"Λέξω προς αιθέρα"

Δευτέρα 29 Μαΐου 2023

ΕΚΛΟΓΕΣ 21.05.2023

 ΜΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΕΡΜΗΝΕΥΣΗΣ ΤΟΥ «ΑΝΕΡΜΗΝΕΥΤΟΥ»


Ποιο είναι το «ανερμήνευτο»: Για τόσες ανομίες έως και εγκλήματα που διέπραξε κατά την τετραετή διακυβέρνησή της η ΝΔ φαίνεται, σύμφωνα με το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα, να ανταμείβεται από το εκλογικό σώμα της ελληνικής κοινωνίας, τόσο με τη διατήρηση των ψήφων της όσο και με την αύξησή τους κατά μία μονάδα, ενώ ο Σύριζα, που ως αξιωματική αντιπολίτευση διεκδικούσε ξανά κυβερνητικό ρόλο, καταβαραθρώθηκε, σημειώνοντας απώλεια δώδεκα περίπου ποσοστιαίων μονάδων και διευρύνοντας τη διαφορά του από τη ΝΔ σε 20 πάλι περίπου ποσοστιαίες μονάδες.

Όσο όμως και αν πρόκειται για απλή διατήρηση της ποσοστιαίας δύναμής της και για μια μικρότατη, κατά μία μονάδα μόνο, αύξησή της, και τα δύο αυτά μεγέθη είναι τελείως ασύμμετρα με τα κυβερνητικά πεπραγμένα και δίνουν την εντύπωση ότι η Κυβέρνηση του Μητσοτάκη όχι μόνο δεν υπέστη καμιά φθορά κατά την τετραετή της θητεία αλλά παρουσίασε και αύξηση των ποσοστών της και πως η ελληνική κοινωνία κατ` επέκταση δεν είδε με καθόλου κριτικό μάτι το κυβερνητικό της έργο. Όμως η πραγματικότητα κατά τη δική μας εκτίμηση είναι άλλη. Ένα ποσοστό των προηγούμενων ψηφοφόρων της, γύρω στο 6% κατά προσωπικούς υπολογισμούς[1], απέσυρε την εμπιστοσύνη του απέναντι στην Κυβέρνηση της ΝΔ, ψηφίζοντας άλλα κόμματα τώρα. Η Κυβέρνηση όμως Μητσοτάκη είχε την ευφυή πρόνοια, νομοθετώντας ανάλογα, να αναπληρώσει αυτή την απώλεια με την προσέλκυση των ψήφων της άκρας δεξιάς και να μη γίνει φανερή η φθορά της. Το ανερμήνευτο εδώ είναι στην ουσία ανύπαρκτο· απλώς φαίνεται μόνο ως υπαρκτό. Εξάλλου το ποσοστό 40% για τη Δεξιά και ακροδεξιά μαζί δεν είναι απλησίαστο ποσοστό της ιδίως στους σημερινούς καιρούς. Το «έχει στην τσέπη» της ανά πάσα κρίσιμη στιγμή. Φαντάζει όμως υψηλότατο α. Γιατί μετά από τετραετή διακυβέρνηση δείχνει απουσία φθοράς και β. Γιατί έχει συντριβεί το αντίπαλο κυβερνητικό δέος, όπου κυρίως έγκειται το «ανερμήνευτο» του τίτλου μας.  Η στάση πράγματι του εκλογικού σώματος απέναντι στην αξιωματική αντιπολίτευση φαντάζει ολοφάνερα να είναι ανερμήνευτη. Η πτώση του Σύριζα σε τόσο χαμηλά ποσοστά δείχνει να έχει προκύψει όχι από απλή δυσαρέσκεια αλλά από έντονη διάθεση αποδοκιμασίας. Ποιοι λόγοι όμως συντελέσανε, ώστε να διαμορφώσει μια τόσο απορριπτική στάση η ελληνική κοινωνία απέναντι στο Σύριζα;

1. Η αυτοαναίρεσή του

Η απάντηση στο ερώτημα έχει πολυσύνθετο χαρακτήρα, ενώ χρονικά μας πάει πίσω έως την περίοδο των μνημονίων, κατά την οποία ο Σύριζα γιγαντώθηκε και στις εκλογές του Γενάρη του 2015 έγινε κυβέρνηση (ποσοστό 36,34%). Να σημειωθεί δε ότι κέρδισε αυτές τις εκλογές χάρη στην αντιμνημονιακή πολιτική που διακήρυσσε, καταγγέλλοντας τόσο τα μνημόνια όσο και τις προηγούμενες κυβερνήσεις που τα εφάρμοσαν. Έκανε μάλιστα και δημοψήφισμα, για να εδράσει και πάνω στη λαϊκή ετυμηγορία την αντιμνημονιακή του πολιτική, ενώ το αντιμνημονιακό «Όχι» του δημοψηφίσματος απέσπασε το αρκετά υψηλό ποσοστό 62%. Άρα ο Σύριζα σ` εκείνη τη χρονική στιγμή εξέφραζε ως πολιτικός φορέας τη θέληση αντίστοιχου ποσοστού του ελληνικού λαού. Οι Εταίροι μας όμως στην Ευρώπη τον εξαναγκάζουν να υπογράψει και αυτός μνημόνιο, το τρίτο στη σειρά, και κάτω από την πίεση αυτού του εξαναγκασμού το υπογράφει. Αλλά προσφεύγει και πάλι στη λαϊκή ετυμηγορία, για να έχει η υπογραφή του την έγκριση του λαού, και στις εκλογές του Σεπτέμβρη εξασφαλίζει τη λαϊκή έγκριση με κάποια όμως απώλεια της δύναμης που είχε στις εκλογές του Ιανουαρίου· φαινομενικά κατά μία ποσοστιαία μονάδα αλλά πίσω από την αυξημένη αποχή που σημειώθηκε στις εκλογές αυτές κρυβόταν απώλεια πολύ μεγαλύτερη. Αν πάρουμε δε ως βάση το ποσοστό του «Όχι» του δημοψηφίσματος, που ήταν και δικό του ποσοστό λαϊκού ερείσματος, η απώλεια είναι τεράστια. Αυτή η απώλεια, είτε πάρουμε ως βάση το δημοψήφισμα, για να την προσδιορίσουμε, είτε τις εκλογές, έχει εύκολη την εξήγησή της. Με την υπογραφή και εφαρμογή του τρίτου μνημονίου ο Σύριζα αναίρεσε από τη μια όσα διακήρυσσε πριν το υπογράψει, τα οποία και τον αναδείξανε. Από την άλλη, καθώς πρόσφερε πολυτιμότατη υπηρεσία στο κεφάλαιο, την οποία αδυνατούσαν παντελώς να του την προσφέρουν οι πολιτικοί του εκφραστές, ήρθε σε πλήρη αντίθεση με τη φερόμενη αριστερή του ιδεολογία. Ήρθε όμως τέλος σε αντίθεση και με το 62% της λαϊκής βούλησης, της οποίας την έκφραση ζήτησε με το δημοψήφισμα, αλλά αμέσως μετά τη «στραγγάλισε». Αυτές οι τρεις υπερβάσεις του, περιέχοντας ως κοινό παρονομαστή διάψευση βαριάς μορφής, επέφεραν και την απώλεια της αξιοπιστίας του. Από την εποχή λοιπόν αυτή ο Σύριζα φέρει πολιτικά βαρίδια, που στην πορεία σε συνδυασμό και με την επίδραση κατοπινών παραγόντων, που εκτίθενται παρακάτω, θα τον γονατίσουν.  

2. Η παθολογική του γιγάντωση

Ο Σύριζα δε γιγαντώθηκε φυσιολογικά, βήμα προς βήμα, αλλά παθολογικά, συγκυριακά και απότομα. Η απότομη τώρα γιγάντωσή του δεν του επέτρεψε να αναπτύξει υπαρξιακές ρίζες στο χρόνο και στην κοινωνία. Η μόνη σύνδεση του κόμματος με την ελληνική κοινωνία ήτανε ο πρόεδρός του· αυτός αποτελούσε και τη μόνη αναγνωρισμένη υπόσταση αυτού του πολιτικού φορέα από την κοινωνία. Ως πολέμιος δε των μνημονίων προσείλκυσε ψηφοφόρους από κάθε ιδεολογικό χώρο, όλους όσους ήτανε δυσαρεστημένοι από τα μνημόνια, ανεξάρτητα από κομματική καταγωγή. Σε επίπεδο κορυφής αυτό εκφράστηκε και με το σχηματισμό κυβέρνησης Σύριζα και Ανεξάρτητων Ελλήνων. Ένα ετερόκλητο λοιπόν συνονθύλευμα ψηφοφόρων αποτελούσε το εκλογικό σώμα που τον ανέδειξε, κάτι σαν ανεμομαζώματα, που δεν προμηνύανε βιωσιμότητα παρά μόνο θνησιγένεια. Δεν είναι επομένως ανεξήγητο που, μόλις συντελέστηκαν οι υπερβάσεις του, απώλεσε μεγάλο μέρος της λαϊκής του βάσης και που στις τελευταίες εκλογές οι ευκαιριακοί του ψηφοφόροι μετακινήθηκαν μαζικά προς κάθε κατεύθυνση, δείχνοντας το μέγεθος της χρόνιας φθοράς του. Έχοντας λοιπόν η τωρινή του κατάρρευση τις απαρχές της στο χρόνο της πολιτικής του κυριαρχίας και σε πεπραγμένα του εκείνης της εποχής, προσεγγίζει ήδη σε μεγάλο βαθμό την έννοια της αυτοκατάρρευσης.

3. Η απουσία σταθερού ιδεολογικού στίγματος

Ο Σύριζα ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία ως αριστερό κόμμα. Υπογράφοντας όμως και εφαρμόζοντας το τρίτο μνημόνιο μεταπηδά με αυτοαναίρεση στον ιδεολογικό χώρο της Δεξιάς, χάνοντας βέβαια όχι ευκαταφρόνητο τμήμα των αριστερών ψηφοφόρων. Για την αναπλήρωσή του μεταμφιέζεται σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και στρέφεται προς το κέντρο. Για να γίνει δε πειστικό ως προς αυτό, «ανοίγει» το κόμμα προς ανάλογα στελέχη, ενώ προσθέτει και άλλη ονομασία στον τίτλο του, «Προοδευτική συμμαχία». Έκτοτε ταλαντεύεται λεκτικά ανάμεσα στην ιδεολογία της σοσιαλδημοκρατίας και της Αριστεράς, ενώ στην πράξη διατηρεί την προσωποπαγή του φυσιογνωμία και όλα τα χαρακτηριστικά ενός συστημικού κόμματος. Αυτή ωστόσο η ιδεολογική του ασάφεια αποτυπώνεται αναγκαστικά σε κάθε έκφανση της πολιτικής του.

4. Η ελλειμματικότητα του πολιτικού του λόγου

Η πραγματικότητα, προπάντων στη σφαίρα της πολιτικής, δεν είναι μία αλλά όσες και οι απεικονίσεις της από τη μεριά των κομμάτων. Από την κοινωνία δε πιο αξιόπιστη απεικόνιση εκλαμβάνεται α. Εκείνη που εκπέμπεται στο μεγαλύτερο μέλος των μελών της, που διαλαλείται δηλαδή σε περισσότερο κόσμο. Ως προς αυτό η ΝΔ, έχοντας «δικά» της τα ΜΜΕ, είχε απόλυτο πλεονέκτημα και η δική της απεικόνιση εξ αυτού και μόνο προσλαμβανόταν ως η πιο αξιόπιστη. Η επίμονη άρνηση του Μητσοτάκη, δηλαδή των συμβούλων του, να «τηλεμαχήσει» με τον  πρόεδρο του Σύριζα έχει ένα και μόνο λόγο· να μη δοθεί η ευκαιρία στον αντίπαλό του να ακουστεί η φωνή του στο τεράστιο πλήθος τηλεθεατών που θα είχε μια τηλεμαχία μεταξύ των δύο.   β. Εκείνη που πείθει, που έχει καθαρότητα, ολότητα, μεστότητα και στερεότητα, καίρια δομή και έκφραση, με μια λέξη ακεραιότητα (εσωτερική). Σε τούτη την περίπτωση η πειστικότητα της απεικόνισης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το λόγο που τη φέρει. Η ΝΔ, ακόμα και αν δεν άρθρωνε λόγο αξιόπιστης απεικόνισης της πραγματικότητας, δε θα ζημιωνόταν πολιτικά. Είχε το πρώτο συντριπτικό πλεονέκτημα, της τηλεοπτικής μετάδοσης της δικής της απεικόνισης, που αναπλήρωνε κάθε ελλειμματικότητα του λόγου της. Ο Σύριζα όμως, που στερούνταν αυτό το πλεονέκτημα, έπρεπε να κάνει την αναπλήρωσή του με υπερενισχυμένο σε πειστικότητα λόγο και ως προς αυτό υστέρησε τελείως· ούτε στοιχειώδη αξιοπιστία δεν μπορούσε να προσδώσει στον πολιτικό λόγο που άρθρωνε, για να απεικονίσει την πραγματικότητα, με αποτέλεσμα, εξαιτίας της απουσίας ακέραιου πολιτικού λόγου να έχουμε και απουσία αντιπολιτευτικού λόγου και στην ουσία ανυπαρξία αντιπολίτευσης[2].  

