"Λέξω προς αιθέρα"

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

ΣΥΡΙΖΑ ΤΕΛΟΣ. Η ΕΣΠΕΥΣΜΕΝΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΑΝΑΙΡΕΣΗ ΕΦΕΡΕ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΩΡΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ



Αν θέλαμε να απαριθμήσουμε ιεραρχικά τα συστατικά ενός Κόμματος, πρώτο θα λέγαμε πως είναι η ιδεολογία του, δεύτερο τα μέλη του, τρίτο τα όργανά του, που συγκροτούν τα μέλη του, τέταρτο το Καταστατικό του που ορίζει όλα αυτά μαζί και τις διαδικασίες λειτουργίας τους. Το πρώτο, επειδή συνιστά την ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα ενός Κόμματος, είναι το κύριο συστατικό του. Ενσαρκωτές αλλά και εγγυητές αυτής της πολιτικής ιδεολογίας είναι τα οργανωμένα μέλη του, που συγκροτούνται σε ιεραρχημένα όργανα και αποτελούν το οργανωτικό σώμα του Κόμματος, την οργάνωσή του. Στην περίπτωση ενός αριστερού Κόμματος, όπως και του Σύριζα, η ΚΕ είναι το ανώτερο συλλογικό όργανο εξουσίας. Ο εκάστοτε Πρόεδρος εκπροσωπεί απλώς το Κόμμα. Δεν είναι όργανο, όπως δεν είναι όργανο αποφασιστικών αρμοδιοτήτων ούτε η Πολιτική Γραμματεία, που μαζί με τον Πρόεδρο εκπροσωπούν την ΚΕ και συντονίζουν το έργο της.
Μιλάμε πάντα όχι για προσωποπαγή αλλά για Κόμματα αρχών, που σε σύνολα εναποθέτουν την τύχη των ανθρώπων, στο σύνολο του Κόμματος τη δική τους τύχη και στο σύνολο της κοινωνίας τη δική της.  Άρα έχουμε εκμηδενισμένο το ενδεχόμενο ο μεσσιανισμός ν` αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων. Είναι έτσι διασφαλισμένη πάνω στη βάση της συλλογικότητας τόσο η πορεία του Κόμματος και της πολιτικής που εξαγγέλλει και στη συνέχεια εφαρμόζει όσο και της κοινωνίας της ίδιας, που με τη σύμπραξή της επιδιώκεται να διαμορφώνονται αλλά και να υλοποιούνται οι κομματικοί σχεδιασμοί. Η αποκλειστική εναπόθεση της εμπιστοσύνης στη συλλογικότητα δεν αίρει την πίστη στην προσωπική δυνατότητα ή ικανότητα ενός ηγέτη να διαπερνά στις λαϊκές μάζες την ιδεολογία του Κόμματος. Αμφισβητεί απλώς την ύπαρξη εγγυήσεων σε καθορισμούς αυτού του είδους, όπως είναι ο ηγετισμός και η προσωπολατρεία. Η πίστη στη δημοκρατία, αυτή η ιδεολογική εμμονή, που, όπως και άλλες πίστεις σε μεγάλες αξίες ονομάζονται έτσι, για να επιτελείται υποβάθμιση της σημασίας τους, δεν επιτρέπει την καλλιέργεια πίστεων σε μεσσίες.       
Αν λοιπόν αναιρεθεί συνολικά, όχι μερικά ή σημειακά, η ιδεολογία ενός Κόμματος, τότε αναιρείται το κόμμα συνολικά. Έχουμε αυτοαναίρεσή του. Αυτό συνέβει με τη μεταστροφή που έκανε ο Πρωθυπουργός και η Κυβέρνησή του υπογράφοντας το τρίτο και πιο επονείδιστο μνημόνιο. Η υπογραφή του μνημονίου ανατρέπει σύνολη την πολιτική του Σύριζα, που οικοδομήθηκε πάνω στη σθεναρή θέληση ακύρωσης των μνημονίων και των παρενεργειών τους. Ανατρέπει όμως και την αριστερότητά του, καθώς όχι μόνο με βάση τις δικές του αποφάνσεις αλλά και κάθε άλλης ταξικής αξιολόγησης η υπογραφή μνημονίου τοποθετεί το Κόμμα που το υπογράφει στη δεξιά μεριά των κομματικών κατατάξεων, αφού υπηρετεί άμεσα και αποτελεσματικά την πολιτική της άρχουσας τάξης, των ταξικών αντιπάλων, που θέλουνε και πλήττουνε πάντα τα συμφέροντα των εργαζομένων. Ανατρέπει όμως και δύο λαϊκές ετυμηγορίες, μια πρόσφατη των εκλογών της 25ης Γενάρη, και μια νωπότατη, του συντριπτικότατου σε πλειοψηφία δημοψηφίσματος. Αν αυτές οι ανατροπές γίνανε από ασκημένο εκβιασμό, είναι δευτερεύον θέμα και τέτοιου είδους αιτιολογήσεις καταμαρτυρούν απλώς ότι όλες αυτές οι ανατροπές είναι για τον ανατροπέα που τις έκανε υποδεέστερης σημασίας και αμελητέες, ας αναιρούν την ίδια την κομματική, πολιτική και ιδεολογική του υπόσταση. Πρώτιστης σημασίας έργο για τον ανατροπέα αυτό είναι η υποταγή στην καθεστηκυία τάξη. Γι` αυτό και δεν προέβει στην ανατροπή αυτής της τάξης, ας τη διαλαλούσε, αλλά στην ανατροπή του εαυτού του.        
Ήταν επόμενο λοιπόν μετά από μια τέτοια αυτοαναίρεση να προκληθούν αντιδράσεις εσωκομματικές και να προκύψει διάσπαση. Το ανησυχητικό θα ήτανε να μην προκύπτανε. «Για όσους οι αυταπάτες τους δεν προσδιορίζουν τις θεωρήσεις των γεγονότων η διάσπαση του Κόμματος είναι συντελεσμένη», έγραφα στο κείμενο παραίτησής μου από το Κόμμα στις 23.07.2015. «Όταν από τη μια έχουμε την Κυβέρνηση και την πλειοψηφία των βουλευτών της και από την άλλη τις υπογραφές της πλειοψηφίας των μελών της ΚΕ (άρα την οργάνωση συνολικά, αφού η ΚΕ είναι η πολιτική της έκφραση στο ανώτερο οργανωτικό επίπεδο)  και τη Νεολαία μαζί και το ¼ περίπου των βουλευτών, τότε το ρήγμα ήδη χάσκει αγεφύρωτο. Και αν δεν επρόκειτο για θεμελιώδη υπαρξιακά ζητήματα του Σύριζα, αν δεν ήτανε από τη μια η ιδεολογική του αναίρεση και από την άλλη η απόρριψή της, άρα για επιβεβλημένη διάσπαση, θα μπορούσε να ελπίζει κάποιος στην υπέρβαση του χάσματος. Δηλώσεις ευχετικές της συγκάλυψής του ή κινήσεις αποτροπής του στη βάση μπακαλίστικων υπολογισμών, ενώ κρίνεται η ιδεολογική και ηθική υπόσταση του Κόμματος, ευτελίζουν και τη σημασία ύπαρξης ιδεολογίας σ` ένα αριστερό Κόμμα και τη σημασία ύπαρξης της Ηθικής. Η σκοπιμότητα να παραμείνει στην Κυβέρνηση η Αριστερά, ενώ Αριστερά δεν είναι, και να καθυποταχθούν οι αξίες της σ` αυτή τη σκοπιμότητα, εκτός από τη διάσπαση που ήτανε φυσικό να προκαλέσει, δεν προοιωνίζεται κανένα μέλλον για την Αριστερά, που τις αξίες της είχε πάντα ως εφαλτήριο για την εκτίναξή της στο μέλλον. Και ήτανε σήμερα μεγάλη η τιμή μας που η Αριστερά που φτιάχτηκε με τόσες δυσκολίες, ας είναι τόσο προσωποπαγής, αντιτάχθηκε άμεσα και αυτόβουλα στην αναίρεση της ιδεολογίας της. Όμως, αν και τα ανακλαστικά της αυτόματα δράσανε και σώσανε την τιμή της, δεν μπορούνε ωστόσο να σώσουνε την Αριστερά ως ζώσα και ελπιδοφόρα πολιτική δύναμη. Το πλήγμα που της καταφέρθηκε από την Κυβέρνηση ήτανε θανάσιμο, όπως θανάσιμο ήτανε και το πνίξιμο που έκανε η Κυβέρνηση στο «Όχι» του δημοψηφίσματος».
Συνεπώς μετά από όλα αυτά θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως όχι μόνο «διαρράγηκε» η ενότητα στο Σύριζα, αλλά και ο ίδιος ο Σύριζα έπαυσε να υπάρχει. Στην εκδοχή της ηγετικής του έκφρασης θα παραμείνει ένα μόρφωμα, που μαζί με τις άλλες μνημονιακές πολιτικές δυνάμεις θα διαγκωνίζεται με νόθες πάντα κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες να διαχειριστεί τις μνημονιακές πολιτικές. Βεβαίως Σύριζα αυτό το κυβερνητικό ή προσωποπαγές μόρφωμα δε θα είναι σε καμιά περίπτωση. Ενώ στην εκδοχή των διαφωνούντων, και αν αποτελέσουν ολότητα, ο διαχωρισμός τους και ονομαστικά από το μεταστραμμένο Σύριζα είναι δηλωμένος, οπότε και η σχέση αυτής της ολότητας μαζί του θα παραμείνει ιστορική και μόνο. Αλλά και κάτι πολιτικά εξίσου αξιόλογο με τον ιστορικό Σύριζα δεν μπορεί η νέα ολότητα να είναι, καθώς ο Σύριζα αναπτύχθηκε σε απόλυτα εμπροσθοβαρύ έδραση και αποκλείστηκε κάθε δυνατότητα δημιουργίας αντίπαλου δέους. Γι` αυτό η σχέση του λαού με το Σύριζα ήτανε μια σχέση λαού και ηγέτη μόνο, που δεν είχε ουσιαστική, ιδεολογική βάση. Δεν προερχόταν από πίστη σ` αυτή την ιδεολογία, αλλά από ώθηση της ανάγκης προς αυτή. Είχε περιστασιακό και προσωπολατρευτικό χαρακτήρα και ήτανε γι` αυτό εντελώς «αέρινη» σχέση, που με το πρώτο φύσημα θα «εξανεμιζόταν» εύκολα. Κι ενώ είχε κατορθώσει ο κ. Τσίπρας, ως ενσαρκωτής των αριστερών ιδεών που πρόβαλλε τον εαυτό του, να συσπειρώσει στο πρόσωπό του πολύ μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, από την ανάγκη έστω, μόλις μεταστράφηκε και έπαυσε να ανταποκρίνεται σ` αυτή την ανάγκη, απώλεσε αμέσως τη «δεδηλωμένη» τόσο την εσωτερική του Κόμματος όσο και την κοινοβουλευτική αλλά και προπάντων τη λαϊκή. Τώρα άδειο όπως κατάντησε τον εαυτό του, επιχειρεί ο ίδιος να τον γεμίσει με καταφανή ψευδολογήματα και αντιφάσεις, που δεν μπορούν όμως να του εξασφαλίσουνε την απαιτούμενη στατικότητα, ώστε να μπορεί να στέκει όρθιος,  ενώ το σύστημα, που τον θεωρεί πλέον δικό του και μπορεί, πιστεύει, να επενδύει ακόμα στο πολιτικό του κεφάλαιο, προσπαθεί με όψιμους εναγκαλισμούς και αναδείξεις του, να τον στήσει και αυτό όρθιο, αναδομώντας τον με «αχυροκατασκευή». Πρώτη λοιπόν εμφάνιση προεκλογική επιχειρεί ο κ. Τσίπρας στον ALPHA με συνέντευξή του, απ` όπου σταχυολογούμε ένα από τα πολλά νέα «γεμίσματά» του. Δε χρειάζονται άλλα.  
Οι εκλογές, μας είπε και το πήρε ως θέσφατο το Κανάλι, δεν προέκυψαν, όπως προέκυψαν, από την πραγματική απώλεια της δεδηλωμένης στη Βουλή, αλλά από δική του δήθεν επιλογή, που την έκανε στις 12 Ιουλίου. Ιδού και η αιτιολόγηση της επιλογής, που κάνει πάντα πιο λαμπερή την ψευδολογία.  «Για να έχω την έγκριση του λαού στην εφαρμογή του μνημονίου», είπε. Μα ο ίδιος δήλωνε λίγες μέρες πριν πως δεν είναι «παντός καιρού Πρωθυπουργός» και δε θα μπορέσει να εφαρμόσει το ενδεχόμενο «Ναι στο μνημόνιο» του δημοψηφίσματος. Στο Ναι το δικό του τώρα πώς γίνεται παντός καιρού και μπορεί να το εφαρμόσει; Και πώς ζητάει τη λαϊκή έγκριση, την οποία και πριν θα είχε αλλά δεν τη θεωρούσε ικανή να τον μετατρέψει σε Πρωθυπουργό παντός καιρού. Εξάλλου – έμπρακτα το έδειξε - δεν τον ενδιέφερε η λαϊκή ετυμηγορία. Αν τον ενδιέφερε και την υπολόγιζε, δε θα την παρέκαμπτε υπογράφοντας τη συμφωνία. Ούτε βέβαια μπορεί να έχει κανένα νόημα ο πιθανός ισχυρισμός ότι άλλο νόημα έχει η υπογραφή της συμφωνίας και άλλο η εφαρμογή της, για να μη χρειάζεται τη λαϊκή συναίνεση η πρώτη παρά μόνο η δεύτερη.
Ας πούμε όμως ότι δεν αποκλείεται να αποφάσισε τις εκλογές σ` εκείνη την ημερομηνία. Οι ερμηνείες είναι δύο: α. Οι εταίροι να του τις υπαγόρευσαν, γι` αυτό και τις επιδοκίμασαν θερμά, όταν προκηρύχτηκαν, ώστε ο κ. Τσίπρας, που τον θεωρούσαν τον πιο κατάλληλο για την εφαρμογή του μνημονίου, να έχει στην εφαρμογή του τη συνεπικουρία και της λαϊκής συναίνεσης. β. Δεν αποκλείεται πάλι να τις «σκέφθηκε» τότε, επειδή έβλεπε τι θα επακολουθήσει και ήταν ήδη αποφασισμένος να δρομολογήσει έτσι τα πράγματα, όπως του υποδείκνυε επίμονα και ο αρχηγός του Ποταμιού μαζί με τους «ομόγλωσσούς» του τους Εταίρους, και να απαλλαγεί επί τέλους από τα αριστερά βαρίδια του Κόμματος. Οι δύο αυτές ερμηνείες, που συνδυασμένες εύκολα γίνονται μία, προϋποθέτουν βέβαια την κοινή πίστη Τσίπρα και Εταίρων ότι ο λαός θα συναινέσει λόγω της μεγάλης δημοτικότητας του πρώτου. Εδώ όμως είναι που πέσανε έξω και οι δύο. Γιατί ο λαός δεν είναι συρόμενο και του ηγέτη που τον εγκαταλείπει. Ακολουθεί μόνο τον ηγέτη και όσο αυτός τον εκπροσωπεί πιστά στις αξίες που πιστεύει και θέλει να βλέπει πως οδεύουν σε εφαρμογή. Αν διαπιστώσει παρέκκλιση, αμέσως κλονίζεται η εμπιστοσύνη του και διαχωρίζει τη θέση του από τον ηγέτη, αποστασιοποιείται. Αν ιδίως πρόκειται για πλήρη μεταστροφή, τότε τον εγκαταλείπει πάραυτα. Παρόλα αυτά ο κ. Τσίπρας, πιστεύοντας πως ο λαός θα είναι μόνιμο συρόμενό του, θέλησε να εφαρμόσει το κυνικότατο σχέδιο, για το οποίο μιλούσαμε την άλλη φορά, να εξωθήσει και το λαό σε μεταστροφή, εξευτελίζοντάς τον, μόνο και μόνο για να ξεπλύνει κατ` αυτό τον τρόπο τη δική του ντροπή. Όμως οι εκλογές, ας ορίστηκαν τόσο νωρίς, θα τον διαψεύσουν. Γιατί ένα και μόνο θα είναι το νόημά τους: Να καταδείξουν πόσο απεχθάνεται ο λαός τους ηγέτες που μεταστρέφονται. Ακόμα και ένας ψήφος λιγότερος να είναι από τις προηγούμενες εκλογές η αποδοκιμασία αρχίζει να διαφαίνεται. Εδώ όμως θα έχουμε τουλάχιστο δέκα ποσοστιαίες μονάδες λιγότερες, που όχι μόνο θα καταγράφουν το μέγεθος της λαϊκής απέχθειας, αλλά και θα επιβεβαιώνουν τόσο μα τόσο γρήγορα την πολιτική αυτοκτονία του ανερμάτιστου αριστερού ηγέτη. Και δεν παίρνουμε ως βάση εκείνα τα υψηλότατα δημοσκοπικά ποσοστά της αρχής της πρωθυπουργίας του ούτε τα υψηλά επίσης του δημοψηφίσματος, για να καταδείξουμε την κατακόρυφη πτώση του.

