"Λέξω προς αιθέρα"

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΠΕΝΙΧΡΟΤΑΤΟ. ΓΙΑΤΙ;



Α. Θετικά - αρνητικά
- Σύμφωνα με το κείμενο της συμφωνίας το μνημόνιο παραμένει, ανανεωμένο βέβαια και με κάπως διαφορετικό περιεχόμενο. Πάντως ούτε σχίστηκε ούτε καταργήθηκε. Άλλαξε απλά η σελίδα του.
- Ο καθορισμός της λίστας των νόμων που θα θεσπίζει τώρα η ελληνική Κυβέρνηση θα γίνεται από την ίδια, όχι από τους εταίρους, και μετά θα υποβάλλεται σ` αυτούς για έγκριση, ενώ πριν ο αρχικός καθορισμός της λίστας γινόταν από εκείνους και εμείς μετά τη νομοθετούσαμε. Στην ουσία νομοθετούν πάλι εκείνοι, αλλά προηγούμαστε εμείς στην επιλογή των νομοσχεδίων και έτσι που γίνεται τώρα ενδεχομένως να «χωρέσει» και κάτι δικό μας, για να περάσει.
- Επεκτείνεται η έννοια των μονομερών ενεργειών σε κάθε είδος νομοσχέδιου και η επέκταση αυτή αναγνωρίζεται από την Κυβέρνηση με αναδρομική μάλιστα ισχύ, γι` αυτό παραπέμπει εσπευσμένα προς έγκριση ακόμα και νομοσχέδια που είχε εξαγγείλει ότι θα ψηφιζόταν την προπροηγούμενη βδομάδα και μετά τα ανέβαλε για την προηγούμενη και τώρα για μετά την έγκριση.
- Αποφεύχθηκε να αποδεσμεύεται η ανάπτυξη από ένα ορισμένο ποσοστό του πρωτογενούς πλεονάσματος και πάνω. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στην ελληνική Κυβέρνηση ανεξάρτητα από το ύψος του να διαθέτει μέρος του για ανάπτυξη, ενώ αποκλείστηκε και η λήψη νέων μέτρων λιτότητας, που είχανε ήδη προγραμματιστεί.
- Η τρόικα ως σύμβολο της επιστασίας μας έχει εκλείψει, χωρίς όμως να έχει εκλείψει και η ουσία της, η άσκηση εποπτείας. Θα είναι οι θεσμοί τώρα, ανώτερα, ομότιμα όργανα, που θα την ασκούν. Είναι μια μικρή πρόοδος. Πάντως η κατάργησή της ήτανε απαίτησή μας, την οποία τελικά αναγκάστηκαν να δεχθούν οι εταίροι.
Αξιολογώντας κανείς αυτό το αποτέλεσμα βρίσκει πως είναι εντελώς ασύμμετρο σε σχέση με τις προσπάθειες που γίνανε, με τη δυναμική που αναπτύχθηκε και με την αναστάτωση που προκλήθηκε πανευρωπαϊκά αλλά και παγκόσμια, αλλά και σε σχέση με τις προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν. Σχεδόν η έκταση της ωφελιμότητάς του δεν ξεπερνά κατά πολύ την προηγούμενη κατάσταση. Ερχόμαστε στα ίδια περίπου και μπορεί να γίνει λόγος για ήττα της Κυβέρνησης, ακόμα και για συντριβή της. Αυτό το βλέπει κανείς και στον τρόπο που οι εκπρόσωποι του Ευρωπαϊκού Υπουργικού Συμβουλίου παρουσιάσανε τη συντριβή μας αυτή, ώστε να μην πολυφαίνεται. Ήτανε πολύ επιφυλακτικοί στην ανακοίνωση της συμφωνίας, διστάζανε να εκφέρουν τις λέξεις, κομπιάζανε, σε αντίθεση με το δικό μας Υπουργό, που, ενώ ήτανε ο ηττημένος, από την αρχή εμφανίστηκε με ανοιγμένο τον κρουνό της θριαμβολογίας.

