"Λέξω προς αιθέρα"

Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2015

ΕΜΠΑΘΕΙΣ ΓΕΛΟΙΟΤΗΤΕΣ ΣΥΝΔΗΜΟΤΩΝ ΜΑΣ



Ογδόντα εφτά τον αριθμό συνδημότες μας υπογράφουν κείμενο τετρασέλιδο με την παραίνεση «Ακούστε μας».(Εφημερίδα «Απόψη» Θέρμης). Δε μας λένε ως ομάδα ποιοι είναι, τι είναι, πώς συμβρέθηκαν και αποφάσισαν να προβούν σε κοινή παραίνεση. Είναι προσωπικότητες του Δήμου μας ή θέλουν να ανακηρύξουν τον εαυτό τους σε κάτι τέτοιο; Είναι κοινωνική ομάδα περιφρούρησης της εθνικής ευθύνης ή κάποιο σωματείο πληγέντων από την άνοδο του αποκηρυσσόμενου κόμματος; Δεν αναγράφουν τη συλλογική τους επωνυμία, για να ξέρουμε, ενώ από τα ονόματα που υπογράφουν γίνεται φανερό ότι είναι όλοι τους της δημοτικής παράταξης του Δημάρχου Θέρμης, που ανήκει στο Πασόκ. Μαζί τους και ο πρώην βουλευτής του ίδιου κόμματος κ. Γερανίδης, που υπογράφει δεύτερος μετά την πρώτη υπογραφή του Δημάρχου. Γιατί όμως ως πολιτική ομάδα δεν αναγράφουν την επωνυμία τους; Τι τους υπαγορεύει να την αποκρύπτουν; Για να μη φορτώσουν στο κόμμα τους και άλλες αήθειες, που δε σηκώνει, ή για να φαντάζουν ακομμάτιστοι και να έχει κάποια εμβέλεια ο λόγος τους, καθώς θα είναι ακραίος κομματικά, δημαγωγικός πέρα για πέρα και νοηματικά τελείως ασυνάρτητος;
Δεν είναι καθόλου δυσεξήγητο γιατί το κάνουνε, για να κρύβονται. Υπάρχει μεγάλη τέτοια ανάγκη. Και όλοι μαζί συγχρόνως πώς να χωθούνε σε τρύπα να κρυφτούν. Ένας ένας γίνεται. Αλλά γιατί όμως να κρύβονται; Η απάντηση βρίσκεται σ` αυτό που γράφαμε κάποτε γι` αυτούς: «Έχουνε χάρη που ζούμε σε δύσμορφες εποχές και η δική τους ομοιότητα με αυτές τους ανακηρύσσει επικεφαλής και ρυθμιστές των τυχών μας. Όμως αργά ή γρήγορα οι καιροί αλλάζουν και γίνονται έμορφοι. Τότε θα δούμε πού θα βρούνε τρύπα να κρυφτούνε, για να αποκρύψουνε τη «δυσμορφία» τους που δεν εξαφανίζεται με τίποτα»(Ανάρτηση 28.02.14). Η προσπάθειά τους λοιπόν να κρύψουνε τη «δυσμορφία» τους αποτελεί επιβεβαίωση της ύπαρξής της αλλά και ομολογία της.
Η παρέμβασή τους πάντως ως δημοτικής παράταξης, χωρίς την επωνυμία της έστω, δεν είναι κάτι συνηθισμένο για τα πολιτικά μας χρονικά. Και στα πιο δύσκολα χρόνια της Δεξιάς δε γινότανε αυτό, δημοτική παράταξη να υποδεικνύει στους δημότες ποιο κόμμα να ψηφίσουνε σε εθνικές εκλογές. Πρόεδροι, Δήμαρχοι ή άλλοι αξιωματούχοι το κάμνανε και η Εκκλησία προπάντων. Όχι όμως δημοτική παράταξη.
Επειδή λοιπόν ως πολιτική οντότητα δεν έχουνε πρόσωπο καθαρό και πρέπει να το κρύβουνε, δεν μπορούν να μας πουν ποιοι είναι και πόσο καλοί είναι και μας λένε μόνο ποιον να καταψηφίσουμε. Κι ενώ ο καθένας μας στο δημοκρατικό πολίτευμα που ζούμε έχει το δικαίωμα να ανήκει σε κάποιο κόμμα και να το υπερασπίζεται, προβάλλοντας τα θετικά του αλλά και τα αρνητικά των άλλων κομμάτων, παρόλα αυτά δεν το κάνουνε. Υποδεικνύουν απλώς ποιο κόμμα δεν πρέπει να ψηφίσουμε, δηλώνοντας την άρνησή τους σε κάτι, όχι την κατάφασή τους. Δεν προτείνουν θέση παρά άρνηση. Και πού να βρούνε τη θέση. Κονιορτό της Ιστορίας τους κατέστησαν οι καιροί για τα ανομήματά τους. Να προτείνουνε την ανασύσταση κόκκων σε θρύψαλα; Και αυτό κάποια στιγμή το κάνουνε, αλλά χαμένος κόπος. Το ξέρουνε. Τους μένει λοιπόν η θέση της άρνησης σ` αυτό που οι καιροί το φέρανε να τους συντρίψει. Τους διακατέχει η απέχθειά τους προς αυτό και η εμπάθεια να το πολεμήσουν. Γι` αυτό και δεν υπάρχει θέση, για να συντελείται αντιπαράθεση και να λειτουργεί ο διάλογος και η δημοκρατία. Αλλά θα πρέπει να λαμβάνουν καλά υπόψη τους αυτό που με βεβαιότητα γνωρίζουν, πως κάθε αρνητική πρόταση, όπως και η αρνητική διαφήμιση, δε θεωρείται καθαρά δημοκρατική πράξη. Κρίνεται αντιδημοκρατική. Συγκαταλέγεται μόνο σε ανεκδοτολογικές συμπεριφορές, ωσάν εκείνη του γείτονα, που σε αντίθεση με τους άλλους δύο που ζητούσανε προηγουμένως από το θεό κάτι θετικό, αυτός ζητούσε να «ψοφήσει» ο γάιδαρος του γείτονά του.
«Και το ανθρώπινο υλικό του τι θ` απογίνει;», ρωτούσαμε πάλι γι` αυτούς τότε. «Εκείνο(το Πασόκ) πνέμα ήτανε και ως πνέμα εξέπνευσε κι έφυγε από τον κόσμο, εχάθει. Οι άνθρωποί του όμως, ηγέτες, στελέχη, οπαδοί, ψηφοφόροι, ων ουκ εστιν αριθμός, που έχουνε σάρκινη ύπαρξη και δεν εξαϋλώνεται, ώστε να μην είναι ορατή, πού θα πάνε να κρυφτούνε, για να μη φαίνονται και τους φτύνουνε οι καιροί, πώς θα καταστήσουνε τον εαυτό τους αόρατο, πέστε μου;». Αναρωτιόμασταν.
Και βρήκανε τον τρόπο. Ανώνυμοι ως ομάδα και μετέωροι, αφού το κόμμα τους «εξέπνευσε», «αιωρούνται σαν εναπομείναντα σωματίδια στο πολιτικό μας στερέωμα και, βγαίνοντας στην προεκλογική γύρα» των εθνικών εκλογών τώρα, μας υποδεικνύουνε ποιους να καταψηφίσουμε. Τους πληροφορούμε ότι δε χρειαζότανε και μια νέα προσθήκη αήθειας, για να οδεύσουμε πιο αποφασισμένοι στη δική τους πρώτα απ` όλα καταψήφιση.
  
