"Λέξω προς αιθέρα"

Τρίτη 5 Μαΐου 2015

Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΕΧΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ



Είναι φυσικά κρίμα να θέλεις να κάνεις κακό στον αντίπαλο διαπραγματευτή σου ή στον εχθρό σου και να του βγαίνουνε τελικά σε καλό όλα αυτά που του κάνεις. Φαίνεται ότι η σατανικότητα της Ιστορίας τα έχει έτσι σχεδιασμένα:  Θέλει να δικαιώσει το Σύριζα, αφού αυτός, είπαμε, εκπροσωπεί τη θέλησή της, και βάζει το σύμβολο του άσπονδου εχθρού του, το Σιόιμπλε, να τον στηρίζει. Από την άλλη όμως η Ιστορία σε κάθε εκπρόσωπό της, εδώ στο Σύριζα, δεν παρεμβαίνει ώστε να μην κάνει λάθη. Τον θέλει πάντα αυτόβουλα να ενεργεί και από μόνος του να πηγαίνει τα πράγματα προς το καλό ή προς το κακό, προς την επιτυχία των σκοποθετήσεών του ή προς την αποτυχία τους, για να έχει και την ευθύνη γι` αυτά που κάνει. Γιατί θέλει να βλέπει κιόλας αν ο ευνοούμενός της είναι αντάξιός της, προϋπόθεση αναγκαία για να προσφέρει τη στήριξή της.
Μεγαλύτερο όμως κρίμα είναι να έχεις την Ιστορία με το μέρος σου και τελικά να μη στηρίζεσαι στις δικές της δυνάμεις αλλά στην αθέλητη στήριξη του κυριότερου εχθρού σου, καθώς οι δικές σου ενέργειες αντιστρατεύονται τις διαθέσεις της Ιστορίας και ως εκ τούτου δεν είναι όσο πρέπει βοηθητικές για την ορθοπόδησή σου.
Η προεκλογική ακροβασία του Σύριζα να θέλει να διασωθεί η χώρα μέσω της ΕΕ θυμίζει βέβαια το αρχαιοελληνικό  «ο τρώσας και ιάσεται» (ας είναι «ο τρώσας» βαριά τρωμένος ο ίδιος, αλλά και τρωτός, μα δύσκολα ιάσιμος), δεν ενείχε όμως κανένα κίνδυνο απώλειας της ισορροπίας. Επειδή η ακροβασία ήτανε θεωρητική μόνο, γινόταν «επί χάρτου». Αφής στιγμής όμως ο Σύριζα έγινε Κυβέρνηση, η σχοινοβασία κατέστει πραγματική, όπως και οι κίνδυνοί της. Και με το πρώτο κυβερνητικό σχοινοβάτημα οι υπέρτερες ελκτικές δυνάμεις ρίξανε εύκολα την Κυβέρνηση προς τη μεριά τους. Εκείνη, δεμένη χειροπόδαρα, συνέχισε να σχοινοβατεί, χωρίς όμως να θέλει να δείξει προς στιγμή τουλάχιστο ότι είναι χειροπόδαρα δεμένη ούτε ότι, γερμένη τελείως προς τη μεριά των εταίρων, έχει χαμένη την ισορροπία της.
Ως Κυβέρνηση όμως ο Σύριζα και ασκώντας πλέον κυβερνητικό έργο έχει να επιτελέσει και μια δεύτερη ακροβασία*, τη γενική, που ισοδυναμεί με ισορροπία ανάμεσα στις θετικές νομοθετικές της πράξεις και συμπεριφορές και στις αρνητικές. Αυτή δε η ισορροπία ως ολική έχει άμεση θετική σχέση με τη δημοτικότητα μιας Κυβέρνησης και είναι πάντα η πιο κρίσιμη για την τύχη της, ενώ η πρώτη ως «μερική» δεν είναι τόσο αποφασιστικής σημασίας. Δεν αποκλείεται βέβαια να έχει και αρνητική συσχέτιση, όπως συνέβει στην προκείμενη περίπτωση, κατά την οποία, ενώ δεν επιτεύχθηκε, δεν αποτέλεσε αρχικά τουλάχιστο απειλή για τη δημοτικότητά της Κυβέρνησης. Αντίθετα αποτέλεσε και παράγοντα ενίσχυσής της.