Β. Αίτια
Ποια τα αίτια όμως, που, ενώ φαινόταν ότι θα έχει επιτυχία η Ελληνική Κυβέρνηση, τελικά δεν τα κατάφερε;
Το πρώτο που αμέσως αμέσως του `ρχεται να πει κάποιος είναι η αντικειμενική ανυπαρξία περισσότερων δυνατοτήτων και αυτό επειδή η Γερμανία στάθηκε τελείως άκαμπτη. Πράγματι, αντίθετα απ` ό, τι φαινόταν στην αρχή, εξαιτίας του πολιτικού κινδύνου, που εκπροσωπούσε γι` αυτούς ο Σύριζα, έγινε σύμπηξη μιας συμμαχίας μεταξύ τους με πυρήνα τη Γερμανία για ανυποχώρητη αντίσταση απέναντι στο ελληνικό αίτημα. Η αντίστασή τους πήρε τη μορφή ενιαίας γροθιάς και δείχνανε ότι ήτανε αποφασισμένοι να τη χρησιμοποιήσουν.
Το δεύτερο είναι ότι η Κυβέρνηση δεν πίεσε ως το έπακρο τις καταστάσεις, επειδή φοβόταν το ενδεχόμενο εξόδου μας από την Ευρώπη. Πράγματι, επειδή δεν ήθελε να ρισκάρει κάτι τέτοιο, επειδή πίστευε ότι οι δηλώσεις πίστης στην παραμονή ήτανε πιο ισχυρό όπλο, ούτε το λαό προετοίμασε σχετικά ούτε ήταν η ίδια αποφασισμένη να παίξει αυτό το χαρτί, που ήταν το ισχυρότερο, με αποτέλεσμα να μην εξαντλήσει όλα τα περιθώρια πίεσης. Κι ενώ εξαρχής φαινότανε ότι ο ταξικός της εχθρός μόνο με την απειλή μιας τέτοιας αναταραχής θα μπορούσε ίσως να υποχωρήσει, δεν τη χρησιμοποίησε καν, παρόλο που οι αντίπαλοί της τη χρησιμοποιήσανε, αφήνοντάς την συνέχεια να υφέρπει ως απειλή.
Ερχόμαστε στο τρίτο, ότι γίνανε λάθη και από τη μεριά της ελληνικής Κυβέρνησης, αίτιο που αποφεύγεται παντελώς να θιγεί. Επειδή η Κυβέρνηση απολαμβάνει μια άνευ προηγουμένου δημοφιλία, ως εκ τούτου δεν υπάρχει από κανέναν η διάθεση επίκρισής της ή τραυματισμού αυτής της σχέσης της με το λαό και δε γίνεται κανένας λόγος για διάπραξη λαθών εκ μέρους της. Ωστόσο θα μπορούσε να προβληθεί η πολύ ευλογοφανής επίκριση ότι η Κυβέρνηση καλλιέργησε υπερβολικές προσδοκίες. Μια τέτοια όμως επίκριση δεν έχει υπόσταση, πιστεύω. Το δίκαιο δεν μπορεί, δεν πρέπει να προβάλλεται μισό, μισοεκφρασμένο; Ή θα εκφράζεται ακέραιο ή καθόλου. Μεσοβέζικες διατυπώσεις και διεκδικήσεις δεν έχει. Αν επίσης δεν καλλιεργούσε τις «υπερβολικές» αλλά δίκαιες προσδοκίες η Κυβέρνηση, πώς θα είχε το λαό σύσσωμο στο πλευρό της; Πώς θα προσφερόταν εξάλλου ολοκληρωμένη λύση στο πρόβλημα; Πώς τέλος θα έπαιρνε αυτό τις διαστάσεις που είχε από τη φύση του, τις ευρωπαϊκές και παγκόσμιες;.
Εκείνο όμως που πράγματι δεν αποτολμάται να θιγεί καθόλου, δε διανοείται κανείς να το αναφέρει είναι ότι διαπράχθηκαν πραγματικά, σοβαρά, θανάσιμα λάθη από την Κυβέρνηση κατά τη διαπραγματευτική της πορεία. Εγκαταλείφθηκαν, όχι με τις υποχωρήσεις αλλά με σχετικές δηλώσεις, θεμελιακές θέσεις της Κυβέρνησης. Είναι άλλο πράγμα να προβαίνεις σε υποχωρήσεις, υπογράφοντας εκβιασμένος κάτι αντίθετο από αυτό που πιστεύεις και άλλο πράγμα να λες το ψέμα ότι αυτό δεν το πίστευες ή αυτό που πίστευες δεν ήτανε σωστό. Τότε εγκαταλείπεις δια παντός τις θέσεις σου, όταν λες πως εγώ δεν ήμουνα ποτέ εκεί σ` αυτές τις θέσεις, για να δείξεις ότι υποχώρησες. Τότε δεν υπάρχει απλώς μια αναγκαστική και εκβιασμένη υποχώρηση, αλλά εξυπαρχής προσχώρηση πλήρης στις θέσεις του αντιπάλου σου. Χωρίς λοιπόν να υπάρχει κανένας απολύτως λόγος, απ` ό, τι κρίνω, ο Υπουργός Οικονομικών αναίρεσε ιδεολογικά την Κυβέρνηση και προσήλθε στις διαπραγματεύσεις χωρίς τον ιδεολογικό της οπλισμό. Η Κυβέρνηση ανέκαθεν, προεκλογικά και μετεκλογικά με τις προγραμματικές της δηλώσεις, αντιτασσόταν στο μνημόνιο, διότι το χρέος που μας επισώρευσε αυτό δεν ήταν βιώσιμο και συνεπώς δεν παρείχε καμιά δυνατότητα αποπληρωμής του. Άρα έπρεπε μέρος του να διαγραφεί ή να υπάρξει ένα διάστημα παγώματος της αποπληρωμής του. Ήταν θεμελιακή θέση αυτή του Σύριζα και της Κυβέρνησης. Δεύτερη θεμελιακή θέση τους ήτανε ότι το μνημόνιο, 1ο ή και 2ο δεν έχει τόση σημασία, υπήρξε η καταστροφή μας και έπρεπε γι` αυτό να εκλείψει, να εξαφανιστεί. Και τρίτη ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο. Και όμως ο Υπουργός αυτές τις τρεις βασικές θέσεις της Κυβέρνησης τις αναίρεσε όλες, διαψεύδοντάς την. Για ανεξήγητους εντελώς λόγους, πριν καλά καλά ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις, διακηρύσσει ο κ. Βαροτυφάκης ότι δε ζητούμε διαγραφή μέρους του χρέους, στη συνέχεια δηλώνει ότι το μνημόνιο είναι καλό, μόνο κατά 30% υπάρχει για μας πρόβλημα, και στην τελική φάση των διαπραγματεύσεων αποφαίνεται πως το χρέος είναι βιώσιμο. Και, ενώ τέτοιες δηλώσεις είναι αναίρεση των βασικών θέσεων της Κυβέρνησης και ενώ ναρκοθετούν και μακροπρόθεσμα τις διαπραγματεύσεις της, η Κυβέρνηση δεν κάνει καμιά διάψευση. Τις αφήνει να ισχύουν, ωσάν να είναι και δικές της θέσεις, άρα ωσάν η ίδια να αυτοαναιρείται και να ναρκοθετεί τις διαπραγματεύσεις. Όταν όμως εσύ ο ίδιος δικαιώνεις τον αντίπαλό σου, πώς είναι δυνατό να σου αναγνωρίσει το δίκαιό σου, το οποίο ακόμα κι εσύ με δική σου ρητή ομολογία δεν αναγνωρίζεις; Μήπως λοιπόν σ` αυτή της την αυτοαναίρεση βρίσκεται κάποια αιτία της αποτυχίας των διαπραγματεύσεων;

Γ. Προοπτική
Όμως παρόλα αυτά, συνολικά αν ιδωθεί  το αποτέλεσμα, έτσι όπως είναι οργανικά δεμένο με τα προγενέστερα γεγονότα που το κυοφόρησαν και με τα μεταγενέστερα που δυνητικά έχει κυοφορημένα, όχι μεμονωμένα, το αποτέλεσμα αυτό δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο, δεν είναι σε καμιά περίπτωση αρνητικό. Μόνο αν ειδωθεί περιχαρακωμένο στα δικά του σημαίνοντα και απομονωμένο από τα γενεσιουργά του αίτια αλλά και από τα αποτελέσματα που θα επιγεννήσει, τότε μπορεί να κάνει κανείς λόγο για ταπεινωτική ήττα της Κυβέρνησης. Όμως την ιδεολογική προοπτική που διανοίγει ένας αγώνας πρέπει να λαμβάνουμε πολύ υπόψη μας στις αξιολογήσεις, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς. Στην περίπτωση τούτη τα ιδεολογικά κέρδη, που προκύπτουν από αυτό τον αγώνα και που έχουν πάντα μακροπρόθεσμη προοπτική, είναι πολύ πιο σημαντικά, ας είναι αδιόρατα. Η πρόσδοση πανευρωπαϊκής διάστασης στο πρόβλημα και η προοπτική να αντιμετωπιστεί ως κοινό ευρωπαϊκό έφερε γενικότερες αναταράξεις ιδεολογικού χαρακτήρα όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και σε όλη την υφήλιο. Η στάση της Ελλάδας να θέλει να έχει το πρόβλημά της ευρωπαϊκό αλλά και παγκόσμιο προσανατολισμό επικράτησε. Η πίεσή της σε ευρωπαϊκό πλαίσιο προκάλεσε ορατή ρωγμή ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στο Συμβούλιο Υπουργών στην αρχή, ανεξάρτητα από το εάν η Γερμανία μετά επέβαλε τη δική της θέληση. Το ίδιο παρατηρήθηκε και στο δεύτερο Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών, όπου η Γερμανία αποτελούσε ξεχωριστή πτέρυγα από τους υπόλοιπους. Αυτό ήτανε και μια φανερή απομόνωση της Γερμανίας, έστω κι αν επέβαλε τελικά το δικό της σχέδιο και πάλι. Το «απροσάρμοστο» πάντως της ΕΕ έπαυσε να είναι η Ελλάδα με τις «ιδεολογικές ανεδαφικότητές» της και κατέστη η Γερμανία. Μπορεί να επέβαλε τη θέλησή της, ωστόσο υπέστη βαρύ πλήγμα από αυτό και είναι πολύ αμφίβολο αν στο μέλλον θα ξαναμπορεί να επιβάλλει τη θέλησή της. Αλλά και μια κάποια μεταστροφή σημειώθηκε στην πλειοψηφία των μελών του Συμβουλίου υπέρ της Ελλάδας, ενώ στο πρώτο Συμβούλιο ήταν σχεδόν συμπαγής η ενότητά τους.  
Επομένως, αν η συντριβή της Ελληνικής Κυβέρνησης συνιστά πράγματι απώλεια μιας μάχης, δε συνιστά καθόλου απώλεια του πολέμου, που τώρα άρχισε. Μπορεί και στην ήττα της αυτή να κυοφορείται μακροπρόθεσμα η νίκη. Αυτό εξαρτάται από τους όρους κάτω από τους οποίους θα διεξαχθούν οι επόμενες μάχες και από τον τρόπο προπάντων διαχείρισης της απώλειας της πρώτης μάχης. Αν η Κυβέρνηση δεν πει τα πράγματα όπως είναι και δεν πνίξει κάθε ψεύτικη διάθεση θριαμβολογίας, έχει χάσει και τον πόλεμο. Γρήγορα θα αρχίσει το τεράστιο λαϊκό ρεύμα που τη στηρίζει να στρέφεται μαζικά αλλού. Πάντα το έλεγα: Η Αριστερά ευθύνεται για την άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων ή κινημάτων, όχι η Δεξιά. Αν όμως μιλήσει τη γλώσσα της εντιμότητας, ο λαός δε θα την απαρνηθεί. Αλλά φοβάμαι ότι τα πρώτα δείγματα των συμπεριφορών της την τοποθετούνε περισσότερο στον πρώτο τρόπο διαχείρισης της ήττας.   
Η Ελληνική Κυβέρνηση λοιπόν ανέλαβε να διεξαγάγει έναν τίμιο αγώνα. Έχασε την πρώτη μάχη. Ο αγώνας, εφόσον έχει το λαό με το μέρος της αλλά και τους άλλους λαούς της Ευρώπης και αυτό είναι στο δικό της χέρι, ο αγώνας αυτός τώρα συνεχίζεται. 