ΥΓ. Για τη "σύσταση" του κειμένου που υπογράφουν θα μιλήσουμε μετά τις εκλογές, για να μπορέσουν ανεπηρέαστοι να ψηφίσουν με αίσθημα εθνικής ευθύνης. Μια που λείπει από μας, ας αποτυπωθεί τουλάχιστον από εκείνους εκλογικά

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

ΟΙ ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΙ



(Κάτι σαν συνέχεια)

Ας γίνεται η αμφισβήτησή τους, οι δύο κόσμοι υπάρχουνε και, επειδή ακριβώς υπάρχουνε, καταβάλλονται προσπάθειες εξαφάνισης των διαφορών τους, ώστε να εκλείψει η εικόνα του ενός και να παραμένει ορατά υπαρκτός μόνο ο άλλος κόσμος, αυτός που διαμορφώνεται, συγκροτείται και «εγκαθίσταται» από την κυρίαρχη τάξη. Ο δεύτερος όμως κόσμος, ο αντίπολικός του πρώτου και αντίπαλός του συνάμα, υπάρχει εξίσου και είναι ο κόσμος που πλάθεται με τα όνειρα λύτρωσης των καταπιεσμένων και δυστυχισμένων του πρώτου κόσμου, η σωτήρια αγκαλιά τους.
Υπήρχανε ανέκαθεν αυτοί οι δύο κόσμοι, γιατί ανέκαθεν στην ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών όσοι είχανε δύναμη, ένας ή και περισσότεροι, την επιβάλλανε στην κοινωνία τους και την καθυποτάσσανε, για να καρπώνονται τα οφέλη της καθυπόταξής της*. Ανέκαθεν επίσης τα καθυποταγμένα μέλη της κοινωνίας, που ήτανε σύνολη σχεδόν η κοινωνία ή η μεγάλη της πλειοψηφία,  εκδηλώνανε λυτρωτικές διαθέσεις με διάφορους τρόπους, με το τραγούδι τους, με τους αλληγορικούς μύθους, με ανυπακοές ή και με βίαιες αντιδράσεις ακόμα και με επαναστάσεις. Η πορεία της ανθρώπινης ιστορίας δεν είναι τίποτα άλλο από την αμφίπλευρη πάλη ποιος από τους δύο κόσμους θα είναι επικρατέστερος. Συχνότερα αναδεικνύεται ο κόσμος των ισχυρών, που είναι από τη μια λίγοι και ως εκ τούτου είναι ευχερέστατη η σύμπραξή τους, και από την άλλη έχουνε πάντα όλη την πολιτισμική δύναμη στα χέρια τους μαζί και την οπλική. Ο άλλος κόσμος μπορεί να εκφράζει το μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας, αλλά δεν το περιέχει παρά μόνο δυνητικά. Και απαιτείται, για να γίνει η δυνητική ένταξη και πραγματική, συσπείρωση, πράγμα δυσχερέστατο ανέκαθεν. Γιατί κάθε συσπείρωση, όχι γύρω από τον πόλο της εξουσίας, που δεν είχε ποτέ ιδιαίτερες δυσκολίες, αλλά γύρω από έναν αντίπαλο ιδεολογικό και κοινωνικό πόλο προϋποθέτει πρακτική δυνατότητα επικοινωνίας κατ` αρχήν, κάτι ανέφικτο σχεδόν σε προηγούμενους καιρούς, ευρεία ανταλλαγή και σύγκλιση απόψεων επιπλέον, αλλά και συνταύτιση, όπως και όραμα κοινό, που θα ενώνει τα πλήθη και θα τους εμπνέει αγωνιστική διάθεση. Προϋποθέτει την κοινή πίστη σε κοινή ιδεολογία και προοπτική. Εξαιτίας όμως της δυσχέρειας αυτής  ο δεύτερος κόσμος υστερεί σε δυνατότητα συγκρότησης και «εγκατάστασης». Η εφαρμογή του προσκρούει επί πλέον σε παγιωμένα ισχυρά συμφέροντα και τελεσφορεί μόνο όταν αυτά καμφθούν. Γι` αυτό απαιτείται η μαζική συμμετοχή, το αγωνιστικό σφρίγος και η διάθεση για θυσίες.
Ο πρώτος κόσμος λοιπόν, που δεν έχει πρόβλημα κατασκευής και εγκατάστασης, είναι αυτός των ισχυρών, ο κόσμος της ζούγκλας, το αντίγραφο της κοινωνίας των ζώων, που έχει ως κύρια «αξιακή» κατεύθυνση την υπερίσχυση δια του ανταγωνισμού. Και, όταν αυτή δεν επιτυγχάνεται χωρίς την ένοπλη βία, γίνεται τότε καταφυγή στη χρήση της, επιδιώκεται η επίτευξή της με πολέμους. Είναι ο εφιαλτικός κόσμος της δύναμης των λίγων.
Έχοντας πλούσια την εμπειρία του η Ευρώπη, που γαλουχήθηκε και μας γαλούχησε με τα νάματα του δυτικού ανθρωπισμού, του ανθρωπισμού των αρχαίων μας προγόνων, συνενώθηκε, για να κάνει πράξη το όραμα του δεύτερου κόσμου και χάραξε πορεία πραγμάτωσής του. Κατά την πορεία της όμως κατορθώθηκε πάλι η επικράτηση της βούλησης των ισχυρών, όλης της γης τώρα, με απεριόριστες και ακαταμάχητες τις δυνατότητες επιβολής τους, και η βούληση των «δήμων» της Ευρώπης καθυποτάχθηκε στων ισχυρών. Επήλθε η κρίση που τη χώρα μας τουλάχιστον την έπληξε σχεδόν θανάσιμα, γιατί και ως χώρα εκπροσωπούμε το αδύνατο μέρος.
