωρίς την παραμικρή παύση η εφαρμογή του Μνημονίου.       
Όταν όμως το κακό έχει προσλάβει τις διαστάσεις που προαναφέραμε, οι εκλογές δε γίνονται για εκτόνωση, όπως τις εκλαμβάνει ο μέγας συνταγματολόγος μας Βενιζέλος, ούτε για την «κυβερνησιμότητα» - αυτό είναι για το λαό δευτερεύον – αλλά για κάθαρση. Και κάθαρση επήλθε, αν όχι ολοκληρωτική, πάντως αρκετή. Μήπως εξάλλου από τη βεβαιότητα της καταστροφής η ακυβερνησία ή και η συνακόλουθη αδράνεια είναι προτιμότερες;

*   Διευκρινιστικά του όρου υποδηλώνονται σε κείμενο που θα αναρτηθεί αναδημοσι-ευμένο σύντομα
** Σχετικό κείμενο, δημοσιευμένο στην «Ελευθεροτυπία», θ` αναρτηθεί σύντομα  

Αλέκος Τζιόλας,  aletziolas.blogspot.com, Νότης Μαυρουδής, mavroudistar
Για «Χρυσή Αυγή»

Σαν επιστολή

Νότη μου, ηρέμησε. Δε θέλω να πω - κι ούτε μπορώ - πως έχεις άδικο. Αλλά δεν είναι θαρρώ τόσο ανησυχητικά τα πράγματα, γιατί δεν είναι σταθερά και γιατί έχουν την εξήγησή τους. Αν δούμε αριθμητικά και μόνο την άνοδο αυτής της πολιτικής τερατομορφίας, δεν εμπεριέχει αύξηση της ακροδεξιάς στη χώρα μας. Είναι το σταθερό ποσοστό που αγγίζει, όταν ευνοούν οι «εθνικές» συνθήκες, όταν η κανονική Δεξιά δεν τηρεί τη δέουσα «εθνικιστική» στάση και εφόσον η Αριστερά ή γενικότερα το πολιτικό σύστημα δεν μπορούν να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη και να γεννήσουν ελπίδα. Είναι το δημοσκοπικό ποσοστό του ΛΑΟΣ, πριν γίνει μνημονιακός. Όσο για την τερατομορφία του και ο ΛΑΟΣ έμπαινε στη Βουλή με ανάλογη σχεδόν τερατομορφία. Τήρησε όμως ακόμα και ο Άδωνις τους κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού. Αυτοί, θα μου πεις, δεν πρόκειται να τους τηρήσουν. Ναι, γι` αυτό όμως και γρηγορότερα θα σβήσουν. Μια ακόμη εμφάνιση δημόσια να έχουμε του αρχηγού τους και δε θα χρειαστεί να κάνουμε κανέναν πόλεμο εμείς εναντίον τους. Θα συντρίψουν οι ίδιοι τον εαυτό τους.
Μετά δεν πρέπει να εξιδανικεύουμε τόσο την ελληνική κοινωνία, ώστε να αποκλείουμε παντελώς την επώαση τέτοιων τερατογενέσεων στους κόρφους της. Δεν υπήρξαν δοσίλογοι στη χώρα μας και μάλιστα ουκ ολίγοι; Δεν «αφήσανε απογόνους»; 

Αλλά όλες οι κοινωνίες έχουν στον κόρφο τους φασιστικούς θύλακες. Εμείς λίγο παραπάνω. Δεν το βρίσκεις φυσικό;  Το αίσθημα υπεροχής που μας καλλιεργείται μέσω του λαμπρού παρελθόντος μας, η αίσθηση της παρακμής μας ως κοινωνίας, δε θα πω φυλής,  που αντικρίζει ο καθένας μας σε κάθε του βήμα καθημερινά, και η ανάγκη μυθοπλασιών, που θα δικαιώνουν  τη συλλογική μας ύπαρξη ιδεολογικά, δικαιολογούν τέτοιες εθνικιστικές συσπειρώσεις ακόμα και βαριά νοσηρές. Τα μέλη της κοινωνίας μας δεν είναι Σεφέρηδες, που βλέπουν με ψυχραιμία την τραγωδία της κατάπτωσής μας και θρηνολογούν γι` αυτό. Αντίθετα είναι απλοί άνθρωποι που ενεργούν βουλησιαρχικά, ψάχνοντας σε εθνικιστικούς μύθους και εστίες τη συλλογική τους αξιοπρέπεια. Ιδίως όταν αυτή κατάφωρα προσβληθεί και για μακρύ διάστημα, όπως τώρα, το εξαγριωμένο ένστικτο τυφλό θα αναζητά την επαναφορά της.