Επισκοπώντας λοιπόν κανείς τις μέχρι τώρα ενέργειες της Κυβέρνησης βλέπει και αυτή τη δεύτερη ισορροπία πολύ διαταραγμένη, καθώς πολλά συμπτώματα αστάθειας και έλλειψης συντονισμού χαρακτηρίζουν τους βηματισμούς της. Έχεις την αίσθηση ότι λείπει η εσωτερική επικοινωνία μεταξύ των μελών της, ότι δεν υπάρχει κάποιος προγραμματισμός και μια κοινή στάση. Η απειρία, που είναι φυσικό να υπάρχει, δε δικαιολογεί τέτοιας έκτασης φαινόμενα. Εξάλλου είναι άλλο πράγμα να δείχνει η Κυβέρνηση ότι δεν έχει ενηλικιωθεί και άλλο να μωροδίζει.
Είναι ακατανόητο ή τουλάχιστο πολιτικά βλαπτικότατο να διαλαλείς ότι δεν υπόκεισαι σε εκβιασμούς και την ίδια κιόλας στιγμή να ανταποκρίνεσαι και χρονικά και ουσιαστικά στις επιταγές του τελεσιγράφου που σου επιδίδουνε.  Όπως είναι εξίσου ακατανόητο και βλαπτικότατο την αναγκαστική υποχώρησή σου ή την κατατρόπωσή σου να την παρουσιάζεις ως νίκη δική σου (Συμφωνία της 20ης Φλεβάρη). Είναι πολύ πιο έντιμη πολιτική πράξη και επωφελής η αναγνώριση των εκβιασμών και της αναγκαστικής αποδοχής τους παρά η υποκριτική αποκήρυξη και η συνακόλουθη προσπάθεια απόκρυψής τους. Ευτυχώς που τότε οι διαμαρτυρίες και οι αντιδράσεις, που δεν ήταν μόνο εσωκομματικές, έσωσαν το κύρος της Κυβέρνησης και την επαναφέρανε στην τάξη.
Δεν είναι όμως μόνο η ανειλικρίνειά της ή οι ψεύτικοι λεονταρισμοί της, όπου κατέφυγε αρχικά και απειλήθηκε αυτή η ισορροπία της.  Είναι και άλλα ελλείμματά της, όλα ελλείμματα δημοκρατικής λειτουργίας. Οι παλινωδίες της και η πολυγλωσσία της τα μεγαλύτερα, που την κάνουνε να μοιάζει με σκορποχώρι. Και, ενώ η Γερμανία (ή το κεφάλαιο) με την εμμονή της προκαλούσε ως τώρα συσπείρωση του λαού στις γραμμές της Κυβέρνησης, εκείνη με τα επάλληλα κρούσματα ασυνεννοησίας έδειχνε να θέλει να τον αποδιώξει, κινδυνεύοντας να βρεθεί στο κενό από ενδογενή παρά από εξωγενή αίτια.
Κατανοούμε την απροθυμία της να φέρει τη συμφωνία στη Βουλή για επικύρωση ή και για απλή ενημέρωση. Πώς να τη φέρει και τι να υποστηρίξει! Η υπεράσπιση μνημονίων είναι προνομιακό πεδίο αντιπαράθεσης των μνημονιακών κομμάτων που μας τα φέρανε. Διέβλεπε λοιπόν τη δύσκολη θέση της και το απέφευγε. Την ενημέρωση ωστόσο παρά την προσπάθειά της δεν κατάφερε να την αποφύγει. Την έφερε στη Βουλή. Επειδή όμως την εξέθετε, δεν την έκανε καν. Περιορίστηκε σε κάποιες ανώδυνες γενικολογίες, δείχνοντας φανερά την αμηχανία της. Τουλάχιστον όμως για το θέμα αυτό, ενημέρωσης της Βουλής, μια προηγούμενη συνεννόηση μεταξύ των κυβερνητικών αξιωματούχων θα μπορούσε να γίνει, ώστε να μη λαμβάνουν χώρα εσωκυβερνητικές αντιπαραθέσεις.