Ακολούθησαν, όπως ήτανε φυσικό, αντιδράσεις. Πρώτη και μαζικότερη ήταν εκείνη που η σημασία της ακυρώθηκε με τρόπο τρομακτικά ανέντιμο και τραγικό, με την επί τούτου τέλεση τριών φόνων. Γίνεται λόγος για «προβοκάτσια», γιατί δύο γεγονότα μου εμφυτεύουν αξερίζωτη την ιδέα αυτή στο μυαλό μου: Η λειτουργία της συγκεκριμένης τράπεζας τις ώρες εκείνες και την ημέρα εκείνη, αλλά και η επιτυχία που είχε η πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού. Έκτοτε αντιδράσεις μαζικές δεν υπήρξαν, αναιμικές μόνο και σποραδικές, που περισσότερο ενθαρρύνανε με την αναιμικότητά τους τις μνημονιακές κυβερνήσεις παρά τις απειλούσαν. Ο πολιτικός χώρος που θα μπορούσε να τις εκφράσει εξάλλου ήτανε κατακερματισμένος. Ούτε η φούσκα των αγανακτισμένων, που με έξυπνο φύσημα των Ισπανών φούσκωσε, μπορεί να θεωρηθεί αντίδραση άξια λόγου, σε σημασία βέβαια, όχι σε μαζικότητα. Εξαιτίας της έλλειψης ιδεολογικής συνοχής και κοινής ελπίδας ακολουθήθηκε σε πολλές περιπτώσεις και ο τραγικός δρόμος της προσωπικής αυτοκαταστροφής. Παράλληλα όμως και σε ευρωπαϊκές χώρες που χτυπήθηκαν καίρια από την κρίσι εκδηλώθηκαν παρόμοιες αντιδράσεις με το λαό της Ισπανίας σε ρόλο πρωταγωνιστή, και αρχίζει πλέον σε πανευρωπαϊκό επίπεδο να μορφοποιείται ένα όραμα επαναφοράς του ανθρωπισμού στη γηραιά Ήπειρο και να σφυρηλατείται ταυτόχρονα πανευρωπαϊκό μέτωπο κατά της επιβολής των ισχυρών στους λαούς της Ευρώπης.
Στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή οι συλλογικές αντιδράσεις στη χώρα μας αλλά και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο βρήκανε την πιο συμπυκνωμένη πολιτική τους έκφραση στον «αριστερό», σε εισαγωγικά αν θέλετε,  κομματικό σχηματισμό του Σύριζα, που παρουσιάζεται υπερασπιστής του αιτήματος αυτού και διαλαλητής του. Δεν είναι όμως πρωταρχικής σημασίας ποιος το υπερασπίζεται και πόσο θέλει πράγματι την υλοποίησή του ή κατά πόσο θα μπορέσει να τη φέρει σε πέρας, όπως και το θέμα του χρόνου, αν τώρα ή μετά.. Την πανευρωπαϊκή συστράτευση την κάνουνε οι καιροί, όχι ο Σύριζα. Είναι αίτημα και κάλεσμα της Ιστορίας. Πρωταρχικής επομένως σημασίας είναι ότι ο δεύτερος κόσμος, που είναι ο δικός μας κόσμος, έχει σαρκωθεί και η εγκατάστασή του προβάλλει ως αίτημα πια δικό της. Αν θα επιτευχθεί ή όχι δεν εξαρτάται από τη διάθεση ή τη δυνατότητα προσώπων και κομμάτων. Τα πρόσωπα και τα κόμματα έρχονται και παρέρχονται, εμφανίζονται στον ορίζοντα της υλοποίησης και μετά μπορεί να εξαφανιστούν. Η πραγμάτωσή του εξαρτάται από εμάς τους πολλούς, από τα πλήθη των μαζών, που είμαστε πάντα οι κύριοι συντελεστές των πραγματώσεών του, από τη στάση τη δική μας. Αν εμείς οι πολλοί δεν είμαστε προσηλωμένοι, δεν αγωνιστούμε αταλάντευτοι για την επίτευξή του, ο στόχος εκπίπτει, γίνεται ματαιωμένος κουρνιαχτός της Ιστορίας. Αυθυπόστατος, ακέραιος και ζωντανός μένει μόνο όταν εμείς είμαστε καθηλωμένοι σ` αυτόν, αν τον ατενίζουμε με μάτια ορθάνοιχτα και αν προσμένουμε, παρόντες και άγρυπνοι πάντα, να ηχήσουν οι σάλπιγγες της εφόδου, αν «κατακλειδικά» είμαστε διαχρονικά στη θέση μας, στη φύλαξη των αιώνιων Θερμοπυλών μας.  
Δεν έχει σημασία πάλι αν ο πόθος μας εκπληρωθεί σήμερα ή αύριο ή μεθαύριο, και το μεθαύριο μπορεί να είναι και δεκαετία μετά ή και εκατονταετία, σημασία έχει ότι υπηρετούμε το όραμα μας πιστά και επίμονα. Οι κρίσιμες ιστορικές διεργασίες και μεγάλες πολιτικές αλλαγές θέλουνε πολύ χρόνο, για να συντελεστούν, επέρχονται σε μακροδιαστήματα της Ιστορίας με συνεχή και ισχυρή μαζική πίεση, όχι αυτόματα και δια μιας.
Το βάρος φυσικά για την εγκατάσταση του δεύτερου κόσμου, του δικού μας κόσμου πέφτει στην Αριστερά. Είναι δικό της πλάσμα πάντα. Η δικιά της ιδεολογία εμπεριέχει ως πρώτη αξία την ισότητα των ανθρώπων. Αυτήν προβάλλει και ως πρώτο της αίτημα και την έχει έμβλημά της. Αν οι αριστεροί δεν αγωνιστούμε να γίνει ο κόσμος όλος ένα και να φέρουμε την ισότητα στη ζωή των ανθρώπων, ποιος θα περιμένουμε να μας τη φέρει; Οι χριστιανοί; Έχουν τα δικά τους μελήματα οι άνθρωποι, πώς να σώσουν την ψυχή τους. Δεν είναι μαζί μας.
Ψυχανεμίζομαι πάντως σ` αυτή την προεκλογική στιγμή ότι μάλλον βρισκόμαστε μπροστά στην αρχή πανευρωπαϊκής πολιτικής κοσμογονίας. Η αγρανάπαυση της Ιστορίας έχει μάλλον τελειώσει.