Κι όμως, κ. Τσίπρα, ήσουνα ωραίος σαν παλικάρι αριστερό και στιβαρό πολιτικό παράστημα. «Άδειασες» όμως κι έγινες τώρα άθλιο κενό με σανό γεμισμένο. Παρόλα αυτά έχε ήσυχη τη συνείδησή σου, αριστερέ μου. Κι εμείς πιστεύουμε ότι δε θα έχεις πρόβλημα μαζί της, από τη στιγμή που ήσουνα σε θέση να κάνεις όσα έκανες. Αλλά όπως και να `χει το πράγμα, με μια επίσκεψη σε πνευματικό θα την καθησυχάσεις κι άλλο και δε θα νιώθεις τον ανθρώπινο πόνο, όσο κι αν άκουσες ηπειρώτικο τραγούδι, ώστε να σου πνίγεται η διάθεση να τον εκμεταλλευθείς. 

Ο Σύριζα λοιπόν τέλος, αλλά τέλος και η πολιτική ελπίδα στη χώρα μας. Για πόσον καιρό κανείς μας δεν ξέρει.  

Τρίτη 25 Αυγούστου 2015

ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΙ; ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΡΗΜΟΣ ΚΑΙ ΦΡΙΚΗ ΕΝΤΕΙΝΟΜΕΝΗ, ΜΕΓΕΘΗ ΑΝΥΠΟΛΟΓΙΣΤΑ


Πού βρισκόμαστε λοιπόν; Όχι στο σημείο μηδέν, αλλά σε προχωρημένο στάδιο πολιτικής σήψης. Ο πολιτικός φορέας που ξεσήκωσε το λαό ν` αποκηρύξει τη φρίκη πήγε με το μέρος των συντελεστών της, εντείνοντας έτσι τη φρίκη αλλά και αποφράζοντας εντελώς (με την έννοια της φραγής) την πολιτική μας ζωή. Ο κ. Τσίπρας προτίμησε, είπαμε, να προσφέρει το κεφάλι της Δημοκρατίας πρώτο για λιώσιμο στου «πλούτου τους κανίβαλους». Και η νέα τούτη ακάθεκτη φρίκη που επελαύνει κάνει κάθε άλλη πραγματική ή υποθετική ή σκόπιμα φαντασιωμένη, της δραχμής ή της άτακτης χρεοκοπίας, να ωχριά μπροστά της.    
Όμως το ξαναγονάτισμα ενός λαού, που μέσα από τόση δυστυχία δυσκολεύτηκε πολύ να δείξει όρθιος, ενωμένος και αποφασισμένος, δεν ανήκει στα υπολογίσιμα μεγέθη. Ούτε η παράταση και διεύρυνση της δυστυχίας του. Ούτε μα ούτε η αναίρεση της Δημοκρατίας είναι υπολογίσιμο μέγεθος; Υπολογίσιμα μεγέθη εκφέρει μόνο η γλώσσα της οικονομίας. Ας μιλήσουμε λοιπόν τη γλώσσα αυτή που περιέχει τα υπολογίσιμα μεγέθη.
Η Σουηδία, που είχε γερές βάσεις στη βιομηχανική της παραγωγή, διέσωσε την οικονομία της με την άρνησή της να ενταχθεί στην Ευρωζώνη. Εμείς όμως, που δεν είχαμε αναπτύξει ποτέ ιδιαίτερες παραγωγικές δυνατότητες σε κανέναν τομέα, παρακολουθούμε απαθείς, πριν ακόμα ενταχθούμε στην Ευρωζώνη αλλά και εντατικότερα μετά, την αποδόμηση κάθε παραγωγικής βάσης και την εγκαθίδρυση δομών παρασιτικής οικονομίας στη Χώρα μας, για να μπορούμε και να προσφέρουμε υπηρεσίες τριτογενούς τομέα μόνο, εμπόριο, συναλλαγές, διαφημίσεις, ασφάλειες, απειρία τηλεοπτικών προγραμμάτων. Αναλογιστήκαμε άραγε ποτέ πόσο παραγωγικά θα ήτανε αυτά τα πολυπληθή και καλοπληρωμένα άτομα για τις «πολιτιστικές» τους σάχλες ή για την ταξική προπαγάνδα που προσφέρουνε στα ιδιωτικά κανάλια με ανεξέλεγκτο μάλιστα παθητικό τόσο για τα ίδια όσο και για την εθνική οικονομία γενικότερα, αν μετακινούνταν σε πεδία παραγωγής είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς τομέα;
Θα παραθέσω τρία αποσπάσματα από άρθρο μου του 2005, που απεικονίζουν, πιστεύω, την κατάσταση της οικονομίας μας και τη μετάπτωσή της σε μεταπραττική. ημοσιεύτηκε στο «αντί» στις 28.01.2005, τεύχος 835, και αναρτήθηκε στο ιστολόγιό μου στις  23.06.2012 με τίτλο «Περί Οικονομίας»).
 «Όμως όλα αυτά δεν ήταν σύμπτωμα παρέμβασης τυχαίων παραγόντων, αλλά αποτέλεσμα των δομών και των ιεραρχήσεων του συστήματος, τις οποίες κανείς δεν μπορεί να ανατρέψει, καθώς ορίζονται από την οικονομική ισχύ του επικρατέστερου, που δεν αποτελεί μόνο την κορυφή της πυραμίδας αλλά και τον αρχιτέκτονά της. Εκείνο δε που εντυπωσιάζει στη δομή της και στην κατανομή της δύναμης είναι ο αντίστροφος χαρακτήρας τους σε σχέση με την “πρωτογένεια” της παραγωγής. Όσο πιο μεταπραττικός είναι ο χαρακτήρας της οικονομικής δραστηριότητας τόσο ψηλότερα στην πυραμίδα του συστήματος βρίσκονται οι δράστες της, ενώ απωθημένοι στη βάση της βρίσκονται ο δευτερογενής και πρωτογενής τομέας. Ο διαφημιστής του διαφημιστή για παράδειγμα βρίσκεται πιο ψηλά από το διαφημιζόμενο διαφημιστή, ο οποίος είναι ίσως πιο ψηλά και από τον κάτοχο των μέσων διαφήμισης, ενώ ο τελευταίος βρίσκεται οπωσδήποτε πιο ψηλά από τους διακινητές των προϊόντων, δηλαδή τους εμπόρους, και αυτοί πολύ ψηλότερα απ` όσους ασκούν δευτερογενή και τριτογενή παραγωγή. Ένας επάλληλος λοιπόν μεταπραττισμός συνιστά την όλη πυραμίδα με κορυφαίο τον υπερμεταπραττισμό, όπου είναι συγκεντρωμένη η περισσότερη οικονομική δύναμη που καθορίζει και τις ιεραρχήσεις του συστήματος», συγκαταλέγοντας «τελευταίο τον πρωτογενή τομέα. Η πυραμίδα αυτή έχει παγκόσμιες διαστάσεις και όχι τοπικοεθνικές, αφού το οικονομικό σύστημα που αντιπροσωπεύει είναι παγκοσμιοποιημένο…
Αυτή λοιπόν η πυραμίδα των επάλληλων μεταπραττισμών και της αντίστροφης σχέσης τους με την “πρωτογένεια” της παραγωγής, που συνιστούν κατάφωρη αδικία δημιουργώντας παράλληλα και τεράστιες ανισότητες μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων και των λαών, είναι επενδυμένη με το “πολίτευμα της δημοκρατίας”, και ονομάζεται δημοκρατική, ισοδίκαιη, ηθική, ελεύθερη και ανθρωπιστική. Αν όμως δούμε μέσα σ` αυτή τη θέση του αγροτικού πληθυσμού όπως και άλλων κοινωνικών τάξεων, που βρίσκονται στη βάση της, ασύνειδα τότε η σκέψη μας πάει σε τελείως αντιθετικές καταστάσεις και σχέσεις, εκεί όπου άλλος δίνει το σώμα του και άλλος παίρνει τα λεφτά. Μια ολική επομένως γενίκευση του πορνείου συνιστά το καπιταλιστικό σύστημα που ζούμε και που φιλάρεσκα και ευφημιστικά το ονομάζουν δημοκρατία…
Έτσι το υπάρχον οικονομικό σύστημα επιφυλάσσει στον Έλληνα τουλάχιστον αγρότη μια κατώτατη ταξικά θέση, που επιτρέπει την πολλαπλή εκμετάλλευσή της από τις ανώτερες τάξεις, και αρκετά εξαθλιωμένη, πράγμα που οδήγησε τους γόνους των αγροτών στη μαζική φυγή τους, όπως είπαμε, προς τα αστικά κέντρα, όπου αστοποιημένοι πια και ενταγμένοι στις μεταπραττικές τάξεις που απομυζούν το εισόδημα του αγρότη, παρέχουν τις υπηρεσίες τους. Κι αν έλεγε κανείς ότι σήμερα στη χώρα μας τα παιδιά των αγροτών πίνουν το αίμα των γονιών τους, για να μιλήσουμε αριστοφανικά”, δε θα ήτανε εκτός κυριολεξίας»
Πώς λοιπόν θα γίνει ανασυγκρότηση της οικονομίας μας, αν δεν αντιστραφεί και δεν αποκατασταθεί αυτή η σχέση παραγωγικότητας και αμοιβής, αν δεν αντιστραφεί εξ ολοκλήρου η οικονομική μας πυραμίδα; Η Ελλάδα έχει ανάγκη από παραγωγή, όχι από ιδιωτικού χαρακτήρα υπηρεσίες του παρασιτισμού. Για τις χώρες που παράγουν ή γι` αυτές που δεν παράγουν αλλά το διεθνές σύστημα καταμερισμού εργασίας τους πρόσφερε το προνόμιο να ευημερούν χωρίς και να παράγουν, αυτές οι υπηρεσίες ακόμα και παρασιτικού χαρακτήρα είναι η βάση της ευημερίας τους. Την Κύπρο όμως, που είναι μικρούτσικη χώρα και που δεν της προβλέφθηκε μια τέτοια προνομιακότητα, τη σβήσανε σε μια νύχτα.  Γιατί με τον καπιταλισμό, η φυσική τάξη των πραγμάτων ανατρέπεται: Δεν είναι η γη και η εργασία οι πρωταρχικοί συντελεστές παραγωγής, αλλά δευτερογενείς και τριτογενείς, όπως το κεφάλαιο, που μπορεί και εξαγοράζει τα πάντα, και γη και ανθρώπους, αλλά και τα μέσα παραγωγής, της επιστήμης και της τεχνολογίας, που είναι κοινό κτήμα διαχρονικό όλης της ανθρωπότητας. Με την οικονομική της ισχύ όμως η άρχουσα τάξη τα ιδιοποιείται βίαια και χωρίς να της ανήκει το ηθικό δικαίωμα να έχει στην αποκλειστική χρήση επιτεύγματα του πανανθρώπινου πολιτισμού.    Και πώς εν τέλει θα έχει δυνατότητα παραγωγής μια χώρα, αν την πλουτοπαραγωγική της βάση, που είναι η πρωταρχική προϋπόθεση για την ύπαρξη οποιασδήποτε παραγωγής, ξεπουλιέται αντί πινακίου φακής, για να στηθούν επάνω της όχι παραγωγικές αλλά κερδοφόρες για τον επενδυτή και μόνο επιχειρήσεις που θα αντιπροσφέρουν βέβαια κι έναν γλίσχρο επιούσιο στους εργαζόμενους, στους πραγματικούς κατόχους αυτού του πλούτου, σε μας τους Έλληνες δηλαδή,  που τους διδάξαμε χιλιάδες χρόνια πριν τι είναι ισότητα, δικαιοσύνη και δημοκρατία.  
Έτσι επί δεκαετίες τώρα αποδομούνταν συστηματικά κάθε παραγωγική μας δυνατότητα, ώστε να μην είμαστε  εμείς οι κάτοχοί του δικού μας πλούτου και οι εκμεταλλευτές του, αλλά ξένοι επενδυτές και αφεντάδες, για να μην είμαστε καν εμείς σε θέση να παράγουμε και να ζούμε από το παραγωγικό μεροδούλι μας. Και φταίμε, μας λένε, που δεχθήκαμε, με επιβολή βέβαια, να καταναλώνουμε τις φούσκες τους, για να πλουτίζουν εκείνοι και να εκπίπτουμε εμείς σε άχρηστα για το σύνολο και για τον εαυτό μας κοινωνικά όντα. Έλεγε ο Ανδρέας Παπανδρέου τότε, όταν ακόμη ήτανε κατά της ΕΟΚ, ότι θα καταντήσουμε είλωτες στα σκλαβοπάζαρα της Ευρώπης και τον θεωρούσαμε εκτός από μελοδραματικό στην έκφραση και υπερβολικό. Και όμως αυτό έχει συντελεστεί με μια μετατόπιση γεωγραφική όμως. Το ευρωπαϊκό σκλαβοπάζαρο μεταφέρθηκε δια των μνημονίων εδώ στο γεωγραφικό χώρο της Ελλάδας, για να είμαστε εμείς οι Έλληνες και πάλι στον τόπο μας ξανά δουλοπάροικοι όμως όχι πια σε δικούς μας «τσιφλικάδες» τώρα, αλλά σε ξένους. Και όλα αυτά κατ` επιταγή της ΕΕ.
Δεν πρέπει όμως ποτέ να ξεχνάμε ότι η πιο παρασιτική εκδοχή του καπιταλισμού, ο χρηματιστηριακός και χρηματοπιστωτικός τομέας, που είναι και στην κορυφή της πυραμίδας, είναι αυτή που προκάλεσε την κρίση και έφερε τα μνημόνια στη ζωή μας. Και, αν δε διαρρήξουμε τελείως τη σχέση μας μαζί της, οικονομική ανασυγκρότηση σε εθνική βάση είναι ανέφικτο να συντελεστεί.   
Και, ενώ ως και η γλώσσα της Οικονομίας αποκαλύπτει τα αρνητικά κοινωνικά μεγέθη, που εγκλείουν ακόμα και οι θετικοί δείκτες της, εντούτοις, αποκόπτοντάς την κανείς από τις προεκτάσεις της στην κοινωνία, εξοβελίζοντας κάθε κοινωνικό της περιεχόμενο, φαντάζουν τα μεγέθη της αυτά αθώα και θετικά. Γι` αυτό εξάλλου και τα οικονομικά αυτά μεγέθη προβάλλονται γυμνά και απομονωμένα, για να μη γίνονται φανερά τα αρνητικά κοινωνικά μεγέθη, το βάθος δυστυχίας ενός λαού και η έκτασή της, έστω κι αν ολοφάνερα τα πρώτα είναι αυτά που καθορίζουν και τα δεύτερα, ενώ η απλή λογικότητα επιτάσσει σε μια ευνομούμενη Πολιτεία, όχι κατ` ανάγκη αριστερή, το αντίστροφο να συμβαίνει, τα κοινωνικά μεγέθη να καθορίζουν τα οικονομικά. Για να αποκρύπτεται επομένως αυτό προπάντων, ότι και τα θετικά οικονομικά μεγέθη είναι αυτά που ευθύνονται για τη δημιουργία των αρνητικών κοινωνικών μεγεθών, αποκόπτονται τα δεύτερα από τα πρώτα. Αυτό είναι που στη γλώσσα της πολιτικής ονομάστηκε επικυριαρχία της Οικονομίας επί της πολιτικής, των συμφερόντων των λίγων επί των συμφερόντων των πολλών. Είναι αυτό που επιμαρτυρεί καταφανέστατα και την ανυπαρξία δημοκρατίας.

