"Λέξω προς αιθέρα"

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΗ ΤΡΙΛΟΓΙΑ


                             
                              Α.  Η εκλογική μας τραμπάλα
              …Και πώς γίνεται η αντιστροφή του νοήματος της αποχής*

Λειτούργησε πάλι ο θεσμός των εκλογών, που κάθε τέσσερα χρόνια ενεργοποιεί το δημοκρατικό μας πολίτευμα, ώστε να μπορεί ο πολίτης  να ψηφίζει και να επηρεάζει τις εξελίξεις. Στην ίδια όμως διαδικασία εμπεριέχεται και ο αδιόρατος μηχανισμός εξουδετέρωσης αυτής της δυνατότητας της κοινωνίας να επηρεάζει με τη συμμετοχή της τις εξελίξεις. Έτσι επιτυγχάνεται η ακύρωση του μεγαλύτερου κοινωνικοπολιτι-κού επιτεύγματος στην ιστορία του ανθρώπου, του καθολικού δικαιώματος των πολιτών να ψηφίζουν, για να καθορίζουν τις τύχες τους οι ίδιοι.
Απόδειξη γι` αυτό αποτελεί το απλό γεγονός ότι ο λαός συμμετέχοντας στην εκλογική διαδικασία συναινεί με την ίδια του την ψήφο να παραμένει εξαρτημένος από τη βούληση των οικονομικά ισχυρών. Κι ενώ η αναγκαιότητα της δημοκρατίας οφείλεται στην αναγνώριση της ισότητας μεταξύ των πολιτών και των ανθρώπων, άρα έχει ως αναγκαστικό της αίτιο ή σημείο εκκίνησής της την ισότητα, το τελικό της αίτιο ωστόσο, ο σκοπός της και το αποτέλεσμα, που θα `πρεπε να είναι πάλι η ισότητα, κυοφορούν μετά από σχετικές στρεβλώσεις την ανισότητα. Η πρώτη δηλαδή ισότητα του αναγκαστικού αιτίου αίρει τη δεύτερη του τελικού κι ας εμπεριέχεται εν δυνάμει, ως αυτονόητη επιδίωξη στην πρώτη. Οπότε προκύπτει το διπλό οξύμωρο: Πώς κατά πρώτον είναι δυνατόν το «πλήθος», με την αρχαία σημασία του όρου, να εκχωρεί το ζωτικό του δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού του στους λίγους ισχυρούς και κατά δεύτερον πώς η δημοκρατία  κατά τη λειτουργία της μετατρέπεται σε ολιγαρχία; Αυτό είναι και το μέγα θαύμα του καπιταλισμού και της εκφυλισμένης του αστικής δημοκρατίας, με την ψήφο τους οι πολλοί να εκλέγουν διαχειριστές της τύχης τους τους λίγους ισχυρούς.
Το διπλό οξύμωρο, η αυτοαναίρεση του «πλήθους» και της δημοκρατίας, επιτυγχάνεται αριθμητικά και ιδεολογικά. Αριθμητικά με την αλχημιστική ανάδειξη της μειοψηφίας σε πλειοψηφία. Σύμφωνα με τον υπάρχοντα νόμο μπορεί ένα κόμμα με τη μειοψηφία του 44% ή και  λιγότερο να έχει κάλλιστα κοινοβουλευτική πλειοψηφία και να κυβερνά αυτοδύναμα. Το δε 44% δεν είναι το πραγματικό ποσοστό αυτού του κόμματος, γιατί στον υπολογισμό του δε λήφθηκαν υπόψη η αποχή, τα λευκά και τα άκυρα, που συναθροισμένα μπορεί να ανέρχονται στο ύψος του 25-30%. Κατά τον υπολογισμό όμως του 44% αυτά δε συνυπολογίζονται καν, γιατί έχουν αφαιρεθεί από πριν από το 100% και το 70% που απομένει ανάγεται κατόπιν στο 100%, απ` όπου προκύπτει το τεχνητά προσαυξημένο ίσως και κατά 15 μονάδες ποσοστό του 44%. Στην επίτευξη δε της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας έχει συμβάλει με την προσθήκη του και το μεγαλύτερο μέρος των ποσοστών των κομμάτων που δεν μπαίνουν στη Βουλή. Επομένως με το πραγματικό ποσοστό της τάξης του 35 ή ακόμη και του 30% μπορεί ένα κόμμα να εξασφαλίζει κοινοβουλευτική πλειοψηφία Δε νομίζω ότι σε μια δικτατορία το εύρος του λαϊκού ερείσματος είναι πάντα μικρότερο.