Όμως όχι μόνο ή όχι τόσο οι «επήλυδες» (Βαρουφάκης ή Πανούσης), αλλά και αυτόχθονες, αριστεροί δικοί της, δημιουργούν αυτό το πρόβλημα. Ιδίως στο θέμα των βουλευτικών αυτοκινήτων έγινε, συγγνώμη για την έκφραση, «μπάχαλο».  Ένα απλό τηλεφώνημα μεταξύ της Προέδρου της Βουλής και του Πρωθυπουργού αν μεσολαβούσε, θα αποτρεπόταν το κυβερνητικό «αλαλούμ» που σημειώθηκε και που εξέθεσε Κυβέρνηση και βουλευτές της. Αλλά η κα Κωσταντοπούλου παρά την οξυδέρκειά της και, ενώ στα περισσότερα θέματα που θίγει έχει δίκαιο, επειδή όμως φαίνεται να διακατέχεται και από κάποια εμπάθεια, συγχέει το ρόλο της Προέδρου της Βουλής με τον προσωπικό της κομματικό ρόλο, βλέποντας το βήμα του αξιώματός της ως ευκαιρία να αντιπολιτεύεται ώς και έμπρακτα, όχι μόνο με λόγια, ακόμα και τον Πρωθυπουργό της Κυβέρνησης του κόμματός της.
Ο κ. Πανούσης, όντας Υπουργός, προτιμά να επικοινωνεί με την Κυβέρνηση και να εκφράζει τις ανησυχίες του ή και αποστασιοποιήσεις του μέσω του Τύπου,  περιφρονώντας την άμεση επικοινωνία, ενώ και άλλα μέλη της Κυβέρνησης εκφράζουν συχνά προσωπικές τους απόψεις αποκλίνοντας από την κυβερνητική γραμμή και μετά αναγκάζονται να αναιρούν τον εαυτό τους χωρίς δυσκολία. Κάποιοι δε Υπουργοί της φαίνεται να μη λαμβάνουν υπόψη τους ότι η Κυβέρνηση διεξάγει διαπραγματεύσεις που θέτουν δεσμευτικούς όρους στο κυβερνητικό έργο. Εντούτοις αυτοί κάνουν δηλώσεις και προβαίνουν σε σχέδια νομοθετήσεων, που εκφράζουν τη δική τους αντίληψη για τα πράγματα, και μετά αναγκάζονται φυσικά και αυτοί να ανακρούσουν πρύμνη.
Βουλευτής του Σύριζα, βέρος αριστερός, αρνιέται να συμμορφωθεί με τη σύσταση του Πρωθυπουργού να μην κάνουν χρήση των κρατικών αυτοκινήτων οι βουλευτές του Σύριζα και δικαιολογεί με τον εξής «αριστερό» τρόπο την άρνησή του: «Η σύσταση γίνεται από αρχηγό προσωποπαγούς κόμματος και εγώ σαν γνήσιος αριστερός δεν την ακολουθώ. Η κάθε ιδιωτική εταιρία εξάλλου παραχωρεί αυτοκίνητο στους υπαλλήλους της». Για το βέρο λοιπόν αριστερό βουλευτή του Σύριζα δεν έχει σημασία αν μια πράξη είναι ή όχι αριστερή, για να την εφαρμόσει ή να μην την εφαρμόσει, αλλά αν συστήνεται από αρχηγό κόμματος που έχει προσωποπαγή χαρακτηριστικά. Και εν πάση περιπτώσει πώς ανήκει σ` ένα κόμμα που δεν τον εκφράζει ιδεολογικά και οργανωτικά και πώς δέχεται προπάντων να παίρνει τα υψηλότερα αξιώματα που αυτό δίνει; Και γιατί εξάλλου τις αντιρρήσεις του αυτές δεν τις έχει εκφράσει στα όργανα του κόμματος, ώστε να παύσει αυτό να είναι προσωποπαγές; Η εξήγηση για όλα είναι μία και προφανής: Λείπει το ιδεολογικό έρμα. Αυτός ο «αριστερός» βουλευτής βλέπει το αριστερό κόμμα όπως μια εταιρία, όπου κάθε «δούναι και λαβείν» αφορά μόνο τους δύο, επιχειρηματία και υπάλληλο.
Άλλο αξιοπαρατήρητο περιστατικό τάσεων προσωπικής επικυριαρχίας είναι η επιστολή δύο μελών της ΚΕ του Σύριζα που στέλνουν στην Αριστερά της Γερμανίας, για να της υποδείξουν τι να ψηφίσει κατά τη συζήτηση του θέματος της Ελλάδας στο γερμανικό Κοινοβούλιο.