Στις κρίσεις αυτές περί πολιτικού λόγου που κάνουμε δεν παίρνουμε ως βάση μόνο τα κριτήρια που πρέπει να εκπληρώνει ένας αριστερός λόγος, αλλά και τα κριτήρια κάθε ορθού πολιτικού λόγου όποιας ιδεολογικής απόχρωσης. Εξάλλου για την περίπτωση άσκησης κριτικής στο έργο της Κυβέρνησης Μητσοτάκη ο αριστερός λόγος ίσως να μη χρειαζότανε, γιατί υπερεπαρκεί η δραστικότητα ενός γενικού πολιτικού λόγου. Το πολλαπλά άνομο έργο της είχε θεσμικό χαρακτήρα, παραβίαζε βασικούς θεσμούς ως και θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος, την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, τη συνταγματική κατοχύρωση των δικαιωμάτων των πολιτών, την ακεραιότητα της λειτουργίας του Κοινοβουλευτισμού. Ως εκ τούτου, για να αντιπολιτευθεί κανείς την Κυβέρνηση Μητσοτάκη, δεν ήταν απαραίτητο να βλέπει το έργο της από την οπτική της Αριστεράς, όπως και οι δύο προηγούμενοι πρωθυπουργοί της ΝΔ, που της ασκήσανε κριτική, δεν είδαν το έργο της από κάποια αριστερή οπτική αλλά από την οπτική του ίδιου του συστήματος, επειδή ακριβώς οι υπερβάσεις και παραβάσεις της Κυβέρνησης αυτής ήτανε καθαρά θεσμικές. Αντισυστημικά ενεργώντας, παραβιάζοντας δηλαδή θεσμούς του υπάρχοντος συστήματος έως και το Σύνταγμά του, κατάφερε ακρωτηριασμό του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Με πιο συγκεκριμένη διατύπωση, είχανε βαρβαρότητα οι κυβερνητικές πράξεις, διάφανη την ανομία και τη διαφθορά, κατάφωρη την ψευδολογία, κυνισμό και ωμότητα μακιαβελικής κοπής αλλά και το θράσος που χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά του αδίστακτου. Τέτοιου είδους εκτροπές από τη νομιμότητα θα μπορούσαν να προκαλέσουν ως και λαϊκή εξέγερση, αλλά η αντιπολίτευση, όχι τόσο λόγω του κατακερματισμού της όσο λόγω της δικής της αναξιοπιστίας, δεν «είχε κότσια» για την ανάληψη ενός τέτοιου αγώνα.

Επανερχόμαστε στα περί λόγου. Με βάση λοιπόν τα συνδυαστικά κριτήρια και όχι αποκλειστικά τα αριστερά, έλειπε από τον πολιτικό λόγο του Σύριζα εξαιτίας της ιδεολογικής σύγχυσης που βίωνε πρωταρχικά η καθαρότητα. Η ολότητα και η μεστότητα επίσης είχαν υποκατασταθεί από υπαινιχτικές αναφορές και μόνο. Αλλά και η στερεότητα μαζί με τα συστατικά της, αποδεικτικότητα και καίρια δομή και έκφραση, αντικαταστάθηκαν από τη συνθηματολογία ή τον ξεπεσμένο πολιτικό λόγο, από παιδαριώδεις λεονταρισμούς και τετριμμένες εκφράσεις, ενώ τα ποικίλα λάθη λόγου που διαπράχθηκαν στην προηγούμενη προεκλογική περίοδο και που είχανε ως κόστος την απώλεια του κυβερνητικού θώκου, επαναλήφθηκαν απαράλλαχτα και σε τούτη την προεκλογική περίοδο.

Τυχαίες ενδεικτικές αναφορές

α. Ο πολιτικός λόγος του Σύριζα δεν εκφερόταν με επιχειρήματα, αλλά με παραπεμπτικούς αφορισμούς που διεγείρανε συνειρμούς οικείους μόνο στους δικούς του οπαδούς, ενώ αυτό που ήτανε αποδεικτέο (και έπρεπε συνεπώς να αποδειχθεί), αυτό το ίδιο, στη μορφή του αποδεικτέου,  προβαλλόταν ως απόδειξη. Γιατί από ένα είδος αυτισμού ο Σύριζα θεωρούσε  προεξοφλημένο ότι η εικόνα που είχε ο ίδιος για την πραγματικότητα, ολική ή σημειακή, την είχε και κάθε άλλος και ως εκ τούτου δε χρειαζότανε τεκμηρίωση η υπόσταση της δικής του εικόνας. Γι` αυτό και έλειπε παντελώς ο ουσιαστικός, ο τεκμηριωμένος και ο καίριος λόγος. Μια ματιά αν ριχτεί στον  τελευταίο προεκλογικό λόγο του προέδρου του Σύριζα στην Αθήνα, διαπιστώνεται αμέσως πόση κενότητα τον χαρακτηρίζει. Η συνθηματολογία υποκατέστησε εδώ ολοκληρωτικά κάθε μορφή ανάλυσης και τεκμηρίωσης[3].

β. Αν και ο Σύριζα αυτοαποκαλούνταν αριστερός πολιτικός φορέας, ο πολιτικός του λόγος, είτε αφορούσε την προβολή του δικού του προγράμματος είτε κριτική προς τη ΝΔ, είχε προσωποκεντρική βάση πάντα, το δικό του πρόεδρο στην πρώτη περίπτωση, τον πρόεδρο της ΝΔ στη δεύτερη περίπτωση. Πιο συγκεκριμένα: Ο πρόεδρός του σε σχετικό οπτικοακουστικό διαφημιστικό των προηγούμενων εκλογών εμφάνιζε τον εαυτό του ως εκφραστή των διαχρονικών αγώνων του λαού και ένιωθε, έλεγε, βαριά την ευθύνη συνέχισής τους, ενώ, όταν πέρασε στη θέση της αντιπολίτευσης το κόμμα αυτό, σε κάθε επίκριση της κυβερνητικής πολιτικής κατονόμαζε ως υπεύθυνο έναν και μόνο, το Μητσοτάκη. Τον εγκαλούσανε δε κατ` επανάληψη που δε ζητούσε συγγνώμη για κάθε του ατόπημα. Κι όταν ο Μητσοτάκης άρχισε να εκφέρει συγγνώμες στη σειρά, πάλι και αυτό δεν αρκούσε για τον πρόεδρο του Σύριζα· ζητούσε χιλιάδες συγγνώμες να πει, γιατί, λέει, χιλιάδες ήταν και τα θύματα από τις εσφαλμένες ενέργειές του. Ο αδυσώπητος επομένως ταξικός αγώνας μεταξύ των κοινωνικών τάξεων αναγόταν από τον αριστερό πρόεδρο του Σύριζα σε προσωπικές χαρακτηρολογικές διαθέσεις ή τάσεις του προέδρου του κυβερνώντος κόμματος και σε εκκλήσεις συγγνώμης.     

γ. Παρατηρήθηκε όμως κατά τις δύο προεκλογικές περιόδους, την προηγούμενη του 2019 και την τωρινή, και επανάληψη ίδιων σφαλμάτων στην εκφορά του προεκλογικού πολιτικού λόγου του προέδρου του Σύριζα . Τις δημοσκοπήσεις της πρώτης προεκλογικής περιόδου θα τις μαζεύανε οι δημοσκόποι όπως τους πάγκους οι πωλητές στις λαϊκές αγορές, ενώ στην τωρινή προεκλογική περίοδο ήταν άξιες να μπούνε σε κουβά (και να πεταχτούνε προφανώς). Οι παιδαριώδεις λεονταρισμοί επίσης, με τη μορφή της προεξόφλησης του αποτελέσματος και του θριάμβου, αποτελούσαν για το Σύριζα και στις δύο περιόδους επιχείρημα για την ανασκευή κάθε κυβερνητικού λόγου. Γινότανε μεταφυσική αντιστροφή του χρόνου – πραγματική δεν μπορεί να υπάρξει - προκειμένου ν` αποτελέσει η αντιστροφή του παροντικό επιχείρημα τόσο του επικείμενου θριάμβου όσο και της ανασκευής των λεγομένων του αντιπάλου.

5. Υποτίμηση του αντιπάλου.

Υποτιμήθηκαν σε βαθμό βαριάς επιπολαιότητας, γιατί όχι και αλαζονείας, οι ικανότητες των κυβερνητών και οι δυνατότητες των μέσων που είχανε στη διάθεσή τους, να επιφέρουν καίρια πλήγματα στην προσωπικότητα του αρχηγού της αντιπολίτευσης. Μόλις η ΝΔ πήρε στα χέρια της την εξουσία, καθώς γνώριζε πως το άπαν του Σύριζα ήτανε ο πρόεδρός του, άρχισε με μέθοδο και συνέπεια να αποδομεί την πολιτική του υπόσταση, ώσπου τη μηδένισε τελείως. Επιτεύχθηκε δε ο μηδενισμός του χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία χάρη στη «συνεπικουρία» του ίδιου του προέδρου του Σύριζα, που συνέχισε να επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη, συμβάλλοντας έτσι και ο ίδιος στο γρήγορο καταποντισμό του. Η εξουδετέρωσή του επομένως επιτεύχθηκε πολύ νωρίς, από την αρχής της κυβερνητικής θητείας Μητσοτάκη.    

Εξαιτίας λοιπόν όλων αυτών των παραγόντων ο εκλογικός καταποντισμός του Σύριζα μπορεί να φάνηκε με έγκυρο τρόπο στις τελευταίες εκλογές, αλλά δε συντελέστηκε κατά την αντίστοιχη προεκλογική περίοδο. Η πτώση του Σύριζα από το ποσοστό του 32%, που είχε πάρει στις προηγούμενες εκλογές, στο πιστοποιημένο ποσοστό του 20% των τωρινών εκλογών, διαφάνηκε από την αρχή ετούτης της τετραετίας και δεν ήτανε καθόλου κεραυνός εν αιθρία. Αυτό δείχνουν τα σταθερά ποσοστά γύρω στο 20% που του δίνανε επανειλημμένα οι δημοσκοπήσεις και που ήτανε προφανώς παγιωμένα από την αρχή σχεδόν τούτης της πολιτικής τετραετίας. Ο Κούλογλου σε χρόνο «ανερμήνευτο» έθεσε δημόσια το ερώτημα στον κ. Τσίπρα: «Μήπως δεν αρέσουμε, κύριε Πρόεδρε;» και πέσανε να τον φάνε. Αν μου επιτρέπεται να επικαλεστώ και δικές μου εκτιμήσεις, ανάρτησή μου της 3ης Σεπτέμβρη 2015, μετά το δημοψήφισμα και λίγο πριν από τις εκλογές, έφερε τον τίτλο: «Ο Σύριζα τέλος. Η εσπευσμένη αυτοαναίρεσή του έφερε και το πρόωρο τέλος του», ενώ με αφορμή τις πυρκαγιές στην Εύβοια σε σχετική ανάρτησή μου στις 27.08.2021 έγραφα: «Η αξιωματική αντιπολίτευση έχει κάψει το «χαρτί» της πολύ πιο πριν από τις δικές της πυρκαγιές στο Μάτι, καθώς προγενέστερα έδειξε να συγχέει τους υπαρξιακούς λόγους της Αριστεράς με τις υποστυλώσεις του συστήματος. Τώρα δεν μπορεί να πάρει τα πόδια της· τρεκλίζει και «τσιβδίζει» συγχρόνως»[4].

Άρα η μεγάλη πτώση του Σύριζα δε συντελέστηκε κατά την περίοδο του τωρινού προεκλογικού αγώνα. Έχει την αρχή της στην εποχή της πολιτικής του ευρωστίας και στην απαρχή αυτής της τετραετίας. Η απόδοση επομένως του μεγέθους της πτώσης του στις δυσκολίες στο σχηματισμό συμμαχικών κυβερνήσεων που εμφανίζει η απλή αναλογική ή στην ανεξήγητη   δήλωση Κατρούγκαλου δεν εξηγεί παρά μόνο ελάχιστα το φαινόμενο του καταποντισμού του, γιατί ο καταποντισμός του άρχισε να παρατηρείται πολύ πριν κάνουν την εμφάνισή τους οι παραπάνω δύο παράγοντες.

Επίλογος

Τώρα πάντως, μετά από αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα, η ελληνική κοινωνία θα ζει κάτω από τη δυναστεία της δεξιάς και ακροδεξιάς, όπως το επέλεξε η ίδια, και θα παρακολουθεί επί μακρόν την ψευδή πολιτική αντιπαλότητα μεταξύ Σύριζα και Πασόκ για το ποιος θα ηγεμονεύσει στον αντιπολιτευόμενο χώρο. Έτσι θα μπορούν και τα δύο αυτά υπολείμματα του διαψευστικού τους έργου να διατηρούν τα κομματικά τους μικρομάγαζα, ας μην υπάρχουν διαφορές ιδεολογικού χαρακτήρα μεταξύ τους, επίπλαστες εφευρίσκονται άφθονες, και θα συντελούν αμφότερα στη διαιώνιση της πολιτικής ηγεμονίας της δεξιάς και ακροδεξιάς μαζί – ή κατά τη δική τους προσφιλή ορολογία θ` αποτελούν τους μόνιμους χορηγούς της. Αυτή δε η πολιτική άνοια θα εξαναγκάζει τον ελληνικό λαό να υφίσταται τις συνέπειες της μακράς διακυβέρνησής του από ένα αδίστακτο και ακραίο καπιταλιστικό μόρφωμα.