Η ιδεολογική μέθοδος συνίσταται σε ιδεολογικές ποδηγετήσεις και παγιδεύσεις. Οι ποδηγετήσεις πραγματοποιούνται με κάθε είδους ιδεολογήματα ή μυθεύματα και οι παγιδεύσεις με λογιών λογιών εκβιασμούς.
Ένα μύθευμα είναι ότι στο καθεστώς που ζούμε μπορεί ο καθένας να πλουτίσει και να μεταπηδήσει από την κατώτερη τάξη στην ανώτερη είτε με τις ικανότητές του και τη δράση του είτε ακόμη και με την τύχη. Γι` αυτό δίνονται απεριόριστα πεδία δράσης στον τζόγο, ώστε να εμπεδώνεται ο μύθος κι ας αποτελούν μεμονωμένες εξαιρέσεις οι μεταπηδήσεις, όπως κι αν γίνονται, μέσω ικανοτήτων δήθεν ή καθαρά μέσω της τύχης. Η εμπέδωση του εσφαλμένου συλλογισμού, της δυνατότητας του καθένα να πλουτίζει, και η καλλιέργεια παράλληλα της ελπίδας πλουτισμού φέρουν το ίδιο αποτέλεσμα στη συμπεριφορά ενός ανθρώπου με εκείνο της ίδιας της πραγματικότητας. Αν δηλαδή είναι να δώσουμε κάτι σ` έναν άνθρωπο, προκειμένου να του προκαθορίσουμε τη συμπεριφορά, δίνοντάς του απλώς την ελπίδα ότι θα το αποκτήσει, εξασφαλίζουμε τη συμπεριφορά που θέλουμε. χωρίς να του το δίνουμε.
Άλλο μύθευμα είναι το πρόταγμα της αξιοκρατίας, που υποσκελίζει με εύσχημο τρόπο την αρχή της ισότητας και την καταπατά χωρίς την πρόκληση αντιδράσεων. Οι φτωχοί είναι φτωχοί λόγω ανικανότητάς τους και οι πλούσιοι πλούσιοι λόγω των ικανοτήτων τους. Κατ` επέκταση οι πρώτοι χρωστάνε τη ζωή τους στους δεύτερους, καθώς αυτοί είναι που δίνουν εργασία στους πρώτους και μπορούνε με αυτή να ζούνε. Άρα οι πρώτοι, αν θέλουν να επιζούν, πρέπει να παραμένουν δέσμιοι των εργοδοτών τους και παράλληλα να τους είναι εσαεί ευγνώμονες.
Ιδεολογική παγίδευση εξάλλου είναι για παράδειγμα η επιβολή της πρόταξης του εφικτού, που δεν αφήνει περιθώρια για υπερβάσεις και οράματα. Ακόμα και η συναφής έννοια της αποτελεσματικότητας έχει ανακηρυχθεί και αυτή σε μοναδικό κριτήριο αξιολόγησης των πολιτικών πράξεων, αφήνοντας απ` έξω κάθε οραματιστική ιδέα και αξία. Εγκλωβισμένη η κοινωνία μας  στα στενά ιδεολογικά όρια του εφικτού δεν ονειρεύεται, δεν οραματίζεται, δεν πιστεύει πια σε ανατάσεις και ανατροπές παρά μόνο στη διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης, τρομάζοντας πάντα μπροστά στο ενδεχόμενο αναταράξεων. «Προσοχή!» της λένε: «Είναι πολύ τρομερό πράγμα η ακυβερνησία».