ΥΓ. Επειδή θα επιστρέψω στoν Όμηρο, στην εντατική μου ενασχόληση – κάτι ετοιμάζω γι` αυτόν - αραιά θα επεμβαίνω με αναρτήσεις μου στην επικαιρότητα. Όσοι αναγνώστες μου θέλουν να τους ενημερώνω, μπορούν να μου δώσουνε την ηλεκτρονική τους διεύθυνση. Η δική μου είναι: aletziolas@yahoo.gr
 

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

Ο ΣΥΡΙΖΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ



Θα φανεί αντάξιός της;

Ενώ ο Σύριζα εκφράζει θέληση της Ιστορίας και με την ιδιότητα αυτή βρίσκεται τώρα ενώπιόν της, παρόλα αυτά η εκδηλωμένη κοινωνική εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του δεν είχε καν πλειοψηφικό εύρος, κάτι που του στέρησε ακόμα και την εύκολα εφικτή πλαστή αυτοδυναμία. Γιατί άραγε; Κι ενώ ο Σύριζα επίσης είναι ένα νεοπαγές στην ουσία κόμμα και αριστερό, κατόρθωσε να πάρει υψηλότατο ποσοστό και αποτελεί τώρα Κυβέρνηση της χώρας, αλλά και Υποκείμενο της Ιστορίας. Πώς έγινε αυτό;
Ο Σύριζα είναι ένα αριστερό κόμμα και αυτό έχει ως συνέπεια να είναι περιορισμένη η εμβέλεια της επιρροής του για πολλούς λόγους: Το οικονομικό μοντέλο, που εφάρμοσε η Αριστερά για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, έτσι που το εφάρμοσε, κατέρρευσε με γδούπο. Η κοινωνία στην οποία απευθύνεται το κόμμα αυτό άγγιξε την ευημερία χάρη στο αντιθετικό του πολίτευμα, στον καπιταλισμό, και έχει λόγους να μη διάκειται φιλικά μαζί του. Το ίδιο κόμμα πάλι προέρχεται από τον πολυδιασπασμένο επί πολλές δεκαετίες χώρο της Αριστεράς και με άλλες ονομασίες τότε μόλις και μετά βίας έπαιρνε τα ποσοστά που απαιτούνταν για να είναι στη Βουλή. Αποτελούνταν και από συνιστώσες, που, ενώ δεν είχαν καμιά άξια λόγου ιδιαίτερη ιδεολογική απόκλιση ούτε κάποια απήχηση στην κοινωνία – τι είναι ο κάβουρας τι είναι το ζουμί του! – εμποδίζανε όμως τις συνθέσεις και τη μετεξέλιξη αυτού του ιδιότυπου πολιτικού μορφώματος σε έναν ενιαίο κομματικό φορέα. Τελικά αυτό συντελέστηκε, έστω και ελλειπτικά, πάντως πολύ οργά, εντελώς πρόσφατα και ενώ η κρίση μεσουρανούσε στην κοινωνική ζωή της χώρας. Στην ουσία πρόκειται επομένως για ένα νεοσύστατο κόμμα. Όμως και η πολιτική που διακήρυττε φάνταζε ουτοπική, περιείχε τη φιλοδοξία στη δεύτερη ανά τον κόσμο πολυεθνική, άρα και σε πολλά πόδια στηριγμένη, μητρόπολη του καπιταλισμού να προκαλέσει αλλαγές στο οικονομικοπολιτικό της σύστημα, εισάγοντας δικαιότερες δομές. Μια τόσο ουτοπική επιδίωξη έμοιαζε όχι μόνο με αεροβασία αλλά και με ιδεολογικό εκτροχιασμό. Πώς είναι δυνατόν δρώντας κανείς μέσα στο πλαίσιο του πανίσχυρου αυτού συστήματος να ασκήσει την οποιαδήποτε ανατρεπτική του πολιτική; (Η γνωστή θέση του ΚΚΕ). Αποτέλεσμα πάντως της υποστήριξης μιας τέτοιας πολιτικής ήτανε να εξαναγκάζεται ο Σύριζα να ακροβατεί, από τη μια να ασκεί δριμύτατη κριτική στην ΕΕ και από την άλλη να δηλώνει πίστη στο μόρφωμά της, διαβεβαιώνοντας και για την παραμονή μας σ` αυτό.  Ανάλογη πολιτική συμπεριφορά εκδήλωνε και η ελληνική κοινωνία, που ακροβατούσε κι εκείνη ανάμεσα στην προσέγγισή της προς το Σύριζα και στην αποστασιοποίησή της, ας ένιωθε ισχυρή την πίεση να πάει προς το μέρος του, επειδή το δράμα που ζούσε, της κρίσης και της αυτοπαραίτησής της, ήτανε βαρύ και έκλεινε κάθε προοπτική στη ζωή της.
Από την άλλη όμως, ας μην πληρούσε ο αριστερός Σύριζα τους απαιτούμενους όρους για την άνοδό του στην εξουσία, επειδή όμως μόνο ένα αριστερό κόμμα θα μπορούσε να εγγυηθεί τη λύτρωση της ελληνικής κοινωνίας από την ταξική καταδυνάστευση, του έδωσε τελικά την απαιτούμενη πλειοψηφία και πήρε την τύχη της στα χέρια του. Καταλύτης σ` αυτό υπήρξε η ηγετική φυσιογνωμία του νεαρού προέδρου του κόμματος Αλέξη Τσίπρα. Αν αποδώσει κανείς το μεγαλύτερο μέρος της επιτυχίας αυτής στη χαρισματική προσωπικότητα του αρχηγού, νομίζω δε θα έκαμνε λάθος. Δυστυχώς αυτό αποτελεί κανόνα στην πρόσφατη πολιτική μας ιστορία· όσες φορές η αντιπολίτευση έγινε Κυβέρνηση στη χώρα ετούτη έγινε χάρη στις ικανότητες του ηγέτη της. Γιατί η Αριστερά, η οποία θα μπορούσε ως ενιαίο κόμμα συγκροτημένο και σταθερά προσανατολισμένο να διεκδικήσει εξουσία, αρχικά τελούσε υπό διωγμό, μετέπειτα διασπάστηκε και η διάσπασή της της απέκλειε μια τέτοια δυνατότητα. Πάντως, αν δεν ήτανε διασπασμένη και εξουσία να μην έπαιρνε, πάλι θα μπορούσε ν` αποτρέψει την έλευση της κρίσης και τη δυστυχία που αυτή συνεπέφερε. Έχει επομένως μεγάλη ευθύνη για την αδυναμία της να τα αποτρέψει.  