Η προδοσία*
Στα χρόνια τα πολύ παλιά ο πρώτος πρόγονός μας
Επήρε την απόφαση να ζει μαζί με άλλους
Για να τους έχει συντροφιά σαν πάει στο κυνήγι
Μονάχος να μη μάχεται με τ` άγρια θηρία
Και να `χει φίλους κι αδερφούς σαν τρώει και σαν πίνει

Δεν άργησε όμως ο καιρός να γίνει εχθρός του ο φίλος
Τη δύναμή του κι ο αδερφός να την υψώνει σκήπτρο
Να έχει εκείνος τα πολλά, οι υπόλοιποι τα λίγα
Κι έγινε αφέντης στη φυλή, κάθε λαλιά της πνίγει
Κι είν` από τότε καθεστώς τα άνισα μερίδια

Έπειτα μύθους έπλασε να πάρει η βία σέβας
Θέλημα είναι του Θεού να `χει αυτός το σκήπτρο
Που `χει τη φύση ξέχωρη, γαλάζιο αίμα φέρει
Κι η κόρη του τι όμορφη! Σαν να `ναι παραμύθι
Πριγκίπισσα την είπανε, πριγκίπισσα τη λέμε.

*Τραγούδι που έγραψα για ομώνυμο πίνακα του ζωγράφου Γιώργου Ιωαννίδη. Επίκειται έκθεση των έργων του και συναυλία συγχρόνως με δικά μου τραγούδια, αντίστοιχο το καθένα σε πίνακά του. 

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Σχολιασμός άρθρου του κ. Γιανναρά