Η κοινωνία εντωμεταξύ έχει συνείδηση του χαλκά που της πέρασε το σύστημα στη μύτη της, για να τη σέρνει πίσω του, και ξέρει πως, αν δε συρθεί με τη θέλησή της, θα της τραβήξουνε το χαλκά και θα πονέσει. Έναν τέτοιο πόνο προαισθάνθηκε ότι θα νιώσει αν ισχύανε τα προεκλογικά μέτρα της Νέας Δημοκρατίας και προτίμησε να υπερψηφίσει το ΠΑΣΟΚ, που της υποσχέθηκε λιγότερο βίαιο τράβηγμα του χαλκά της. Έχει ξεχάσει βέβαια ότι αυτό το κόμμα λεοντάριζε κάποτε κατά του συστήματος και στο «συμβόλαιο με το λαό» που είχε υπογράψει είχε δεσμευτεί να τον απελευθερώσει σπάζοντάς του το χαλκά. Αντί γι` αυτό τον έπεισε για το αντίθετο, ότι αυτή είναι η μοίρα του. Αν τα στελέχη του διασώθηκαν είναι γιατί διαθέτανε την «ικανότητα» να ξεγελάνε. Αυτό φυσικά το εννοούν, δεν το ομολογούν. Έχει ξεχάσει επίσης ο λαός ότι εκείνο πρώτο με τη θεσμοθέτηση της επισφάλειας στην εργασία, τις ιδιωτικοποιήσεις κ. α. του `σφιξε το χαλκά περισσότερο. Λόγω όμως του νόμου της αμνησίας πάντα το νωπό κακό νιώθεται πολύ πιο επώδυνο από το προηγούμενο κι έτσι ο λαός βρίσκει ως σταθερή λύση στο πρόβλημα της εξάρτησής του την εναλλαγή. Αποτέλεσμα: Το καθολικό εκλογικό δικαίωμα και ο δημοκρατικός θεσμός των εκλογών να έχουνε καταλήξει μια τραμπάλα που την επιβαίνουνε οι δύο μονομάχοι  και, όταν πέφτει ο ένας, ανυψώνεται ο άλλος. Όσο δε μεγαλύτερη είναι η πτώση του ενός τόσο μεγαλύτερη είναι η ανύψωση του άλλου.
Ο συντάκτης του κειμένου δεν είναι αναβάτης σ` αυτή την εκλογική τραμπάλα, για να έχει λόγους να χαίρεται από την άνωση του ενός ή του άλλου. Παρακολουθεί όμως τα «πάνω κάτω» της τραμπάλας  και γελάει με τη φιλαυτία των ανθρώπων, που, όταν ανυψώνονται, νομίζουν ότι ανυψώνονται χάρη σε δική τους ανυψωτική ικανότητα και όχι επειδή πέφτουν οι άλλοι. Κι ενώ όλα αυτά είναι τόσο τραγικά και ιδίως όταν επαναλαμβάνονται, χαζεύοντας την τραμπάλα ξεχνιέται ο συντάκτης του κειμένου.




*  Σχετικά με αυτό δίνει αδιάσειστο στοιχείο η http://siopilipliopsifia.gr  «Είδατε για παράδειγμα τι έγινε στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές. Οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ ήταν οι ίδιοι με εκείνους του 2004, όταν ηττήθηκε κατά κράτος από τη Νέα Δημοκρατία  και όμως το 2009 με τους ίδιους ψήφους κέρδισε με 10% διαφορά!! Δηλαδή το ΠΑΣΟΚ παρουσίασε μεγάλη συσπείρωση σε σχέση με τη Νέα Δημοκρατία, της οποίας οι ψηφοφόροι απείχαν».
Επομένως και η αποχή, που νομίζουμε ότι περιέχει αποδοκιμασία προς το διεφθαρμένο πολιτικό μας σύστημα, είναι ισχυρότερη στήριξή του απ` ό, τι η ίδια η ψήφισή του. Διότι πρώτον ποτέ δε συνεπάγεται και αντίστοιχη αποχή αυτών που ασκούν την εξουσία από την άσκησή της. Εκείνοι συνεχίζουν το έργο τους ανερυθρίαστα. Δεύτερον «τους λύνει τα χέρια» να αυθαιρετούν ακόμα περισσότερο, αφού ο αποκλεισμός της από τον υπολογισμό των ποσοστών των κομμάτων αυξάνει τεχνητά τα ποσοστά των πρώτων κυρίως κομμάτων και προπάντων του πρώτου πρώτου έως και δέκα ή και παραπάνω ποσοστιαίες μονάδες, με αποτέλεσμα να επιτυγχάνει αυτό με ψευδή ποσοστά αυτοδυναμία. Είναι η αποχή πολύ περισσότερο εν λευκώ εξουσιοδότηση προς τους κρατούντες απ` ό,  τι η θετική ψήφος. Άρα κι όταν δε συμμετέχουμε δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών για ό,  τι κάνουν οι κρατούντες. Εμείς τους δίνουμε εντολή να κάνουν ό, τι κάνουν. Ενώ μπορούμε ψηφίζοντας να τους δένουμε λίγο πολύ τα χέρια, με την αποχή τους τα λύνουμε.