Τώρα όμως ο Σύριζα, ένα αριστερό κόμμα, βρίσκεται στην Κυβέρνηση και ως Κυβέρνηση δεν έχει απλώς την ευθύνη να ασκήσει κυβερνητικό έργο, αλλά προπάντων να ανατρέψει καταστάσεις πολύ βλαπτικές για την ελληνική κοινωνία, αυτές που προκάλεσαν η κρίση και οι ως τώρα πολιτικές αντιμετώπισής της. Μια τέτοια όμως ανατροπή τον φέρνει σε σύγκρουση με την ΕΕ, που όχι μόνο αρνείται να δει το ελληνικό πρόβλημα ως γενικό αλλά και επιμένει στην εφαρμογή της δικής της καταστροφικής για τη χώρα μας πολιτικής.
Από τις πρώτες επαφές που είχε η νέα Κυβέρνησή μας με τους Ευρωπαίους εταίρους διαφάνηκε καθαρά η πρόθεσή τους: Θέλουν το νεαρό Έλληνα επαναστάτη, που, έχοντας με το μέρος του τον ελληνικό λαό, επιχειρεί να προκαλέσει αναστάτωση σε όλη την Ευρώπη, να τον εξουδετερώσουν και θα μπορέσουν να τον εξουδετερώσουν μόνο ταπεινώνοντάς τον και, για να τον ταπεινώσουν, θα πρέπει να συνθλίψουνε προηγουμένως κεφάλια. Πρώτο το κεφάλι της Δημοκρατίας, που του έχουνε ήδη προκαλέσει διάσειση με τα επάλληλα χτυπήματά τους, γιατί τους εμποδίζει να είναι δυνάστες μας. Δεύτερο κεφάλι που θα πρέπει να συνθλίψουνε είναι του λαού που γέννησε αυτό τον αναιδή ηγέτη. Και ήδη άρχισαν τη συνθλιβή του κιόλας, βάζοντας την Τράπεζά τους να παίρνει μέτρα εναντίον μας. Έτσι μετά, και το ωραίο κεφάλι αυτού του σημερινού ζωντανού κούρου, το γεμάτο όραμα και αρετές ηγέτη, θα πέσει και αυτό, για να το συνθλίψουνε μαζί με τ` άλλα, σαν οχιάς κεφάλια ποδοπατώντας τα με την μπότα τους του κατακτητή, οι χώρες, που, γαλουχημένες από μας, συνεισφέρανε στην παγκόσμια Ιστορία το Διαφωτισμό, τη Γαλλική Επανάσταση και τη Δημοκρατία. Και είναι πράγματι έτσι. Όμως αυτό που ενσαρκώνουν σήμερα αυτές οι χώρες δεν είναι Δημοκρατία. Είναι πυραμίδα βαθμιδωτής υποτέλειας, ανάγλυφη διαστρωμάτωση της χαμέρπειας, ιεράρχηση διαβαθμισμένης κτηνωδίας. Στη «δημοκρατία» τους πέντε ισχυροί της γης χορεύουν στο ταψί λαούς και πολιτικούς μαζί σε Ευρώπη, Αμερική και σ` όλο τον κόσμο. Τζογάρουνε αυτοί οι πέντε της γης και ο τζόγος τους κρίνει τις τύχες έξι δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τη δημοκρατία των προγόνων μας; Η δική μας δημοκρατία, που τάχα λένε ότι έχουνε, δεν επέτρεπε ποτέ σε πολίτη να έχει περισσότερη δύναμη από ό, τι η «πόλις». Δεν άφηνε κανένα τέτοιο περιθώριο. Κι αν διέβλεπε σε κάποιον να έχει τέτοιες διαθέσεις, τον εξοστράκιζε προκαταβολικά, ώστε οι πολίτες να είναι υποταγμένοι μόνο στην Εκκλησία του Δήμου, σε συλλογική βούληση, όχι στη διάθεση του ενός ή του άλλου.
Και μόλις δείξανε αυτές τις προθέσεις τους οι εταίροι μας, ο λαός εξαγριώθηκε. Και, καθώς το θέμα τώρα έγινε εκτός από ταξικό και εθνικό, πολύ περισσότερες λαϊκές δυνάμεις δείχνουν αποφασισμένες να στηρίζουν την αριστερή Κυβέρνηση Σύριζα. Είναι σπάνιο στην Ιστορία να αυξάνει τα ποσοστά λαϊκής στήριξης μετεκλογικά μια Κυβέρνηση. Είναι όμως και οιωνός νίκης της Κυβέρνησης, αν θελήσει να έρθει σε ρήξη.  
Κανείς δε λέει ότι αυτό που επιχειρεί ο Σύριζα είναι κάτι εύκολο. Όμως αυτό πρέπει να γίνει. Δεν έχουμε άλλη επιλογή. Είναι ανάγκη της κοινωνίας μας. Είναι ανάγκη και των άλλων κοινωνιών, ανάγκη της Ιστορίας. Ενδοιασμοί, υπεκφυγές και κάθε είδους λοξοδρομήσεις, όποια κι αν έχουν αιτία ακόμα και τη δειλία, περιέχουν αήθεια απέναντι στην Ιστορία, τη δική μας και της ανθρωπότητας. Μπορεί το εγχείρημα του Σύριζα να ματαιωθεί. Αν είμαστε έντρομοι απέναντι στην Ιστορία, όπως και απέναντι στο θάνατο, θα ματαιωθεί. Αν όμως δε μας τρομάζει ο θάνατος και πιστεύουμε στην Ιστορία, αν ελπίζουμε στις αλλαγές της και επίμονα μαχόμαστε για την πραγμάτωσή τους, τότε το εγχείρημα θα πετύχει. Τότε θα είμαστε νικητές. Τότε είμαστε και θα είμαστε ελεύθεροι.
Ο καθένας λοιπόν μπροστά στην ευθύνη του σήμερα και όλοι μαζί ταυτισμένοι σηκώνουμε την Ιστορία στους ώμους μας. Είναι θέλημά της. Μας έχει κι αυτή ανάγκη. Μας το επιτάσσει. Ας τρίβουν από χαρά τα χέρια τους Βενιζέλοι και Σαμαράδες που οι Ευρωπαίοι για την «αποκοτιά» μας θα θελήσουνε να συνθλίψουνε τα κεφάλια μας. Τι να καταλάβει ο εαυτούλης τους από λόγια σαν αυτά του ποιητή: «Και περισσότερη τιμή τους πρέπει, όταν προβλέπουν και πολλοί προβλέπουν πως ο εφιάλτης θα φανεί στο τέλος και οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε». Εμείς, ταγμένοι στο χρέος μας θα τους εμποδίσουμε να μας συνθλίψουν. Είναι της Ιστορίας επιταγή και ώθηση και δεν αποτυχαίνει κανείς, όταν είναι ένα με την Ιστορία. Αλλά κι αν παρ` ελπίδα δεν κατορθώσουμε να τους εμποδίσουμε, να καταφέρουμε τουλάχιστον ετούτο μόνο, να συνθλίψουνε τελευταίο το κεφάλι της Δημοκρατίας, του πλούτου οι κανίβαλοι. Είναι η μόνη τιμή που μπορούμε να προσφέρουμε στην πατρική μας πρώτη ανθρώπινη αξία.