Κυριακή 19 Ιουλίου 2015

ΕΜΕΙΝΕ ΑΝΑΥΔΗ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ! ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΗΣ



Α. Τα κύριο μήνυμα του «Όχι»: «Τους κατάπιε όλους η Ιστορία» κι έβαλε την Αριστερά μπροστά.
Εκτός από τις σημασίες που είχε το δημοψήφισμα πριν από τη διεξαγωγή του, μετά από αυτή και με τη συντριπτική επικράτηση του «Όχι» προσέλαβε και μια νέα διαχρονικής εμβέλειας σημασία: Έκανε πέρα, εξωθώντας στο περιθώριο για πολλά τέρμινα, όλο το παλιό πολιτικό κατεστημένο της Χώρας, που φέρει και την ευθύνη για την καταστροφή της. Για πρώτη φορά ο ελληνικός λαός παίρνει ευθεία θέση απέναντι στα μνημόνια και με την πλειοψηφία του 61,3% τα καταδικάζει. Μαζί με αυτά και τους πολιτικούς τους εκφραστές. Γιατί για πρώτη φορά του δόθηκε αυτή η ευκαιρία. Αυτή την ετυμηγορία του φοβότανε οι πολιτικοί εκπρόσωποί τους μέσα και έξω από τη Χώρα και φάγανε τα λυσσακά τους να ματαιώσουν τη διεξαγωγή του ή τουλάχιστο να δυσφημίσουν με αλλοίωση το νόημά του, ώστε να αποφευχθεί υπερψήφιση του «Όχι». Χάσανε παταγώδικα και στα δύο επιδιωκόμενα. Και τώρα που τους συντρίβει η διάψευσή τους το χρησιμοποιούνε, δίνοντας σ` αυτό πάντα το άλλο περιεχόμενο, ως βάθρο στην απόφασή τους να μας πετάξουνε έξω από την ΕΕ. Έχουνε ετοιμάσει μάλιστα, μας το είπανε, και την ανθρωπιστική βοήθεια που θα χρειαστεί ο λαός μας, για να του την προσφέρουνε, όταν θα χειμάζεται κατά την πορεία του προς την έξοδο και μετά από αυτή, ώστε να δει τα καλά τους αισθήματα και εκτιμώντας τα να τα ανταποδώσει αποκηρύσσοντας τον ηγέτη ή, για να είμαι πιο κυριολεκτικός, σύροντάς τον στην κρεμάλα. Ναι, είναι τόσο σατανικοί οι Εταίροι μας, γιατί είναι τόσο σατανική και η Ιστορία, όταν οι ταξικές της συγκρούσεις προσλαμβάνουν αδυσώπητο χαρακτήρα.
Είναι όμως «σατανική» και προς την άλλη πλευρά. Ξέρει ότι, για να ακυρωθούν τα σχέδια των κρατούντων, πρέπει να ενεργοποιηθεί η δημοκρατία, κίνηση που έκανε και με την παρέμβασή της στη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Βάζει λοιπόν τον ευνοούμενό της να εμπλέκει στη σύγκρουση αυτή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όσο κι αν είναι γι` αυτόν δυσμενής εκεί ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων. Γιατί ξέρει πάλι η Ιστορία ότι η δημοκρατία ασκεί έλεγχο συνεχή σε κάθε συσχετισμό και επιφέρει αλλαγές, βαθμιαίες ή και ραγδαίες, όταν χρειαστεί. Αφού μιλάει ο δικός της ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στη συντριπτική του πλειοψηφία αυτό και ανεξάρτητα από το πού επιρρίπτει τις ευθύνες για το αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων παίρνει θέση ξεκάθαρη: Όχι έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και την ΕΕ. Γιούνκερ και Τούσκ στη δευτερομιλία τους δείχνουν μεταστραμμένοι και υπόσχονται την επιστροφή στις διαπραγματεύσεις μαζί και την εύρεση λύσης στο πλαίσιο της ΕΕ. Έτσι ο δρόμος για επίτευξη Συμφωνίας, που κρατούνταν κλειστός λόγω του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, άνοιξε πάλι.

Β. Η «Αριστερά» όμως ολοκληρώνει τη στροφή της αναιρώντας ακόμη και το «Όχι»
Η Κυβέρνηση υποβάλλει ξανά προτάσεις. Αυτές όμως δεν ήτανε – κι ούτε μπορούσε να είναι - άλλες από εκείνες της τελευταίας της υποχώρησης, που έλαβε χώρα, αμέσως μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, με τη μορφή υποβολής συμπληρωματικών της προτάσεων πάνω σε προτάσεις Γιούνκερ. Είναι επίσης αυτές που προκάλεσαν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος και απέρριψε στη συνέχεια η ετυμηγορία του με ισχυρό «Όχι» απέναντι σε συμφωνίες τέτοιου περιεχομένου. Η Κυβέρνηση επομένως με την ενέργειά της να υποβάλει προτάσεις αμέσως μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, αλλά και με ανάλογες δηλώσεις Υπουργών της που δεν αποκλείανε ακύρωσή του(Δραγασάκης, Τσακαλώτος), αναιρεί κατ` αρχή το νόημά της διεξαγωγής του. Συγχρόνως υποβάλλοντας προτάσεις ίδιου περιεχομένου και μετά τη διεξαγωγή του, αναιρεί και την ετυμηγορία του Το δημοψήφισμα συνεπώς έχει διπλά ακυρωθεί από την Κυβέρνηση. Αν με κάποια εικόνα θελήσουμε να αποδώσουμε την αντιφατικότητα αυτή της Κυβέρνησης, θα λέγαμε ότι με το ένα χέρι απειλεί τους εταίρους (διεξαγωγή δημοψηφίσματος) και με το άλλο τους εκλιπαρεί για επαιτεία (προτάσεις που υποβάλλει). Αρνήθηκε να συμπορευτεί με το δημοψήφισμά της, με τη διεξαγωγή του και με την απόφανσή του, δείχνοντας πλήρη την περιφρόνησή της προς τη διπλή του υπόσταση αλλά και παντελή την έλλειψη σεβασμού προς τις αρχές της δημοκρατίας, που η ίδια ενεργοποίησε. Και δεν το χρησιμοποίησε ως διαπραγματευτικό όπλο, όπως έλεγε, γιατί φοβότανε μην προκαλέσει τους Εταίρους. Ούτε βεβαίως επιζήτησε την ενότητα της κοινωνίας μας προς την ταξική κατεύθυνση που το δημοψήφισμα υπαγόρευε, αλλά στη σύμπραξή της με τις μνημονιακές πολιτικές δυνάμεις, γεγονός που ακυρώνει την ιδεολογική και πολιτική διαφοροποίησή της από αυτές, που ακυρώνει όμως και μια άλλη πτυχή του νοήματος του δημοψηφίσματος. Ωστόσο, αν η Κυβέρνηση καταχώνιασε το δημοψήφισμα, οι Εταίροι το κάνανε σημαία στις διαπραγματεύσεις. Χωρίς πλαγιότητες και περιστροφές το χρησιμοποιήσανε, ανεξάρτητα από το αν αυτό αντιβαίνει στις αρχές της δημοκρατίας, ως λόγο τιμώρησης της Ελλάδας, που σήκωσε κεφάλι, επιβάλλοντας εκτός των άλλων και πολύ σκληρότερα μέτρα. Και αυτό το δηλώσανε ωμά: Το δημοψήφισμα επιδείνωσε τα μέτρα, είπε ο Γιούνκερ. Απαιτούν λοιπόν την υπογραφή όχι μόνο ακόμα πιο σκληρού μνημονίου αλλά και μέτρων που την ταπεινώνουν. Συνεπώς η Κυβέρνηση άφησε το δημοψήφισμα να της γίνει «μπούμερανγκ», χωρίς να δείξει καμιά απολύτως διάθεση εξουδετέρωσής του. Όντας λοιπόν τελείως άοπλη παραδίδεται και προβαίνει σε συνθηκολόγηση άνευ όρων: Υπογράφει τα επαχθή μέτρα μαζί και τα ταπεινωτικά, ολοκληρώνοντας τη στροφή της και με την αποδοχή της ταπείνωσής της.

Γ. Πώς έφτασε στην ολοκλήρωση της στροφής της
Γιατί όμως η Κυβέρνηση επέλεξε αυτό το δρόμο της αυτοκαταστροφής της δικής της και της Αριστεράς; Ήτανε στις προθέσεις της, της έλειπε η αποφασιστικότητα, περιέπεσε σε θανάσιμα λάθη ή ο εξαναγκασμός της ήτανε τόσο αδήριτος που την έκανε να υποκύψει; Ποιοι τέλος πάντων παράγοντες παίξανε στην ακολούθηση αυτής της πορείας ρόλο, είτε με την εύνοιά τους είτε με την απουσία της αποτρεπτικής τους δράσης; Βέβαια τέτοια ερωτήματα φαντάζουν δίχως νόημα, όταν μπροστά σου κείται το οδυνηρό αποτέλεσμα του αυτοεκμηδενισμού σου.
Η παράδοση άνευ όρων της Ελληνικής Κυβέρνησης ήρθε κλιμακωτά, εξελικτικά. Υπογράφει την πρώτη συμφωνία υποταγής στην αρχική φάση των διαπραγματεύσεων, στις 20 Φλεβάρη, που προδιαγράφει και τη μετέπειτα πορεία της. Γίνεται δέσμια αυτής της πρώτης αποφασιστικής της υποχώρησης και κατά τη δεύτερη φάση που προέκυψε μετά από αλλεπάλληλες συζητήσεις, διαφωνίες και υπαναχωρήσεις της υποβάλλει εκείνη τώρα προτάσεις όμοιες σχεδόν με των Εταίρων, προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία.(Το 47σέλιδο κείμενο και κατόπιν μια σύνοψή του). Γίνονται σχεδόν δεκτές από τους ευρωπαίους Εταίρους, αλλά κατά «διαβολική σύμπτωση» δεν τις κάνει δεκτές το ΔΝΤ που αντιπροτείνει εξωφρενικά πράγματα. Συγκλίνουν και οι άλλοι Εταίροι στις εξωφρενικές του απαιτήσεις και «πυροδοτείται» το δημοψήφισμα. Ακολουθεί, μετά το δημοψήφισμα η τρίτη φάση της ολοκληρωτικής υποχώρησης της ελληνικής Κυβέρνησης, κατά την οποία υπογράφει συμφωνία που περιέχει ό, τι χειρότερο είχε τεθεί έως τώρα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Γιατί αυτό;
Γιατί η υποτέλεια που επέδειξε η Κυβέρνηση υπογράφοντας εμπεριεχότανε ήδη στις συνεχείς δηλώσεις πίστης που έκαμνε προς τους Εταίρους, αποκλείοντας κάθε ιδέα για πρόθεση ή σκέψη εξόδου από την Ευρωζώνη. Ήτανε σαν να τους επαναλάμβανε «Χωρίς εσάς δεν μπορούμε να ζήσουμε, γι` αυτό κάντε μας ό, τι θέλετε» ή «Δώστε μας ευρώ και πάρτε την ψυχή μας».  Αν με παράδειγμα πάλι θέλαμε να αποδώσουμε αυτή την πλήρη εναπόθεσή της στους Εταίρους, θα λέγαμε πως ήτανε ο ζητιάνος που εκλιπαρεί για ένα ευρώ, όχι για να κορέσει την πείνα του και να επιζήσει, αλλά για να πεθάνει αγκαλιά μαζί του. Τέτοιο ζητιάνο εγώ δεν ξέρω να έχει υπάρξει κι ούτε μπορώ να φανταστώ ότι θα υπάρξει ποτέ. Η Μέρκελ μετά τη συμφωνία το δήλωσε: Σας δώσαμε αυτό που ζητούσατε, να μη βγείτε από την Ευρωζώνη.
Βέβαια το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος απέκρουε εντελώς τη στάση του ανύπαρκτου ζητιάνου που υιοθέτησε η Κυβέρνηση. Παραμονή στην ΕΕ με κάθε θυσία δεν περιέχεται καθόλου στην ετυμηγορία του. Αυτή εκφραζότανε με το «Ναι», το οποίο καταψήφισε συντριπτικά. Το ‘Όχι» του αντίθετα περιείχε σαφή αντιευρωπαϊσμό τόσο όσο η Ευρώπη ταυτίζεται με τις πολιτικές των μνημονίων. Σωστά τον είχανε διαβλέψει οι Ευρωπαίοι δίνοντας τη δική τους ερμηνεία σ` αυτό, γιατί ξέρανε ποιοι είναι και τι εκπροσωπούν: Αυτό ακριβώς που το δημοψήφισμα θα καταδίκαζε.
Αυτή η εμμονή της Κυβέρνησης παραμονής μας στην ΕΕ πάση θυσία  και η ακλόνητη πίστη της ότι οι Ευρωπαίοι θα υποχωρήσουν της στέρησαν τη δυνατότητα να έχει στη διάθεσή της εναλλακτικό σχέδιο, όχι, αν θέλετε, για να το επισείει ως απειλή και να πιέζει, αλλά για να έχει διασφαλισμένη την ομαλότητα της οικονομικής ζωής στην περίπτωση που εκείνοι πραγματοποιήσουν την απειλή τους. Διαθέτοντας ένα τέτοιο εναλλακτικό σχέδιο θα μπορούσε η Κυβέρνηση να καθορίσει και το χρόνο της ρήξης. Αυτή όμως πήγε κατά τη λαϊκή έκφραση «ξυπόλυτη στ` αγκάθια». Εδώ βρίσκεται η βαριά της ευθύνη που δεν αποσείεται με τίποτα από πάνω της. Αν δεν έχεις να θέσεις σε εφαρμογή έτοιμα αντίμετρα, προς τι οι λεονταρισμοί σου; Προς τι οι εξαγγελίες και η κατηγορηματικότητα της εφαρμογής τους; Γίνονται όλα πρόθεση εξαπάτησης της κοινωνίας για απόσπαση ψήφου, μια απροκάλυπτη πολιτική αγυρτεία. Αλλά και για την υπόκυψή σου τότε δε φταίνε οι αντίπαλοί σου που ασκούν εκβιασμό πάνω σου ή κάνουνε πραξικόπημα. Ταξικός αγώνας διεξάγεται και μάλιστα σκληρός. Είναι δυνατό να περιμένεις να έρθουν οι αντίπαλοί σου αφοπλισμένοι και άοπλοι;

Δ. Η Αριστερά σε αναπότρεπτη πορεία φθίσης
Έτσι η αριστερή Κυβέρνηση, όντας εκείνη άοπλη, σύρθηκε στον αυτοεξευτελισμό και στην πολιτική της αυτοκτονία. Η αριστερή παρένθεση, που σχεδιαζότανε, έλεγε, από τους αντιπάλους της, προκλήθηκε από την ίδια ή σχεδιάστηκε έτσι από τους αντιπάλους ώστε να την επιφέρει η ίδια με τον αυτοεξευτελισμό της. Γιατί η εύνοια του λαού ήδη έχει χαθεί σε μεγάλο ποσοστό και θα φθίνει ολοένα και περισσότερο, καθώς θα στρέφεται προς τις εκμηδενισμένες μνημονιακές δυνάμεις, που δεν ευθύνονται ούτε για την τελευταία επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης ούτε για την επιβολή τόσο επώδυνου μνημονίου. Θα στρέφεται προπάντων προς την «αντιμνημονιακή» Χρυσή Αυγή. Το αυγό του φιδιού έτσι γεννιέται: Με τέτοιου είδους ενέργειες της Κυβέρνησης και με τις ανάλογες δηλώσεις του Φίλη. Και αν κερδίσει τις εκλογές, που ήδη αναγγέλλει, τα ποσοστά της δε θα είναι εκείνα τα «ολοκληρωτικά» που άγγιξε μετεκλογικά ούτε βέβαια εκείνα του δημοψηφίσματος. Έχει χάσει μια για πάντα την ευρεία λαϊκή στήριξη και δεν πρόκειται να την ξαναποκτήσει. Αν θα τις κερδίσει, θα τις κερδίσει χάρη στην προίκα των 50 εδρών. (Τι σαρδόνια που είναι η Ιστορία! Σαν να ήξερε ότι θα χρειαστεί ο κ. Τσίπρας αυτή την προίκα και έφερε έτσι τα πράγματα, ώστε να ευχαριστήσει προκαταβολικά τον προικοδότη του, κάνοντάς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.) Τα περί απλής αναλογικής θα έχουνε την ίδια τύχη που είχανε κι επί Πασόκ.   Ούτε φυσικά και ο Σύριζα έχει μέλλον, αφού έθρεψε στους κόλπους του Κυβέρνηση που άφησε άναυδη ακόμα και την Ιστορία. Κάθε δε επιδίωξη της Κυβέρνησης να βάλει και το λαό να αναιρέσει τον εαυτό του, για να έχει λαϊκή νομιμοποίηση η δική της αυτοαναίρεση, αποτελεί τον πιο αισχρό τρόπο εξευτελισμού του. Τέτοιον εξευτελισμό του λαού δεν ξέρω αν επιδιώξανε ποτέ στην Ιστορία οι μεγαλύτεροι εχθροί του.
Θα κλείσω με το σχετικό απόσπασμα του κειμένου που δεν αναρτήθηκε, επειδή, όπως έχω πει, δεν είχε ολοκληρωθεί. Αναφέρεται στην ενημερωτική συζήτηση που έγινε στη Βουλή μετά την υποβολή των 47σέλιδων προτάσεων της Κυβέρνησης προς τους Εταίρους και ήτανε κάτω από το σημερινό δεύτερο τίτλο:
«Εξαιτίας δε της παλινωδίας της και της μετάπτωσής της στην πολιτική των μνημονίων σφυροκοπήθηκε (Η Κυβέρνηση) ανελέητα στη Βουλή και κατέστει ολοφάνερη η αδυναμία της να απαντήσει σε καίρια ερωτήματα. Τι να έλεγε! Ο ηγέτης της Χρυσής Αυγής, που επαναφέρει μερικά από αυτά, αντλημένα από το συνταγματολόγο κ. Κασιμάτη, που τα διατύπωσε σε ανύποπτο χώρο και χρόνο, δεν πήρε απάντηση. Μετά απορούμε πώς ανεβάζει τα ποσοστά του αυτό το «κόμμα» και επιρρίπτουμε τις ευθύνες αλλού. Όταν η Δημοκρατία και η Αριστερά πιο συγκεκριμένα γίνονται αιτία να διατυπώνονται τέτοια νευραλγικής    ιδεολογικής σημασίας ερωτήματα από τους εχθρούς τους, τότε δε χρειάζεται να αναζητούμε πουθενά αλλού τις ευθύνες. Η χρεοκοπία, Δημοκρατίας και Αριστεράς, εξηγεί πώς εκτρέφονται αυτά τα βαριά παθολογικά φαινόμενα. Εγώ πάντως ντρέπομαι και προσωπικά που ο ιδεολογικός μου εκπρόσωπος, υπαίτιος για τη γέννηση αυτών των ερωτημάτων, αρνείται να απαντήσει αδυνατώντας».       