Έτσι έχοντας τα πράγματα, έρχεται μόνη της στο νου μου η ακόλουθη σκέψη: Αν ο νομοτελειακός ή αλλιώς ο φυσιολογικός θάνατος των κομμάτων ήτανε ακαριαίος, θα επιταχυνότανε κατά πολύ η πολιτική ανασυγκρότηση κάθε κοινωνίας. Τώρα όμως άντε να περιμένεις μέχρι και δεκαετίες, ώς την τελευταία τους πνοή, για να προκύψει στον αντιδεξιό χώρο κάτι νέο και σφριγηλό στην πολιτική ζωή της κοινωνίας μας. Μέχρι δε τότε δε θα σταματήσει ο λαός μας να λέει μαζί με το «ανεμομαζώματα διαβολοσκορπίσματα» και το «τι είχαν τα έρμα και ψοφούσαν» ή με άλλη διατύπωση «Ζήσε, μαύρε μου, να φας το Μάη τριφύλλι». 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Ο υπολογισμός μας παίρνει ως βάση δύο στοιχεία: α. Το ποσοστό του 35% κατά μέσο όρο που δίνανε οι τελικές δημοσκοπήσεις στη ΝΔ και το οποίο απέχει από το ποσοστό που πήρε τελικά στις εκλογές κατά 6 μονάδες. β.  Το πιθανότερο κατά τις προσωπικές μας εκτιμήσεις ποσοστό 6% που άντλησε η ΝΔ από τις δεξαμενές των ψηφοφόρων της αποκλεισμένης ακροδεξιάς. Να σημειωθεί δε ότι αυτό το ποσοστό δεν είναι ανιχνεύσιμο ούτε από τις δημοσκοπήσεις ούτε από τα «exit polls”, γιατί κανένας από τους χρυσαυγίτες λ.χ. δε θα ομολογούσε το ανοσιούργημα κατ` αυτόν της παροχής ψήφου σε ΝΔ.  

[2] Η απάντησή μου σ` ένα ενδεχόμενο ερώτημα «και το Πασόκ δεν έκανε αντιπολίτευση, αλλά παρόλα αυτά ανέβασε τα ποσοστά του» είναι: Το Πασόκ ευνοήθηκε από τρεις διαδοχικές συγκυρίες. α. Από την αλλαγή προέδρου· Κάθε τέτοια κομματική διαδικασία, αναπτερώνοντας τις ελπίδες των οπαδών, συμβάλλει στην κάποια αύξηση των ποσοστών. β. Από το γεγονός ότι ο πρόεδρός του υπήρξε θύμα υποκλοπών. Η συμπόνια μετουσιώθηκε μερικά και σε ψήφους. γ. Από την καθίζηση του Σύριζα, που έστειλε ψήφους παντού.  

[3] Στον αντίποδα αυτού του προεκλογικού πολιτικού λόγου στέκει ο αντίστοιχος του Κουτσούμπα που εκφωνήθηκε και αυτός στο Σύνταγμα. Πέρα από τα κάποια κενά ως προς την αντιστοίχισή του με την πραγματικότητα, η εσωτερική του όμως ακεραιότητα είναι εκπληκτική, αποτελεί υπόδειγμα αριστερού πολιτικού λόγου.

[4] Ενώ για το ΜέΡΑ25, που δεν κατάφερε να μπει στη Βουλή, έλεγα επίσης τότε: «Για του Βαρουφάκη το μόρφωμα δεν έχω να πω κάτι παρά μόνο πως ούτε ο Γαβράς μπορεί να το στυλώσει».

Σάββατο 5 Μαρτίου 2022

Η ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ: ΤΟ ΒΑΘΥΤΕΡΟ ΝΟΗΜΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΩΝ[1]

 

Επανακάμπτω για θρηνολόγηση και πάλι όχι των Ευβοέων τώρα αλλά των κατοίκων όλου του πλανήτη, μαζί και των Ουκρανών.

Ότι κάποια παράνοια επέφερε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δε χωρά καμιά αμφιβολία. Παράνοια πολλαπλή μάλιστα. Για την ίδια τη Ρωσία κατ` αρχήν, που για τη διασφάλιση της ύπαρξής της ο ηγέτης της την έχει θέσει σε θανάσιμο κίνδυνο. Έχει όμως και βαρβαρότητα αποκρουστικότατη η εισβολή της, όπως φυσικά η κάθε άλλη. Περιέχει συγχρόνως και απειλή ευρύτερης σύρραξης, πανευρωπαϊκής τουλάχιστο, ή και πυρηνικού ολέθρου του πλανήτη. Δικαιώνει δε ταυτόχρονα πρόσφατους εισβολείς σε άλλες χώρες, που τώρα και με τη δική του παράνοια ο Πούτιν τους μετέτρεψε σε άσπονδους τιμητές του, ενώ το Διεθνές Δίκαιο, τον προστάτη των ανίσχυρων, το καταπατά βάναυσα. Τόσο παρανοϊκός επομένως ήτανε ο ηγέτης της Ρωσίας, υποθηκεύοντας το μέλλον της χώρας του να πιστεύει ότι το διασφαλίζει;

Ήδη οι σφοδροί επικριτές του, η Δύση, για να αποδώσουν αυτή την παράνοια του Ρώσου ηγέτη σε προσωπικά παθολογικά αίτια, τον χαρακτηρίζουν δικτάτορα ή και τον εξομοιώνουν με το Χίτλερ. Όμως η πρόσφατη ιστορία επιδρομών ισχυρών, δηλαδή της Δύσης, προς αδύνατους, δείχνει πως δημοκρατικά καθεστώτα διενήργησαν αυτές τις επιδρομές. Δεν είναι επομένως η ύπαρξη τυραννίας ή δικτατορίας αυτό που προσιδιάζει στην ανάληψη επιδρομών. Ακόμα και ο Χίτλερ κοινοβουλευτικά αναδείχθηκε σε σφαγέα των λαών. Επιπρόσθετα όμως η εξομοίωση κάθε άλλου επιδρομέα της ιστορίας με Χίτλερ «αδικεί» πολύ τον Φύρερ ως προς την πρωτοτυπία και μοναδικότητα που εμφάνισε η επιχείρησή του να καταλάβει τον κόσμο όλο. Η βαρβαρότητά της ήτανε εντελώς ιδιάζουσα σε χαρακτήρα και έκταση, ενώ η ιδεολογική της αφόρμηση είχε ως βάση τη φυλετική υπεροχή, αφόρμηση που δε συναντάμε σε κανέναν άλλον επιδρομέα της Ιστορίας. Όλοι όσοι κατά την πορεία της επιδράμανε σε άλλες χώρες κάνανε χρήση της δύναμής τους, προκειμένου να εγκαθιδρύσουνε την υπεροχή της, όχι για να επαληθεύσουνε την πίστη τους σε φυλετική υπεροχή έναντι όλων των άλλων λαών της γης. Οι εξομοιωτές δε των άλλων επιδρομέων της Ιστορίας με το Χίτλερ, εγνωσμένα ή όχι, αμβλύνουν την εξαιρετική βαρβαρότητα που επέδειξαν κατά μοναδικό τρόπο οι Ναζί. Το φαινόμενο «Χίτλερ» δεν έχει προηγούμενό του στην ανθρώπινη ιστορία και ο καθένας εύχεται να μείνει και αμίμητο. Ο πραγματικός ωστόσο λόγος που προβάλλονται αυτές οι εξομοιώσεις από τους δυτικούς είναι η σκοπιμότητα απόκρυψης της δικής τους ενοχής. Υποκρύπτεται πίσω από τέτοιες αιτιολογήσεις το πονηρό τους αθωοτικό επιχείρημα: Αν γίνει πιστευτό ότι οι επιδρομές γίνονται μόνο από δικτάτορες, εκείνοι τότε δεν έχουν διαπράξει καμιά επιδρομή, καθότι ανέκαθεν, και όταν τις διαπράττανε, εκπροσωπούσαν δημοκρατικά καθεστώτα. Άρα δεν τις διαπράξανε.

Επομένως τέτοιου είδους εξηγήσεις της παράνοιας του Πούτιν δεν έχουν την απαιτούμενη, ικανή ιστορική βάση, και προβάλλονται, για να αποκρυβούν τα πραγματικά αίτια που οι ίδιοι έχουν προκαλέσει, ώστε να εξωθηθεί ο Πούτιν ή η Ρωσία στην παράνοια της εισβολής και να «φάνε το κεφάλι» τους αμφότεροι.    

Ότι υπάρχουνε πολύ σπουδαίοι λόγοι, για να αντιταχθεί κανείς στη ρωσική παράνοια και να μη θέλει επ` ουδενί να τη δικαιολογήσει, υπάρχουνε και έχουν ήδη εκτεθεί στην αρχή του κειμένου. Όμως αυτοί οι πολύ σπουδαίοι λόγοι προβάλλονται από τη Δύση προσχηματικά και μόνο· πίσω τους υποκρύπτονται οι άλλοι πολύ πιο σπουδαίοι για τους κυρίαρχους της υφηλίου λόγοι, ενώ και οι αντιδράσεις τους έχουν και αυτές εντελώς άλλο, πολύ βαθύτερο νόημα.

Όλος ο πλανήτης ήτανε και είναι διοικητικά κατακερματισμένος σε αναρίθμητες κοινωνίες, μικρές, μεσαίες, μεγάλες. Σήμερα όμως οικονομικά αποτελεί σχεδόν μια κοινωνία. Οι δυνατότητες της τεχνολογίας και η συνακόλουθη άρση των περιορισμών στην παγκόσμια παραγωγή και διακίνηση αγαθών υπερέβησαν τα διοικητικά και εθνικά σύνορα όλων των χωρών του πλανήτη, δημιουργώντας μια ενιαία κοινωνία από άποψη παραγωγής, εμπορίου και διάθεσης των αγαθών, γεγονός που κατέστησε εφικτό λίγες και μόνο χώρες ή ακόμα χειρότερα λίγοι και μόνο δικοί τους άνθρωποι να έχουν στα χέρια τους τον πλούτο όλου του πλανήτη, και να μην υπάρχει καμιά στοιχειώδεις ισομερής κατανομή του ούτε σε εθνικό ούτε σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι ανισότητες μεταξύ χωρών όπως και ανθρώπων είναι αβυσσαλέες πλέον· το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της γης υποσιτίζεται και λιμοκτονεί και ένα μικρό μόνο μέρος του όλου πληθυσμού της, χάρη στον υποσιτισμό και τη λιμοκτονία των πολλών, ευημερεί. Αυτή η οικονομική ολιγαρχία, που είναι χωρών και ατόμων συγχρόνως, καθώς των ατόμων είναι αντιστοιχισμένη στην ολιγαρχία των οικονομικά ισχυρών χωρών, έχει και εθνικά χαρακτηριστικά, αποτελώντας διοικητική και πολιτική πυραμίδα της ολιγαρχίας όλου του πλανήτη. Έχει έτσι περιέλθει σύνολος στη δική της κυριότητα. Γι` αυτό και συμπεριφέρονται οι χώρες που συνιστούν την πυραμίδα ωσάν να είναι αποκλειστικοί κάτοχοι όλου του πλούτου της γης. Για την επί πλέον δε εδραίωση της πυραμίδας και τη δυνατότητα καθολικής επιβολής της σε όλο τον πλανήτη έχουν συμπήξει και στρατιωτικό συνασπισμό, ώστε να καθυποτάσσουν κάθε άλλη χώρα, που ενδέχεται να απειλήσει το οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό μόρφωμά τους. Το πολίτευμά τους, σε αντίθεση με αυτό που διατείνονται με «πάθος», δεν είναι πράγματι δημοκρατικό, αλλά αμιγώς αριστοκρατικό. Έχει τυπικά βέβαια τα χαρακτηριστικά της δημοκρατίας, όπως και μια ουσία ανθρωπιστική, της όποιας ελευθερίας του λόγου, που δεν πρέπει καθόλου να την περιφρονούμε, στην πραγματικότητα όμως κυρίαρχη βούληση αναδεικνύεται, όχι μέσω της λειτουργίας της δημοκρατίας αλλά μέσω αδιόρατων αντιδημοκρατικών μεθόδων, αυτή των ολιγάριθμων αρίστων. Η εφεύρεση της τηλεόρασης επιτελεί έναν τέτοιο ρόλο. Πριν από την εμφάνισή της ήταν αναγκασμένοι να εγκαθιστούν δικτατορικά καθεστώτα εκεί που κρίναν ότι χρειαζότανε. Αφότου όμως εμφανίστηκε ο τηλεοπτικός πομπός και μπορούσε αυτός πλέον να υποκαθιστά το έργο των τανκς των δικτατόρων, χειραγωγώντας ειρηνικά και ανώδυνα την κοινή γνώμη, το πολίτευμά τους πήρε εξ ολοκλήρου το χαρακτήρα του κατ` επίφαση δημοκρατικού πολιτεύματος. Παρ` όλα αυτά αποκαλούν τον εαυτό τους επίμονα  δημοκρατικό και με πρόσχημα την επικράτηση των δημοκρατικών ιδεωδών ανά τον κόσμο εφαρμόζουν την ολιγαρχική πολιτική τους, κάνοντας, όταν κρίνουν χρειαζούμενες, επιδρομές σε άλλες χώρες. Εκείνο πάντως που τους ενδιαφέρει πάνω απ` όλα είναι να μη διαταραχθεί το καθεστώς των μεγάλων ανισοτήτων που έχουν εγκαταστήσει σε όλο τον πλανήτη και που τους αποφέρει το μεγάλο όφελος της δικής τους ευημερίας της εδρασμένης πάνω στη δυστυχία των πολλών. Διατηρούν δε τα δικά τους συμφέροντα περίκλειστα και «ασύμβατα» πάντα προς των μικρών χωρών. Κι αν έχουν εισχωρήσει συμφέροντα των μικρών στο δικό τους «ιδιοκτησιακό» χώρο, αυτά δεν αποτελούν ποτέ ενιαίο σώμα με των δικών τους και οποιαδήποτε στιγμή, εφόσον παραστεί ανάγκη, τα κρίνουν εξοβελιστέα, γιατί προέχει πάντα η εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων. Αυτός είναι ο λόγος που πλήττουν ανελέητα, κάθε που χρειάζεται, τους μικρούς. Ιστορικά σε πάμπολλες περιπτώσεις αποδεικνύεται πλάνη οικτρή η πίστη των αδύνατων ότι διασφαλίζουν την ύπαρξή τους με την προσκόλλησή τους στους ισχυρούς. Η Ιστορία διδάσκει σε όλους μας πως το αντίθετο θα πρέπει να επιδιώκεται· η συσπείρωση των αδύνατων με τους αδύνατους, για να γίνονται από κοινού δυνατοί. Είναι ταξική και η διεθνής κοινωνική διαστρωμάτωση, όπως και ο αντίστοιχος ρατσισμός που εκπέμπεται. Για την κατοχύρωση δε αυτού του «status quo» συντρίβουν οι ισχυροί κάθε άλλη «αντιπυραμίδα» που πάει να εμφανιστεί.