Για θύμιση της παράδοσής μας παραθέτω το δημοτικό μας ποίημα: 

Του μικρού Βλαχόπουλου      

Ο Κωνσταντίνος ο μικρός κι ο Αλέξης ο αντρειωμένος
και το μικρό Βλαχόπουλο ο καστροπολεμίτης
αντάμα τρων και πίνουνε και γλυκοκουβεντιάζουν
κι αντάμα έχουν τους μαύρους τους στον πλάτανο δεμένους
Του Κώστα τρώει τα σίδερα, τ Αλέξη τα λιθάρια
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δέντρα ξεριζώνει

Κι εκεί που τρώγαν κι έπιναν και που χαροκοπούσαν
πουλάκι επήγε κι έκατσε δεξιά μεριά στην τάβλα
Δεν κελαηδούσε σαν πουλί, δεν έλεε σαν αηδόνι
μον ελαλούσε κι έλεγε ανθρωπινή κουβέντα:
"Εσείς τρώτε και πίνετε και λιανοτραγουδάτε
και πίσω σας κουρσεύουνε Σαρακηνοί κουρσαροι
Πήραν τ’ Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα
και του μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένη

Ώστε να στρώσει ο Κωνσταντής και να σελώσει ο Αλέξης
εβρέθη το Βλαχόπουλο στο μαύρο καβαλάρης
"Για σύρε συ Βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλήσεις
κι αν είν’ πενήντα κι εκατό σύρε μακέλεψέ τους
αν είναι περισσότεροι, γύρισε, μίλησέ μας

Επήγε το Βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλήσει
Βλέπει Τουρκιά, Σαρακηνούς κι Αράπηδες κουρσάρους΄
οι κάμποι πρασινίζανε, τα πλάγια κοκκινίζαν.
Άρχισε να τους διαμετρά, διαμετρημούς δεν είχαν
Να πάει πίσω ντρέπεται, να πάει μπρος φοβάται
Σκύβει, φιλεί το μαύρο του, στέκει και τον ρωτάει
"Δύνεσαι, μαύρε μ’, δύνεσαι, στο γαίμα για να πλέξεις;"
"Δύνομαι αφέντη, δύνομαι στο γαίμα για να πλέξω
κι όσους θα κόψει το σπαθί, τόσους θενά πατήσω
Μον δέσε το κεφάλι σου μ’ ένα χρυσό μαντίλι
μην τύχει λάκκος και ριχτώ και πέσεις απ’ τη ζάλη"

"Σαϊτες μου αλεξαντρινές καμιά να μη λυγίσει
κι εσύ, σπαθί μου διμισκί, να μην αποστομώσεις,
Βοήθα μ’ ευχή της μάνας μου και του γονιού μου βλόγια
ευχή του πρώτου μου αδελφού, ευχή και του στερνού μου
Μαύρε μου, άιντε να μπουμε, κι όπου ο Θεός τα βγάλει!"

Στα έμπα του μπήκε σαν αϊτός, στα ξέβγα σαν πετρίτης
στα έμπα του χίλιους έκοψε, στα ξέβγα δυό χιλιάδες,
και στο καλό το γύρισμα κανέναν δεν αφήνει.
Πήρε τ’ Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα
και το μικρό Βλαχόπουλο την αρραβωνιασμένη.
Προσγονατίζει ο μαύρος του και πίσω τους τους παίρνει.
Στο δρόμον όπου πήγαινε σέρνει φωνή περίσσα.
"Πού΄σαι αδελφέ μου Κωσταντά κι' Αλέξη ανδρειωμένε;
αν είσθε εμπρός μου φύγετε και πίσω μου κρυφθήτε,
τι θόλωσαν τα μάτια μου, μπροστά μου δεν σας βλέπω,
και το σπαθί μου ερράγισε, κόβοντας τα κεφάλια,
κι' ο μαύρος λιγοκάρδισε πατώντας τα κουφάρια."

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

ΞΕΡΟΥΝΕ ΤΙ ΛΕΝΕ;



Εμπαθών γελοιοτήτων συνέχεια (Υποσχεμένο)