Ισοπεδώσεις ανεπαίσθητα αθέμιτες

Ο κ. Γιανναράς σε άρθρο του στην «Καθημερινή»(11.1.15) αξιολογεί τους προέδρους των δύο κομμάτων που διεκδικούν τη διακυβέρνηση της χώρας, θεωρώντας και τους δύο ανίκανους να διαχειριστούν τις τύχες της. Δε με ενδιαφέρει τόσο η συμπερασματική κατάληξη του αρθρογράφου, όσο ο συλλογιστικός τρόπος που οδηγεί εκεί.
Πολύ καλά κάνει και πολιτικολογεί ο κ. Γιανναράς όχι μόνο σ` αυτό το άρθρο αλλά και γενικότερα. Η πολιτικολογία δεν πρέπει να θεωρείται ποτέ κάτι κακό, αντίθετα θετική συμβολή πάντα στην επίλυση των κοινών προβλημάτων. Ούτε είναι κάτι κακό που στέκει ο αρθρογράφος πολύ κριτικά έως και μηδενιστικά απέναντι στις ικανότητες των δύο προέδρων και στη δυνατότητά τους ν` ανταποκριθούν στο ρόλο που θέλουνε να αναλάβουν. Αν αυτό είναι η πραγματικότητα, γιατί να μην το κάνει. Το γεγονός επίσης ότι απέναντι και στους δύο τηρεί την ίδια στάση, εξίσου τους θεωρεί ανίκανους, προσδίδει στο κείμενό του φαινομενικά τουλάχιστον μια αμεροληψία, το κάνει να φαντάζει υπερκομματικό. Έχει εντωμεταξύ ο λόγος του και την απαιτούμενη ευπρέπεια, ώστε να θεωρεί ο αναγνώστης πραγματικές τις αρετές του κειμένου που επισημαίνουμε. Είναι όμως έτσι;
Θα μας βοηθούσε βέβαια ο συντάκτης του άρθρου να σταθούμε καλά στην κριτική μας απέναντί του, αν διαφαινόταν στην όλη πορεία της σκέψης του μια ενιαία ραχοκοκαλιά – παίρνω σκόπιμα αυτή τη λέξη που φαίνεται να τη συμπαθεί – εκπορευμένη από αντίστοιχη ιδεολογική στάση. Η ανυπαρξία της μας δυσκολεύει. Δεν είναι καθόλου εύκολη η διαλογική αντιμετώπιση ενός ελεύθερου σκοπευτή, που τη μια βάλλει από τον ένα λόφο και την άλλη από τον άλλο. Αρνητικά σε μια κοινωνία μπορεί, «μετακινούμενος», να εντοπίσει κανείς άπειρα και να σφυροκοπά. Είναι όμως άλλη διαδικασία, πολυσύνθετη και κοπιώδης, η ένταξη όλων αυτών των αρνητικών στην προοπτική αντιμετώπισής τους από μια ενιαία ιδεολογία.
Μεγαλύτερη ωστόσο εντύπωση κάνει η θεμελίωση της σκέψης σε επουσιώδη ζητήματα, όχι σε πρωτεύοντα. Και είναι αρκετά επουσιώδες ζήτημα, όταν, προβαίνοντας κάποιος  σε πολιτικές αξιολογήσεις ενός κόμματος,  παίρνει ως βάση το πρόσωπο του προέδρου και μόνο. Παρόλο που στην περίπτωση ετούτη ευνοείται ο πρόεδρος του Σύριζα, καθώς πλεονεκτεί συγκριτικά έναντι του αντιπάλου του, σύμφωνα με όσα επισημαίνονται και στο κείμενο. Αλλά στο πολίτευμα της δημοκρατίας βαρύνουσα θέση έχει ο δήμος και όχι το πρόσωπο του πρώτου της Βουλής και το πολίτευμα αυτό επινοήθηκε, για να έχει το σύνολο τις τύχες της κοινωνίας στα χέρια του, όχι ο μεσσίας. Και στα δημοκρατικά κατ` επέκταση κόμματα η βάση τους, σε καταστατική σύμπραξη με τα όργανά τους, περιλαμβάνεται εδώ και ο πρόεδρος, είναι αυτά που καθορίζουν την ιδεολογία και την εν γένει πορεία του κόμματος. Το κόμμα δεν είναι ο αρχηγός, αλλά τα μέλη του, η οργανωτική του οντότητα, η ιδεολογία αυτού του κόμματος, οι θέσεις του και τα προγράμματά του. Ο αρχηγός αποτελεί απλή έκφρασή τους. Συγγνώμη για τις κοινοτοπίες. Όμως έτσι είναι και πάνω σ` αυτά θα πρέπει να βασίζεται κάθε αξιολόγηση και κάθε κριτική που γίνεται σ` ένα κόμμα. Ως προς αυτή τη βάση τα δύο κόμματα δεν έχουν τίποτα το κοινό μεταξύ τους, παρά μόνο ότι είναι πολιτικά κόμματα και διεκδικούν την εξουσία, για να εφαρμόσει το καθένα το δικό του ιδεολογικό και πολιτικό πρόγραμμα. Κάθε άλλη προσωποκεντρικού χαρακτήρα εκτίμηση δεν είναι πολιτική ή δημοκρατικά πολιτική. Παραπέμπει στο πάγιο αντιδημοκρατικό ερώτημα όλων των δημοσκοπήσεων «Ποιον θεωρείτε καταλληλότερο ως Πρωθυπουργό;». Κι ενώ λοιπόν δεν υπάρχει τίποτα κοινό ανάμεσα στα δύο αυτά κόμματα ως προς τις λύσεις που προτείνουν για τα κοινά μας προβλήματα, αν θέλει κανείς την εξομοίωσή τους, για να αχθεί στο μηδενισμό και των δύο, εξομοιώνει τους αρχηγούς και η εξομοίωση έχει επιτευχθεί.