Ακόμα και η γλώσσα που χρησιμοποιούνε στις μεταξύ τους αντιπαραθέσεις οι κυβερνητικοί ή στελέχη του Σύριζα δημιουργεί αλγεινότατη εντύπωση. Θαρρεί κανείς πως βρίσκονται σε εχθρικά πολιτικά στρατόπεδα. Είχε εκφράσει μια άποψη ο κ. Παπαδημούλης για τον τρόπο ειρτασμού της 25ης Μαρτίου και «του ` βγαλε μια γλώσσα» η κα Δούρου, λες και ο ευρωβουλευτής του Σύριζα ήτανε της Δεξιάς. Δεν έπρεπε εξάλλου η Κυβέρνηση να μελετήσει το θέμα αυτό και προγραμματισμένα αλλά και συντονισμένα να παρουσιάσει το δικό της σχέδιο εορτασμού, όταν θα είναι έτοιμη;
Δε θα αναφερθώ στις ιδιότυπες πολιτικές συμπεριφορές του κ. Γλέζου, που εδώ και δεκαετίες δείχνει σταθερότητα στην εκδήλωσή τους. Όμως δεν μπορώ να χωνέψω πώς μια συνάντηση του Πρωθυπουργού μαζί του λαμβάνει χώρα στην Ευρώπη και παρουσιάζεται αυτή ως θέμα παγκόσμιας εμβέλειας, ως γεγονός διεθνούς σημασίας. Μια εσωκομματική διαφωνία, βλακώδης θα `λεγα, και η όποια γεφύρωσή της πώς μπορούνε να παίρνουνε τέτοιες διαστάσεις που δεν τις έχουνε; Την ονόμασα βλακώδη, γιατί, αν είχε σοβαρότητα, δε θα πίστευε ο κ. Γλέζος πως τις ευθύνες, που του επιφορτίζει η χρόνια συμπόρευσή του με το Σύριζα, μπορεί με τόση ευκολία να τις αποσείει. Κι αν ήτανε πάλι σοβαρή  αυτή η διαφωνία, δε θα εκφραζότανε χωρίς και ταυτόχρονη παραίτηση από τα αξιώματα που πήρε μέσω του Σύριζα;
Τέτοιες τάσεις αυτονομημένης πολιτικής συμπεριφοράς έχουν βέβαια την αιτία τους στην κάποια ιδεολογική απροσδιοριστία που χαρακτήριζε ανέκαθεν και τον ίδιο το Σύριζα και τα προηγούμενα μορφώματά του και που είχε εκφραστεί και οργανωτικά είτε με την κατοχύρωση τάσεων στο Συνασπισμό είτε με τη νομιμοποίηση συνιστωσών στο Σύριζα. Δείχνουν όμως μια νοοτροπία εμπεδωμένη πια, πως οι εκφραστές τους θεωρούν τον εαυτό τους φορέα μοναδικής πολιτικής σοφίας και γι` αυτό η προσωπική τους άποψη θα πρέπει να αποτελεί την κυρίαρχη, είτε έχει τεθεί στον έλεγχο της διαλεκτικής σύνθεσης και έχει απορριφθεί είτε όχι. Πόση φιλαυτία βέβαια και επικίνδυνο εγωκεντρισμό, για να μην πω κάτι άλλο, υποκρύπτει αυτή η νοοτροπία δε χρειάζεται νομίζω περισσότερες εξηγήσεις.     