Ενώ ποντάρανε περισσότερο να κρυφτούνε στην «κρύπτη» του κειμένου παρά στην «κρύπτη» της συλλογικής τους ανωνυμίας, τελικά του κειμένου τους εκθέτει πιο καίρια αλλά και ακέραια, φανερώνοντας επιπρόσθετα στίγματα, εσωτερικά τώρα,  της ιδιοσυστασίας τους. Γιατί, αν και του κάνανε τη μέγιστη αξιακή φόρτιση, ώστε να συντελείται η απαιτούμενη δημαγωγία και να αποκρύπτεται η εννοιολογική του βαβυλωνία, εν τούτοις αυτή προβάλλει και γίνεται φανερό πως πρόκειται για ένα κείμενο εννοιολογικά ασυνάρτητο, για έναν «αχταρμά» ιδεών και ανύπαρκτων εννοιολογικών συσχετίσεων, για συνεχείς μεταπηδήσεις από τη μια μεγαλόστομη έννοια στην άλλη και για μια έκδηλη παντού διάθεση απόκρυψης των αιτίων και υπαιτίων, καθώς οι ίδιοι αποτελούν την ταύτιση μαζί τους. Πάντως το μοναδικό σκοπό που είχε ως κείμενο να μη δείχνει ότι ο δρόμος που μας υποδεικνύεται είναι ο δρόμος του καταστροφικού εναγκαλισμού μας και πάλι μαζί τους, χάρη στην προσεγμένη επίδειξη ηθικολογίας, σχεδόν τον πετυχαίνει. Πρέπει κανείς να το αναγνώσει με προσοχή, για να διαγνώσει τις μύχιες βλέψεις των συντακτών του, την πραγματική σκοπιμότητά τους και την παραπλανητικότητα του λόγου τους.
Η πρόθεσή τους να δείχνει το κείμενο ακομμάτιστο είναι εμφανής αλλά και προφανής, για να πιάνει τόπο η δημαγωγικότητα που εμπεριέχεται στο «ακομμάτιστο». Πίσω από το «ακομμάτιστο» κρύφτηκαν και στις δημοτικές εκλογές που τους δώσανε την πλειοψηφία και τους αναθέσανε την ευθύνη να ασκούνε καθήκοντα δημοτικής αρχής και όχι βέβαια να προπαγανδίζουν σε εθνικές εκλογές την πολιτική ενός κόμματος που και οι ίδιοι ντρέπονται να πούνε το όνομά του. Εν πάση περιπτώσει σ` αυτό τον τύπο δημαγωγίας του «ακομμάτιστου» επιδίδονται αρκετά. Αλλά η διάθεσή τους να δημαγωγήσουν δεν εξαντλείται μόνο σ` αυτό τον τύπο. Χρησιμοποιούνται και όλοι οι άλλοι τρόποι. Ο ρητορισμός, η μονοπώληση τίμιων διαθέσεων και η συνακόλουθη κυρίως χρήση εννοιών αξιακά φορτισμένων, όπως είναι το έθνος, η πατρίδα, το αίσθημα ευθύνης… και τα απειλητικά τους, που αποτελούν γονιμότατο έδαφος για δημαγωγική καλλιέργεια. Αλλά αυτή, όπως όλοι μας ξέρουμε, επιτελείται κατά κανόνα πάνω σε πραγματικές σχέσεις και συνδέσεις αυτών των εννοιών, όχι σε ανύπαρκτες και μη λογικές. Στο συγκεκριμένο όμως κείμενο δεν ξέρουμε γιατί προτιμήθηκε το δεύτερο. Να το αποδώσει κανείς σε υποκειμενική αδυναμία είναι πολύ δύσκολο. Τόση εννοιολογική άγνοια είναι κάτι δυσεύρετο. Να το αποδώσει σε πρόθεση; Πάλι δύσκολο. Ποιος θέλει να δείχνει τόσο αδαής. Γιατί σ` αυτή τη δεύτερη μέθοδο, που ακολουθήθηκε και που δεν έχει βέβαια μεθοδολογική εντιμότητα,  γίνεται ολοφάνερη εδώ η αδυναμία σύλληψης ορθών σχέσεων μεταξύ των εννοιών και αποτύπωσής τους. Ως προς αυτό είναι που χωλαίνει το κείμενο σοβαρά και περισσότερο αποκαλύπτει, παρά αποκρύπτει.
Αρχίζει το κείμενο με το θέμα των εκλογών. Για να γίνει δημαγωγική εκμετάλλευση της αέναης σημασίας τους προσφεύγουν στον εντυπωσιασμό της ρητορικότητας, στη στρέβλωση των εννοιών, στην αντιστροφή της πραγματικότητας και στη διατύπωση ακόμα και διττού ψεύδους, ότι αυτοί είναι οι μόνοι που θεωρούν τις εκλογές αναγκαίες και ότι εξαιτίας αυτού η δική τους πρόταση είναι η μόνη που καθιστά τις εκλογές δημοκρατική λύση και δημοκρατική διέξοδο. Για να μη γίνεται όμως αντιληπτό το διττό αυτό ψεύδος, λαμβάνει χώρα προηγουμένως μια προεργασία συσκότισης των πραγμάτων, ώστε μέσα σε ένα θολό εννοιολογικό και συλλογιστικό τοπίο, να μη φαντάζει ψευδής ο καταληκτικός τους ισχυρισμός. Ονομάζονται, λέγεται στο κείμενο, οι εκλογές κρίσιμες από πολλούς, χρήσιμες από διπλάσιους και αναγκαίες από τους ίδιους, ενώ δεν υπάρχουν καν αυτές οι κατηγοριοποιήσεις ούτε βέβαια οι αντιστοιχήσεις προς τους ονοματοδότες – αναδόχους των χαρακτηρισμών. Οι δύο μάλιστα πρώτες κατηγοριοποιήσεις γίνονται για την ομοηχία και μόνο που έχουνε τα δύο επίθετα, άρα για εντυπωσιασμό και μόνο.  
Όλοι μας, όσοι πιστεύουμε στο πολίτευμα της Δημοκρατίας, όταν κάνουμε λόγο γι` αυτό και μιλώντας γενικά για τις εκλογές, τις θεωρούμε χρήσιμες και αναγκαίες για τη λειτουργία αυτού του Πολιτεύματος. Αναγκαίες τις θεωρούμε επίσης, όταν πιστεύουμε ότι σε ειδικές περιστάσεις συντρέχουν λόγοι έκτακτης διεξαγωγής τους.  Κρίσιμες τώρα μπορεί να χαρακτηρίζονται, συνήθως όταν είναι ήδη προκηρυγμένες και όταν είναι πράγματι κρίσιμες,  είτε διεξάγονται αυτές τακτικά είτε έκτακτα. Πάντως το κάθε κόμμα τις χαρακτηρίζει σχεδόν κάθε φορά έτσι, για να συσπειρώνει τους ψηφοφόρους του. Δεν υπάρχει επομένως μια ορισμένη κοινωνική ομάδα ή πολιτικό κόμμα που να έρχεται σε αντιστοίχηση με τον έναν ή τον άλλο από τους τρεις χαρακτηρισμούς. Ετούτες τώρα οι εκλογές, ενώ ήτανε για πολλούς μας αναγκαίες, δε γινότανε αποδεκτή η αναγκαιότητά τους από τους αρμόδιους θεσμούς, ώστε να τις προκηρύξουν, και μόνο η αποτροπή της εκλογής προέδρου της δημοκρατίας τις κατέστησε και θεσμικά αναγκαίες. Άρα δε γίνανε αναγκαίες, επειδή εκ των υστέρων και πολύ μετά την προκήρυξή τους, τη στιγμή που συντάχθηκε το κείμενο και για τις δικές του ανάγκες,  τις ονομάσανε αυτοί αναγκαίες. Οι ίδιοι μάλιστα ήτανε κατά των εκλογών και έως την ώρα της προκήρυξής τους και κάνανε το παν, ώστε να μην προκηρυχθούν. Και, ενώ δεν υπάρχει καμιά πραγματική βάση σε τέτοιους ισχυρισμούς αλλά και στους προηγούμενους εννοιολογικούς συσχετισμούς, διατυπώνονται με διατυμπάνιση μάλιστα. Πρόβλημα όμως μεγάλο έχουν και οι άλλες συσχετίσεις που γίνονται μεταξύ των επιθέτων που χαρακτηρίζουν τις εκλογές και των συνοδευτικών τους, που κανείς δεν ξέρει αν είναι αίτια ή και αιτιατά, γιατί κανείς δεν ξέρει περί τίνος πρόκειται πραγματικά, έτσι αυθαίρετα που γίνονται οι εννοιολογικοί συσχετισμοί. Δε θα επιμείνω όμως άλλο σ` αυτό.