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2015

«ΤΡΙΚΛΟΠΟΔΙΑ» ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΕΦΕΡΕ ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ



Όταν η Κυβέρνηση κατέθεσε τη 47σέλιδη πρότασή της στους θεσμούς, ξεκίνησα να γράφω το παρακάτω κείμενο υπό τον τίτλο «Το τέλος της αριστερής παραίσθησης»:
«Αν το προηγούμενο σχετικό μου κείμενο τέλειωνε με τον τρόπο που τέλειωνε είναι γιατί δεν πίστευα ότι η Κυβέρνηση θα προσχωρήσει στις θέσεις των εταίρων καταθέτοντας προτάσεις για συμφωνία που δεν απέχουν πολύ από τις δικές τους. Είχα την πεποίθηση ότι θα μείνει πιστή στις θέσεις της και, επειδή αυτές δε θα γινόταν αποδεκτές από τους θεσμούς, θα υποχρεωνόταν τότε να προσφύγει σε κάποια μορφή λαϊκής ετυμηγορίας, ώστε η απόρριψη της συμφωνίας να περιβληθεί με το κύρος της λαϊκής βούλησης. Κι εκεί έλεγα ότι δε θα έχει πια το λαό με το μέρος της, για να τις επικυρώσει, επειδή πρώτη εκείνη τις απαρνήθηκε. Να διαπράξει και φανερή μεταπήδηση στις θέσεις των δανειστών δεν το περίμενα.
Με το κείμενο πάντως των 47 σελίδων που προτείνει η Κυβέρνηση ως βάση συμφωνίας προς τους θεσμούς ξεκαθαρίζει τελείως πλέον το τοπίο, διπλά μάλιστα, και ως προς το ποιο θα είναι το περιεχόμενο της τελικής συμφωνίας και ως προς το ποιες είναι τώρα οι «φιλοδοξίες» της Κυβέρνησης. Μετά από εκτεταμένο κοινωνικό δράμα, τόσο επίπονο πολιτικό αγώνα, τόσες επαγγελίες και προσδοκίες και μετά από τόσο δύσκολη ανάταση του ελληνικού λαού η Κυβέρνηση της Αριστεράς προσχώρησε στις θέσεις των θεσμών και στην αποδοχή εφαρμογής της πολιτικής τους, εγκαταλείποντας τις δικές της. Έγινε και για κείνη επικυρίαρχο πλέον όχι το περιεχόμενο της συμφωνίας αλλά η επίτευξή της καθεαυτή και έπαυσαν ν` αποτελούν πυξίδα στους διαπραγματευτικούς βηματισμούς της οι προγραμματικές της θέσεις, οι εξαγγελίες και τα οράματά της.
Γίνεται λοιπόν φανερό ότι η Κυβέρνηση αναίρεσε τον εαυτό της και πορεύεται πλέον το δρόμο της εγκαταστημένης ήδη μνημονιακής πολιτικής. Όπως φανερό γίνεται επίσης πως η Κυβέρνηση στο δρόμο της μεταστροφής που επέλεξε στο εξής να πορευτεί δεν έχει βιωσιμότητα. Ο Σύριζα αναδείχθηκε Κυβέρνηση χάρη στον αντιμνημονιακό του αγώνα και στην υπόσχεση της λύτρωσής μας από τα δεσμά των μνημονίων. Διαβεβαιώσεις επομένως της Κυβέρνησης ότι θα εφαρμόζει την πολιτική των μνημονίων επί το λαϊκότερο είναι αναιρετικές των ίδιων των αρχικών της προθέσεων κι ούτε μπορούνε φυσικά να έχουνε κάποια πειστική αξία, αφού στο πλαίσιο των μνημονιακών πολιτικών αντικειμενικά αλλά και σύμφωνα με τους πάγιους δικούς της ισχυρισμούς λείπει παντελώς κάθε περιθώριο εφαρμογής οποιασδήποτε λαϊκής πολιτικής. Γι` αυτό και η δύναμή της έγκειτο στην αντιμνημονιακή της στάση που της εξασφάλιζε και τη λαϊκή στήριξη. Στο βαθμό δε που η Κυβέρνηση την υπερασπιζόταν είχε και το λαό με το μέρος της. Εγκαταλείποντας όμως την αντιμνημονιακή της πολιτική, υπόσκαπτε και το λαϊκό της έρεισμα. Εκείνα τα πρωτοφανή μετεκλογικά ποσοστά στήριξης, που δεν έχουν προηγούμενο στην Ιστορία, από τα πρώτα της κιόλας βήματα παλινωδιών άρχισαν να φθίνουν λίγο λίγο. Ιδιαίτερα η επίκλησή τους, που είναι ο ταχύτερος τρόπος απώλειάς τους, επιτάχυνε την πτώση τους. Γιατί μια τέτοια επίκληση περιέχει αλαζονεία που θίγει το λαό, καθώς βλέπει η εμπιστοσύνη του προς την Κυβέρνηση να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τη μεριά της».
Δε φτάσανε ως την ολοκλήρωσή τους οι σκέψεις αυτές και δεν τις ανάρτησα. Επακολούθησε εξάλλου αμέσως ανατροπή της πορείας προς τη συμφωνία. Η Ιστορία, που φαίνεται να είναι πιο μεγάθυμη, παρά τα λάθη της Κυβέρνησης δεν απόσυρε την εμπιστοσύνη της από τον εκπρόσωπό της και διατηρώντας τους σχεδιασμούς της παρενέβει ευνοϊκά και πάλι, βάζοντας «τρικλοποδιά» στους πιστωτές. Εξωθεί από τη μια το ΔΝΤ, που είναι ένα ξένο σώμα προς τους εταίρους, να ακυρώνει την παραλίγο συμφωνία τους με το κείμενο των ελληνικών προτάσεων και εκείνοι από την άλλη, «άβουλοι» και χωρίς αιδώ, να σύρονται πίσω από τη μεταστροφή του ΔΝΤ και να προτείνουν ό, τι σκληρότερο θα μπορούσανε να σκαρφιστούνε καθ` όλη την πορεία των διαπραγματεύσεων. Η Κυβέρνηση αδράχνει την ευκαιρία που της έδωσε η Ιστορία και αποφασίζει να υποβάλει στην κρίση του λαού με τη μορφή δημοψηφίσματος την πρόταση των εταίρων. Το ερώτημα ξεκάθαρο: «Ναι ή όχι στην πρότασή τους;». Ταραχή πέφτει τότε στην Ευρωζώνη και σ` όλο τον πλανήτη, καθότι παγκοσμιοποιημένη η οικονομία του, και αποδύονται οι δικές μας πολιτικές μνημονιακές δυνάμεις και όλες οι ευρωπαϊκές σε αγώνα ματαίωσης του δημοψηφίσματος και κυρίως, επειδή αυτό δε φαινόταν πολύ κατορθωτό, στην αλλοίωση του σαφέστατου περιεχομένου του, ώστε με τη συστράτευση όλων να πειστεί ο λαός ότι πρόκειται για κάτι τερατώδες. Στο «Ναι» λοιπόν δίνουν αυθαίρετα το διασταλτικότατο νόημα της παραμονής της Χώρας στην Ευρώπη και στο «Όχι» το διασταλτικότατο πάλι νόημα της απάρνησής της, γιατί γνωρίζανε από προηγούμενες δημοσκοπήσεις ότι ο λαός στην πλειοψηφία του δε θέλει την έξοδο από την ΕΕ. Αντιστρέφοντας λοιπόν με συνειδητή στρέβλωση το περιεχόμενο του δημοψηφίσματος ασκούν συντονισμένα ιδεολογικό εκβιασμό στον ελληνικό λαό, που τον παρουσιάζουν και ως ανίκανο να έχει συναίσθηση του τι αποφασίζει, όταν αυτός απαντά αντίστοιχα προς το συγκεκριμένο ερώτημα του δημοψηφίσματος.
Όμως η αυθαίρετη πρόσδοση άλλου περιεχομένου στο ξεκάθαρα διατυπωμένο ερώτημα του δημοψηφίσματος δεν περιέχει μόνο έμπρακτη αμφισβήτηση του δικαιώματος της αυτοκυριαρχίας ενός λαού, αλλά και την έλλειψη εντιμότητας. Προβάλλεται αλλοιωμένο το περιεχόμενο του ερωτήματος, για να φαντάζει αυτό μεμπτό και θανατηφόρο. Ο κ. Γιούνκερ, ενορχηστρωμένος, πρωτοστατεί σ` αυτή την εκστρατεία αλλοίωσης του δοσμένου νοήματος και το δηλώνει ξεκάθαρα με την εξής μάλιστα αιτιολόγηση της παραποίησης, που γέλωτα μόνο μπορεί να προκαλέσει: Πού θα ξέρει ο κόσμος ότι αυτό είναι το πραγματικό νόημα του δημοψηφίσματος και όχι το Ναι ή το Όχι γενικά στην ΕΕ. Σε μια εποχή όμως, όπου όλα είναι πια γραπτά, καταγράψιμα και καταγραμμένα, σχεδόν δεν υπάρχει προφορικός λόγος στις μέρες μας, είναι δυνατό να μη γνωρίζουν οι πάντες τι είναι γραμμένο και τι αυτό δηλώνει;
Εκτός όμως από την επιδίωξή τους να ακυρώσουν οπωσδήποτε το δημοψήφισμα είτε με τη ματαίωσή του είτε με την αλλοίωση του περιεχομένου του, προβαίνουν και στη διάπραξη ωμών, οικονομικών εκβιασμών. Κόβουν κάθε ροή χρηματοδοτική προς τις ελληνικές Τράπεζες, ώστε να διεξαχθεί το δημοψήφισμα υπό συνθήκες τριτοκοσμικές, που η βίωσή τους από τον ελληνικό λαό θα τον μεταστρέψει προς το «Ναι».
Εξαιτίας λοιπόν όλων αυτών των εκβιασμών γεννιέται από μόνο του το ερώτημα: Τόσο μεγάλο κακό είναι στη δημοκρατική ΕΕ η διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος ή η εκδήλωση λαϊκής δυσαρέσκειας απέναντι στην επιβολή μιας καταστροφικής της πολιτικής; Αν κρίνουμε από τις αντιδράσεις, φαίνεται σαφέστατα ότι είναι μεγάλο το κακό.
Η ΕΕ, αλλά και όλη η ανθρωπότητα, διακατέχεται από έναν ιδεολογικό ολοκληρωτισμό, που εκφράζει αλλά και εμπεδώνει τον πολιτικό και οικονομικό συνάμα ολοκληρωτισμό, που επικρατεί σε όλο τον πλανήτη, χωρίς όμως αυτό να γίνεται πολύ διακριτό, επειδή συντελείται στο πλαίσιο μιας απόλυτης οικονομικής ελευθερίας και σε συνθήκες κατ` επίφαση δημοκρατικές. Είχα εξαγριωθεί τις προάλλες που η γερμανική εφημερίδα Welt, εξομοιώνοντας τις σημερινές συνθήκες στην Ευρώπη με εκείνες της παντοκρατορίας του Μέτερνιχ, χαρακτήριζε τους Έλληνες ως μόνιμη απειλή για την τάξη της Ευρώπης, γιατί και τότε, λέει, σήκωσαν κεφάλι υψώνοντας το λάβαρο της εθνικής τους Επανάστασης. Φαίνεται όμως ότι αυτή η εξομοίωση των τόσο μακρινών περιόδων αποτελεί συνείδηση όλου του σημερινού ευρωπαϊκού πολιτικού κατεστημένου, γι` αυτό και το βλέπουμε να αντιδρά με μεθόδους ανάλογες της εποχής εκείνης απέναντι σε εναντιώσεις του. Η διαφορά είναι μόνο στο περιτύλιγμα, που σήμερα είναι οικονομικό, καθώς η πολιτική υποσκελίστηκε ανενδοίαστα από την οικονομία. Έτσι δεν επιτρέπεται ούτε σήμερα κάποια αλλαγή στο status quo των ημερών μας. Ούτε και αντίδραση. Η κατ` επίφαση δημοκρατία των 18 χωρών της Ευρωζώνης, που επικαλούνται οι εταίροι έναντι της μιας δικής μας, είναι ένα πρώτης τάξης επιχείρημα, ας είναι στην ουσία αβάσιμο, για τη διατήρηση των τυπικά δημοκρατικών καθεστώτων. Λόγω της ύπαρξης αυτών των δημοκρατιών δεν υπηρετούνται σήμερα στο πλαίσιό τους συμφέροντα των λαών, αλλά των οικονομικά ισχυρών και των Τραπεζών. Αν είσαι επομένως συμμορφωμένος, επιτρέπεται  να κάνεις δημοψήφισμα ή αν με αυτό επιβεβαιώνεις τη συμμόρφωσή σου. Αναφέρθηκε πολύ ο κ. Γιούνκερ κατά τη συνέντευξή του για τους Έλληνες στον κόπο που κατέβαλε ο ίδιος και οι υπόλοιποι, προκειμένου να εξευρεθεί λύση. Κανείς όμως δεν επέκρινε τον ίδιο ή και τους άλλους γι` αυτό, αλλά για τις παλινωδίες τους, τις μεθόδους που μετήλθαν και για την έλλειψη διάθεσης να καταλήξουνε σε αμοιβαία επωφελή λύση. Οι κόποι που κατέβαλαν αποσκοπούσαν στην προστασία των συμφερόντων όχι ενός λαού ή των άλλων ευρωπαϊκών, αλλά του οικονομικού κατεστημένου που ασκεί εξουσία στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο και που αυτοί ως πολιτικοί τους εκπρόσωποι το υπηρετούν. Αφού εξασφάλισαν πλουσιοπάροχες υλικές ανταμοιβές για το έργο που προσφέρουν στο παγκόσμιο σύστημα της εκμετάλλευσης και της απανθρωπιάς, επιδιώκουν με κάθε τρόπο τη διατήρηση του συστήματος σε όλη την έκταση του πλανήτη, βυθίζοντας την ανθρωπότητα στον οικονομικό σκοταδισμό. Είναι και η ιδεολογία τους αυτή εξάλλου, το δόγμα τους: Όσοι μπορέσουν να ευημερήσουν, άνθρωποι ή λαοί, λίγοι έστω, να ευημερήσουν. Οι άλλοι ας ψοφήσουν. Η ανάδειξη ισχυρής άρειας φυλής είναι το έμβλημά τους. Μόνο που δε θέλουν να του προσδώσουνε στρατιωτικά χαρακτηριστικά παρά μόνο οικονομικά. Αν όμως χρειαστεί και αυτό γίνεται. Η εκτροπή λοιπόν της ΕΕ από τις ιδρυτικές της αρχές είναι πεντακάθαρη.
Υπ` αυτές τις συνθήκες, οικονομικές και ιδεολογικές, το «Όχι» της Κυριακής ενσωματώνει πολλές σημασίες στη συγκεκριμένη του εκφορά.Πρωταρχικά είναι άσκηση του δικαιώματος της αυτοκυριαρχίας σε μια στιγμή μάλιστα που αυτό αμφισβητείται έμπρακτα και βίαια. Λέμε λοιπόν με το «Όχι» ναι στο δικαίωμά μας να αποφασίζουμε εμείς για τις τύχες μας. Ακόμη: Το «Όχι» είναι η γνήσια έκφραση αυτού του δικαιώματος, καθώς το «Ναι» αποτελεί προϊόν απότοκο εκβιασμών. Το «Όχι» σημαίνει επί πλέον ότι έχω το δικαίωμα να διατυπώνω ο ίδιος το περιεχόμενο του ερωτήματος, έχω πλήρη συναίσθηση του συγκεκριμένου του περιεχομένου και ότι μπορώ να θέλω να απαντώ σ` αυτό. Δε με χαρακτηρίζει κανενός είδους πνευματική ανεπάρκεια. Επιπρόσθετα το «Όχι» σημαίνει ότι δεν επιτρέπω, εκμεταλλευόμενοι οι εταίροι μου το όνειρό μου να είμαι μαζί τους, μαζί με τους λαούς τους και όλους τους λαούς της οικουμένης,  να μου προκαλούν "ανήκεστο βλάβη". Να με εξοντώνουν, επειδή εναπόθεσα τις ελπίδες μου σ` αυτό το όνειρο και να μην βλέπω την απειλή του ούτε να διαμαρτύρομαι, όταν τη βλέπω. Σημαίνει τέλος το «Όχι» ότι η εναντίωσή μου στο συγκεκριμένο κακό των προτάσεων των εταίρων όχι μόνο δεν κάνει κακό στο όνειρό μου, αλλά και το αναζωογονεί. Ότι εξακολουθούμε με άλλα λόγια να ονειρευόμαστε και να οραματιζόμαστε μαζί με τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς το μετασχηματισμό της ΕΕ στην ΕΕ των ονείρων και των οραμάτων μας. 