Αλλά το μεγαλύτερο πλήγμα που δέχθηκε η Κυβέρνηση και που δεν επουλώνεται ήταν από τον Υπουργό Οικονομικών, τον κ. Βαρουφάκη, όσο και αν ηρωποιείται τώρα είτε με το παραμεριστικό «συμμάζεμά» του, που πιστεύεται ότι έγινε εξαιτίας της «αδιαλλαξίας» του, είτε με την επίθεση που του κάνανε «αντιεξουσιαστές». Από την πρώτη πάντως στιγμή αποτέλεσε πρόβλημα για την Κυβέρνηση ο προκείμενος Υπουργός. Βέβαια ήταν αδύνατο να φανταστεί κανείς ότι το σύμβολο των αντιμνημο-νιακών οικονομολόγων, που επιλέχθηκε ως Υπουργός Οικονομικών, θα ήτανε η πιο ατυχής επιλογή, η οποία σημειωτέον και δημοκρατικά αν γινότανε, δε θα ήτανε άλλη. Γιατί δεν ήτανε πολύ ευδιάκριτα τα «ενδιάθετα» του Υπουργού**. Όμως εξαιτίας τους δεν έχουνε μόνο οι ξένοι πρόβλημα για το τι λέει ή θέλει να πει, αλλά κι εμείς: Λόγω των εκφραστικών του υπερβολών και των συναφών αντιφάσεων μαζί και της νοηματικής σύγχυσης που εμπεριέχουνε δεν μπορούμε να ξέρουμε ποιες είναι οι θέσεις της Κυβέρνησης, ποιες οι δικές του και ποιες έχει υποστηρίξει στις διάφορες διαπραγματεύσεις ή ποιες έχει διατυπώσει στις κατά καιρούς συνεντεύξεις του. Αρκεί όμως να δει κανείς με πολλή προσοχή το βίντεο που δείχνει τον Υπουργό να ανακοινώνει τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, για να βρει επαληθευμένα αυτά που υποστηρίζω.  Εκεί φαίνονται οι αντιφάσεις (πάει το μνημόνιο, είναι μνημόνιο) αλλά και η οίηση που εμφωλεύει μέσα του και που αποτυπώνεται σε κάθε έκφραση του προσώπου του ή σε κάθε του κίνηση. Για το δάχτυλο δε που σηκώνει σε ομιλία του δεν περίμενα ούτε εγώ αλλά ούτε και κανείς άλλος φαντάζομαι, τη μια να λέει ότι είναι «μοντάζ», την άλλη ότι δεν είναι, αλλά απλώς δεν αφορούσε τους Γερμανούς, και μετά να το παίρνει πίσω και αυτό.   
Αυτά λοιπόν τα συχνά μάλιστα κρούσματα παλινδρομήσεων, αυτοαναιρέσεων, αντιφατικών κινήσεων και ενεργειών συνθέτουν το πρόβλημα της δεύτερης ισορροπίας, που η απώλειά της κατά κανόνα κρίνει πολύ περισσότερο την τύχη μιας Κυβέρνησης παρά εξωτερικοί παράγοντες. Συνεπώς εκείνον που θα πρέπει να βλέπει ως κύριο εχθρό της η Κυβέρνηση και στη συγκυρία ετούτη είναι ο εαυτός της.
Η Κυβέρνηση επομένως ακροβατεί σε δύο τεντωμένα σχοινιά συγχρόνως. Η ισορροπία ωστόσο που πρέπει και επιδιώκει να πετύχει στην ουσία είναι μία, καθώς οι δύο επί μέρους ισορροπίες διαπλέκονται, έχοντας σημεία μεταξύ τους που τις αλληλοκαθορίζουν. Και, ενώ πριν η απώλεια της πρώτης ισορροπίας επέδρασε ακόμα και θετικά στη διατήρηση και της δεύτερης, γιατί «κρατούσε» καλά στις πλάτες της την Κυβέρνηση η Γερμανία και την έφερνε ξανά σε όρθια στάση, με τη διατάραξη όμως και της δεύτερης η απώλεια της πρώτης αποβαίνει τώρα η κύρια απειλή της. Όχι μόνο, επειδή, κλονισμένη η δεύτερη, δεν είναι πια σε θέση να αναπληρώνει την απώλεια της πρώτης, αλλά προπάντων επειδή όσο η διάρκεια των διαπραγματεύσεων παρατείνεται τόσο περισσότερο η Κυβέρνηση εμφανίζει τα συμπτώματα της απώλειας της πρώτης ισορροπίας. Δεν μπορεί ούτε καν να νομοθετήσει. Εξαιτίας της Συμφωνίας του Φλεβάρη βρίσκεται σε κενό απραξίας, το κυβερνητικό της έργο τελεί υπό αίρεση ή και ματαίωση, όπως και η παροχή της δόσης. Υποκύψανε μεν υπογράφοντας, αλλά δεν πήρανε την ανταμοιβή τους για την υπόκυψη, το αντίτιμό τους. Και πνίγεται από ασφυξία ρευστού τώρα η Κυβέρνηση. Πόσο μπορεί να αντέξει! Ο χρόνος σε συνθήκες τέτοιας ασφυξίας ροκανίζει αποφασιστικά τη λαϊκή στήριξη και αυτό σημαίνει ότι από δω και μπρος αρχίζει να τελειώνει και η εύνοια της Ιστορίας.  