Σημεωση: Πρωτοδημοσιεύθηκε χωρίς τον υπότιτλο και την παραπομπή στο 5ο
 τεύχος – Οκτώβριος 2009 του εντύπου «Κάτοικος Δήμου Μίκρας»



























                               Β.  Είναι εθνικό ή ταξικό το θέμα
                               Πολιτική επισκόπηση της κρίσης*

Αφότου η Κυβέρνηση ανέλαβε το Φθινόπωρο τα καθήκοντά της, παρακολουθούμε την πάλη της με τις διεθνείς αγορές και την προσπάθειά της ν` αποσπάσει δάνειο με λογικό επιτόκιο. Επειδή στη διελκυστίνδα αυτή δεν τα καταφέρνει, υποκύπτει παίρ-νοντας δάνειο με υψηλότατο επιτόκιο του 6,3%. Έχει όμως ανάγκη και από άλλο δάνειο. Εδώ φαίνεται έβλεπε τα χρήματα ο Πρωθυπουργός, όταν έλεγε προεκλογικά «υπάρχουν χρήματα». Για να εξασφαλίσει τούτη τη φορά λογικό επιτόκιο, σαν μέλος της ΕΕ και της Ευρωζώνης ζητάει από τους εταίρους κάτι το εντελώς αυτονόητο, που θα έπρεπε να είχε υπάρξει πριν καλά καλά ζητηθεί, πολιτική στήριξη. Ακολουθεί δεύτερη διελκυστίνδα μεταξύ Ελλάδας και ΕΕ τώρα, από την οποία μετά από πολλές σχοινοβασίες της δεύτερης προέκυψε ένας μηχανισμός στήριξης των οικονομικά προβληματικών εταίρων. Πριν ολοκληρώσει η Κυβέρνησή μας τη θριαμβολογία της για τον «εθνικό άθλο» που επιτέλεσε, το επιτόκιο για το νέο δάνειο που αμέσως πήρε από τις ελεύθερες αγορές παρέμεινε στα ίδια υψηλά επίπεδα του 6%. Γίνεται στη συνέχεια η αποσαφήνιση της οικονομικής βοήθειας που προσφέρει στην Ελλάδα ο Κοινοτικός μηχανισμός στήριξης και το ΔΝΤ, που η ανάμειξή του προβλεπόταν, και προσδιορίζεται τόσο το ποσό που θα της προσφέρει ο κάθε δανειοδότης όσο και το ύψος του επιτοκίου τους. Των εταίρων μας θα είναι στο υψηλό ποσοστό του 5%. Η Κυβέρνησή μας θα υποδηλώσει τη δυσαρέσκειά της με την άρνησή της να προβεί σε άμεση τουλάχιστον λήψη του δανείου αυτού. Επειδή όμως πρέπει να εμφανίσει τον εαυτό της ικανοποιημένο και τροπαιοφόρο, αρχίζει να θριαμβολογεί ξανά.