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΤ



Αντιδρώντας άμεσα σε μια προπαγανδιστική πρόθεση της κας Στάη σε εκπομπή της στην ΕΡΤ, πριν ακόμα αυτή κλείσει, έγραψα τότε, αλλά δεν ανάρτησα,* το παρακάτω κείμενο, που κατά σύμπτωση αποκτά σήμερα διπλή επικαιρότητα: Τότε ο κ. Τσακνής ήτανε απλώς προσκεκλημένος στην εκπομπή, τώρα είναι ο διευθυντής της ΕΡΤ. Τότε η ΕΡΤ, ποδηγετημένη από την εκάστοτε εξουσία, προπαγάνδιζε με διακριτικότητα βέβαια, το ομολογούμε, την κυρίαρχη κυβερνητική ιδεολογία, τώρα της ανοίγεται η προοπτική να παρέχει πράγματι «πλουραλιστική» ενημέρωση και να τη διακρίνει στην πολιτιστική της έκφανση ο πλούτος και η ποιότητα.
Με την ευχή να καρπωθούμε ως πολίτες αυτά τα πολύτιμα αγαθά παραθέτω το κείμενο, αφιερώνοντάς το στον κύριο πρωταγωνιστή και της εκπομπής τότε και της Διοίκησης της ΕΡΤ τώρα.

ΝΕΤWEEK 10. 12. 1012

Έδειξε φαρμακωμένη η «καημένη» η κα Στάη, παρουσιάστρια των ειδήσεων ΝΕΤ αλλά και της εκπομπής ΝΕΤWEEK της Δευτέρας 10. 12. 1012, όπου δεν κατάφερε όχι να αποτρέψει τη διατύπωση ριζικά αντίθετων απόψεων από τις επιθυμητές – αυτό δεν είναι πάντα προβλέψιμο και δυνατό – αλλά ούτε να τις εξανεμίσει εκ των υστέρων με τις συμψηφιστικές καθοδηγητικές της παρεμβάσεις.
Σχεδόν από την αρχή οδηγήθηκε η συζήτηση προς την πόλωση, όχι με αρνητική έννοια ο όρος, από τη στιγμή που πήρε το λόγο ο νέος της παρέας, για να παρουσιάσει τις καινοτόμες ιδέες και πρωτοβουλίες του, που μέσω διαδικτύου του εξασφάλισαν όχι μόνο εργασία αλλά και επιχειρηματική δραστηριότητα μεγάλης εμβέλειας. Το προσωπικό του δε παράδειγμα πρόβαλε ο ίδιος ως μοντέλο για την επίλυση του προβλήματος της ανεργίας, ατομικής και συλλογικής. Ενθουσιασμένοι οι ομοϊδεάτες του, Βαλτινός, ακαδημαϊκός παρακαλώ, παρουσιάστρια, Σφακιανάκης, επαινούν το παράδειγμά του, προβάλλοντάς το και εκείνοι ως «μοντέλο» για την επίλυση…Η δε παρουσιάστρια  δηλώνει πως βρίσκει ομοιότητες ανάμεσα στη δική της ζωή και του νεαρού, είναι κι εκείνη ευρηματική, γι` αυτό, μας εξηγεί, είναι αισιόδοξη πάντα και δε ζει ποτέ με το φόβο μη μείνει άνεργη. Για να τελειώνω όμως μαζί της: Αν δεν ήτανε σταθερός και επιδέξιος διαχειριστής της κάθε πολιτικής εξουσίας – δε θέλω να πω κάτι άλλο - θα είχε τη θέση που έχει ή οποιαδήποτε άλλη, που θα της απέφερε κάποια ικανοποιητική αμοιβή; Ωστόσο στη συνέχεια της συζήτησης συγκροτήθηκε ήδη ο ένας πόλος που πρέσβευε ότι τα προβλήματα μιας κοινωνίας είναι ατομικά, όχι συλλογικά, και επιλύονται ανάλογα, με ατομικές πρωτοβουλίες.
Τον άλλο πόλο αποτέλεσαν ο συνθέτης Διονύσης Τσακνής και δύο θαυμάσιοι επιστήμονες, της Πολιτικής Επιστήμης ο ένας και της Ψυχολογίας ο άλλος. Η νεαρή κοπέλα η άνεργη δε θα μπορούσαμε να πούμε ότι τοποθετείται στον έναν ή στον άλλο πόλο. Μάλλον σαν κάτι απροσδιόριστο φάνταζε, που δεν έχει καταλάβει γιατί είναι άνεργη, εκτός αν πάρουμε στα σοβαρά τον ισχυρισμό της ότι φταίνε οι μεγαλύτερες ηλικίες που αφαιρούν τις θέσεις εργασίας από τους νέους.
Πάντως δεν μπόρεσα τελικά να καταλάβω παρά τις πληροφορίες που μας έδωσε ο νεαρός ποια καινοτόμα δουλειά επινόησε και ασκεί, έχοντας μάλιστα υπό την εργοδοσία του 50 άτομα, κατά πώς μας αποκάλυψε σε κάποια στιγμή η παρουσιάστρια. Αν κρίνω από αυτά που είπε ο ίδιος, ως επιχείρηση έχει την εκλαΐκευση της επιστημονικής γνώσης με θεατρικές παραστάσεις, διαδραστική διδασκαλία, συνέδρια κλπ. Θα πρέπει να πρόκειται για ένα είδος άυλης Σχολής, κάτι σαν ανοιχτό Πανεπιστήμιο χωρίς κτιριακές εγκαταστάσεις. Πάντως δεν έχουμε να κάνουμε με πρωτογενή παραγωγική δραστηριότητα ή δευτερογενή, που κυρίως χρειαζόμαστε ως κοινωνία και που εξαιτίας της έλλειψής τους φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, αλλά με παραπαιδεία νέου τύπου ή άλλου επιπέδου. Όμως οφείλω να ομολογήσω ότι θα πρέπει να του είμαστε ευγνώμονες που καταδεχόταν να μιλάει και ελληνικά, μεταφράζοντας από μόνος του τους αγγλικούς όρους που πρωταρχικά χρησιμοποιούσε. Ες άλλοτε θα μιλήσουμε γι` αυτό το θέμα και για τη γλωσσική υποτέλεια, που όπως φαίνεται, προηγείται της πολιτικής.
Πέρα από τις συμβουλές που έδινε και προς την άνεργη για να μπορέσει να βρει εργασία, η αντίληψή του προπάντων ότι με την επιχειρηματικότητα και τη διδασκαλία της στα σχολεία θα λυθεί το συνολικό πρόβλημα της ανεργίας, γιατί όλοι θα έχουν εξασφαλισμένο μέλλον επιχειρηματία, μου γεννά αυτόματες ενστάσεις: Είναι δυνατό όλα τα μέλη μιας κοινωνίας να είναι επιχειρηματίες, αν υποθέσουμε ότι πρέπει; Βεβαίως όχι. Ούτε καν οι περισσότεροι, αλλά μόνο οι υποπολλαπλάσια λιγότεροι. Αν οι εργαζόμενοι σε μια επιχείρηση δεν είναι περισσότεροι από τον εργοδότη, ο εργοδότης δε θα μπορεί να έχει τα έσοδα ενός επιχειρηματία. Γιατί δε θα έχει ανθρώπους, για να καρπώνεται την υπεραξία, δηλαδή για να τους εκμεταλλεύεται και να έχει κέρδη. Άρα το ενδιαφέρον μας σε ό, τι αφορά το θέμα της εργασίας, σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, είναι για τους λίγους, όχι για τους πολλούς. Και ακριβώς σ` αυτό το δισδιάστατο έγκειται η κτηνωδία του καπιταλισμού, για την οποία έκανε λόγο ο κ. Τσακνής: Στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο από τη μια και στην αναλογία των ανθρώπων που τη διενεργούν και των ανθρώπων που την υφίστανται από την άλλη, στην εκμετάλλευση δηλαδή των πολλών από τους λίγους.
Θέλω να πιστεύω πως με την επαναλειτουργία της ΕΡΤ οι παρουσιαστές των εκπομπών της δε θα νιώθουν αμήχανοι, όταν σε μια συζήτηση διατυπώνονται και αντίθετες απόψεις από της κυρίαρχης ιδεολογίας ή όταν αυτές αναδεικνύονται και κυρίαρχες.     
     
*Δεν το ανάρτησα, γιατί, όταν κατέληξα στην τελική του γραφή, η επικαιρότητα είχε παρέλθει. Όταν σχεδιάζω να συντάξω ένα κείμενο, η τελική του γραφή έρχεται μετά από μια βδομάδα τουλάχιστον. Είμαι πολύ αργός, πολύ δύστοκος στο γράψιμο.  

Τρίτη 5 Μαΐου 2015

Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΕΧΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ



Είναι φυσικά κρίμα να θέλεις να κάνεις κακό στον αντίπαλο διαπραγματευτή σου ή στον εχθρό σου και να του βγαίνουνε τελικά σε καλό όλα αυτά που του κάνεις. Φαίνεται ότι η σατανικότητα της Ιστορίας τα έχει έτσι σχεδιασμένα:  Θέλει να δικαιώσει το Σύριζα, αφού αυτός, είπαμε, εκπροσωπεί τη θέλησή της, και βάζει το σύμβολο του άσπονδου εχθρού του, το Σιόιμπλε, να τον στηρίζει. Από την άλλη όμως η Ιστορία σε κάθε εκπρόσωπό της, εδώ στο Σύριζα, δεν παρεμβαίνει ώστε να μην κάνει λάθη. Τον θέλει πάντα αυτόβουλα να ενεργεί και από μόνος του να πηγαίνει τα πράγματα προς το καλό ή προς το κακό, προς την επιτυχία των σκοποθετήσεών του ή προς την αποτυχία τους, για να έχει και την ευθύνη γι` αυτά που κάνει. Γιατί θέλει να βλέπει κιόλας αν ο ευνοούμενός της είναι αντάξιός της, προϋπόθεση αναγκαία για να προσφέρει τη στήριξή της.
Μεγαλύτερο όμως κρίμα είναι να έχεις την Ιστορία με το μέρος σου και τελικά να μη στηρίζεσαι στις δικές της δυνάμεις αλλά στην αθέλητη στήριξη του κυριότερου εχθρού σου, καθώς οι δικές σου ενέργειες αντιστρατεύονται τις διαθέσεις της Ιστορίας και ως εκ τούτου δεν είναι όσο πρέπει βοηθητικές για την ορθοπόδησή σου.
Η προεκλογική ακροβασία του Σύριζα να θέλει να διασωθεί η χώρα μέσω της ΕΕ θυμίζει βέβαια το αρχαιοελληνικό  «ο τρώσας και ιάσεται» (ας είναι «ο τρώσας» βαριά τρωμένος ο ίδιος, αλλά και τρωτός, μα δύσκολα ιάσιμος), δεν ενείχε όμως κανένα κίνδυνο απώλειας της ισορροπίας. Επειδή η ακροβασία ήτανε θεωρητική μόνο, γινόταν «επί χάρτου». Αφής στιγμής όμως ο Σύριζα έγινε Κυβέρνηση, η σχοινοβασία κατέστει πραγματική, όπως και οι κίνδυνοί της. Και με το πρώτο κυβερνητικό σχοινοβάτημα οι υπέρτερες ελκτικές δυνάμεις ρίξανε εύκολα την Κυβέρνηση προς τη μεριά τους. Εκείνη, δεμένη χειροπόδαρα, συνέχισε να σχοινοβατεί, χωρίς όμως να θέλει να δείξει προς στιγμή τουλάχιστο ότι είναι χειροπόδαρα δεμένη ούτε ότι, γερμένη τελείως προς τη μεριά των εταίρων, έχει χαμένη την ισορροπία της.
Ως Κυβέρνηση όμως ο Σύριζα και ασκώντας πλέον κυβερνητικό έργο έχει να επιτελέσει και μια δεύτερη ακροβασία*, τη γενική, που ισοδυναμεί με ισορροπία ανάμεσα στις θετικές νομοθετικές της πράξεις και συμπεριφορές και στις αρνητικές. Αυτή δε η ισορροπία ως ολική έχει άμεση θετική σχέση με τη δημοτικότητα μιας Κυβέρνησης και είναι πάντα η πιο κρίσιμη για την τύχη της, ενώ η πρώτη ως «μερική» δεν είναι τόσο αποφασιστικής σημασίας. Δεν αποκλείεται βέβαια να έχει και αρνητική συσχέτιση, όπως συνέβει στην προκείμενη περίπτωση, κατά την οποία, ενώ δεν επιτεύχθηκε, δεν αποτέλεσε αρχικά τουλάχιστο απειλή για τη δημοτικότητά της Κυβέρνησης. Αντίθετα αποτέλεσε και παράγοντα ενίσχυσής της.
Επισκοπώντας λοιπόν κανείς τις μέχρι τώρα ενέργειες της Κυβέρνησης βλέπει και αυτή τη δεύτερη ισορροπία πολύ διαταραγμένη, καθώς πολλά συμπτώματα αστάθειας και έλλειψης συντονισμού χαρακτηρίζουν τους βηματισμούς της. Έχεις την αίσθηση ότι λείπει η εσωτερική επικοινωνία μεταξύ των μελών της, ότι δεν υπάρχει κάποιος προγραμματισμός και μια κοινή στάση. Η απειρία, που είναι φυσικό να υπάρχει, δε δικαιολογεί τέτοιας έκτασης φαινόμενα. Εξάλλου είναι άλλο πράγμα να δείχνει η Κυβέρνηση ότι δεν έχει ενηλικιωθεί και άλλο να μωροδίζει.
Είναι ακατανόητο ή τουλάχιστο πολιτικά βλαπτικότατο να διαλαλείς ότι δεν υπόκεισαι σε εκβιασμούς και την ίδια κιόλας στιγμή να ανταποκρίνεσαι και χρονικά και ουσιαστικά στις επιταγές του τελεσιγράφου που σου επιδίδουνε.  Όπως είναι εξίσου ακατανόητο και βλαπτικότατο την αναγκαστική υποχώρησή σου ή την κατατρόπωσή σου να την παρουσιάζεις ως νίκη δική σου (Συμφωνία της 20ης Φλεβάρη). Είναι πολύ πιο έντιμη πολιτική πράξη και επωφελής η αναγνώριση των εκβιασμών και της αναγκαστικής αποδοχής τους παρά η υποκριτική αποκήρυξη και η συνακόλουθη προσπάθεια απόκρυψής τους. Ευτυχώς που τότε οι διαμαρτυρίες και οι αντιδράσεις, που δεν ήταν μόνο εσωκομματικές, έσωσαν το κύρος της Κυβέρνησης και την επαναφέρανε στην τάξη.
Δεν είναι όμως μόνο η ανειλικρίνειά της ή οι ψεύτικοι λεονταρισμοί της, όπου κατέφυγε αρχικά και απειλήθηκε αυτή η ισορροπία της.  Είναι και άλλα ελλείμματά της, όλα ελλείμματα δημοκρατικής λειτουργίας. Οι παλινωδίες της και η πολυγλωσσία της τα μεγαλύτερα, που την κάνουνε να μοιάζει με σκορποχώρι. Και, ενώ η Γερμανία (ή το κεφάλαιο) με την εμμονή της προκαλούσε ως τώρα συσπείρωση του λαού στις γραμμές της Κυβέρνησης, εκείνη με τα επάλληλα κρούσματα ασυνεννοησίας έδειχνε να θέλει να τον αποδιώξει, κινδυνεύοντας να βρεθεί στο κενό από ενδογενή παρά από εξωγενή αίτια.
Κατανοούμε την απροθυμία της να φέρει τη συμφωνία στη Βουλή για επικύρωση ή και για απλή ενημέρωση. Πώς να τη φέρει και τι να υποστηρίξει! Η υπεράσπιση μνημονίων είναι προνομιακό πεδίο αντιπαράθεσης των μνημονιακών κομμάτων που μας τα φέρανε. Διέβλεπε λοιπόν τη δύσκολη θέση της και το απέφευγε. Την ενημέρωση ωστόσο παρά την προσπάθειά της δεν κατάφερε να την αποφύγει. Την έφερε στη Βουλή. Επειδή όμως την εξέθετε, δεν την έκανε καν. Περιορίστηκε σε κάποιες ανώδυνες γενικολογίες, δείχνοντας φανερά την αμηχανία της. Τουλάχιστον όμως για το θέμα αυτό, ενημέρωσης της Βουλής, μια προηγούμενη συνεννόηση μεταξύ των κυβερνητικών αξιωματούχων θα μπορούσε να γίνει, ώστε να μη λαμβάνουν χώρα εσωκυβερνητικές αντιπαραθέσεις.
Όμως όχι μόνο ή όχι τόσο οι «επήλυδες» (Βαρουφάκης ή Πανούσης), αλλά και αυτόχθονες, αριστεροί δικοί της, δημιουργούν αυτό το πρόβλημα. Ιδίως στο θέμα των βουλευτικών αυτοκινήτων έγινε, συγγνώμη για την έκφραση, «μπάχαλο».  Ένα απλό τηλεφώνημα μεταξύ της Προέδρου της Βουλής και του Πρωθυπουργού αν μεσολαβούσε, θα αποτρεπόταν το κυβερνητικό «αλαλούμ» που σημειώθηκε και που εξέθεσε Κυβέρνηση και βουλευτές της. Αλλά η κα Κωσταντοπούλου παρά την οξυδέρκειά της και, ενώ στα περισσότερα θέματα που θίγει έχει δίκαιο, επειδή όμως φαίνεται να διακατέχεται και από κάποια εμπάθεια, συγχέει το ρόλο της Προέδρου της Βουλής με τον προσωπικό της κομματικό ρόλο, βλέποντας το βήμα του αξιώματός της ως ευκαιρία να αντιπολιτεύεται ώς και έμπρακτα, όχι μόνο με λόγια, ακόμα και τον Πρωθυπουργό της Κυβέρνησης του κόμματός της.
Ο κ. Πανούσης, όντας Υπουργός, προτιμά να επικοινωνεί με την Κυβέρνηση και να εκφράζει τις ανησυχίες του ή και αποστασιοποιήσεις του μέσω του Τύπου,  περιφρονώντας την άμεση επικοινωνία, ενώ και άλλα μέλη της Κυβέρνησης εκφράζουν συχνά προσωπικές τους απόψεις αποκλίνοντας από την κυβερνητική γραμμή και μετά αναγκάζονται να αναιρούν τον εαυτό τους χωρίς δυσκολία. Κάποιοι δε Υπουργοί της φαίνεται να μη λαμβάνουν υπόψη τους ότι η Κυβέρνηση διεξάγει διαπραγματεύσεις που θέτουν δεσμευτικούς όρους στο κυβερνητικό έργο. Εντούτοις αυτοί κάνουν δηλώσεις και προβαίνουν σε σχέδια νομοθετήσεων, που εκφράζουν τη δική τους αντίληψη για τα πράγματα, και μετά αναγκάζονται φυσικά και αυτοί να ανακρούσουν πρύμνη.
Βουλευτής του Σύριζα, βέρος αριστερός, αρνιέται να συμμορφωθεί με τη σύσταση του Πρωθυπουργού να μην κάνουν χρήση των κρατικών αυτοκινήτων οι βουλευτές του Σύριζα και δικαιολογεί με τον εξής «αριστερό» τρόπο την άρνησή του: «Η σύσταση γίνεται από αρχηγό προσωποπαγούς κόμματος και εγώ σαν γνήσιος αριστερός δεν την ακολουθώ. Η κάθε ιδιωτική εταιρία εξάλλου παραχωρεί αυτοκίνητο στους υπαλλήλους της». Για το βέρο λοιπόν αριστερό βουλευτή του Σύριζα δεν έχει σημασία αν μια πράξη είναι ή όχι αριστερή, για να την εφαρμόσει ή να μην την εφαρμόσει, αλλά αν συστήνεται από αρχηγό κόμματος που έχει προσωποπαγή χαρακτηριστικά. Και εν πάση περιπτώσει πώς ανήκει σ` ένα κόμμα που δεν τον εκφράζει ιδεολογικά και οργανωτικά και πώς δέχεται προπάντων να παίρνει τα υψηλότερα αξιώματα που αυτό δίνει; Και γιατί εξάλλου τις αντιρρήσεις του αυτές δεν τις έχει εκφράσει στα όργανα του κόμματος, ώστε να παύσει αυτό να είναι προσωποπαγές; Η εξήγηση για όλα είναι μία και προφανής: Λείπει το ιδεολογικό έρμα. Αυτός ο «αριστερός» βουλευτής βλέπει το αριστερό κόμμα όπως μια εταιρία, όπου κάθε «δούναι και λαβείν» αφορά μόνο τους δύο, επιχειρηματία και υπάλληλο.
Άλλο αξιοπαρατήρητο περιστατικό τάσεων προσωπικής επικυριαρχίας είναι η επιστολή δύο μελών της ΚΕ του Σύριζα που στέλνουν στην Αριστερά της Γερμανίας, για να της υποδείξουν τι να ψηφίσει κατά τη συζήτηση του θέματος της Ελλάδας στο γερμανικό Κοινοβούλιο.
Ακόμα και η γλώσσα που χρησιμοποιούνε στις μεταξύ τους αντιπαραθέσεις οι κυβερνητικοί ή στελέχη του Σύριζα δημιουργεί αλγεινότατη εντύπωση. Θαρρεί κανείς πως βρίσκονται σε εχθρικά πολιτικά στρατόπεδα. Είχε εκφράσει μια άποψη ο κ. Παπαδημούλης για τον τρόπο ειρτασμού της 25ης Μαρτίου και «του ` βγαλε μια γλώσσα» η κα Δούρου, λες και ο ευρωβουλευτής του Σύριζα ήτανε της Δεξιάς. Δεν έπρεπε εξάλλου η Κυβέρνηση να μελετήσει το θέμα αυτό και προγραμματισμένα αλλά και συντονισμένα να παρουσιάσει το δικό της σχέδιο εορτασμού, όταν θα είναι έτοιμη;
Δε θα αναφερθώ στις ιδιότυπες πολιτικές συμπεριφορές του κ. Γλέζου, που εδώ και δεκαετίες δείχνει σταθερότητα στην εκδήλωσή τους. Όμως δεν μπορώ να χωνέψω πώς μια συνάντηση του Πρωθυπουργού μαζί του λαμβάνει χώρα στην Ευρώπη και παρουσιάζεται αυτή ως θέμα παγκόσμιας εμβέλειας, ως γεγονός διεθνούς σημασίας. Μια εσωκομματική διαφωνία, βλακώδης θα `λεγα, και η όποια γεφύρωσή της πώς μπορούνε να παίρνουνε τέτοιες διαστάσεις που δεν τις έχουνε; Την ονόμασα βλακώδη, γιατί, αν είχε σοβαρότητα, δε θα πίστευε ο κ. Γλέζος πως τις ευθύνες, που του επιφορτίζει η χρόνια συμπόρευσή του με το Σύριζα, μπορεί με τόση ευκολία να τις αποσείει. Κι αν ήτανε πάλι σοβαρή  αυτή η διαφωνία, δε θα εκφραζότανε χωρίς και ταυτόχρονη παραίτηση από τα αξιώματα που πήρε μέσω του Σύριζα;
Τέτοιες τάσεις αυτονομημένης πολιτικής συμπεριφοράς έχουν βέβαια την αιτία τους στην κάποια ιδεολογική απροσδιοριστία που χαρακτήριζε ανέκαθεν και τον ίδιο το Σύριζα και τα προηγούμενα μορφώματά του και που είχε εκφραστεί και οργανωτικά είτε με την κατοχύρωση τάσεων στο Συνασπισμό είτε με τη νομιμοποίηση συνιστωσών στο Σύριζα. Δείχνουν όμως μια νοοτροπία εμπεδωμένη πια, πως οι εκφραστές τους θεωρούν τον εαυτό τους φορέα μοναδικής πολιτικής σοφίας και γι` αυτό η προσωπική τους άποψη θα πρέπει να αποτελεί την κυρίαρχη, είτε έχει τεθεί στον έλεγχο της διαλεκτικής σύνθεσης και έχει απορριφθεί είτε όχι. Πόση φιλαυτία βέβαια και επικίνδυνο εγωκεντρισμό, για να μην πω κάτι άλλο, υποκρύπτει αυτή η νοοτροπία δε χρειάζεται νομίζω περισσότερες εξηγήσεις.     
Αλλά το μεγαλύτερο πλήγμα που δέχθηκε η Κυβέρνηση και που δεν επουλώνεται ήταν από τον Υπουργό Οικονομικών, τον κ. Βαρουφάκη, όσο και αν ηρωποιείται τώρα είτε με το παραμεριστικό «συμμάζεμά» του, που πιστεύεται ότι έγινε εξαιτίας της «αδιαλλαξίας» του, είτε με την επίθεση που του κάνανε «αντιεξουσιαστές». Από την πρώτη πάντως στιγμή αποτέλεσε πρόβλημα για την Κυβέρνηση ο προκείμενος Υπουργός. Βέβαια ήταν αδύνατο να φανταστεί κανείς ότι το σύμβολο των αντιμνημο-νιακών οικονομολόγων, που επιλέχθηκε ως Υπουργός Οικονομικών, θα ήτανε η πιο ατυχής επιλογή, η οποία σημειωτέον και δημοκρατικά αν γινότανε, δε θα ήτανε άλλη. Γιατί δεν ήτανε πολύ ευδιάκριτα τα «ενδιάθετα» του Υπουργού**. Όμως εξαιτίας τους δεν έχουνε μόνο οι ξένοι πρόβλημα για το τι λέει ή θέλει να πει, αλλά κι εμείς: Λόγω των εκφραστικών του υπερβολών και των συναφών αντιφάσεων μαζί και της νοηματικής σύγχυσης που εμπεριέχουνε δεν μπορούμε να ξέρουμε ποιες είναι οι θέσεις της Κυβέρνησης, ποιες οι δικές του και ποιες έχει υποστηρίξει στις διάφορες διαπραγματεύσεις ή ποιες έχει διατυπώσει στις κατά καιρούς συνεντεύξεις του. Αρκεί όμως να δει κανείς με πολλή προσοχή το βίντεο που δείχνει τον Υπουργό να ανακοινώνει τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, για να βρει επαληθευμένα αυτά που υποστηρίζω.  Εκεί φαίνονται οι αντιφάσεις (πάει το μνημόνιο, είναι μνημόνιο) αλλά και η οίηση που εμφωλεύει μέσα του και που αποτυπώνεται σε κάθε έκφραση του προσώπου του ή σε κάθε του κίνηση. Για το δάχτυλο δε που σηκώνει σε ομιλία του δεν περίμενα ούτε εγώ αλλά ούτε και κανείς άλλος φαντάζομαι, τη μια να λέει ότι είναι «μοντάζ», την άλλη ότι δεν είναι, αλλά απλώς δεν αφορούσε τους Γερμανούς, και μετά να το παίρνει πίσω και αυτό.   
Αυτά λοιπόν τα συχνά μάλιστα κρούσματα παλινδρομήσεων, αυτοαναιρέσεων, αντιφατικών κινήσεων και ενεργειών συνθέτουν το πρόβλημα της δεύτερης ισορροπίας, που η απώλειά της κατά κανόνα κρίνει πολύ περισσότερο την τύχη μιας Κυβέρνησης παρά εξωτερικοί παράγοντες. Συνεπώς εκείνον που θα πρέπει να βλέπει ως κύριο εχθρό της η Κυβέρνηση και στη συγκυρία ετούτη είναι ο εαυτός της.
Η Κυβέρνηση επομένως ακροβατεί σε δύο τεντωμένα σχοινιά συγχρόνως. Η ισορροπία ωστόσο που πρέπει και επιδιώκει να πετύχει στην ουσία είναι μία, καθώς οι δύο επί μέρους ισορροπίες διαπλέκονται, έχοντας σημεία μεταξύ τους που τις αλληλοκαθορίζουν. Και, ενώ πριν η απώλεια της πρώτης ισορροπίας επέδρασε ακόμα και θετικά στη διατήρηση και της δεύτερης, γιατί «κρατούσε» καλά στις πλάτες της την Κυβέρνηση η Γερμανία και την έφερνε ξανά σε όρθια στάση, με τη διατάραξη όμως και της δεύτερης η απώλεια της πρώτης αποβαίνει τώρα η κύρια απειλή της. Όχι μόνο, επειδή, κλονισμένη η δεύτερη, δεν είναι πια σε θέση να αναπληρώνει την απώλεια της πρώτης, αλλά προπάντων επειδή όσο η διάρκεια των διαπραγματεύσεων παρατείνεται τόσο περισσότερο η Κυβέρνηση εμφανίζει τα συμπτώματα της απώλειας της πρώτης ισορροπίας. Δεν μπορεί ούτε καν να νομοθετήσει. Εξαιτίας της Συμφωνίας του Φλεβάρη βρίσκεται σε κενό απραξίας, το κυβερνητικό της έργο τελεί υπό αίρεση ή και ματαίωση, όπως και η παροχή της δόσης. Υποκύψανε μεν υπογράφοντας, αλλά δεν πήρανε την ανταμοιβή τους για την υπόκυψη, το αντίτιμό τους. Και πνίγεται από ασφυξία ρευστού τώρα η Κυβέρνηση. Πόσο μπορεί να αντέξει! Ο χρόνος σε συνθήκες τέτοιας ασφυξίας ροκανίζει αποφασιστικά τη λαϊκή στήριξη και αυτό σημαίνει ότι από δω και μπρος αρχίζει να τελειώνει και η εύνοια της Ιστορίας.  
Η παράταση λοιπόν των διαπραγματεύσεων και η εξανέμιση των ελπίδων για υποχώρηση των εταίρων, η επιδείνωση παράλληλα της οικονομίας της χώρας που συντελείται μέρα με την ημέρα απειλούν τώρα αμεσότερα την «ορθοστασία» της Κυβέρνησης και η τύχη της στην τωρινή συγκυρία εξαρτάται πλέον από τους εξωτερικούς παράγοντες, οι οποίοι επιπρόσθετα ενισχύουν στο έπακρο και τα ενδογενή αίτια απειλής της «εσωτερικής» της ισορροπίας. Και δεν είναι τόσο η εσφαλμένη εκτίμησή της ότι θα μπορέσει να διεμβολίσει την ταξικά δομημένη ευρωπαϊκή οντότητα, που κατέστησε κυρίαρχη πλέον την πρώτη ισορροπία, όσο η υποτίμηση που έδειξε απέναντι στην αξία της δημοκρατίας,. Φαίνεται ότι η Κυβέρνηση προέκρινε άλλες αξίες και αυτές θέλησε να υπηρετήσει πρωταρχικά, αξίες που την υπονομεύσανε όμως και την καταστήσανε ετερόνομη, ετεροκίνητη, Η δυνατότητα καθορισμού της με δική της ευθύνη μετακυλήθηκε στους εταίρους και αυτό ισοδυναμεί με απάρνηση της αυτοδυναμίας της και της δικής της δυνατότητας αυτοκαθορισμού της. Έτσι η Κυβέρνηση με την απόκλισή της από τη Δημοκρατία κατέστησε τον εαυτό της έρμαιο των διαθέσεων των εταίρων.
Η ευθύνη φυσικά βαρύνει κύρια τον Πρωθυπουργό, που αδιαμφισβήτητα διαθέτει ηγετικά προσόντα και είναι σε θέση να κρίνει με ποιες πολιτικές ενέργειες θα βγει από την πολιτική σκηνή ο ίδιος αλλά και η Αριστερά τιμημένοι και με ποιες ντροπιασμένοι. Από έναν πολιτικό αυτού του μεγέθους, που τόσο επίπονα εξασφάλισε πρωτοφανή λαϊκή στήριξη, ο καθένας περίμενε να ξέρει τι δεν πρέπει να κάνει για να μην τη χάσει. Και προσωπικά περίμενα επίσης ότι το κεφάλι της δημοκρατίας θα το προσφέρει στους «εταίρους» για σύνθλιψη τελευταίο. Ήτανε πεποίθησή μου ότι θα αγωνιστεί μέχρις εσχάτων, ώστε αυτό να μην πέσει στα πόδια τους πρώτο, για να έχει πάντα την αυτονομία της η Κυβέρνηση και ο λαός. Κάτι τέτοιο όμως δε συνέβει. Και ετερόνομη καθώς έγινε η Κυβέρνηση, αδυνατεί να νομοθετήσει και να εφαρμόσει το δικό της πρόγραμμα, που πίστευε και πιστεύαμε πως θα μας έβγαζε από την κρίση. Το αποτέλεσμα διαγράφεται πλέον οδυνηρό: Όταν ξαναθελήσει η Κυβέρνηση – και θα το κάνει θέλει δε θέλει, γιατί οι διαπραγματεύσεις θα προσκρούσουν στην επιβεβλημένη ταξικά στάση των εταίρων - να υποβάλει και πάλι στην έγκριση του λαού τις εγκαταλειμμένες θέσεις της, θα είναι πια αργά. Δε θα τον έχει με το μέρος της, για να τις επικυρώσει, τη στιγμή που η ίδια προηγουμένως, προκειμένου να πετύχει τον πολυπόθητο συμβιβασμό, τις ακύρωσε πρώτη και τις παραγκώνισε.   