Η παράταση λοιπόν των διαπραγματεύσεων και η εξανέμιση των ελπίδων για υποχώρηση των εταίρων, η επιδείνωση παράλληλα της οικονομίας της χώρας που συντελείται μέρα με την ημέρα απειλούν τώρα αμεσότερα την «ορθοστασία» της Κυβέρνησης και η τύχη της στην τωρινή συγκυρία εξαρτάται πλέον από τους εξωτερικούς παράγοντες, οι οποίοι επιπρόσθετα ενισχύουν στο έπακρο και τα ενδογενή αίτια απειλής της «εσωτερικής» της ισορροπίας. Και δεν είναι τόσο η εσφαλμένη εκτίμησή της ότι θα μπορέσει να διεμβολίσει την ταξικά δομημένη ευρωπαϊκή οντότητα, που κατέστησε κυρίαρχη πλέον την πρώτη ισορροπία, όσο η υποτίμηση που έδειξε απέναντι στην αξία της δημοκρατίας,. Φαίνεται ότι η Κυβέρνηση προέκρινε άλλες αξίες και αυτές θέλησε να υπηρετήσει πρωταρχικά, αξίες που την υπονομεύσανε όμως και την καταστήσανε ετερόνομη, ετεροκίνητη, Η δυνατότητα καθορισμού της με δική της ευθύνη μετακυλήθηκε στους εταίρους και αυτό ισοδυναμεί με απάρνηση της αυτοδυναμίας της και της δικής της δυνατότητας αυτοκαθορισμού της. Έτσι η Κυβέρνηση με την απόκλισή της από τη Δημοκρατία κατέστησε τον εαυτό της έρμαιο των διαθέσεων των εταίρων.
Η ευθύνη φυσικά βαρύνει κύρια τον Πρωθυπουργό, που αδιαμφισβήτητα διαθέτει ηγετικά προσόντα και είναι σε θέση να κρίνει με ποιες πολιτικές ενέργειες θα βγει από την πολιτική σκηνή ο ίδιος αλλά και η Αριστερά τιμημένοι και με ποιες ντροπιασμένοι. Από έναν πολιτικό αυτού του μεγέθους, που τόσο επίπονα εξασφάλισε πρωτοφανή λαϊκή στήριξη, ο καθένας περίμενε να ξέρει τι δεν πρέπει να κάνει για να μην τη χάσει. Και προσωπικά περίμενα επίσης ότι το κεφάλι της δημοκρατίας θα το προσφέρει στους «εταίρους» για σύνθλιψη τελευταίο. Ήτανε πεποίθησή μου ότι θα αγωνιστεί μέχρις εσχάτων, ώστε αυτό να μην πέσει στα πόδια τους πρώτο, για να έχει πάντα την αυτονομία της η Κυβέρνηση και ο λαός. Κάτι τέτοιο όμως δε συνέβει. Και ετερόνομη καθώς έγινε η Κυβέρνηση, αδυνατεί να νομοθετήσει και να εφαρμόσει το δικό της πρόγραμμα, που πίστευε και πιστεύαμε πως θα μας έβγαζε από την κρίση. Το αποτέλεσμα διαγράφεται πλέον οδυνηρό: Όταν ξαναθελήσει η Κυβέρνηση – και θα το κάνει θέλει δε θέλει, γιατί οι διαπραγματεύσεις θα προσκρούσουν στην επιβεβλημένη ταξικά στάση των εταίρων - να υποβάλει και πάλι στην έγκριση του λαού τις εγκαταλειμμένες θέσεις της, θα είναι πια αργά. Δε θα τον έχει με το μέρος της, για να τις επικυρώσει, τη στιγμή που η ίδια προηγουμένως, προκειμένου να πετύχει τον πολυπόθητο συμβιβασμό, τις ακύρωσε πρώτη και τις παραγκώνισε.   

* Ολική ή γενική θα μπορούσαμε να πούμε αυτή τη δεύτερη και την πρώτη μερική. Επειδή όμως η αποφασιστικότητα και των δύο είναι εξίσου κρίσιμη, προτιμώ τις ονομασίες που τους δίνει η χρονική τους σειρά.  