Η Ρωσία λοιπόν, που έδειχνε να μη δέχεται αδιαμαρτύρητα την καθυπόταξή της στη θέληση της Δύσης, γιατί και η ίδια ως μεγάλη χώρα ή δύναμη μπορούσε να την ανταγωνίζεται ισότιμα, έπρεπε, ήθελε δεν ήθελε, να συναινέσει στην απειλή της εκμηδένισής της. Το δίλημμα που της θέσανε ήτανε ξεκάθαρο: Ή να καθυποταχθεί αμαχητί στην υπεροχή της δυτικής ισχύος ή να αντιδράσει με εισβολή στην Ουκρανία και να «φάει τα μούτρα» της. Αυτή ήταν η παγίδα που της στήσανε, για να πέσει μέσα και να αυτοκαταστραφεί. Για την «αυτοκαταστροφή» της θα κάμνανε το παν, ώστε να είναι βέβαιη η επίτευξή της. Μόνο φανερή στρατιωτική εμπλοκή δε θα δείχνανε ότι επιχειρούν. Προπάντων θα στρέφανε τη διεθνή κοινή γνώμη φανατικά εναντίον της, για να επαναποκτήσει έτσι περιεχόμενο και ο ψυχρός πόλεμος που επί τρεις δεκαετίες παρέμενε κενός περιεχομένου, όπως χωρίς αντικείμενο δράσης παρέμενε και ο αντίστοιχος στρατιωτικός συνασπισμός που σκοπό είχε να τον διατηρεί ζωντανό. Αυτό εννοούσε ο Μακρόν, όταν έλεγε πως το ΝΑΤΟ είναι εγκεφαλικά νεκρό. Το τί έκανε μετά δεν είναι ανεξήγητο, όταν πρόκειται για έναν πολιτικό ηγέτη ανερμάτιστο ιδεολογικά. Ωστόσο με την αναβίωση του ψυχρού πολέμου θα είναι ψυχολογικά και ηθικά έτοιμη πάντα η διεθνής κοινή γνώμη να συναινεί με πάθος σε κάθε κατάπνιξη κάθε άλλης αναφυόμενης «αντιπυραμίδας». Η διαμόρφωσή της, όπως αποδείχθηκε και στη συγκεκριμένη περίπτωση της εισβολής στην Ουκρανία, είναι κάτι πανεύκολο προς επίτευξη.

Κι ενώ λοιπόν η ΕΕ γειτονεύει με τη Ρωσία και, εκτός του ότι τη συνδέουν ποικίλοι ιστορικοί δεσμοί, έχει και πολλαπλά, μεγάλα οφέλη, όταν οδεύει στην ολοένα και μεγαλύτερη διεύρυνση της συνεργασίας της μαζί της. Ως εκ τούτου ακούγεται τελείως ακατανόητο γιατί δε γινόταν κανένας λόγος μέχρι τώρα για την ένταξή της στην ΕΕ. Εν τούτοις η εξήγηση αυτής της «σιωπής» δεν έχει δυσκολίες. Επειδή η Ρωσία είναι μεγάλη δύναμη ανταγωνιστική προς την Αμερική, δε συμφέρει στην τελευταία η κάθε είδους συνεργασία της πρώτης με την ΕΕ, πολύ δε περισσότερο να την εξαρτά ενεργειακά, γι` αυτό το λόγο έπρεπε η Αμερική να εξωθήσει την ΕΕ στην απεξάρτησή της από τη γειτονική της χώρα σε σύμπραξη βέβαια με την ίδια, ώστε να αποδυναμώσουν ή και να εκμηδενίσουν τη Ρωσία, σύμπραξη που επιτεύχθηκε και θριάμβευσε έτσι τόσο η κυριαρχία της Αμερικής επί της Ευρώπης όσο και η αβουλία της τελευταίας, με όλες τις συνέπειες και τους κινδύνους που ζει αυτή τη στιγμή αλλά και που θα ζήσει στο μέλλον η γηραιά Ήπειρος.

Η Ουκρανία τώρα τι λόγο είχε, ώστε να υποστεί εισβολή;

Αυτή τη χρονική στιγμή, που συμπυκνώνει χρονική διάρκεια δεκαπενταετίας τουλάχιστο, η Ουκρανία βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα του ανταγωνισμού των ισχυρών. Εξαιτίας αυτής της «τύχης» της υφίσταται εισβολή. Η θέλησή της να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, για να προστατεύσει τον εαυτό της από γείτονά της λιγότερο ισχυρό έναντι του δυτικού στρατιωτικού συνασπισμού, την έφερνε μεν σε αρμονία με τις δικές του επιδιώξεις, προσέκρουε όμως στην επιδίωξη της γειτονικής της χώρας να έχει διασφαλισμένη την ύπαρξή της. Θα έπρεπε λοιπόν, σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού των ισχυρών, να δοκιμαστεί το ψυχικό και στρατιωτικό σθένος της Ρωσίας και, ει δυνατόν, γιατί όχι, να κονιορτοποιηθεί στη διπλή του διάσταση. Αυτό όμως προϋπέθετε την εύρεση ενός πειραματόζωου, που θα δεχόταν εισβολή, και πιο ιδεώδες πειραματόζωο από την Ουκρανία δεν υπήρχε σε τούτη τη χρονική στιγμή. Ωστόσο η επιλογή της Ουκρανίας να υπαχθεί στο ΝΑΤΟ καθεαυτή δεν είναι καθόλου άμοιρη ενοχής. Οικειώνεται αφενός την όλη ενοχή που βαραίνει την έως τώρα πορεία του στρατιωτικού συνασπισμού. Αφετέρου φέρει και ειδικότερη ενοχή, όταν θέλει να συνδράμει μαζί με το ΝΑΤΟ στην κατάπνιξη μιας αναφυόμενης «αντιπυραμίδας», αλλά και όταν συστρατεύεται μαζί του για τη διατήρηση των ανισοτήτων της υφηλίου. Αυτό βέβαια το κάνει, ξέρουμε, κάθε αδύνατος, χώρα ή άτομο, στην προσπάθειά του να συγκαταλεχθεί μεταπηδώντας στους δυνατούς. Όμως η ευθύνη δεν παύει να τον συντροφεύει και δεν αποκλείεται να του επιφέρει συνέπειες. Αυτό λοιπόν το πιθανό ενδεχόμενο πληρώνει επίσης η Ουκρανία.

Κι εμείς ως έθνος το ίδιο κάναμε· ζητήσαμε διασφάλιση με ένταξή μας στο ΝΑΤΟ και πληρώνουμε ακόμα τέτοιου είδους συνέπειες και παρελθοντικές, προ πεντηκονταετίας, και τωρινές. Μακάρι πάντως ως προς τη συμπαράσταση να είχαμε το ένα δέκατο της τύχης της Ουκρανίας. Δε θα επεκταθώ όμως περισσότερο, για να μη μελαγχολήσω κι άλλο τους Ουκρανούς. Τους φτάνει που ζούνε το δικό τους δράμα.



[1] Έχουν γίνει κάποιες συμπληρώσεις και βελτιωτικές αλλαγές σε τούτο το κείμενο που αντικαθιστά το ψεσινό. 


Παρασκευή 27 Αυγούστου 2021

ΟΙ ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ: ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΦΥΣΙΚΗ «ΕΝΣΚΗΨΗ» ΚΑΚΟΥ Ή ΓΙΑ ΔΙΑΠΡΑΞΗ ΤΟΥ

Όσο συνειδητά κι αν έχεις επιλέξει τη σιωπή, γιατί βλέπεις να μην έχει κανένα νόημα η εκφορά της γνώμης σου, όταν όμως το κακό προσλαμβάνει τέτοιες διαστάσεις, σου ξεφεύγουν ανέλεγκτα επιφωνήματα θλίψης και, συμμετέχοντας στον κοινό θρήνο, φτάνεις έως και τον ξορκισμό των δραστών του.

Οι πυρκαγιές, που σημειώθηκαν κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου κυρίως και που προκάλεσαν πρωτοφανείς καταστροφές, δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως μια απλή φυσική ένσκηψη κακού. Εξαιτίας βέβαια της κλιματικής αλλαγής έχουν γίνει συνήθη τα ακραία καιρικά φαινόμενα μαζί και οι καύσωνες που εμπεριέχουν τον κίνδυνο πυρκαγιών, γι` αυτό δε μας αιφνιδιάζουν πια. Τα αναμένουμε και ως νοήμονα όντα, για να προστατευτούμε από τις απειλές τους, παίρνουμε έγκαιρα όλα τα αναγκαία μέτρα ακύρωσής τους ή εμπόδισης έστω της απρόσκοπτης συντέλεσής τους. Η αδυναμία επομένως αντιμετώπισής τους έγκειται στην έλλειψη προετοιμασίας και στην απουσία των απαιτούμενων μέσων. Τότε όμως η ένσκηψη του φυσικού κακού δεν απέχει καθόλου από τη διάπραξή του. Αυτό το νόημα είχε και η δήλωση του κ. Χρυσοχοΐδη ότι δε μας βρίσκει απροετοίμαστους ο καύσωνας, έχουμε πάρει όλα τα μέτρα και είμαστε σε θέση να αποτρέψουμε το κακό. Η συντέλεσή του λοιπόν και κατά τον Υπουργό εξαρτάται από τη μεσολάβηση ή μη ανθρώπινων αντιστασιακών δυνάμεων. Τα ανθρώπινα χέρια είναι αυτά που, εφόσον είναι αρκετά και έχουν στη διάθεσή τους τον απαιτούμενο τεχνολογικό εξοπλισμό, θα την επιτρέψουν ή θα τη ματαιώσουν.

Ήρθαν κατόπιν τα γεγονότα και διέψευσαν τη δήλωση του Υπουργού, αποκαλύπτοντας συγχρόνως την έλλειψη κάθε προετοιμασίας εκ μέρους τους. Γιατί όμως αποδείχθηκαν τόσο απροετοίμαστοι;

Η εύκολη και κλασσική εξήγηση ανάγει την αποτυχία τους στην ανικανότητά τους. Αν όμως κρίνει κανείς από την απόδοση των προληπτικών μέτρων που πήρανε, μόλις ανέλαβαν την εξουσία, ώστε κάθε αντικοινωνικό τους νομοθέτημα να προβάλλει θετικό στα μάτια της κοινωνίας, από την επιτυχία της διαστροφής των όρων στη διαστροφή και της κοινωνικής αίσθησης, από το κατόρθωμά τους εν γένει να ενέχει η αντικοινωνικότητα των νομοθετήσεών τους τελείως δυσανάλογη κοινωνική δυσαρέσκεια, όπως και από την εύκολη εξουδετέρωση του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ -  στην οποία συνέβαλε τα μάλα βέβαια και ο ίδιος - όλα αυτά δείχνουν ότι έχουμε να κάνουμε με ικανότατους. Συγκροτήσανε ένα ακραιφνές αντικοινωνικό κράτος κι ωστόσο δε σημειώθηκε ο παραμικρός κλυδωνισμός τους.    

Γενικότερα εξάλλου ικανός είναι ο ευπροσάρμοστος και ευπροσάρμοστος είναι αυτός που δεν έχει αρχές. Ως εκ τούτου είναι τελείως εσφαλμένη η επικρατούσα αντίληψη ότι το κακό εκπορεύεται από ανίκανους. Αν ήτανε έτσι, δε θα μπορούσε ποτέ να έχει συστηματικό χαρακτήρα και μεγάλες διαστάσεις. Γι` αυτό εξάλλου επιζητούν ικανούς, δημιουργούν όλων των βαθμίδων «θερμοκήπια», για να παράγουν διάνοιες, που, αφού συγκροτήσουν πανίσχυρη δυναστεία σε υπερεθνικό και εθνικό επίπεδο, θα μπορούν να διαπράττουν το κακό σε μεγάλη έκταση προς ανάλογο όφελος δικό τους. Τότε οι λίγοι θα καρπώνονται αδιατάραχτα το μόχθο των πολλών χωρίς έλεος. Γιατί είναι ικανοί και το «δικαιούνται»[1].

Αν λοιπόν κατέδειξαν την κρατική ανεπάρκεια είναι γιατί έτσι θέλουνε το κράτος, ανεπαρκές. Τότε η κρατική συλλογική βούληση υποχωρεί κάτω από την πίεση της κραταιάς του ατόμου. Όντας οι κυβερνώντες υπέρ της κυριαρχίας της ατομικής βούλησης, των ιδιωτικών δηλαδή συμφερόντων, έχουν επιτείνει την ανεπάρκειά του με επιπλέον συρρικνώσεις του. Είναι αναγνωρισμένοι εχθροί του και πάντα το δείχνανε είτε με ανάλογου περιεχομένου δηλώσεις είτε και με επάλληλες αποψιλώσεις του τώρα που είναι στην Κυβέρνηση.  Στην κυβερνητική δε θέση που βρίσκονται δε βρίσκονται καθόλου άσκοπα· έχουν τις βλέψεις τους, την εκχώρηση νευραλγικών τομέων του κράτους σε ιδιώτες, ώστε και οι επίλεκτοί τους να επωφελούνται και οι ίδιοι να αποζημιώνονται για το έργο της ιδιωτικοποίησης του κράτους που επιτελούν και οι δείκτες της οικονομίας της χώρας να είναι θετικοί, αφού θα μειωθούν σημαντικά οι δημόσιες δαπάνες. Θα μπορούσαν βέβαια για τον ίδιο λόγο, για τη θετικότητα των οικονομικών δεικτών, να καταργήσουνε και τη Δημοκρατία, αλλά αυτό θα τους στερούσε την πρόσοδο από την εκμετάλλευσή της, που σε πολλές περιπτώσεις έχει οικογενειακή βάση.