Όμως γιατί τόση δυστοκία για το αυτονόητο, που με αυτονόητο τελικά δε μοιάζει;
Γιατί κανένας ευρωπαίος ηγέτης – ούτε φυσικά ο δικός μας - δεν ήθελε ή δεν είχε το σθένος να ζητήσει να αλλάξει η κατάσταση στην ΕΕ. Επειδή όμως έπρεπε να δείξουν  στα μάτια του κόσμου ότι θέλουν πράγματι να λύσουν αυτό το πρόβλημα και να παύσουν οι λαοί τους να είναι έρμαια των κερδοσκόπων, παριστάνανε πως θέλουν και πως καταβάλλουν προσπάθειες. Και, για να έχει επιτυχή έκβαση ο θεατρικός αγώνας που αναλάβανε, έπρεπε  προηγουμένως να πλήξουνε καίρια το γόητρο της χώρας μας, να την κάνουνε σκουπίδι, ώστε το απότοκο αυτής της δυστοκίας, έστω και ισχνότατο, να φαντάζει ασύλληπτα γενναιόδωρο εκ μέρους των δανειοδοτών, αφού η προσφορά τους γίνεται προς άχρηστους. Το ίδιο αυτό ισχνότατο απότοκο υπό τις ίδιες συνθήκες θα φαντάζει τεράστιο και προς τη μεριά των δανειοληπτών και θα τους αυξάνει απεριόριστα το αίσθημα ικανοποίησής τους απέναντι στους «δωρητές», αφού και οι ίδιοι θα έχουν αποδεχθεί το χαρακτηρισμό του άχρηστου που τους αποδόθηκε. Το αποτέλεσμα από την άριστη άσκηση της θεατρικής τέχνης όλων ήταν: Ένα θέμα ευρωπαϊκής διάστασης και έντονα ταξικό (ως πότε οι λαοί της Ευρώπης με τη συνέργεια των κυβερνήσεών τους θα μένουν απροστάτευτα θύματα των κερδοσκόπων;), όχι απλά να μην επιλυθεί αλλά και να αποτραπεί η πρόκληση κοινωνικών αντιδράσεων, που θα διαταράζανε την ισορροπία του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος. Για να επιτευχθεί λοιπόν αυτός ο διπλός στόχος, και το πρόβλημα να μη λυθεί και να μην προκληθούν αναταράξεις, έπρεπε στην περίπτωση του δικού μας προβλήματος, του ελληνικού, που εξαιτίας του ήρθε το θέμα στην ευρωπαϊκή επιφάνεια, αυτό το καθαρά ταξικό θέμα να περιβληθεί εθνικό μανδύα, ώστε η οδυνηρότητα των μέτρων του προγράμματος σταθερότητας, που πήρε η Κυβέρνηση, να μετουσιωθεί σε αίσθημα εθνικής προσφοράς και να αποτραπεί η εξοργιστική του δράση μαζί με τις συνακόλουθες αντιδράσεις. Συντελεστές αυτής της μετουσίωσης υπήρξαν όλοι οι εμπλεκόμενοι που αποδείχθηκαν δεξιοτέχνες σχεδιαστές αλλά και άκρως ευφάνταστοι στους αυτοσχεδιασμούς τους.
Καθ` όλη τη διάρκεια που τα μέτρα μαγειρευότανε ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες εξαπέ-λυσαν από τα ΜΜΕ σφοδρές επιθέσεις εναντίον μας, που δεν ήταν πάντα άδικες, κατηγορώντας μας για ανικανότητα, ανεντιμότητα, διαφθορά και πως ούτε λίγο ούτε πολύ τους γίναμε βάρος. Ιδιαίτερα ο γερμανικός τύπος, για να προκαλέσει το εθνικό μας αίσθημα και να πιστέψουμε ότι το θέμα είναι πραγματικά εθνικό και όχι ταξικό, έφτασε στο σημείο να εκχυδαïσει σύμβολα αρχαίας μας κληρονομιάς ή ακόμη βουλευτές της ίδιας χώρας να μας εισηγούνται την πώληση νησιών μας ως λύση εξόδου μας από τα χρέη. Οι δικές μας αντιδράσεις ανάλογες φυσικά. Ξεχάσαμε ότι η ελευθερία της έκφρασης, δικαίωμα κατοχυρωμένο στο δυτικό μας πολιτισμό, επιτρέπει τέτοιες παραποιήσεις και όποιες άλλες. Δεν είμαστε Ισλάμ να σχεδιάζουμε τη δολοφονία του σκιτσογράφου που πρόσβαλε το Μωάμεθ με τα σκίτσα του. Θυμηθήκαμε όμως ότι οι Γερμανοί μας χρωστάνε χρήματα από τον πόλεμο. Αυτό μας το θύμισε ποιος άλλος, ο πιο ογκώδης εκφραστής του μακιαβελισμού της εξουσίας. Ο δε Πρόεδρος της Βουλής μας διαμαρτυρήθηκε έντονα και με κάθε επισημότητα στο γερμανό πρέσβη γι` αυτά που συμβαίνουν. Προβλεπόταν και αυτό στο κείμενο της παράστασης που παιζόταν. Εκείνο όμως που δεν ξέρω είναι αν η Γερμανία επιλέχθη-κε να παίξει αυτό το ρόλο ή τον έπαιξε από μόνη της για τα δικά της συμφέροντα. Πάντως ήταν η πιο κατάλληλη, για να προκαλέσει σε μας εθνική αντισυσπείρωση.  