** Για να μη νομιστεί πως «ξυλεύομαι πεσούσης της δρυός», γνωστοποιώ τις έγκαιρα θα `λεγα εκφρασμένες κρίσεις μου για το πρόσωπό του, που ομολογώ ότι ποτέ δε μου ενέπνεε εμπιστοσύνη. Δυο τρεις φορές τον άκουσα όλο κι όλο, αφότου μπήκαν τα μνημόνια στη ζωή μας, και ήτανε αρκετές να μη θέλω να τον ξανακούσω. Όταν μάλιστα έγινε Υπουργός και άρχισε να κάνει δηλώσεις εδώ κι εκεί αναιρώντας διακηρύξεις της Κυβέρνησης, αμέσως πήρα θέση κριτική απέναντί του εκφράζοντας ανησυχία για την ατυχέστατη αυτή επιλογή της Κυβέρνησης. Αρχικά προφορικά σε ολομέλεια της οργάνωσης, Παρασκευή 13. 2. 15, εξέθεσα αυτή την ανησυχία μου, και γραπτά μετά, την Τρίτη 17. 2. 15, τη διατύπωσα σε διαδικτυακή συνομιλία που είχαμε μεταξύ μας κάποιοι σύντροφοι, όπως και μεταγενέστερα στο πρώτο μετεκλογικό μου κείμενο που ανάρτησα.
Στις 17. 2. 15 έγραφα: «… τα δύο αυτά λάθη» (της δήλωσης ανυπαρξίας αιτήματος εκ μέρους μας για διαγραφή μέρους του χρέους και της ποιοτικής ποσόστωσης του μνημονίου σε 70% και 30% - δεν είχε κάνει ακόμα ο κ. Βαρουφάκης την τρίτη δήλωση για τη βιωσιμότητα του χρέους) «τα αποδίδω στο Βαρουφάκη πάλι αυθαίρετα με βάση την εικόνα που μου δίνει η ιδιοσυγκρασία του… Πάντα συναρτώ τα λεγόμενα κάποιου, δεν ξέρω αν μπορώ να πω και τις ενέργειές του, με το κέντρο της πηγής τους, την προσωπικότητα αυτού που τα εκφέρει, στο βαθμό που την έχω «συναρμολογημένη». Θεωρώ ότι εύκολα ολισθαίνουν σε λάθη άνθρωποι που θέλουν να εντυπωσιάζουν, και είναι εντυπωσιαστικός, όχι εντυπωσιακός, σφόδρα ο Βαρουφάκης, συνέχεια με εξυπνάδες διανθίζει το λόγο του. Το δε υπουργιλίκι τού `βαλε αέρα στα πανιά των διαθέσεών του να λέει εξυπνάδες και νομίζει ότι τον βάλανε σ` αυτή τη θέση, για να «κάνει το κομμάτι του»…Επίσης ολισθαίνουν σε αντιφάσεις οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν απόλυτο λόγο, εκφράσεις ακραίες, μεταφορικές συνήθως, ποιητικές που λέμε, οι αμετροεπείς, όχι οι ακριβολόγοι, οι χρήστες του αυστηρού και έγκυρου επιστημονικού λόγου. Στην περίπτωση δε του Βαρουφάκη υπάρχει και σύγχυση, εννοιολογική είναι, εκφραστική είναι; δεν ξέρω, πάντως υπάρχει σύγχυση νοηματική. Διαβάζεις Παναγιώτου, που δεν είναι δικός μας, και χαίρεσαι να τον διαβάζεις για την ακρίβεια και ευκρίνεια των όσων λέει. Το ίδιο, όχι τόσο, και όταν διαβάζεις Λαπαβίτσα. Το Βαρουφάκη δεν μπορείς να τον διαβάσεις παρά μόνο με πολλή υπομονή και μεγάλη προσπάθεια διερεύνησης του περιεχομένου του».
Και συνέχιζα: «Προσωπικά, έστω και αν η ευθύνη είναι συλλογική, δε θέλω να μιλάω για αυτοαναίρεση της Κυβέρνησης, αλλά για αναίρεσή της από τον Υπουργό της και μόνο. Επίσης δε θέλω να αποδώσω αυτή την αναίρεση της Κυβέρνησης από τον Υπουργό της σε ανάλογη πρόθεσή του, αλλά στην ιδιοσυστασία του. Ξέρω, θα εκνευρίσω πολλούς που εισάγω μια νέα παράμετρο στην εξήγηση πολιτικών γεγονότων, αλλά δεν μπορώ πουθενά αλλού να το αποδώσω αυτό, και δεύτερο είναι επαρκής ολική συνθήκη η ιδιοσυστασία που έλεγα για την εξήγηση αυτού φαινομένου».