Συνεπώς από ιδεολογία και από την αντίστροφη ιεράρχηση που αυτή τους υπαγορεύει υπήρξαν «απροετοίμαστοι». Σύμφωνα με τα κριτήρια της πίστης τους πολλά άλλα έχουν προτεραιότητα και όχι ο εξοπλισμός του κράτους και η πρόσδοση σ` αυτό της ικανότητας να προστατεύει τη δική του περιουσία και των πολιτών του. Η διατήρηση της ανεπάρκειάς του και στο μέτωπο της πανδημίας το μαρτυρεί αδιάψευστα.

Η πρωταρχική όμως ευθύνη για τη δυνατότητά τους να υπηρετούν το ατομικό συμφέρον πλήττοντας το συλλογικό βρίσκεται όχι στους ίδιους, που είναι οι δράστες, αλλά στους εντολείς τους και εντολείς είναι οι εκλογείς τους, η κοινωνία που τους επέλεξε με την ψήφο της, επικροτώντας τόσο το πρόγραμμά τους όσο και τις μεθόδους που μετήλθαν για την ανάδειξή τους στη θέση της εξουσίας. Τα σημάδια ήτανε φανερά. Την εχθρότητά τους προς το κράτος ποτέ δεν την κρύψανε. Την εκδηλώνανε σταθερά ανυπόκριτα. Τώρα φυσικά, που έχουν και την εξουσία στα χέρια τους, την υλοποιούν αποφασιστικά. Είναι ιδεολογία τους αυτή και η στάση της ζωής τους. Ειδικότερα δε τη στάση τους απέναντι στα δάση την ομολογήσανε έγκαιρα δια του στόματος μάλιστα του Πρωθυπουργού, αλλά και του Υπουργού Ανάπτυξης, που του είναι «παντελώς ακατανόητο» να υπάρχει ένα ωραίο δάσος και να μη γίνεται βορά στην επένδυση. Ο Πρωθυπουργός όμως ήτανε πολύ πιο συγκεκριμένος. Για το δάσος του Ερημίτη της Κέρκυρας, που οι κάτοικοί της δε θέλανε την καταστροφή του δια της επένδυσης, ο Πρωθυπουργός θα αναγγείλει την προοπτική της επένδυσής του, γιατί «έτσι κι αλλιώς αυτό θα καεί». Η προφητεία του επαληθεύτηκε μέσα σε ένα μήνα. Η «ανεξάρτητη» όμως Δικαιοσύνη δεν παρενέβει τότε δια του εισαγγελέα της ν` ασκήσει δίωξη για υπόθαλψη εμπρηστών ή και για πιθανή ύπαρξη οργανωμένου κυβερνητικού σχεδίου αποτέφρωσης δασικών εκτάσεων.  

Δεν αποκρύπτανε όμως ούτε τον αμοραλισμό που φέρουν μέσα τους. Ο διάλογος στην τηλεόραση (τηλεμαχία ή debate) υπηρετεί, ξέρουμε, τη δημοκρατία. Παρόλα αυτά ο σημερινός αρχηγός της ΝΔ, όπως και ο προηγούμενος, αρνήθηκαν χωρίς πολλά πολλά τις αντίστοιχες προεκλογικές πραγματοποιήσεις του. Διείδαν την ριψοκινδυνότητα της ευθείας έκθεσης των απόψεών τους στο ευρύτατο κοινό και την απέτρεψαν. Η κοινωνία όμως δεν το έλαβε αυτό υπόψη της. Ο Παυλόπουλος, δικός τους αλλά και ικανότατος πρόεδρος της Δημοκρατίας, απορρίφθηκε ως υποψήφιος πρόεδρος δεύτερης πενταετίας από προσωπικό ιδεοληπτικό γινάτι του Πρωθυπουργού και δεν αντέδρασε κανένας της ΝΔ. Ούτε και αυτό φυσικά το έλαβε η κοινωνία υπόψη της, ενώ επρόκειτο για κορυφαία ασέβεια απέναντι στον ύπατο θεσμό της Δημοκρατίας, στην Προεδρία της. Η μεγάλη όμως ραδιουργία ήταν η υποκριτική της στάση απέναντι στη συμφωνία των Πρεσπών, που η θετικότητά της ξεπερνούσε κάθε προσδοκία όχι μόνο των Νεοδημοκρατών αλλά και του όποιου Έλληνα πολίτη. Για ν` αποκομίσει όμως κομματικά οφέλη η παράταξη της ΝΔ, μια και επρόκειτο για θέμα «αβανταδόρικο» για πολιτική εκμετάλλευση, εφάρμοσε στάση μηδενιστική και επωφελήθηκε τα μέγιστα στον αγώνα της για την κατάληψη της εξουσίας. Θα μείνει στην Ιστορία η πράξη της αυτή ως χαρακτηριστική της ηθικής αναλγησίας της Πολιτικής. Τώρα βέβαια που ανήλθε στην εξουσία και αφού διαπίστωσε πως δεν είναι ανεπιτυχής η χρήση του αμοραλισμού της, τις διάφορες πτυχές του τις εφαρμόζει πιο ανεπιφύλακτα· ο κυνισμός της έγινε απροκάλυπτος και η προκλητικότητά της ανενδοίαστη πια. Να μιλήσουμε για φιμώσεις και διώξεις ή για την αναγνωρισμένη και από τους ίδιους αστυνομοκρατία τους, που μας επαναφέρανε στη μνήμη εποχές της διωκτικής Δεξιάς; Ή μήπως πρέπει να γίνει λόγος και για την προεξαγορά των ΜΜΕ;

Για όλα αυτά ήταν προειδοποιημένη η κοινωνία, δεν τα έλαβε όμως υπόψη της και κρίνοντας ωσάν να μην τα βλέπει ανέθεσε τη διακυβέρνησή της σε πολιτική παράταξη εχθρική προς το κράτος, ανοίγοντας όμως έτσι αυτή πρώτη το δρόμο προς την επίταση της ανεπάρκειάς του. Τώρα οδύρεται βέβαια.

Η Κυβέρνηση ωστόσο, προνοητικότατη για τη μακροημέρευσή της, θα θέσει εξαρχής σε δράση την άλλη, την παραπληρωματική πλευρά της ικανότητάς της, εκείνη της συγκάλυψης, ώστε να αποτρέψει τη μετεξέλιξη του διαβλεπόμενου οδυρμού της κοινωνίας σε απόσυρση της εμπιστοσύνης της προς αυτή. Για το σκοπό αυτό θα προηγηθεί η προκαταβολική συγκαλυπτική προσπάθεια του πιο αρμόδιου Υπουργού, Προστασίας του Πολίτη, ο οποίος με την ίδια προαναφερμένη εμφαντική δήλωσή του θα μας γνωστοποιήσει ότι είναι πανέτοιμοι ν` αντιμετωπίσουν το επερχόμενο κακό, ώστε να μην πάει καθόλου ο δικός μας νους εκεί που είναι ο δικός τους. Μετά θα ακολουθήσει, αφού θα έχει μεσουρανήσει το κακό, διάγγελμα του Πρωθυπουργού, με το οποίο θα υπογραμμίζει τις ιεραρχήσεις που κάνανε ως Κυβέρνηση, ώστε να πετύχουνε τα καλύτερα δυνατά πυροσβεστικά αποτελέσματα.

Επειδή δε το κακό θα έχει την ίδια εξέλιξη και κατόπιν, θα καταπίνουν οι φλόγες απρόσκοπτες τις δασικές εκτάσεις κατά εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα, θα εκκενώνονται οι οικισμοί ο ένας μετά τον άλλο, αλλά χωρίς και πάλι να υπάρχουν θύματα, μετά από ένα διάστημα κυβερνητικής αμηχανίας και σιωπής όλοι τους οι αξιωματούχοι της Κυβέρνησης και ιδιαίτερα ο αρμόδιος υφυπουργός, της Πολιτικής Προστασίας, θα είναι συγχρονισμένοι στην Πρωθυπουργική ιεράρχηση· θα διαλαλούν ότι χάρη στους σχεδιασμούς τους γίνανε έγκαιρα οι εκκενώσεις οικισμών και γι` αυτό το λόγο δεν υπήρξαν θύματα.

Στο διάγγελμά του ο Πρωθυπουργός έθετε ως πρώτη προτεραιότητα την αποτροπή απώλειας ανθρώπινης ζωής. Και πράγματι αυτή πρέπει να είναι η προτεραιότητα κάθε πυροσβεστικού σχεδίου, να μη χαθούν ανθρώπινες ζωές. Αλλά και πράγματι σ` αυτές τις πυρκαγιές δε χάθηκαν και, εάν μεν η αποτροπή απώλειας ζωής επιτεύχθηκε χάρη στις κυβερνητικές προσπάθειες, έχουν κάθε λόγο οι κυβερνώντες να επαίρονται. Αν όμως αυτό προέκυψε από την εύνοια μέσα στην ολεθριότητά τους των φυσικών συνθηκών, παύουν να έχουνε λόγο. Γιατί, και πάλι πράγματι, άμεση απειλή απώλειας ζωής εξαιτίας της πύρινης λαίλαπας δεν υπήρξε καμιά. Οι φλόγες σε όλες τις περιπτώσεις ετούτων των πυρκαγιών εμφανίστηκαν σε απόσταση από οικισμούς, οι δε άνεμοι δεν ξεπερνούσαν τα δύο μποφόρ, ούτε οι διαφυγές κατοίκων των οικισμών ήτανε αποκλεισμένες από τις φλόγες, οπότε δινότανε η χρονική δυνατότητα στις επιτελικές δυνάμεις να κάνουνε με ασφάλεια τις εκκενώσεις των οικισμών. Η βραδύτητα της επέλασης των πυρκαγιών, η δική τους «ολιγωρία» ήταν εκείνη που τους έδωσε αυτή τη δυνατότητα και που έφερε αυτό το αποτέλεσμα, να μη υπάρξουν θύματα. Οι ισχυρισμοί επομένως της Κυβέρνησης ότι χάρη στη δική τους ετοιμότητα και επεμβατική αμεσότητα επιτεύχθηκε η πρώτη προτεραιότητα περιέχουν επιχείρηση δόλιας υπαγωγής αυτού του αποτελέσματος σε δική της δράση και σαφή πρόθεση ιδιοποίησης απότοκου άλλων παραγόντων.  

Από τις άλλες προτεραιότητες που τέθηκαν επίσης, η προστασία της περιουσίας των πολιτών η δεύτερη, και των δασικών εκτάσεων η τρίτη, δεν εκπληρώθηκε καμιά ούτε κατά το ελάχιστο. Ανεμπόδιστα οι φλόγες καίγανε περιουσίες και δάση επί οχτώ μέρες τουλάχιστο, ώσπου να κατασβεστούν μόνες τους σχεδόν, αφού δεν υπήρχαν ικανά διαθέσιμα μέσα πυρόσβεσης αλλά και προσωπικό. Μιλάω πάντα για την ετοιμότητα και επιχειρησιακή δράση της Κυβέρνησης και όχι των πυροσβεστών, που με κίνδυνο της ζωής τους πάντα κάνουνε τα αδύνατα δυνατά, μοχθούν υπεράνθρωπα, για να πετύχουν κατάσβεση των πυρκαγιών.

Γιατί όμως η Κυβέρνηση, ενώ η εκπλήρωση της πρώτης προτεραιότητάς της είναι αποτέλεσμα της δράσης ευνοϊκών φυσικών συνθηκών και όχι δικής της, εκείνη το παρουσιάζει ως παράγωγο δικού της έργου και μιλάει με τόση κομπορρημοσύνη για το έργο της αυτό;

Προφανέστερα για να συγκαλύψει την εικόνα της γενικής της αποτυχίας. Εφόσον η μια προτεραιότητα που τέθηκε και που ήταν η σημαντικότερη, επιτεύχθηκε, όπως και αν επιτεύχθηκε, μπορούν να διατείνονται ότι ο πυροσβεστικός αγώνας της Κυβέρνησης στέφθηκε με επιτυχία. Αν ωστόσο, συνεχίζουν να διατείνονται, δεν επιτεύχθηκαν οι άλλες προτεραιότητες, δεύτερη και τρίτη, είναι γιατί ρίξανε όλο το βάρος στην επίτευξη της πρώτης, που «απορρόφησε» όλες τις διαθέσιμες πυροσβεστικές δυνάμεις και μέσα.

Ουσιαστικότερος όμως λόγος της συγκαλυπτικής επιχείρησης των κυβερνώντων είναι η απόκρυψη της χωρίς όρια καταστροφικότητας των επιλογών τους. Στις πυρκαγιές αυτές κρίθηκε η ιδεολογία σύνολη του οικονομικού φιλελευθερισμού, οι ιεραρχήσεις της και τα προτάγματά της. Μετρήθηκε η εμβέλειά της σε θέματα προστασίας του συνόλου και αποδείχθηκε πολύ μικρή, ώστε να μπορεί να το προστατεύσει. Αν η Κυβέρνηση άφηνε να φανεί η πραγματική εικόνα των αποτελεσμάτων της πυροσβεστικής της παρέμβασης, θα φαινόταν και η επικινδυνότητα του ιδεολογικού μοντέλου που ενσαρκώνει. Ο αγώνας επομένως της συγκάλυψης που κάνει δεν είναι μόνο αγώνας απόκρυψης των οικτρών αποτελεσμάτων των ενεργειών της, αλλά προπάντων αγώνας διάσωσης της ιδεολογικής της υπόστασης.       