Για την ενόχλησή τους τώρα που το «αφοριζόμενο» κόμμα επιζητούσε αυτοδυναμία τι να πω; Δεν πάει αισθητικά τουλάχιστον να την αποκηρύσσει εκείνος που την κατέστησε, αντιδημοκρατικά βέβαια, εφικτότατη, για να επωφελείται ο ίδιος πολιτικά επί δεκαετίες και να οδηγεί τη χώρα σταθερά προς την καταστροφή. Ωστόσο η εξασφάλισή της από το αποκηρυσσόμενο κόμμα, είτε της ίδιας είτε της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, που είναι ισοδύναμο σχεδόν και το ίδιο άδικη, θα είναι μια μορφή αποκατάστασης τη δικαιοσύνης, στην αρνητική, ελλιπή της έστω μορφή. Γιατί η θεά της Νέμεσης, που υπάρχει για τέτοιες περιπτώσεις, τιμωρεί με «μπούμερανγκ» αυτούς που θεσπίσανε αυτή την αδικία. Τότε που την καρπωνότανε εκείνοι επικροτούσανε την άδική επίτευξή της, τώρα γιατί τους εξεγείρει; Αλλά πρέπει, είπαμε, να μη φαίνεται ότι είναι οι ίδιοι εκείνοι άνθρωποι.
Η πατρίδα και το έθνος και ο διχασμός του και η αντίστοιχη ευθύνη είναι φυσικότατα λέξεις που διαπερνούν το κείμενο, για να γίνεται πειστική η μονοπώλησή τους μέσω της δημαγωγικότητας που εν δυνάμει εμπεριέχουν ως έννοιες και να υποδηλώνεται ευθαρσώς ότι οι άλλοι προς τους οποίους απευθύνεται η παραίνεση του κειμένου, δεν τρέφονται από τέτοια αισθήματα και καλά είναι να τα αποκτήσουν. Ευτυχώς δε γίνεται η παραπομπή σε βορίδεια μέθοδο απόκτησης. Δεν εξετάζω όμως τι θυμίζουν αυτά τα κηρύγματα ούτε με απασχολεί η ρηχότητα της σκέψης, που θεωρεί το θέμα της κρίσης εθνικό και όχι ταξικό, αφού αυτοί δεν ακούσανε ποτέ τίποτα περί κυριαρχίας των ισχυρών σε μια κοινωνία και στην Ευρώπη σήμερα όπως και στην ανθρωπότητα ολόκληρη. Είπαμε ότι πρέπει να κάνουν τον κουφό, αφού κρύβονται. Με απασχολεί όμως ο συλλογισμός τους ότι, επειδή το διακύβευμα των εκλογών είναι εθνικό, πρέπει στις εκλογές αυτές να συνταχθούμε μαζί τους. Είναι οι γνήσιοι εκφραστές της εθνικής ιδέας, μας λένε περίπου, και επιπρόσθετα δεν είναι καθόλου οι ίδιοι με τους πριν, είναι οι σοφότεροί τους. Οι καταστάσεις «μας έκαναν σοφότερους» μας διαβεβαιώνουν έμμεσα, για να πιστέψουμε στο κρύψιμό τους και να πειστούμε πως δεν είναι εκείνοι, αλλά άλλοι, σοφότεροι εκείνων.
Εμείς όμως τη δική τους τωρινή προσχηματική σοφία την είχαμε πραγματική ανέκαθεν, γι` αυτό και δεν πηγαίναμε μαζί τους. Επομένως και, αν ακόμα η δική τους σοφία δεν ήτανε προσχηματική, αλλά πραγματική, δε θα μας ήτανε χρειαζούμενη. Εμείς έχουμε τη δική μας σοφία και την έχουμε οδηγό στις ενέργειές μας και ξέρουμε ότι αυτοί που μας καλούνε σε σύμπραξη μαζί τους είχανε κάποτε επί δεκαετίες την τύχη τη δική μας και όλου του έθνους στα χέρια τους και αποδείχθηκαν ανίκανοι να τη διαχειριστούν, φέρνοντάς μας κρίση και καταστροφή. Είδαμε επίσης ότι προσδώσανε και εθνική διάσταση στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουνε κυβερνητικά την καταστροφή μας. Ως και μέρος της Αριστεράς πήγε μαζί τους. Αποτέλεσμα κανένα. Εξακολουθούμε να είμαστε ριγμένοι σε λάκκο αφανισμού. Αλλά η σοφία μας μας λέει πάλι ότι δεν πρέπει να πιστεύουμε ότι θα μας βγάλουν από το λάκκο αυτοί που μας ρίξανε. Τι μας λείπει, για να αναθέτουμε τη σωτηρία μας στους καταστροφείς μας; Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ή τα μάτια μας; Βλέπουμε επομένως: Όσες κοινωνίες πήραν τους καταστροφείς τους για σωτήρες, σβήσανε. Γι` αυτό και όλες οι κοινωνίες σβήνουν πρώτα τους καταστροφείς τους. Και έτσι σώζονται οι ίδιες. Υπό τον όρο πάντα ότι υπάρχει δημοκρατία. Γι` αυτό σβήσανε και οι ίδιοι και δεν πρόκειται να ξαναϋπάρξουν. Αυτό που επιχειρούν οι δύο αρχηγοί τους, τέως και τωρινός, να ανασυστήσουν θρύψαλα με μάζεμα κόκκων σε ξεχωριστό σακουλάκι ο καθένας, γέλιο λύπησης προκαλεί μόνο. Το σύστημα, πριν καλά καλά γίνει η λαϊκή επικύρωση της εξόφλησής τους, έριξε στην πολιτική νέο αρτιμελές άλογο στη θέση των κουτσών, «το Ποτάμι», για να τρέφει ελπίδες να διασωθεί.
Τα περί ευδαιμονίας και πολιτικού συστήματος και καπιταλισμού, ποιος από τους δύο δεύτερους πρόσφερε το πρώτο κι αν καλά έκανε, άκρη δε βρίσκει κανείς, όχι επειδή δεν είναι και σε καλά ελληνικά διατυπωμένα («…με μοναδικό στόχο την κατάληψη της εξουσίας» λέει το τέλος σχετικής παραγράφου, όπου σύμφωνα με τη σύνταξη πάει στον καπιταλισμό η επιδίωξη, ενώ θέλουνε να την αποδώσουνε στο πολιτικό σύστημα), αλλά επειδή δεν πρέπει να γίνεται σαφές ότι μια τέτοια επιδίωξη πάει στον εαυτό τους, που αποτελούσανε το πολιτικό σύστημα. Για τον ίδιο λόγο γίνεται και η απόκρυψη της διασύνδεσης, της διαπλοκής που λέμε, μεταξύ του δικού τους πολιτικού συστήματος και του κυρίαρχου παγκόσμια καπιταλιστικού συστήματος. Ο δικός τους Σημίτης όμως ήτανε εκείνος που έσπρωχνε προεκλογικά το λαό να βάλει τα χρήματά του στο Χρηματιστήριο. Θα ανέβαινε ο δείκτης πάνω από τις 7.000 μονάδες, έλεγε, και θα πλουτίζανε.  Τα έβαλε ο κοσμάκης και τα χάσανε. Να μιλήσουμε και για τους άλλους, τους λίγους ανάμεσα σε πολλούς, Τσοχατζόπουλο, Μαντέλη, εκατομμυριοφόρο Τσουκάτο, που δεν του έχει ασκηθεί ακόμα καμιά δίωξη; Οι μόνιμα προτιμημένοι από τον ψήφο τους ήτανε όλοι αυτοί οι πολιτικοί εκπρόσωποι της διαπλοκής.