Όμως αυτή η εξομοίωση παίρνει ακόμα πιο αυθαίρετες διαστάσεις, όταν επεκτείνεται και στον καταμερισμό ίδιων ευθυνών. Είναι άλλος ο βαθμός ευθύνης του κόμματος που νομοθετεί και δημιουργεί έννομες αρνητικές καταστάσεις σε μια κοινωνία και άλλος του κόμματος που δεν μπόρεσε με την καταψήφισή τους να εμποδίσει τις νομοθετήσεις. Ξέρω ότι λέω κοινοτοπίες πάλι, αλλά έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη από το συντάκτη του άρθρου. Όπως δεν είναι καθόλου ίδια η διαπλοκή και η ευθύνη μεταξύ ενός κόμματος, που έχει αναγορεύσει θεσμοθετώντας τα ΜΜΕ σε όργανα κυβερνητικής προπαγάνδας, για να προσπορίζεται κατ` αποκλειστικότητα πολιτικά οφέλη, και ενός κόμματος που δεν έχει καμιά ευθύνη για τέτοιου είδους θεσπίσεις, γιατί εναντιώθηκε σ` αυτές και επιπρόσθετα στο προεκλογικό του πρόγραμμα εξαγγέλλει την αποκατάσταση του δημοκρατικού τους ρόλου.  
Δε θα κάνω συγκεκριμένες αναφορές σε σημεία του κειμένου που «βγάζουν μάτι», παρά μόνο σε ένα, εκεί όπου γίνεται λόγος για αξιοκρατία, για να φανεί η χασματική διαφορά ανάμεσα στην ιδεολογική οπτική του κ. Γιανναρά και στη δική μου τουλάχιστον, που θέλω να πιστεύω ότι εκφράζει και τον ανθρωπισμό της αριστερής ιδεολογίας. Διατείνεται λοιπόν ο κ. Γιανναράς πως δεν υπάρχει αξιοκρατία στη χώρα μας και εξαιτίας της απουσίας της δεν υπάρχει ήθος κλπ. Προσωπικά έχω αντίθετη άποψη, αξιοκρατία πιστεύω ότι υπάρχει και στη δική μας κοινωνία αλλά και παγκόσμια. Η Αμερική ηγείται του κόσμου όλου αξιοκρατικά, αλλά και οι δικοί μας πολιτικοί που μας εκπροσωπούν στο Κοινοβούλιο, προσωπικά πιστεύω πάλι, είναι αρκετά άξιοι, αν όχι οι αξιότεροι. Αξιοκρατία έχουμε, η ισότητα μας λείπει και η ανθρωπιά. Κι ενώ στο κείμενο αφήνεται να νοηθεί θετική συσχέτιση, όμως η αξιοκρατία δεν έχει  - και γιατί να έχει; - θετική σχέση με τον ανθρωπισμό και την «ηθοκρατία». Αντίθετα με τα αντίθετά τους έχει, με τη βαρβαρότητα και τη διαφθορά. Γιατί είναι πάρα πολύ φυσικό: Κάποιος που αναγνωρίζεται από μια κοινωνία ως ικανότερος απαιτεί και επιβάλλει, δικαιωματικά πιστεύει, καλύτερη μεταχείρισή του από τη μεριά της, περισσότερη αμοιβή για το ιδιαίτερο έργο που προσφέρει σαν ικανός που είναι και, αν δεν του δοθεί, θα βρει χίλιους δυο τρόπους, εξωηθικούς, εξωανθρωπιστικούς, έκνομους για να εξασφαλίσει την αντάξιά του αμοιβή.  Πέραν αυτού η αξιοκρατία αντιβαίνει πάντα προς την ισότητα, την οποία εκτοπίζει από τη ζωή μας. Προσωπικά περίμενα από ένα λόγιο εκπρόσωπο της χριστιανικής ιδεολογίας να διατηρεί κάποια σύνδεση με το ανθρωπιστικό αίτημα της ισότητας και να το προτάσσει.
Το κείμενο λοιπόν του κ. Γιανναρά φαίνεται σε πρώτη ματιά ασύνειδα απολίτικο. Δεν είναι ασύνειδα, αλλά συνειδητά και αναπότρεπτα απολίτικο, γιατί δεν ήτανε διαφορετικά δυνατή η υποβολή της δικής του ιδεολογίας, που δεν τολμά να την εκθέσει, γιατί τον εκθέτει, και η διάσωσή της που έπρεπε πάση θυσία να διενεργηθεί. Η εξομοίωσή της όμως με την αντίπαλη ιδεολογία και η μηδένιση της ηθικότητας κι εκεινής ήτανε ένας διασωστικός τρόπος. Το τίμημα βέβαια ή η θυσία η κάποια στρέβλωση της λογικής υποχρεωτικά. Και προσωπικά, για να τελειώνω, βρίσκω πολύ πιο υπεύθυνα τα κείμενα των πολιτικών κομμάτων κάθε πλευράς από τούτο εδώ, που στην προσπάθειά του να αποκρύψει αυτό που θέλει να πει παρακάμπτει κανόνες λογικής συναγωγής συμπερασμάτων.

Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

ΟΙ «ΚΑΗΜΕΝΟΙ»

Τους παίρνουμε για καημένους, αλλά είναι;

Ακούγοντας η γυναίκα μου στο ραδιόφωνο να στέλνει επιστολή ο Βενιζέλος στο συγκυβερνήτη του και να διαμαρτύρεται για την «υφαρπαγή» δικιάς του υποψήφιας, χαρακτηρίζοντας ταυτόχρονα την πράξη και των δύο, «αυτή τη φορά», μου λέει, «του δίνω δίκαιο». Τον λυπήθηκε φαίνεται και του απόδωσε δίκαιο. Είναι όμως για λύπηση η περίπτωσή του;
Γιατί τότε τόσον καιρό που είχε τον ίδιο δικό του ο Σαμαράς δε διαμαρτυρήθηκε για τη δική του «ιδιοποίηση»; Εκείνος πώς μπορούσε να είναι ένα με το κόμμα του Σαμαρά και μια υποψήφια του δικού του κόμματος να μην μπορεί να είναι; Από τη στιγμή που πρώτος εκείνος καταπάτησε τα ιδεολογικά σύνορα, γιατί να μην επιτρέπεται, ακολουθώντας το παράδειγμά του, να τα καταπατήσει και κάποιος άλλος; Μα εδώ έγινε από ιδιοτέλεια, θα πει ο διαμαρτυρόμενος. Ο ίδιος όμως συνέπραξε με τη Δεξιά από ιδεολογία; Για να έχει τα αξιώματα που έχει έγινε ένα μαζί της. Υπάρχει σε κάποιο σημείο της πολιτικής του ζωής ενέργεια που να υπαγορεύεται από ιδεολογικό κίνητρο; Σε κάθε στιγμή που μιλάει αυτοαναιρέσεις κάνει. Αν βέβαια βλέπει κανείς πίσω από τις λέξεις του και όχι τις λέξεις. Και ο ίδιος  βλέπει ότι τα λεγόμενά του είναι μόνο λέξεις, αλλά και τι να κάνει; Να δείξει ότι το ξέρει, ν` αφήσει λεκτικά ακάλυπτο τον εαυτό του και να φανεί ότι ομολογεί τον ιδιοτελή χαρακτήρα των ενεργειών του; Ποιος το κάνει αυτό; Πάντως ποτέ ένας ιδιοτελής. Η σκοπιμότητα κάλυψης των ιδιοτελών του βλέψεων υπαγορεύει πάντα την εκφορά του λόγου του. Και επειδή η ιδιοτελής βλέψη έχει πάντα κλωθογυρίσματα, τότε αυτός που την πηγαινοφέρνει ενσαρκώνοντάς την δεν μπορεί να επιχειρηματολογήσει. Δικαιολογεί απλώς τα κλωθογυρίσματά του βάζοντας λέξεις σε σειρά και δημιουργώντας φυσικά κενό σκέψης. Το παρατηρήσαμε όμως και άλλη φορά: Ο κ. Βενιζέλος θαρρεί πως με την ευγλωττία του μπορεί να κρύβει το κενό σκέψης που έχει ο λόγος του, γι` αυτό δε σταματά τη λογοκοπία. Είναι σε κουφότητα ο πιο ευφραδής πολιτικός που πέρασε ποτέ από το ελληνικό Κοινοβούλιο.
Αλλ` όμως τους δικούς του όρους πολιτικής συμπεριφοράς εφάρμοσε και η «κατοχυρωμένη» υποψήφιά του και πήγε με τη Νέα Δημοκρατία. Συνεπώς, όταν κανείς καταντάει μόνος του τον εαυτό του έτσι, δεν είναι για λύπηση, δεν είναι καημένος. Αν ο Τσίπρας «εκτσογλανίζει» την ελληνική κοινωνία, όπως ισχυρίζεται ο κ. Βενιζέλος, ο ίδιος την «εξηλιθιώνει» και την εμπαίζει. Ας ελπίσουμε όχι για πολύ.