Η προβολή εξάλλου της πρώτης προτεραιότητας μαζί και η εκδοχή της επίτευξής της από τους ίδιους είναι αφοπλιστικές κάθε αντιλογίας. Μα είναι προπάντων αποστομωτικές για την αξιωματική αντιπολίτευση, που κατά τη δική της κυβερνητική θητεία έχει εγγράψει στο παθητικό της σε ανάλογη συνθήκη πυρκαγιάς εκατόμβη θυμάτων. Αν επιμένει η Κυβέρνηση στην προβολή της πρώτης προτεραιότητας, είναι γιατί θέλει να φαίνεται η αντιδιαστολή αυτή ανάμεσα στο δικό της «σωτήριο» πυροσβεστικό έργο, που δεν είναι βέβαια δικό της, και στο θανατηφόρο πυροσβεστικό έργο του ΣΥΡΙΖΑ στο Μάτι.  Αυτή η αντιδιαστολή δείχνει τη μεγάλη διαφορά και ως προς τις διαστάσεις του κακού και ως προς την αποτελεσματικότητα κατ` επέκταση των κυβερνητικών δράσεων εκείνων και τωρινών, εφόσον βέβαια δε ληφθούν καθόλου υπόψη οι ειδικές συνθήκες που καθόρισαν το ένα και το άλλο αποτέλεσμα. Γι` αυτό η Κυβέρνηση, όταν επαίρεται για το πυροσβεστικό της έργο, αποσιωπά ύπουλα τη ριζική διαφορετικότητα των συνθηκών, που καθόρισαν και τη διαφορετικότητα των αποτελεσμάτων. Ενίοτε αποτολμά να παραποιεί και μετεωρολογικά στοιχεία, για να αίρεται η ανομοιότητα των συνθηκών. Η πυρκαγιά όμως στο Μάτι έλαβε χώρα κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες, φυσικές και γεωγραφικές. Έπληξε απευθείας τον οικισμό, οι άνεμοι πνέανε με παραπάνω από οχτώ μποφόρ, οι δε ριπές τους πολύ περισσότερο. Οι ειδικοί μιλήσανε για «πυροκαταιγίδα». Οι δε μόνες διαφυγές  προς τη θάλασσα που υπήρχανε οι περισσότερες ήταν αποκλεισμένες με φράχτες ιδιωτών, ενώ το όλο κακό λόγω των ισχυρών ανέμων συντελέστηκε σε λίγες ώρες, όχι σε μέρες ή βδομάδες. Οι ειδικές ακραίες φυσικές συνθήκες περατώσανε αστραπιαία την τραγωδία στο Μάτι.

Ωστόσο, όταν από τους κυβερνώντες γίνεται σφετερισμός απότοκου αλλότριων παραγόντων, με σκοπό την απόκρυψη της ελλειμματικότητας της δικής τους δράσης και του ιδεολογικού τους μοντέλου, στην απόκρυψη αυτή εμπεριέχεται η αναγνώριση, ανομολόγητη βέβαια, της δικής τους ολικής αποτυχίας. Αν δεν αναγνωριζότανε από τους ίδιους η ολική τους αποτυχία, δε θα χρειαζότανε η προσπάθειά τους της απόκρυψής της. Επειδή όμως αυτή υπάρχει, για να την αποκρύψουν, την επικαλύπτουν με παράγωγα άλλων συντελεστών. 

Στη συνέχεια η συγκαλυπτική επιχείρηση της Κυβέρνησης θα ολοκληρωθεί με τη συνδρομή και της Δικαιοσύνης. Ο «ανεξάρτητος» εξουσιαστικός δικαστικός βραχίονας της Πολιτείας, που είναι βραχίονας και της Κυβέρνησης, θα παρέμβει με ανώτατο εισαγγελέα, για να διερευνήσει την πιθανότητα ύπαρξης οργανωμένου σχεδίου εμπρησμών. Αν λοιπόν εντοπιστούν εμπρηστές  και κατά προτίμηση μετανάστες – κάτι ήδη ακούγεται – τότε η οργή του κόσμου θα εξοστρακιστεί τελείως από την Κυβέρνηση, για να κατευθυνθεί στα προσφιλή αντικείμενα του μίσους του. Τότε και η επιχείρηση συγκάλυψης της Κυβέρνησης θα τελεσφορήσει θριαμβευτικά. Οπότε, όσο τεράστια δασική έκταση κι αν κάηκε από υπαιτιότητά της Κυβέρνησης, αυτή εντούτοις θα μείνει στο απυρόβλητο μαζί και το ιδεολογικό μόρφωμα που την υποκινεί. Αυτονόητο είναι βέβαια ότι ο Εισαγγελέας δε θα καλέσει για κατάθεση ούτε τον Πρωθυπουργό ούτε τον Υπουργό Ανάπτυξης, προκειμένου να δώσουν εξηγήσεις για  τις εμπρηστικές τους δηλώσεις.  

Στο ερώτημα βέβαια, που αυτόματα εγείρεται, ποιο είναι μεγαλύτερο κακό, η διάπραξή του ή η συγκάλυψή του, η απάντηση που κατά κανόνα δίνεται εκτιμά το μέγεθός τους αναλογικά· τις διαστάσεις που έχει το κακό τις προσλαμβάνει και η επιχείρηση συγκάλυψής του. Εξάλλου, για να θέλουν να το «κουκουλώσουν», σημαίνει πως επιδιώκουν να αποσείσουν την ευθύνη της διάπραξής του από πάνω τους, για να μπορούν να παραμένουν στη θέση της εξουσίας που κατέχουν, ώστε να μπορούν και να το ξαναδιαπράττουν. Η συγκάλυψη αυτό το νόημα έχει πάντα, να διατηρεί τη δυνατότητα επανάληψης της διάπραξης.

Ένα άλλο όμως, εναγώνιο τώρα, ερώτημα που προβάλλει είναι αν όλη αυτή η οργανωμένη κυβερνητική προσπάθεια συγκάλυψης του κακού θα στεφθεί από επιτυχία. Με βάση το συσχετισμό δυνάμεων, Κυβέρνησης και αντιπολίτευσης και Κυβέρνησης και κοινωνίας, η απάντηση τείνει να μην είναι αρνητική.

Η αξιωματική αντιπολίτευση έχει κάψει το «χαρτί» της πολύ πιο πριν από τις δικές της πυρκαγιές στο Μάτι, καθώς προγενέστερα έδειξε να συγχέει τους υπαρξιακούς λόγους της Αριστεράς με τις υποστυλώσεις του συστήματος. Τώρα δεν μπορεί να πάρει τα πόδια της· τρεκλίζει και «τσιβδίζει» συγχρόνως. Το ΚΙΝΑΛ μοχθεί απεγνωσμένα για την ανασύνταξή του. Όμως ένα απομεινάρι κομματικών ερειπίων  δεν είναι ποτέ ανασυντάξιμο κι ούτε μπορεί να απειλήσει κανέναν παρά μόνο τον εαυτό του. Το ΚΚΕ δείχνει να μην έχει αξιώσεις άσκησης κυβερνητικού έργου. Κι αν τις είχε βέβαια, δε θα ήτανε πραγματοποιήσιμες. Οπότε φαίνεται να αντιπολιτεύεται ωσάν να απέχει από τη ζώσα πολιτική πραγματικότητα. Για του Βαρουφάκη το μόρφωμα δεν έχω να πω κάτι παρά μόνο πως ούτε ο Γαβράς μπορεί να το στυλώσει.

Να σηκώσει κεφάλι από μόνη της η κοινωνία; Οι καιροί είναι άλλοι. Γαλουχημένη χρόνια, επί γενεές γενεών, με τα αξιακά προτάγματα του συστήματος, έχει χειραγωγηθεί πλήρως και είναι τελείως ακίνδυνη. Βολεύεται και με πολύ λιγότερο ουρανό πια. Η πίστη της εξάλλου ότι ανήκει σε ανώτερη φυλή τής έχει εμπεδώσει την πεποίθηση ότι οσονούπω σύνολη θα συγκαταλεχθεί μεταξύ των ικανών και τότε…

Και εμείς, μέλη της αχαμνά, που προσβλέπουμε σε κοινωνίες με πολύ ουρανό, καταντήσαμε να ευελπιστούμε στην ανατροπή της Υπερδεξιάς από τη Δεξιά, δείχνοντας με τον πιο τραγικό τρόπο την άνοιά μας, την οικτρή μας πλάνη ότι η Δεξιά θα εκτρέψει τον εαυτό της από την πορεία της και θα μεταπηδήσει σε δρόμο αρχών.

Μετά πώς να μη γυρίσει κανείς ξανά πίσω στη σιωπή του!  



[1] Την ιδέα αυτή πραγματεύεται στιχουργικά και μουσικά το τραγούδι μου «Η πομπή προς τη γνώση» (You Tube). 

Κυριακή 24 Μαΐου 2020

ΣΑΝ ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ






Μια φορά κι έναν καιρό σ` ένα χωριό του πλανήτη γη γεννήθηκε ένας ιός, που ξαπλώθηκε σε όλο, μα σ` όλο τον πλανήτη. Ήτανε θανατηφόρος και ακριβοδίκαιος, αφαιρούσε τις ζωές όλων των ανθρώπων κάθε φυλής, τάξης, θρησκεύματος και γεωγραφικού διαμερίσματος. Ως προς τις ηλικίες έδειχνε μια κάποια προτίμηση σε ηλικιωμένους, ίσως γιατί αυτούς θεωρούσε περισσότερο υπαίτιους γι` αυτό που συνιστούσε το λόγο της δικής του εμφάνισης. Γενικά πάντως έβλεπε όλους τους ανθρώπους ίσους και τους αντιμετώπιζε ως ίσους αφαιρώντας αδιάκριτα ζωές.  

Αυτό ήτανε και το έργο του, να τους εξισώνει, να επαναφέρει την ισότητα στη ζωή τους. Έγκυροι μελετητές, που παρακολουθούσαν τη δράση, την τακτική και το εύρος της εξάπλωσής του, καταλήξανε στην αναμφίβολη αυτή διαπίστωση, ότι ο σκοπός του ιού είναι να επαναφέρει την ισότητα στους ανθρώπους, που την έχουν εγκαταλείψει προ πολλού και αφήσανε σε δέκα «νοματέους» μονάχα να έχουνε δικό τους όλο τον πλανήτη και οι άλλοι κάτοικοί του -δισεκατομμύρια κόσμος – να ζούνε στην ένδεια έως και απόλυτου βαθμού.

Η φύση όμως, που γέννησε τους ανθρώπους και που τους γέννησε μ` εκείνη την πρωτογενή και αρχέγονη ισότητα, να τους βρίσκει όλους ο θάνατος καθ` όλο το διηνεκές του χρόνου, αντέδρασε κι εκδικείται[1] τώρα τους γόνους της, που δε σεβάστηκαν τη θεμελιώδη προσταγή της. Τους έστειλε ένα νεόπλασμά της με απεριόριστες εξισωτικές δυνατότητες – το ανθρώπινο ον δεν μπορεί, φαίνεται, να τις έχει – για να επανέλθουν οι άνθρωποι στην αρχική φυσική τους κατάσταση, της ισότητας. Μα τόσο σκληρή είναι η φύση και τιμωρεί έτσι απάνθρωπα; Ναι, είναι η απάντηση, γιατί μόνο έτσι μπορούν να καταλάβουν οι άνθρωποι. Μόνο με γερά χτυπήματα δικά της και της Ιστορίας συνετίζονται και ενώνονται νιώθοντας ίσοι, αλλά και αυτό προσωρινά, δυστυχώς.   

Κλεισμένοι τώρα όλοι οι κάτοικοι του πλανήτη στα σπίτια τους για μέρες, βδομάδες και μήνες, κρύβονται να μην τους βρει ο ιός, κι έχουνε γίνει όλοι ένα. Εξισωμένοι πλέον μεταξύ τους άρχισαν να συνειδητοποιούν πως είναι ίσοι και βάλανε όλα τα δυνατά τους ν` αντιμετωπίσουν από κοινού τον ισοπεδωτικό θανάσιμο εχθρό. Πόσοι θα μπορέσουν να διασωθούνε με τον αγώνα αυτό άγνωστο, όπως και πόσοι θα αφανιστούν. Εκείνο όμως που ξέρουνε και που βιώνουνε προς ώρας είναι η ισότητα που ζούνε και που τους την έφερε ο ιός. Όταν αυτός εκλείψει, πάλι θα ανισοποιηθούν. Γιατί είναι μυωπικά όντα οι άνθρωποι. Η τυφλή τους πορεία προς την ατομική ευτυχία, η επιδίωξη μόνο της προσωπικής επικράτησης και ευδαιμονίας τούς κάνουνε μύωπες· μετά και «τέρατα» κάθε είδους.

Κι έτσι θα ζήσουνε αυτοί καλά κι εμείς πεθαμένοι ακόμα καλύτερα. 



[1] Η παρουσίαση εμψυχωμένης της φύσης «αντέδρασε κι εκδικείται» γίνεται για εκφραστικούς και μόνο λόγους, όχι από πίστη, όπως και η ανάμειξη «έγκυρων μελετητών…».