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η παραπέρα παρακολούθηση της εμβρίθειας και εμβάθυνσης που χαρακτηρίζουν τις αναφορές τους, ιδίως όταν αναζητούνται αίτια και ευθύνες: «Σε λάθος βάση», διατείνονται, τοποθετείται ο δημόσιος διάλογος και οι αντιπαραθέσεις, όταν «ψάχνουμε να βρούμε ΠΟΙΟΣ φταίει, προσδοκώντας κομματικά οφέλη, και όχι Τι φταίει, γιατί εκεί κρύβεται η ευθύνη όλων μας». α. Η κατάληξη αυτή βέβαια είναι το «μαζί τα φάγαμε» σε άλλη διατύπωση. Αλλά τουλάχιστον αυτοί που τα φάγανε πράγματι μαζί τους ας μη βλέπουν την απαλλαγή τους στην καθολίκευση. Φαίνεται καθαρά ότι η γενίκευση γίνεται για κατασκευή κρύπτης. β. Οι συντάκτες του κειμένου αφήνουνε να εννοηθεί για τον εαυτό τους, «δια της εις άτοπον απαγωγής βέβαια που καταλήγει στον εαυτό μας», ότι εκείνοι μόνο δεν προσδοκούν κομματικά οφέλη, ενώ οι άλλοι αυτά μόνο προσδοκούν. Για να νιώθει όμως κάποιος την ανάγκη να παρουσιάζει τον εαυτό του πολιτικό αγγελούδι, σημαίνει ότι φέρει έντονα τα μελανά στίγματα πάνω του και ότι είναι ορατά στους άλλους, και πρέπει εξάπαντος να εξαφανιστούν. Κρύβοντας τον πολιτικό εαυτό τους, τα πολιτικά τους πεπραγμένα πιστεύουν ότι πετυχαίνουν την εξαφάνισή τους. Η διαγραφή όμως μιας προσωπικής ιστορίας δια της προσωπικής αμνησίας είναι δυνατή. Η διαγραφή της Ιστορίας ή κομματιού της είναι αδύνατη. Γι` αυτό και είναι εκτεθειμένοι πάντα στη θέα των ανθρώπων. Το βλέπουν αυτό και κρύβονται με πολλούς τρόπους. Το βλέπουμε. Γιατί το μόνο που τους μένει είναι αυτό που κάνουν, να κρύβουν το πρόσωπό τους. Τουλάχιστον όσο ζούνε «να μην τους φτύνουν οι καιροί» καταπρόσωπο. γ. Βέβαια στην προτροπή να μετακινήσουμε τη ματιά μας προς το «τι φταίει» εμπεριέχεται δυνητικά αυτή η εξαφάνισή τους, το κρύψιμό τους, γιατί μπορεί να φύγει η ματιά μας από τους ίδιους που είναι οι υπαίτιοι. Δυνητικά όμως.  Ποιος πιστεύει σήμερα ότι τα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα πέφτουν από τον ουρανό, δεν έχουνε τους ανθρώπους συντελεστές και ότι δεν έχουν την ευθύνη οι συντελεστές τους; Ή μήπως πιστεύουμε σήμερα ότι είναι ίδια η ευθύνη αυτών που τα προκαλούν με αυτών που τα υφίστανται;
«Δεν έχουμε», λένε σε κάποια συνέχεια, «ξεκαθαρίσει ως κοινωνία αν τα μνημόνια έφεραν την κρίση ή η κρίση τα μνημόνια κι ας είναι η απάντηση αυτονόητη, ότι η οικονομική κρίση έφερε τα μνημόνια». Ευτυχώς όμως που αυτή η νοητικά υστερημένη κοινωνία έχει τους φωστήρες της, για να της λένε αυτό που δεν μπορεί η ίδια να συλλάβει «η οικονομική κρίση έφερε τα μνημόνια». Αλλά κι έναν τυχαίο βλάκα που θα συναντήσεις στο δρόμο, αν ρωτήσεις, θα σου δώσει την ίδια απάντηση με των φωστήρων. Γιατί επομένως μόνοι τους ρωτάνε και μόνοι τους απαντάνε σε τέτοια ερωτήματα; Δε βλέπουνε τον πιθανό κίνδυνο να εκπηδήσουνε ασύνειδες συσχετίσεις.
Ιδού όμως και ένα δείγμα ποιητικής χρήσης του πολιτικού λόγου. Απολαύστε το: «Παίρνουμε τη φλόγα της προοπτικής από τη φωτιά που άφησε η κρίση και αφήνουμε τις στάχτες σε αυτούς που θέλουν να μας τρομάξουν ή να μας φέρουν δώρα όπως οι Δαναοί». Η λανθάνουσα γλώσσα πόση αλήθεια κρύβει! «Από τη φωτιά που άφησε η κρίση» και που είναι η φωτιά της καταστροφής, παίρνουνε τη φλόγα αυτής της καταστροφικής φωτιάς και τη βάζουνε ως φλόγα στην προοπτική τους. Εδώ είναι που τους ξεφεύγει η ομολογία. Για μας πάντως πολύ καλά κάνουνε που κρατάνε τη φλόγα της καταστροφής στην προοπτική τους· για να βλέπουμε ότι η καταστροφή μας συνεχίζει να βρίσκεται στη δική τους προοπτική. Ας μου επιτραπεί όμως μια σύσταση: Προσοχή στη γλώσσα, για να μη ματαιώνετε εξυπαρχής κάθε προσπάθεια που κάνετε να κρυφτείτε.
Εκεί όμως που η δημαγωγική τους πρόθεση ξεπερνάει κάθε όριο είναι στην αστόχαστη εκμετάλλευση αφορισμού του Καζαντζάκη, που ούτε κάτι σχετικό με αυτό που θέλουν να πούνε λέει ούτε οι ίδιοι πιστεύουν στην αλήθεια του. Επειδή όμως θέλουνε μέσω και της αστραφτερής αλήθειας του αφορισμού αυτού αλλά και του ονόματος του Καζαντζάκη να δημαγωγήσουνε οδηγούνται στην απερίσκεπτη θέση αποκλεισμού της ελπίδας από τη ζωή μας (και από την πολιτική), ώστε να μη φοβόμαστε και χάνουμε τη ελευθερία μας, καθώς θεωρούν την ελπίδα πηγή του φόβου. Ο «επιθανάτιος» όμως αφορισμός του Καζαντζάκη για την περίπτωση της αναφοράς του είναι απόλυτα αληθής, ότι είναι ελεύθερος(Ο Καζαντζάκης), επειδή δεν ελπίζει σε τίποτα(μεταθανάτιο). Εκεί πράγματι συναρτάται η ελευθερία με την ανυπαρξία ελπίδας αλλά και φόβου. Στην πολιτική μας όμως ζωή και στη ζωή μας γενικά είναι δυνατό να πιστεύουμε και να υποστηρίζουμε πως δεν πρέπει να υπάρχει ελπίδα, γιατί αναιρεί τάχα την ελευθερία μας; Όταν διατυπώνουνε τέτοιους ισχυρισμούς, ξέρουνε τι λένε; Δε βλέπουν ότι επικαλούνται κάτι αντίθετο από αυτό που θέλουν να πουν; Καλός ο εντυπωσιασμός και θεμιτός, ας πούμε, αλλά δεν πρέπει να κοιτάζουμε τι λέει αυτό που θα χρησιμοποιήσουμε για εντυπωσιασμό; Αυτοί εξάλλου ούτε που πιστεύουν στο περιεχόμενο αυτού του αφορισμού. Πώς επικαλούνται για εντυπωσιασμό και δημαγωγία κάτι που δεν το πιστεύουν; Γιατί σε αντίθεση με τη γενναιότητα του Καζαντζάκη, οι ίδιοι είναι έντρομοι μπροστά στο θάνατο και τρέχουν ασθμαίνοντας στις εκκλησιές να σταυροκοπηθούν, μήπως και αποσπάσουνε την πολυπόθητη λύπηση από τον Παντοδύναμο και καταφέρουν να σωθούνε. (Αλλά και για να συλλέγουν ψήφους τρέχουνε στις εκκλησιές, μην το ξεχνάμε.) Ο αφορισμός του Καζαντζάκη είναι βόμβα στα θεμέλια της πίστης τους, βόμβα που κάνει σκόνη τη θρησκεία τους. Τι δουλειά έχουν αυτοί τώρα με τέτοια σατανικά πράγματα; Και όμως, επειδή πρέπει οπωσδήποτε να κρυφτούνε, τρέχουν και σε τρύπες που δεν υπάρχουν. Οι παραισθήσεις τους τις κάνουν υπαρκτές και παραισθήσεις έχουμε, όταν υπάρχει λαχτάρα…και να κρυφτούμε.   
Συνεπώς δεν είναι προσωπικότητες του Δήμου μας αυτοί που υπογράφουν το κείμενο, ούτε θέλουν να αυτοανακηρυχθούν σε κάτι τέτοιο. Δεν είναι κοινωνική ομάδα περιφρούρησης της εθνικής ευθύνης. Άτυπο σωματείο είναι πληγέντων από την άνοδο του αποκηρυσσόμενου κόμματος. Κοινοί και ευτελείς προπαγανδιστές προσωπικών τους βλέψεων και ιδιοτελειών. Τι να κάμνανε όμως; Να διαγράφανε τη διάθεση για ζωή; Φύσει αδύνατο. Θέλουνε και αυτοί, όπως και κάθε ζωύφιο, να διασωθούν. Και καταντάνε «κρυμμένα κορμιά». Κρίμα τους, ειλικρινά!