Ο Γιωργάκης! Άλλο «καημένο» κι αυτό! Εντύπωση μου κάνει που όλοι ρωτάνε «γιατί έφτιαξε κόμμα;», που ψάχνουνε να βρούνε λογική εξήγηση σε ενέργεια που δεν έχει και, ενώ το βλέπουνε, ρωτάνε. Κάνουν το λάθος φαίνεται να παίρνουν ως παραδοχή ότι στο υποκείμενο αυτής της ενέργειας ενυπάρχει λογική. Πού το είδανε όμως αυτό; Όλες οι πολιτικές του ενέργειες δείχνουν πως λογική δεν ενοικεί μέσα του. Το υποκοριστικό Γιωργάκης, που επικράτησε καθολικά, αντικαθιστώντας το κανονικό όνομα, δεν επικράτησε άδικα. Δε χρειαζότανε εξάλλου λογική το υποκείμενο αυτών των ενεργειών. Αρκούσε που ήτανε γόνος «μεγάλου» πολιτικού ηγέτη.  
Όμως ένας κόκκος σκέψης υπάρχει εδώ κάπου. Να μην τον αδικούμε. Και αυτός έγκειται στη διάθεσή του να εκμεταλλευθεί πολιτικά τη γονιδιακή του συγγένεια με τον πατέρα του, εκμετάλλευση που έφερε πολύ «πολιτικό ψωμί» στον ίδιο και στους συνεργούς του, αλλά και σε μας καταστροφή. Είναι όμως άλλο πράμα η πιθανή γονιδιακή κληροδότηση και άλλο η πολιτική εκμετάλλευση της ύπαρξής της. Και το γεγονός ότι εδώ, ενώ δεν υπάρχει, της έγινε αχρεία εκμετάλλευση τον κάνει να μην είναι ούτε αυτός καημένος, που δεν μπαίνει στη Βουλή.
Πάντως εμείς αναρωτιόμαστε από ακαδημαϊκό και ιστορικό ενδιαφέρον: Πού βρίσκεται τώρα το Πασόκ; Στο γόνο ή στον κλώνο;
Ερχόμαστε στον τρίτο, άλλοτε ποτέ σύντροφό μας, στο Φώτη τον «καημένο». Πώς ξεπουπουλιάστηκε έτσι το «κόμμα» του; Δεν είναι κρίμα; Και αυτός ο ΣΥΡΙΖΑ! Τι αχαριστία, τι μνησικακία και τι κακεντρέχεια είναι αυτή; Να μην τον πάρει στον κόρφο του, να του αναθερμάνει την αριστερή του ιδεολογία και να του αναζωπυρώσει τη θέρμη να την υποστηρίζει;  Ευτυχώς που υπάρχει η Δεξιά και τύλιξε με τη λύπησή της το ξεπουπουλιασμένο «κόμμα» του και ζεστάθηκε.
Αγαπητέ παλιέ σύντροφε, η κρίση είναι ηθική, όχι οικονομική, και ηθική κρίση σημαίνει παρέκκλιση από αρχές και αξίες, φυγή από την ιδεολογία μας και ελεύθερες αιωρήσεις προς αριστερά και δεξιά. Επιχειρεί σφοδρή ταξική επίθεση το κεφάλαιο κι ένας αριστερός αντί να εναντιωθεί με όλες του τις δυνάμεις, για να προστατεύσει δικαιώματα  και συμφέροντα των πολλών, συντάσσεται με τους λίγους και καταφέρει μαζί τους κι αυτός χτυπήματα; Αν ήμασταν αριστεροί μια φορά πριν από την κρίση, παλιέ σύντροφε, μετά την έλευσή της έπρεπε να γίνουμε δυο και τρεις φορές αριστεροί. Ακόμα και δεξιοί, βλέπεις, μετά την κρίση γίνανε και έπρεπε να γίνουν αριστεροί.
Συγχώρα με που δε σε θεωρώ καημένο. Άλλη η πολιτική της φιλίας και άλλη η ταξική.
Το άσχημο όμως είναι ότι η καημένη Ιστορία επεμβαίνει πολύ αργά, όταν πια καταστήσει εμάς πρώτα καημένους και μετά ψευτοκαημένους τους υπαίτιους.