Μόνο "για χάρη του κορωνοϊού" παρακάμπτεται για λίγο η Εισαγωγή για τον Όμηρο

Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

ΟΜΗΡΟΣ


ΟΜΗΡΟΣ
Ο ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΜΟΙΡΑΣ
Μια απόπειρα συγκριτικής ανίχνευσης του ανθρωπισμού του

 ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΟΜΗΡΟΣ;

Θα ξεκινήσω την προσωπική αναζήτηση της «ταυτότητας» του Ομήρου από την ομολογία της πιο μεγάλης μου ντροπής: Τέλειωσα την πρώτη ανάγνωση των δύο έργων σε ηλικία 55 ετών, όντας φιλόλογος, εκπαιδευτικός και «ομογενής» του. Εξού και τρισδιάστατη η ντροπή μου. Κι αν ωθήθηκα στην ολοκλήρωση της πρώτης ανάγνωσης, αυτό δεν έγινε από λόγους επαγγελματικούς, για να είμαι, ας πούμε, επαρκέστερος στα διδακτικά μου καθήκοντα, ούτε από περιέργεια – γνώριζα μέσες άκρες τις υποθέσεις των δύο έργων - αλλά επειδή κατά τη διδασκαλία διαπίστωνα πως υπάρχει μέσα τους κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που με πληροφορούσανε τα σχολικά εγχειρίδια ή μου υποδεικνύανε οι υπηρεσιακοί μου καθοδηγητές. Αυτό το διαφορετικό ήταν που με παρακίνησε σε ηλικία καθόλου ενδεδειγμένη να τον διαβάσω ολόκληρο, για να δω με τα δικά μου μάτια τον ποιητή και να γράψω αυτά που εγώ βλέπω στο έργο του. Αυτός είναι και ο λόγος που η εργασία μου δεν έχει το χαρακτήρα επιστημονικής πραγματείας. Ούτε τα χρονικά περιθώρια είχα στα πενήντα πέντε μου να εντρυφήσω στη σχετική βιβλιογραφία, που δεν έχει τέλος, ούτε οι επαγγελματικές, οικογενειακές και άλλες υποχρεώσεις μου επιτρέπανε για κάτι τέτοιο ούτε τη συνήθεια ενασχόλησης με απανωτά διαβάσματα είχα ποτέ. Ανέκαθεν εμπειρικά κυρίως αντιμετώπιζα τα διάφορα θέματα, στα οποία έκανα κατά καιρούς δημόσιες παρεμβάσεις. Έβλεπα εξάλλου ότι δε βοηθιόμουνα. Τα σχετικά διαβάσματα με τραβούσανε έξω από την οπτική που εγώ είχα αρχίσει να διαμορφώνω μελετώντας το έργο του, η δε πορεία της απευθείας μελέτης του ερχόταν πάντα να επιβεβαιώνει την οπτική, μέσα από την οποία είχα αρχίσει να βλέπω τον ποιητή. Εκείνο όμως που κυρίως με καθήλωνε στη δική μου οπτική, παραβλέποντας των άλλων, ήταν ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής της Ιλιάδας παρουσίαζε το θάνατο είτε περιγράφοντάς τον με τον πιο ωμό τρόπο είτε επειδή πάντα είχε δυο καλά επιθανάτια λόγια να πει για τον καθένα που έχανε τη ζωή του. Μήπως και μόνο αυτά τα δύο γνωρίσματα περιγραφών θανάτου αντιβαίνουν στην προσωνυμία του ποιητή της Ιλιάδας ως επικού ποιητή; Αυτή η προσωπική μου ένσταση με παρακίνησε ν` ασχοληθώ με τον Όμηρο.
Η εικόνα που εμφανίζει ο ποιητής προς τα έξω είναι γνωστή. Τα σχολικά εγχειρίδια, τα οποία αποτελούν τη βάση μας στην εργασία αυτή,  την προβάλλουν σταθερά και δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι η εικόνα τους βρίσκεται σε αναντιστοιχία με εκείνη που παρουσιάζουν κάθε φορά  οι νέες επιστημονικές προσεγγίσεις του έργου του. Πολύ περισσότερο τα μεταπολιτευτικά εγχειρίδια διατηρούν την αντιστοιχία. Ουσιαστικές διαφορές δεν υπάρχουν βέβαια μεταξύ τους. Ούτε και σ` εκείνο της Ιλιάδας του 2001[1] παρατηρείται κάποια διαφορά εκτός από την τόλμη να χαρακτηρίζει τον τρωικό πόλεμο «κατακτητικό» και «επιθετικό» πόλεμο των Ελλήνων κατά των Τρώων. Ίσως και η γρήγορη αντικατάστασή του από άλλο, που απαλείφει το χαρακτηρισμό, να οφειλόταν σ` αυτό.
Λόγω λοιπόν των ομοιοτήτων δε θεωρώ σκόπιμο να ανασύρω τις εισαγωγές των εγχειριδίων που κατά καιρούς έχει εκδώσει η ελληνική πολιτεία, για να καλύψει τις εκπαιδευτικές της ανάγκες. Μας αρκεί πιστεύω ο γενικός και κοινός τους χαρακτηρισμός ότι ο Όμηρος εκπροσωπεί την επική ποίηση, που κύριο θεματικό της γνώρισμα έχει την παρουσίαση πολεμικών γεγονότων και τη διάκριση των πρωταγωνιστών τους σ` αυτά, την προβολή κατ` επέκταση ηρωικών πράξεων και τη συνακόλουθη ύμνηση των συντελεστών τους[2] .
Και ναι μεν η επική ποίηση κατά παράδοση έχει ως θέμα της την «ηρωολογία», η Ιλιάδα τώρα και η Οδύσσεια, τα τελευταία έπη και τα καλύτερα, όπως λένε, κατά πόσο μένουν πιστά στην παράδοση, για να συνεχίζουν την ύμνηση πολεμικών ηρώων; Επειδή όμως η απάντηση δεν μπορεί να είναι ίδια και για τα δύο έργα, είμαστε υποχρεωμένοι εξυπαρχής να πάρουμε θέση απέναντι στο ομηρικό ζήτημα και να αναγνωρίσουμε τη «διάσπαση» του ποιητή, που αποτελεί κοινή πεποίθηση πια[3]. Στην Οδύσσεια επαινείται πράγματι ένας επικός ήρωας, έστω και για αρετές εντελώς διαφορετικές από εκείνες που υμνούσαν κατά παράδοση τα έπη, που είναι εδώ οι πνευματικές κυρίως ικανότητες και όχι τόσο οι κλασσικές σωματικές και πολεμικές. Όμως ενσαρκώνει το κύριο χαρακτηριστικό της επικής ποίησης, την ύμνηση ηρώων, και ως εκ τούτου «δικαιωματικά» συγκαταλέγεται στα ηρωικά έπη. Η Ιλιάδα άραγε διατηρεί και αυτή το ίδιο χαρακτηριστικό στο ιδεολογικό της περιεχόμενο; Είναι ένα φιλοηρωικό και φιλοπολεμικό ποίημα ή μήπως το αντίθετο;
Σε πρώτη ματιά αυτή την αίσθηση αποκομίζει κάποιος, ότι υμνεί ήρωες για τις πολεμικές τους ικανότητες. Μήπως όμως, βαθύτερα εξετάζοντας κανείς το έργο, δεν είναι υμνολογία ηρώων; Υμνεί φυσικά ήρωες για τις πολεμικές τους αρετές, αλλά μήπως τους ελέγχει κιόλας για το ιδεώδες που ενσαρκώνουν, για την αριστοτεχνία τους να σκοτώνουν; Προσωπικά θα τολμούσα να πω ότι η προβολή τους γι` αυτό γίνεται από τον ποιητή, όχι για να τους επαινέσει, αλλά για να τους εκθέσει ηθικά και ανθρωπιστικά και να υποσκάψει το βάθρο της διασημότητάς τους. Είναι δε τόση η κριτική αντιμετώπισή τους, ώστε να έχει βάση η διατύπωση ισχυρισμού ότι στην Ιλιάδα έχουμε την απόρριψη των ειδώλων της επικής παράδοσης. Χρησιμοποιώντας ο ποιητής της ως δούρειο ίππο το μορφολογικό πλαίσιο της επικής ποίησης και όλες τις συμβάσεις της, θα εκπορθήσει το κάστρο της ιδεολογικής κυριαρχίας των πολεμικών ηρώων και θα τους γκρεμίσει από τα πανύψηλα τείχη του. Μαζί τους και αυτό.
Μα αυτή η ιδεολογική προπαγάνδα είναι ο Όμηρος[4], ένας ιεροκήρυκας του συρμού; Όχι, ο Όμηρος είναι αυτός που είναι με την αξία που του αναγνωρίζουνε οι πάντες, γιατί την ανατροπή της παράδοσης δεν την κάνει με κηρύγματα και διδακτισμούς, αλλά με απαράμιλλη τέχνη, όπου καθόλου δεν εμφαίνεται πουθενά ούτε ένα ίχνος διδακτισμού. Αυτός στήνει τις σκηνές, τα γεγονότα, κι εμείς ως αναγνώστες αντλούμε μέσα από τις καταγραφές τους και τη σημειολογία τους την ανθρωπιστική τους ουσία. Κι ενώ η αρετή των επικών ηρώων είναι κατά κανόνα η βαρβαρότητα, αφού δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να σκοτώνουν και να περηφανεύονται για την πράξη τους, μόλα ταύτα η Ιλιάδα χαρακτηρίζεται από τη διαρκή παρουσία της ανθρωπιάς, τη διαπνέει από την αρχή ως το τέλος η αγάπη προς τον άνθρωπο που χάνεται, η συμπόνια προς τον αδύνατο και τον ηττημένο. Δεν πρόκειται για την ανθρωπιά των γεγονότων ούτε των ηρώων, αλλά του ποιητή και αφηγητή μαζί, που είναι πανταχού παρών, για να μεταλλάσσει διαρκώς την απανθρωπιά των καταστάσεων σε αίτημα ανθρωπιάς. Ως προς αυτό είναι που ανατρέπει την παράδοση κι εδώ βρίσκεται η μοναδικότητα της αξίας του ιλιαδικού έργου. Βέβαια σπέρματα προς την κατεύθυνση της ομηρικής ιδεολογίας πρέπει σίγουρα να υπήρχαν κι από πριν, σποραδικά όμως, πιστεύουμε. Στην ποίηση του Ομήρου αυτά ολοκληρώνονται και συγκροτούνται σε μια συμπαγή ενότητα, ας μην είναι ορατή σε πρώτη ματιά.   
Εικάζουμε για την προϋπαρξη τέτοιων σπερμάτων, όχι μόνο επειδή ξέρουμε πως δεν υπάρχει σε τίποτα παρθενογένεση – στο οικείο κεφάλαιο θα προσπαθήσουμε να δείξουμε βασικές καταβολές της ιδεολογίας του Ομήρου στην ελληνική Μυθολογία - αλλά και από τη μεγάλη απήχηση που είχε το έργο του στο κοινό της εποχής του. Αν έλειπε η εξοικείωσή του με τέτοιες ιδεολογικές τάσεις, δε θα αποδεχόταν τον ιδεολογικό ριζοσπαστισμό του ποιητή. Για παράδειγμα: Αν υπήρχε κάποιο είδος θεοκρατισμού ακόμα και την εποχή που έγινε η εκστρατεία στην Τροία, δε θα μπορούσε κανένας ποιητής, ούτε και ο Όμηρος, να παρουσιάζει ήρωες που αντιμετωπίζουν με τόση περιφρόνηση τους εκπροσώπους του θείου (Ο Αγαμέμνονας προς Χρύση ή προς Κάλχαντα) ούτε πάλι, αν η κοινωνία στην οποία απευθυνόταν ο ραψωδός της ομηρικής εποχής δεν ήταν ανεκτική απέναντι σε μειωτικές παρουσιάσεις του θείου, δε θα μπορούσε ο Όμηρος ή οποιοσδήποτε πάλι ποιητής να καυτηριάζει τους θεούς για τις ενέργειές τους ή και να τους περιπαίζει για τα αδύνατά τους σημεία. Το ίδιο ισχύει και για άλλα θέματα. Φαίνεται πως τέτοιες ιδέες σαν του Ομήρου πλατιά ζυμωνόταν στην ομηρική κοινωνία, που ήδη είχε κάνει και βήματα μεγάλα προς τη μετάβαση από τις μοναρχικές ή ολιγαρχικές δομές εξουσίας σε αντιπροσωπευτικές και δημοκρατικές, εάν βέβαια εξαρχής αυτή η κοινωνία, από τη σύστασή της ως αποικίας, δεν είχε θεμελιώσει τη συγκρότησή της σε δημοκρατική βάση.
Με βεβαιότητα ωστόσο πρέπει να θεωρήσουμε  την προγενέστερη επική παράδοση  ενσαρκωτή των επικών χαρακτηριστικών, που προσδίδονται κακώς βέβαια και στον ποιητή της Ιλιάδας. Εκείνη είναι πράγματι εκπρόσωπος του ηρωικού έπους. Όμως η Ιλιάδα, λίγη ψηλάφηση του ιδεολογικού της ιστού αν γίνει, κάθε άλλο παρά πολεμικό έργο αποδεικνύεται στην ουσία του. Θεματικά ναι, τίτλος και αντικείμενο της αφήγησης είναι πολεμικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά την πολιορκία της Τροίας. Από τις 51 όμως μέρες επικής αφήγησης οι τέσσερις μόνο περιέχουν μάχες. Βέβαια η αφηγηματική έκταση που αφιερώνεται σ` αυτές, ας πρόκειται μόνο για τέσσερις μέρες, είναι πολύ μεγαλύτερη. Αλλά δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη και η έκταση της αφήγησης «εξωμαχικών» γεγονότων, που καλύπτει τα 2/5 της ολικής έκτασης. Όπως επίσης δεν είναι καθόλου μικρής σημασίας και η κατά πολύ μεγαλύτερη αντίστροφη αναλογία πραγματικού χρόνου, ημερολογιακής δηλαδή διάρκειας, των άλλων γεγονότων και των μαχών[5].
Πού αναλώνεται τόση αφήγηση και τι είδους θέματα περιλαμβάνει; Γεγονότα εξωπολεμικά από θεματική άποψη και πολυήμερα, που αφορούν είτε προετοιμασίες μαχών είτε θεραπεία των επιπτώσεών τους. Μεταθέσεις των συγκρούσεων από το πεδίο των μαχών στο πεδίο της ανθρώπινης ψυχής, όπου χαλκεύεται, αλλά και φωτίζεται το γενεσιουργό αίτιο των πολέμων. Αναγωγές της απώτερης αιτίας των πολεμικών συγκρούσεων στη βούληση των θεών και την προγενέστερη ή και παράλληλη αφήγηση των δικών τους συγκρούσεων. Συχνές αφηγηματικές εγκαταλείψεις του πεδίου των μαχών και την ταυτόχρονη άρση κάθε δικαίωσης του πολέμου, που συνιστά και την ηθική του εκμηδένιση. Παρατηρώντας κανείς αυτές τις φυγές μένει με την εντύπωση ότι ο ποιητής ψάχνει ευκαιρία είτε να δραπετεύσει από την περιγραφή των μαχών, όπου φαίνεται ν` ασφυκτιά, είτε να αποτρέψει πάση θυσία την έλευση θανάτου. Κι ενώ η αφήγηση παρουσιάζεται να λαμβάνει χώρα σε ρεαλιστικό επίπεδο, γρήγορα μεταπίπτει σε αντιρεαλιστικό ή σουρρεαλιστικό, υποβιβάζοντας και τον πόλεμο σε κάτι γελοίο.
Το επεισόδιο Γλαύκου και Διομήδη όχι μόνο με το νόημά του αλλά και με την έκτασή του είναι πολύ χαρακτηριστικό. Και ναι μεν οι εκατέρωθεν καυχησιολογίες αποτυπώνουν μια πραγματικότητα του «χώρου» του πολέμου,  τη «συνήθεια» των ηρώων να «προπαγανδίζουν» περιαυτολογώντας τον ηρωισμό τους, για να φοβίσουν τον αντίπαλο, δεν μπορεί όμως να έχει σχέση με καμιά πραγματικότητα πολέμου  και με την ταχύτητα που επιβάλλει αυτή σε κάθε κίνηση του πολεμιστή κι ενώ η μάχη γύρω του είναι ξαναμμένη, η εκτενής παρεμβολή ενός ολοκληρωμένου παραμυθιού με τις περιπέτειες και τη δικαίωση του Βελλερεφόντη, σε στιγμή που οι δυο αντίπαλοι είναι πανέτοιμοι να χτυπηθούν θανάσιμα. Ο ρεαλισμός του όλου πλαισίου εδώ είναι επίπλαστος.
Στη μονομαχία Μενέλαου και Πάρη το κοινό, Αχαιοί και Τρώες που την παρακολουθούν, μένει σύξυλο, καθώς η Αφροδίτη, που απάγει τον Πάρη, για να τον σώσει, βρίσκει την ώρα να τον οδηγήσει στην κρεβατοκάμαρά του και, αφού περιμαζέψει και την Ελένη, να τους βάλει να κάνουν έρωτα[6]. Πρέπει να επισημανθεί εξάλλου ότι καμιά από τις δύο προσχεδιασμένες μονομαχίες δεν έχει έκβασή της το θάνατο, ενώ ο ποιητής καταβάλλει κάθε προσπάθεια να εμποδίσει, κινώντας γη και ουρανό, την ορμητική επέλαση του Αχιλλέα, όταν μετά το θάνατο του φίλου του ξαναμπαίνει στη μάχη. Ως και τον Σκάμανδρο με τις θείες του ιδιότητες επιστρατεύει φουσκώνοντάς τον, για να αναχαιτίσει το μανιασμένο ήρωα. Κι εκείνη η περιγραφή της ασπίδας του Αχιλλέα! Ένα πανηγύρι ζωής και χαράς απεικονισμένο σε πολεμικό μέσο, που αποκρούει το θάνατο και διαφυλάγει τη ζωή. Δεν είναι το ηχηρότερο μήνυμα ειρήνης που έχει φωναχτεί ποτέ;
Κατάδηλο είναι εξάλλου σε όλο το έργο ότι οι πολεμικοί του ήρωες περισσότερο στηλιτεύονται παρά υμνούνται, ενώ ο πιο ολοκληρωμένος ήρωάς του, ο Έκτορας, είναι από επική άποψη ελλειπτικότατος, αφού δεν πληρεί στοιχειώδεις προδιαγραφές επικού ήρωα: Στην πιο κρίσιμη στιγμή της ζωής του και απόκτησης δόξας δειλιάζει και το βάζει στα πόδια, προδίδοντας έτσι το ηρωικό ιδεώδες. Αλλά και το τέλος αυτού του έργου δεν είναι οι πανηγυρισμοί του νικητή, του πρώτου ήρωα, και οι ανάλογες εκδηλώσεις θριάμβου, αλλά ο πόνος και το μοιρολόι για την απώλεια ενός κατώτερου ήρωα, δεύτερου ή και τρίτου στην ιεραρχία των ηρώων δεν έχει σημασία, ενός ηττημένου πάντως ήρωα.   
Ας μη συζητάμε για τις γελοίες αφορμές των θεών, που τους εξωθούν να βάζουν τους ανθρώπους να σκοτώνονται ή να επισπεύδουν τη δύση του ήλιου, για να μη χαθούν άλλοι προστατευόμενοί τους. Ή μήπως η αιτία του πολέμου ήτανε λιγότερο γελοία κι ας ήτανε και αυτή έργο των θεών; Ωστόσο δεν έχει σημασία που ονομάστηκε αυτή η θεϊκή συμπεριφορά «ανθρωπομορφισμός», για να αποκρυβεί ίσως το πραγματικό της νόημα. Σημασία έχει ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με σαφή υπέρβαση του θείου.
Όταν λοιπόν οι θεοί, που για τον ποιητή εμφανίζονται όχι απλώς συμμέτοχοι αλλά και πρωταίτιοι αυτού όπως και κάθε άλλου πολέμου, περιπαίζονται, όταν ο ίδιος ο πόλεμος παρωδείται και οι γενναίοι συντελεστές του οικτίρονται αν όχι τόσο γι` αυτό που κάνουν, όσο προπάντων γι` αυτό που πιστεύουν, για την κενοδοξία τους να αντλούνε δόξα από το αίμα του σκοτωμένου τους, πράγμα που ισοδυναμεί εξάλλου και με το δικό τους επερχόμενο σκοτωμό, τότε ένα τέτοιο έργο, όπως η Ιλιάδα, είναι βαθύτατα αντιπολεμικό και συνεπώς αντιεπικό, εφόσον δοθεί στο επίθετο «επικός» η σημασία που δίνεται. Όταν ακόμη ένα «επικό» έργο αρχίζει και τελειώνει με έκκληση ανθρωπιάς δύο θυμάτων του πολέμου προς τους εκπροσώπους της απανθρωπιάς του, έχει συνειδητά γραφεί για την αναίρεση της «επικότητάς» του και τη διαλάληση του ανθρωπισμού.
Την υπέρβαση δε του θείου ωθεί ο Όμηρος ως την ανθρωπιστική της ολοκλήρωση: Αν οι ήρωές του, οι άνθρωποι γενικά, είναι παιχνίδι στα χέρια των θεών, οι ίδιοι οι θεοί γίνονται παιχνίδι στα χέρια τα δικά του, για να διενεργηθεί σε ιδεατό και πρακτικό επίπεδο μαζί η αντιστροφή ρόλων μεταξύ θεών και ανθρώπων: Οι μεν θεοί παύουν να είναι το κέντρο των δραστηριοτήτων των ανθρώπων και εκπίπτουν σε δορυφόρους τους, ενώ οι άνθρωποι, που ήτανε πριν δορυφόροι των θεών, μετακινούνται αποτελώντας αυτοί τώρα το κέντρο της ζωής τους, και εδραιώνεται έτσι για πρώτη φορά στην πνευματική ιστορία του ανθρώπου ο λεγόμενος ανθρωποκεντρικός ανθρωπισμός που αντιτίθεται στο θεοκεντρικό των θρησκειών. Πράγμα που εμπεριέχει αλλά και σηματοδοτεί επίγνωση της δύναμης του ανθρώπου, αυτοπεποίθηση και άσκηση των ικανοτήτων του, παραπέρα αυτοενδυνάμωσή του και ανάληψη ευθύνης καθορισμού της μοίρας του και του ίδιου του αυτοκαθορισμού του. Επειδή όμως για τον ποιητή ο θάνατος είναι ο πυρήνας της κοινής μας μοίρας ή με άλλη έκφραση το κέντρο της ζωής μας η αποτροπή του προβάλλει ως πρώτιστο καθήκον σε όλους μας. Κι επειδή πάλι μόνος του ο καθένας αδυνατεί να τον αντιμετωπίσει, η από κοινού αντιμετώπισή του προβάλλει αδήριτα τότε ως πρώτιστη ανάγκη. Μόνο με κοινή δράση γίνεται όσο γίνεται εφικτή η αντιμετώπισή του και μετριάζεται κάπως η τραγικότητα της μοίρας μας και η αμείλικτη αλλά και καθολική ολεθριότητά της. Ειδάλλως, σκοτώνοντας ο ένας τον άλλο και προκαλώντας οι ίδιοι θανάτους μεταξύ μας, παίζουμε το ολέθριο παιχνίδι της μοίρας μας και γινόμαστε συνεργοί της, εχθροί του ανθρώπου και του εαυτού μας. Αυτά μας υποδηλώνει ο ποιητής μέσα από τα άπειρα εκφραστικά μέσα που διαθέτει.  
Αυτό λοιπόν είναι η Ιλιάδα, ο δείκτης της ανθρώπινης μοίρας και ο ομηρικός τρόπος αντιμετώπισής της. Είναι ο δρόμος που χάραξε ο ποιητής και που συνέχισε να διανοίγει και να πορεύεται η κλασσική Αθήνα, αλλά και ο δρόμος που ακολούθησαν δυόμισι χιλιάδες χρόνια μετά περίπου η Ευρωπαϊκή Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός, αφότου τον πρωτοαντίκρισαν. Είναι η πορεία του δυτικού ανθρώπου.
Τι είναι εν τέλει ο Όμηρος; Ο εφευρέτης της ανθρώπινης μοίρας, η απαρχή της αυτοσυνειδησίας του ανθρώπου, ο πατέρας του ανθρωπισμού μας.