* Ολική ή γενική θα μπορούσαμε να πούμε αυτή τη δεύτερη και την πρώτη μερική. Επειδή όμως η αποφασιστικότητα και των δύο είναι εξίσου κρίσιμη, προτιμώ τις ονομασίες που τους δίνει η χρονική τους σειρά.  
** Για να μη νομιστεί πως «ξυλεύομαι πεσούσης της δρυός», γνωστοποιώ τις έγκαιρα θα `λεγα εκφρασμένες κρίσεις μου για το πρόσωπό του, που ομολογώ ότι ποτέ δε μου ενέπνεε εμπιστοσύνη. Δυο τρεις φορές τον άκουσα όλο κι όλο, αφότου μπήκαν τα μνημόνια στη ζωή μας, και ήτανε αρκετές να μη θέλω να τον ξανακούσω. Όταν μάλιστα έγινε Υπουργός και άρχισε να κάνει δηλώσεις εδώ κι εκεί αναιρώντας διακηρύξεις της Κυβέρνησης, αμέσως πήρα θέση κριτική απέναντί του εκφράζοντας ανησυχία για την ατυχέστατη αυτή επιλογή της Κυβέρνησης. Αρχικά προφορικά σε ολομέλεια της οργάνωσης, Παρασκευή 13. 2. 15, εξέθεσα αυτή την ανησυχία μου, και γραπτά μετά, την Τρίτη 17. 2. 15, τη διατύπωσα σε διαδικτυακή συνομιλία που είχαμε μεταξύ μας κάποιοι σύντροφοι, όπως και μεταγενέστερα στο πρώτο μετεκλογικό μου κείμενο που ανάρτησα.
Στις 17. 2. 15 έγραφα: «… τα δύο αυτά λάθη» (της δήλωσης ανυπαρξίας αιτήματος εκ μέρους μας για διαγραφή μέρους του χρέους και της ποιοτικής ποσόστωσης του μνημονίου σε 70% και 30% - δεν είχε κάνει ακόμα ο κ. Βαρουφάκης την τρίτη δήλωση για τη βιωσιμότητα του χρέους) «τα αποδίδω στο Βαρουφάκη πάλι αυθαίρετα με βάση την εικόνα που μου δίνει η ιδιοσυγκρασία του… Πάντα συναρτώ τα λεγόμενα κάποιου, δεν ξέρω αν μπορώ να πω και τις ενέργειές του, με το κέντρο της πηγής τους, την προσωπικότητα αυτού που τα εκφέρει, στο βαθμό που την έχω «συναρμολογημένη». Θεωρώ ότι εύκολα ολισθαίνουν σε λάθη άνθρωποι που θέλουν να εντυπωσιάζουν, και είναι εντυπωσιαστικός, όχι εντυπωσιακός, σφόδρα ο Βαρουφάκης, συνέχεια με εξυπνάδες διανθίζει το λόγο του. Το δε υπουργιλίκι τού `βαλε αέρα στα πανιά των διαθέσεών του να λέει εξυπνάδες και νομίζει ότι τον βάλανε σ` αυτή τη θέση, για να «κάνει το κομμάτι του»…Επίσης ολισθαίνουν σε αντιφάσεις οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν απόλυτο λόγο, εκφράσεις ακραίες, μεταφορικές συνήθως, ποιητικές που λέμε, οι αμετροεπείς, όχι οι ακριβολόγοι, οι χρήστες του αυστηρού και έγκυρου επιστημονικού λόγου. Στην περίπτωση δε του Βαρουφάκη υπάρχει και σύγχυση, εννοιολογική είναι, εκφραστική είναι; δεν ξέρω, πάντως υπάρχει σύγχυση νοηματική. Διαβάζεις Παναγιώτου, που δεν είναι δικός μας, και χαίρεσαι να τον διαβάζεις για την ακρίβεια και ευκρίνεια των όσων λέει. Το ίδιο, όχι τόσο, και όταν διαβάζεις Λαπαβίτσα. Το Βαρουφάκη δεν μπορείς να τον διαβάσεις παρά μόνο με πολλή υπομονή και μεγάλη προσπάθεια διερεύνησης του περιεχομένου του».
Και συνέχιζα: «Προσωπικά, έστω και αν η ευθύνη είναι συλλογική, δε θέλω να μιλάω για αυτοαναίρεση της Κυβέρνησης, αλλά για αναίρεσή της από τον Υπουργό της και μόνο. Επίσης δε θέλω να αποδώσω αυτή την αναίρεση της Κυβέρνησης από τον Υπουργό της σε ανάλογη πρόθεσή του, αλλά στην ιδιοσυστασία του. Ξέρω, θα εκνευρίσω πολλούς που εισάγω μια νέα παράμετρο στην εξήγηση πολιτικών γεγονότων, αλλά δεν μπορώ πουθενά αλλού να το αποδώσω αυτό, και δεύτερο είναι επαρκής ολική συνθήκη η ιδιοσυστασία που έλεγα για την εξήγηση αυτού φαινομένου».

Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Ο ΚΟΙΝΟΣ ΜΑΣ ΤΑΞΙΚΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΜΑΣ ΕΝΩΝΕΙ



Μας δίνει λαβή για πολλές επικρίσεις η Κυβέρνηση με τα μωροδίσματά της. Όμως έχουμε καιρό να τα κουβεντιάσουμε. Τώρα θα πούμε ότι ο κοινός μας ταξικός εχθρός, που εκφράζεται στο πρόσωπο του Σιόϊμπλε, μας ενώνει όλους και αυτό πρέπει πριν απ` όλα  να ειπωθεί.
Δε μ` ενδιαφέρει αν ο Σιόϊμπλε είναι γερμανός, όπως δε μ` ενδιαφέρει αν η Γερμανία ως έθνος ή ως χώρα είναι η κληρονόμος των μεγαλύτερων εγκλημάτων που διαπράχθηκαν ποτέ στην Ιστορία κατά της ανθρωπότητας. Μ` ενδιαφέρει μόνο που εδώ και δεκαετίες συναγωνίζεται μαζί με τους άλλους λαούς της Ευρώπης να εδραιωθεί η ευρωπαϊκή ιδέα, να αμβλυνθούν οι εθνικισμοί και να υπάρχει ειρήνη στη γηραιά Ήπειρο. Σέβομαι επίσης το γερμανικό λαό που υπεύθυνα και δημιουργικά αντιμετωπίζει την ανθρώπινη ζωή. Εννοώ εδώ όχι μόνο τις παραγωγικές του επιδόσεις, αλλά και τη συνεισφορά του στην ατένιση της Ιστορίας, στην αποκάλυψη της αρχαίας ελληνικής σκέψης, που εμείς ως απόγονοι δε σταθήκαμε ικανοί να τη συλλάβουμε ούτε καν να την υπηρετήσουμε. Υποκλίνομαι δε ιδιαίτερα σ` αυτή του τη συμβολή, στη μοναδικότητα που έχει εμφανίσει πολλές φορές ο ορθολογισμός της γερμανικής διανόησης. Και ο ορθολογισμός του Μαρξ, που είναι γερμανός επίσης, δεν είναι παρά η συνέχεια της έκφρασης αυτής της μοναδικότητας του ορθολογισμού της. 
Ο Σιόϊμπλε λοιπόν είναι αυτό που είναι όχι επειδή είναι γερμανός, αλλά επειδή βρίσκεται ως χώρα σε μια συγκεκριμένη ταξική θέση,  να υπηρετεί τα συμφέροντα της παγκόσμιας οικονομικής ολιγαρχίας, να είναι στυλοβάτης του καπιταλιστικού συστήματος ανά τον κόσμο και πιστός στην υλοποίηση της νεοφιλελεύθερης εκδοχής του. Δεν είναι μαρξιστής ο άνθρωπος. Δεν του το επιτρέπει και η θέση του. Και γι` αυτό του το ρόλο ανταμείβεται φυσικά πλουσιοπάροχα από τους εντολείς του. Του παρέχουν μοναδικά προνόμια. Δανείζεται από αυτούς όσα χρήματα θέλει χωρίς επιτόκιο ή και με αρνητικό. Μπορεί επομένως να δανείζει προς εμάς με κάποιο επιτόκιο και να έχει κέρδος αυτό το επιτόκιο. Ότι τα βάζει ο φορολογούμενος γερμανός πολίτης από την τσέπη του στην περίπτωση των γερμανών δεν ισχύει. Και δε μιλάμε για άλλα κέρδη που έχει η Γερμανία ως οικονομικά κυρίαρχη χώρα στην ΕΕ. Οι οικονομολόγοι τα έχουν με ακρίβεια υπολογισμένα και μιλάνε για δισεκατομμύρια που έχει προσποριστεί από την οικονομική της ηγεμονία στην Ευρώπη και την εφαρμογή της πολιτικής που υπηρετεί.
Γι` αυτό και ο Σιόϊμπλε είναι ανυποχώρητος. Δε θέλει επ` ουδενί να διακινδυνεύσει την προνομιακή ταξικά θέση της χώρας του, αλλάζοντας πολιτική. Όντας δε τόσο συνεπής στον ταξικό του ρόλο αλλά και ικανός να τον επιβάλλει σε όλη την ΕΕ, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να δικαιώνει συνέχεια το ΚΚΕ. Και είναι τόση η δικαίωσή του από την αδιάλλακτη στάση της Γερμανίας, ώστε να μπορεί να πει κάποιος  πως ο Σύριζα δεν είναι παρά το πειραματόζωο του ΚΚΕ, που το έριξε στην πολιτική σκηνή, για να αποδειχθεί και πειραματικά πλέον η άποψή του ότι ΕΕ και δικαίωση λαϊκών αγώνων δεν είναι συμβατές έννοιες.
Το είδαμε στις διαπραγματεύσεις που προσέκρουσαν σε τείχος, κάτι που το αναγνωρίζει τώρα η Κυβέρνηση, αλλά αρχικά το έκρυβε. Δεν έγινε καμιά υποχώρηση εκ μέρους των εταίρων, παρόλο που εμείς εγκαταλείψαμε όλες σχεδόν τις θέσεις μας. Αλλά ακόμα και εκείνη η πενιχρότατη σε αποτέλεσμα για μας συμφωνία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δεν τηρήθηκε. Μας επιβάλλανε ντε φάκτο και αυτά τα λίγα που είχαμε πετύχει να αποτρέψουμε, την επαναφορά της τρόικας και ως όνομα και ως ελεγκτή στην επικράτειά μας. Οπότε φαίνεται να έχουμε έρθει πάλι στα ίδια. Το διαλαλεί η Δεξιά πανηγυρίζοντας και διατυμπανίζοντας το κόστος σε χρήμα και σε αξιοπιστία που επέφερε η διαπραγματευτική πολιτική της Κυβέρνησης. 
Όμως στα ίδια δεν είμαστε. Πρώτα απ` όλα γνωρίσαμε έμπρακτα τα όρια, ως ποιο σημείο είναι διατεθειμένοι οι εταίροι μας να υποχωρήσουν, κάτι που δεν το γνωρίζαμε πριν. Νομίζαμε απλώς ότι υπάρχουν όρια υποχώρησης. Γνωρίσαμε παράλληλα τι είδους άνθρωποι είναι αυτοί οι εταίροι μας και κατά πόσο έχουνε τη διάθεση να εξασφαλίζουνε το χορτασμό τους, χωρίς να τρώνε την μπουκιά του άλλου. Και εννοούμε εδώ όχι τη δική μας μπουκιά αλλά του παγκόσμιου πληθυσμού που εκμεταλλεύονται, για να έχουν την ευημερία τους Ούτε καν μεταξύ των χωρών της ΕΕ δε θέλουνε να υπάρχει αλληλεγγύη και στοιχειώδης δικαιοσύνη ή τέλος πάντων να μην πεινάνε άνθρωποι. Τρίτο και το σπουδαιότερο έχουνε εκτεθεί στην παγκόσμια κοινή γνώμη ανεπανόρθωτα.
Σταθμίζοντας κανείς καλά καλά το συσχετισμό δυνάμεων όλων των ειδών, εννοώ και ηθικών και συναισθηματικών, όχι μόνο των μετρήσιμων, βρίσκει πως είναι πολλά τα θετικά, τα ηθικά πλεονεκτήματα, που αποκόμισε η Ελλάδα από τις διαπραγματεύσεις, ίσως και επειδή προσκρούσανε αυτές σε αδιαλλαξία. Η Ελλάδα σ` αυτή τη σύγκρουση εκπροσωπεί το δίκαιο των πολλών, των λαών της ΕΕ, αλλά και των λαών όλης της γης, καθώς αξίες της Αριστεράς αγωνίζεται να εφαρμοστούν. Δυνητικά λοιπόν και μακροπρόθεσμα τουλάχιστον έχει όλους τους λαούς με το μέρος της. Αυτό είχε αρχίσει να αποτυπώνεται και με σχετικές κινητοποιήσεις τους. Επίσης η Ελλάδα εκπροσωπεί το θύμα που υπέστη το μεγαλύτερο πλήγμα από την κρίση και βιώνει εξαιτίας του τεράστιο ανθρωπιστικό δράμα. Μόνο οι μη άνθρωποι δεν το βλέπουν ή και αυτοί που νομίζουν ότι μπορούν να εμφανίζονται στη δημόσια ζωή της ανθρωπότητας ως μη άνθρωποι. Αλλά ακόμα κι αν θεωρήσουμε πως νικήσανε προς στιγμή, εμείς πάλι θα αποτελέσουμε παράδειγμα προς μίμηση και όχι προς αποφυγή. Εκείνο δε που περισσότερο από καθετί άλλο καταδηλώνει τη νίκη μας είναι η ενότητα που σφυρηλάτησε στην ελληνική κοινωνία η στάση του Σιόϊμπλε. Χωρίς να έχει μια τέτοια πρόθεση, μπόρεσε ωστόσο να συνεπιφέρει η εμμονή του τέτοια ομοψυχία στον ελληνικό λαό, που σπάνια γνώρισε στην Ιστορία του. Και αυτή η ομοψυχία μας κάνει να ελπίζουμε βάσιμα ακόμα και σε βραχυπρόθεσμη νίκη.  