Κάθε κοινωνία εξάλλου πλάθει μύθους και ζει με αυτούς. Τους έχει ανάγκη, για να μπορεί να επιβιώνει ως σύνολο και, όπως το άτομο ψάχνει στο γενεαλογικό του δέντρο να βρει ρίζες ευγένειας ή ευγονίας, έτσι και οι κοινωνίες, αν δεν τις έχουν ή δεν τις βρίσκουν, τις πλάθουν, για να φαντασιώνονται με πλαστές δόξες του παρελθόντος. Ο μύθος της ευγονίας είναι τόσο ισχυρός, ώστε ούτε η κοινωνία ούτε το άτομο να αρκούνται στο απλό γεγονός ότι υπάρχουν ως ανθρώπινες υπάρξεις, και θέλουν μέσω κάποιου ένδοξου παρελθόντος ακόμα και πλαστού να καταξιώνονται. Σύμφωνα λοιπόν με τους καλλιεργημένους απανταχού μύθους το να υπάρχεις ως  απλή ανθρώπινη ύπαρξη δεν είναι κάτι σπουδαίο Χρειάζεσαι ευγονία, για να αποκτήσεις σπουδαιότητα. Και οι κοινωνίες που έχουν ευγονία έχουν και φουσκωμένο αίσθημα περηφάνιας. Αν αυτό πληγεί για τον οποιοδήποτε λόγο, τότε η κοινωνία αυτή γίνεται ταύρος μαινόμενος που χτυπάει παντού. Έτσι και η δική μας κοινωνία χάρη στην «ευγονία» της έχει φουσκωμένο το αίσθημα της περηφάνιας και, καθώς η πραγματικότητα το διατρυπά και το έχει ξεφουσκώσει, αυτό κάνει και τη δική μας κοινωνία μαινόμενο ταύρο.

Δε φταίει λοιπόν η κοινωνία μας συνολικά ούτε καν το κομμάτι της το παθολογικό που ψήφισε Χρυσή Αυγή, αλλά οι συνθήκες οι γενικές και οι ειδικές, οι πολιτικές, που εξωθούν μέρος της κοινωνίας, μικρό ή μεγάλο, σε τέτοιες αρρωστημένες συμπεριφορές. Όσο για την κουλτούρα που επικαλείσαι, δεν πρέπει να μας διαφεύγει πρώτον ότι ζούμε σε μια εποχή όπου η κουλτούρα της τηλεόρασης είναι η κυρίαρχη και δεν μπορεί κανείς να περιμένει από αυτή διάπλαση παρά μόνο εξαχρείωση. Δεύτερον η δική μας γενιά έχει ρουφήξει την περισσότερη κουλτούρα από όλες τις γενιές της Ιστορίας μας. Το αποτέλεσμα ποιο; Την «ξέρασε» ως προδοσία. «Επί τέλους και μια ενεργητική προδοσία στην αλυσίδα των παθητικών» έγραφα κάποτε στο «αντί» για τη γενιά του Πολυτεχνείου, που η περίπτωσή της επαληθεύει απλώς τη μαρξιστική θέση «η βάση επικαθορίζει το εποικοδόμημα».

Και δεν είναι μόνο αυτό το έργο της γενιάς μας, που στην αρχή έστρεψε πράγματι την ελληνική κοινωνία στον ορίζοντα της μεγάλης ελπίδας. Ό, τι ηθικό σφυρηλάτησε ο αγώνας κατά της δικτατορίας η μεταπολιτευτική δημοκρατία το διέβρωσε  κι έχουμε να κάνουμε σήμερα με μια ηθικά παραλυμένη κοινωνία. Και η Αριστερά, που είναι η μόνη πολιτική ιδεολογία που μπορεί να διατηρεί ζωντανή την κοινωνική ελπίδα, ποια στάση τήρησε σε όλο αυτό το διάστημα; Ηθικά αδιευκρίνιστη εκτός από μικρονοϊκή, ενώ ανέκαθεν το ήθος της ήταν πεντακάθαρο. Να πούμε τι; Για τη μεγάλη μετακίνηση στελεχών της προς τα κόμματα εξουσίας και τη διάψευση της ιδεολογίας της μέσα από την πράξη των ίδιων των εκπροσώπων της; Ή για το διαμελισμό της; «Χάρη» στην Τρόικα ακούστηκε επί τέλους ενωτική φωνή, η οποία, όπως ήταν επόμενο, υπερψηφίστηκε και γεννήθηκε νέα ελπίδα στην κοινωνία μας.

Έχοντας έτσι τα πράγματα, Νότη, μετά από μια τόσο μακροχρόνια και βαθιά διάψευση της ελληνικής κοινωνίας είναι πολύ φυσιολογικό να αντιδρά αρρωστημένα, να χτυπά σαν ταύρος την καρδιά της δημοκρατίας, το Κοινοβούλιο  που την πλήγωσε, στέλνοντας σ` αυτό βρικόλακες.

Με συγχωρείς, Νότη μου, που σε κουράζω με τα δασκαλέματά μου, αλλά θέλω κι εγώ να κρατηθώ από κάπου, από τα λόγια μου έστω, από τη σχέση που πάνε ν` ανοίξουνε μαζί σου, από το Μύθο σου που τον διατηρώ ζωντανό μέσα μου χρόνια και χρόνια και ήρθε η ώρα να σου το πω.