Αλέκος Τζιόλας

Τρίλοφος 22.02.2007

Σημείωση: Δεν έχει πια νόημα να πολιτικολογεί κανείς. Ο παγκόσμιος αυτόματος πιλότος κατευθύνει τις τύχες των χωρών όλου του κόσμου και δεν μπορεί κανείς προς ώρας να τον απενεργοποιήσει. Γι` αυτό δεν ξαναπολιτικολόγησα, αφότου με δική μας τεχνηέντως αποσπασμένη συναίνεση, του λαού εννοώ, «πιλοτάρει» ελεύθερα και στα δικά μας «εναέρια» εδάφη, καθορίζοντας αποκλειστικά και την τύχη της δικής μας χώρας. Αντί λοιπόν να στοιχειώνει επ` άπειρο ένα πολιτικό κείμενο, που διαπίστωνε το «κλείδωμα» της τηλεκατεύθυνσής μας, αναρτώ κάτι πιο διαχρονικό με πανάρχαιες αναφορές, την εισαγωγή μου στην εργασία που εκπονώ εδώ και χρόνια για τον Όμηρο. Τουλάχιστο ας στοιχειώσει αυτή. Της αξίζει, θαρρώ περισσότερο. Άλλωστε υπό τη σκιά της και μόνο ζω από δω και πέρα.


[1] ΥΠΕΠΘ – ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ, Ομηρικά έπη 2, Ομήρου Ιλιάδα, Ανθολόγιο Α Γυμνασί-ου, ΟΕΔΒ, έκδοση 2001, με μετάφραση Πολυλά, σελ. 8, εδ. 4,5.
[2] Ίσως το προηγούμενο της Οδύσσειας, επιμελημένο από Ιγνατιάδη, Κακουλίδη, Χαραλαμπίδη και με μετάφραση Μαρωνίτη, υποψιάζεται κάποια απόκλιση του Ομήρου από την επική παράδοση και ορθοφρονώντας ορίζει το έπος ως «αφηγηματικό ποίημα σε δακτυλικό εξάμετρο», χωρίς να υπεισέρχεται κατά την παράθεση του ορισμού τουλάχιστον στο περιεχόμενό του.(Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Ομηρικά έπη 1, Ομήρου Οδύσσεια, σελ. 12, 1η παράγραφος).

[3] Την εδραιωμένη πεποίθηση ότι πρόκειται για δύο τουλάχιστον ποιητές τα σχολικά εγχειρίδια την παραβλέπανε κι ας γινόταν λόγος για ομηρικό ζήτημα, εκτός από το εγχειρίδιο της Οδύσσειας του 2009, που θεωρεί πιθανότερη την ύπαρξη δύο ποιητών, χωρίς να υπεισέρχεται σε αιτιολογήσεις.

[4] Όμηρο θα ονομάζουμε από δω και πέρα τον ποιητή της Ιλιάδας
[5]  Το μεγαλύτερο μέρος της έκτασης της όλης αφήγησης, τα 3/5 περίπου, περιγράφει τις τέσσερις μέρες μάχης, ενώ τα 2/5, στρογγυλεμένα κι αυτά, αναφέρονται σε «εξωμαχικά» γεγονότα. Η αντίστροφη αναλογία είναι 47 προς 4
[6] Εδώ θα μπορούσε να σχολιάσει κανείς ότι το σύνθημα των χίπιδων «Love and not war” υπήρξε πρωταρχικά δρώμενο της Ιλιάδας χιλιετίες πριν και προπάντων όχι επειδή βρισκόταν σε απειλή η προσωπική ζωή του ποιητή.