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΠΕΝΙΧΡΟΤΑΤΟ. ΓΙΑΤΙ;



Α. Θετικά - αρνητικά
- Σύμφωνα με το κείμενο της συμφωνίας το μνημόνιο παραμένει, ανανεωμένο βέβαια και με κάπως διαφορετικό περιεχόμενο. Πάντως ούτε σχίστηκε ούτε καταργήθηκε. Άλλαξε απλά η σελίδα του.
- Ο καθορισμός της λίστας των νόμων που θα θεσπίζει τώρα η ελληνική Κυβέρνηση θα γίνεται από την ίδια, όχι από τους εταίρους, και μετά θα υποβάλλεται σ` αυτούς για έγκριση, ενώ πριν ο αρχικός καθορισμός της λίστας γινόταν από εκείνους και εμείς μετά τη νομοθετούσαμε. Στην ουσία νομοθετούν πάλι εκείνοι, αλλά προηγούμαστε εμείς στην επιλογή των νομοσχεδίων και έτσι που γίνεται τώρα ενδεχομένως να «χωρέσει» και κάτι δικό μας, για να περάσει.
- Επεκτείνεται η έννοια των μονομερών ενεργειών σε κάθε είδος νομοσχέδιου και η επέκταση αυτή αναγνωρίζεται από την Κυβέρνηση με αναδρομική μάλιστα ισχύ, γι` αυτό παραπέμπει εσπευσμένα προς έγκριση ακόμα και νομοσχέδια που είχε εξαγγείλει ότι θα ψηφιζόταν την προπροηγούμενη βδομάδα και μετά τα ανέβαλε για την προηγούμενη και τώρα για μετά την έγκριση.
- Αποφεύχθηκε να αποδεσμεύεται η ανάπτυξη από ένα ορισμένο ποσοστό του πρωτογενούς πλεονάσματος και πάνω. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στην ελληνική Κυβέρνηση ανεξάρτητα από το ύψος του να διαθέτει μέρος του για ανάπτυξη, ενώ αποκλείστηκε και η λήψη νέων μέτρων λιτότητας, που είχανε ήδη προγραμματιστεί.
- Η τρόικα ως σύμβολο της επιστασίας μας έχει εκλείψει, χωρίς όμως να έχει εκλείψει και η ουσία της, η άσκηση εποπτείας. Θα είναι οι θεσμοί τώρα, ανώτερα, ομότιμα όργανα, που θα την ασκούν. Είναι μια μικρή πρόοδος. Πάντως η κατάργησή της ήτανε απαίτησή μας, την οποία τελικά αναγκάστηκαν να δεχθούν οι εταίροι.
Αξιολογώντας κανείς αυτό το αποτέλεσμα βρίσκει πως είναι εντελώς ασύμμετρο σε σχέση με τις προσπάθειες που γίνανε, με τη δυναμική που αναπτύχθηκε και με την αναστάτωση που προκλήθηκε πανευρωπαϊκά αλλά και παγκόσμια, αλλά και σε σχέση με τις προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν. Σχεδόν η έκταση της ωφελιμότητάς του δεν ξεπερνά κατά πολύ την προηγούμενη κατάσταση. Ερχόμαστε στα ίδια περίπου και μπορεί να γίνει λόγος για ήττα της Κυβέρνησης, ακόμα και για συντριβή της. Αυτό το βλέπει κανείς και στον τρόπο που οι εκπρόσωποι του Ευρωπαϊκού Υπουργικού Συμβουλίου παρουσιάσανε τη συντριβή μας αυτή, ώστε να μην πολυφαίνεται. Ήτανε πολύ επιφυλακτικοί στην ανακοίνωση της συμφωνίας, διστάζανε να εκφέρουν τις λέξεις, κομπιάζανε, σε αντίθεση με το δικό μας Υπουργό, που, ενώ ήτανε ο ηττημένος, από την αρχή εμφανίστηκε με ανοιγμένο τον κρουνό της θριαμβολογίας.

Β. Αίτια
Ποια τα αίτια όμως, που, ενώ φαινόταν ότι θα έχει επιτυχία η Ελληνική Κυβέρνηση, τελικά δεν τα κατάφερε;
Το πρώτο που αμέσως αμέσως του `ρχεται να πει κάποιος είναι η αντικειμενική ανυπαρξία περισσότερων δυνατοτήτων και αυτό επειδή η Γερμανία στάθηκε τελείως άκαμπτη. Πράγματι, αντίθετα απ` ό, τι φαινόταν στην αρχή, εξαιτίας του πολιτικού κινδύνου, που εκπροσωπούσε γι` αυτούς ο Σύριζα, έγινε σύμπηξη μιας συμμαχίας μεταξύ τους με πυρήνα τη Γερμανία για ανυποχώρητη αντίσταση απέναντι στο ελληνικό αίτημα. Η αντίστασή τους πήρε τη μορφή ενιαίας γροθιάς και δείχνανε ότι ήτανε αποφασισμένοι να τη χρησιμοποιήσουν.
Το δεύτερο είναι ότι η Κυβέρνηση δεν πίεσε ως το έπακρο τις καταστάσεις, επειδή φοβόταν το ενδεχόμενο εξόδου μας από την Ευρώπη. Πράγματι, επειδή δεν ήθελε να ρισκάρει κάτι τέτοιο, επειδή πίστευε ότι οι δηλώσεις πίστης στην παραμονή ήτανε πιο ισχυρό όπλο, ούτε το λαό προετοίμασε σχετικά ούτε ήταν η ίδια αποφασισμένη να παίξει αυτό το χαρτί, που ήταν το ισχυρότερο, με αποτέλεσμα να μην εξαντλήσει όλα τα περιθώρια πίεσης. Κι ενώ εξαρχής φαινότανε ότι ο ταξικός της εχθρός μόνο με την απειλή μιας τέτοιας αναταραχής θα μπορούσε ίσως να υποχωρήσει, δεν τη χρησιμοποίησε καν, παρόλο που οι αντίπαλοί της τη χρησιμοποιήσανε, αφήνοντάς την συνέχεια να υφέρπει ως απειλή.
Ερχόμαστε στο τρίτο, ότι γίνανε λάθη και από τη μεριά της ελληνικής Κυβέρνησης, αίτιο που αποφεύγεται παντελώς να θιγεί. Επειδή η Κυβέρνηση απολαμβάνει μια άνευ προηγουμένου δημοφιλία, ως εκ τούτου δεν υπάρχει από κανέναν η διάθεση επίκρισής της ή τραυματισμού αυτής της σχέσης της με το λαό και δε γίνεται κανένας λόγος για διάπραξη λαθών εκ μέρους της. Ωστόσο θα μπορούσε να προβληθεί η πολύ ευλογοφανής επίκριση ότι η Κυβέρνηση καλλιέργησε υπερβολικές προσδοκίες. Μια τέτοια όμως επίκριση δεν έχει υπόσταση, πιστεύω. Το δίκαιο δεν μπορεί, δεν πρέπει να προβάλλεται μισό, μισοεκφρασμένο; Ή θα εκφράζεται ακέραιο ή καθόλου. Μεσοβέζικες διατυπώσεις και διεκδικήσεις δεν έχει. Αν επίσης δεν καλλιεργούσε τις «υπερβολικές» αλλά δίκαιες προσδοκίες η Κυβέρνηση, πώς θα είχε το λαό σύσσωμο στο πλευρό της; Πώς θα προσφερόταν εξάλλου ολοκληρωμένη λύση στο πρόβλημα; Πώς τέλος θα έπαιρνε αυτό τις διαστάσεις που είχε από τη φύση του, τις ευρωπαϊκές και παγκόσμιες;.
Εκείνο όμως που πράγματι δεν αποτολμάται να θιγεί καθόλου, δε διανοείται κανείς να το αναφέρει είναι ότι διαπράχθηκαν πραγματικά, σοβαρά, θανάσιμα λάθη από την Κυβέρνηση κατά τη διαπραγματευτική της πορεία. Εγκαταλείφθηκαν, όχι με τις υποχωρήσεις αλλά με σχετικές δηλώσεις, θεμελιακές θέσεις της Κυβέρνησης. Είναι άλλο πράγμα να προβαίνεις σε υποχωρήσεις, υπογράφοντας εκβιασμένος κάτι αντίθετο από αυτό που πιστεύεις και άλλο πράγμα να λες το ψέμα ότι αυτό δεν το πίστευες ή αυτό που πίστευες δεν ήτανε σωστό. Τότε εγκαταλείπεις δια παντός τις θέσεις σου, όταν λες πως εγώ δεν ήμουνα ποτέ εκεί σ` αυτές τις θέσεις, για να δείξεις ότι υποχώρησες. Τότε δεν υπάρχει απλώς μια αναγκαστική και εκβιασμένη υποχώρηση, αλλά εξυπαρχής προσχώρηση πλήρης στις θέσεις του αντιπάλου σου. Χωρίς λοιπόν να υπάρχει κανένας απολύτως λόγος, απ` ό, τι κρίνω, ο Υπουργός Οικονομικών αναίρεσε ιδεολογικά την Κυβέρνηση και προσήλθε στις διαπραγματεύσεις χωρίς τον ιδεολογικό της οπλισμό. Η Κυβέρνηση ανέκαθεν, προεκλογικά και μετεκλογικά με τις προγραμματικές της δηλώσεις, αντιτασσόταν στο μνημόνιο, διότι το χρέος που μας επισώρευσε αυτό δεν ήταν βιώσιμο και συνεπώς δεν παρείχε καμιά δυνατότητα αποπληρωμής του. Άρα έπρεπε μέρος του να διαγραφεί ή να υπάρξει ένα διάστημα παγώματος της αποπληρωμής του. Ήταν θεμελιακή θέση αυτή του Σύριζα και της Κυβέρνησης. Δεύτερη θεμελιακή θέση τους ήτανε ότι το μνημόνιο, 1ο ή και 2ο δεν έχει τόση σημασία, υπήρξε η καταστροφή μας και έπρεπε γι` αυτό να εκλείψει, να εξαφανιστεί. Και τρίτη ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο. Και όμως ο Υπουργός αυτές τις τρεις βασικές θέσεις της Κυβέρνησης τις αναίρεσε όλες, διαψεύδοντάς την. Για ανεξήγητους εντελώς λόγους, πριν καλά καλά ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις, διακηρύσσει ο κ. Βαροτυφάκης ότι δε ζητούμε διαγραφή μέρους του χρέους, στη συνέχεια δηλώνει ότι το μνημόνιο είναι καλό, μόνο κατά 30% υπάρχει για μας πρόβλημα, και στην τελική φάση των διαπραγματεύσεων αποφαίνεται πως το χρέος είναι βιώσιμο. Και, ενώ τέτοιες δηλώσεις είναι αναίρεση των βασικών θέσεων της Κυβέρνησης και ενώ ναρκοθετούν και μακροπρόθεσμα τις διαπραγματεύσεις της, η Κυβέρνηση δεν κάνει καμιά διάψευση. Τις αφήνει να ισχύουν, ωσάν να είναι και δικές της θέσεις, άρα ωσάν η ίδια να αυτοαναιρείται και να ναρκοθετεί τις διαπραγματεύσεις. Όταν όμως εσύ ο ίδιος δικαιώνεις τον αντίπαλό σου, πώς είναι δυνατό να σου αναγνωρίσει το δίκαιό σου, το οποίο ακόμα κι εσύ με δική σου ρητή ομολογία δεν αναγνωρίζεις; Μήπως λοιπόν σ` αυτή της την αυτοαναίρεση βρίσκεται κάποια αιτία της αποτυχίας των διαπραγματεύσεων;

Γ. Προοπτική
Όμως παρόλα αυτά, συνολικά αν ιδωθεί  το αποτέλεσμα, έτσι όπως είναι οργανικά δεμένο με τα προγενέστερα γεγονότα που το κυοφόρησαν και με τα μεταγενέστερα που δυνητικά έχει κυοφορημένα, όχι μεμονωμένα, το αποτέλεσμα αυτό δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο, δεν είναι σε καμιά περίπτωση αρνητικό. Μόνο αν ειδωθεί περιχαρακωμένο στα δικά του σημαίνοντα και απομονωμένο από τα γενεσιουργά του αίτια αλλά και από τα αποτελέσματα που θα επιγεννήσει, τότε μπορεί να κάνει κανείς λόγο για ταπεινωτική ήττα της Κυβέρνησης. Όμως την ιδεολογική προοπτική που διανοίγει ένας αγώνας πρέπει να λαμβάνουμε πολύ υπόψη μας στις αξιολογήσεις, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς. Στην περίπτωση τούτη τα ιδεολογικά κέρδη, που προκύπτουν από αυτό τον αγώνα και που έχουν πάντα μακροπρόθεσμη προοπτική, είναι πολύ πιο σημαντικά, ας είναι αδιόρατα. Η πρόσδοση πανευρωπαϊκής διάστασης στο πρόβλημα και η προοπτική να αντιμετωπιστεί ως κοινό ευρωπαϊκό έφερε γενικότερες αναταράξεις ιδεολογικού χαρακτήρα όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και σε όλη την υφήλιο. Η στάση της Ελλάδας να θέλει να έχει το πρόβλημά της ευρωπαϊκό αλλά και παγκόσμιο προσανατολισμό επικράτησε. Η πίεσή της σε ευρωπαϊκό πλαίσιο προκάλεσε ορατή ρωγμή ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στο Συμβούλιο Υπουργών στην αρχή, ανεξάρτητα από το εάν η Γερμανία μετά επέβαλε τη δική της θέληση. Το ίδιο παρατηρήθηκε και στο δεύτερο Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών, όπου η Γερμανία αποτελούσε ξεχωριστή πτέρυγα από τους υπόλοιπους. Αυτό ήτανε και μια φανερή απομόνωση της Γερμανίας, έστω κι αν επέβαλε τελικά το δικό της σχέδιο και πάλι. Το «απροσάρμοστο» πάντως της ΕΕ έπαυσε να είναι η Ελλάδα με τις «ιδεολογικές ανεδαφικότητές» της και κατέστη η Γερμανία. Μπορεί να επέβαλε τη θέλησή της, ωστόσο υπέστη βαρύ πλήγμα από αυτό και είναι πολύ αμφίβολο αν στο μέλλον θα ξαναμπορεί να επιβάλλει τη θέλησή της. Αλλά και μια κάποια μεταστροφή σημειώθηκε στην πλειοψηφία των μελών του Συμβουλίου υπέρ της Ελλάδας, ενώ στο πρώτο Συμβούλιο ήταν σχεδόν συμπαγής η ενότητά τους.  
Επομένως, αν η συντριβή της Ελληνικής Κυβέρνησης συνιστά πράγματι απώλεια μιας μάχης, δε συνιστά καθόλου απώλεια του πολέμου, που τώρα άρχισε. Μπορεί και στην ήττα της αυτή να κυοφορείται μακροπρόθεσμα η νίκη. Αυτό εξαρτάται από τους όρους κάτω από τους οποίους θα διεξαχθούν οι επόμενες μάχες και από τον τρόπο προπάντων διαχείρισης της απώλειας της πρώτης μάχης. Αν η Κυβέρνηση δεν πει τα πράγματα όπως είναι και δεν πνίξει κάθε ψεύτικη διάθεση θριαμβολογίας, έχει χάσει και τον πόλεμο. Γρήγορα θα αρχίσει το τεράστιο λαϊκό ρεύμα που τη στηρίζει να στρέφεται μαζικά αλλού. Πάντα το έλεγα: Η Αριστερά ευθύνεται για την άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων ή κινημάτων, όχι η Δεξιά. Αν όμως μιλήσει τη γλώσσα της εντιμότητας, ο λαός δε θα την απαρνηθεί. Αλλά φοβάμαι ότι τα πρώτα δείγματα των συμπεριφορών της την τοποθετούνε περισσότερο στον πρώτο τρόπο διαχείρισης της ήττας.   
Η Ελληνική Κυβέρνηση λοιπόν ανέλαβε να διεξαγάγει έναν τίμιο αγώνα. Έχασε την πρώτη μάχη. Ο αγώνας, εφόσον έχει το λαό με το μέρος της αλλά και τους άλλους λαούς της Ευρώπης και αυτό είναι στο δικό της χέρι, ο αγώνας αυτός τώρα συνεχίζεται. 



ΥΓ. Επειδή θα επιστρέψω στoν Όμηρο, στην εντατική μου ενασχόληση – κάτι ετοιμάζω γι` αυτόν - αραιά θα επεμβαίνω με αναρτήσεις μου στην επικαιρότητα. Όσοι αναγνώστες μου θέλουν να τους ενημερώνω, μπορούν να μου δώσουνε την ηλεκτρονική τους διεύθυνση. Η δική μου είναι: aletziolas@yahoo.gr