Άριστα έπαιξε και το δικό της υποκριτικό ρόλο η δική μας Κυβέρνηση και κατόρθω-σε έτσι με ευκολία να «περάσει» μέτρα, που για πολλούς λόγους δεν «περνούσαν». Βρισκόμαστε ήδη στη φάση που τα θύματα της οικονομικής κρίσης – και μιλάμε για τον πληθυσμό σχεδόν όλης της γης – αποζημιώνουμε με μεγάλες στερήσεις τους ολιγάριθμους δημιουργούς της γι` αυτά που μας φάγανε, προκειμένου να διατηρήσουν ακμαία τη διάθεσή τους να μας τρώνε κι άλλα. Για έναν τέτοιο σκοπό πώς θα μπορούσε η Κυβέρνηση να μας πείσει για την ανάγκη λήψης τόσο άδικων και δυσβάστακτων μέτρων, αν δεν έκαμνε την αναγωγή τους σε εθνικούς κινδύνους;
Η άλλη δυσκολία ήταν σύμφυτη με την ξεχασμένη ιδεολογική της προέλευση. Η Κυβέρνηση είχε να καλύψει τεράστια απόσταση ανάμεσα στην υποτιθέμενη ιδεολογική της φυσιογνωμία και στο χαρακτήρα των μέτρων. Αν ήταν η ΝΔ στα πράγματα, δε θα υπήρχε πρόβλημα, γιατί τέτοια μέτρα είναι συμβατά με την ιδεολογία της και δε χρειαζόταν να μεταχειριστεί πολύ ψέμα. Μια Κυβέρνηση όμως του Πασοκ, που θέλει να διαχωρίζεται ιδεολογικά από τη ΝΔ και που χάρη σ` αυτό το διαχωρισμό επιβιώνει πολιτικά, έπρεπε να καλύψει αυτή την απόσταση με ισχυρές δόσεις ψευδολογίας, πράγμα που έκανε με επιτυχία. Ως και υπουργούς της έβαλε να παρασταίνουν τους διαφωνούντες, για να δείχνει ότι δεν της πάνε αυτά τα μέτρα, πέρα από τα κορκοδείλια δάκρυα που χύνει η ίδια για τη λήψη τους.   
Μετά είχε και τις προεκλογικές της δεσμεύσεις, χάρη στις οποίες κέρδισε τις εκλογές. Κι ενώ θα `πρεπε ήδη να είχε ανατραπεί για την ψευδολογία της «υπάρχουν χρήματα και δε χρειάζεται κανένα πάγωμα μισθών», παρόλα αυτά, παρουσιάζοντας τον εαυτό της σε εθνοσωτήριο ρόλο, βλέπουμε να παραμένει στη θέση της.
Υπ` αυτές τις συνθήκες ήταν αδύνατο να μας πείσει η Κυβέρνηση ότι πρέπει  από τις περικοπές των μισθών μας να συγκεντρωθεί το ποσό για την αποπληρωμή της «αποζημίωσης» προς τους διεθνείς κερδοσκόπους. Έπρεπε λοιπόν προγενέστερα να μας πείσει για άλλα: Ότι για δικό μας και μόνο όφελος και όχι για «αποζημίωση» των κερδοσκόπων γίνονται αυτές οι περικοπές. Ότι εμείς ευθυνόμαστε για την οικονομική μας καχεξία, γιατί τρώμε περισσότερα απ` ό,τι παράγουμε, και όχι οι ξένοι, εταίροι ή διεθνείς αγορές, ας καθορίζουν αυτοί εδώ και δεκαετίες την οικονομική μας πολιτική. Ότι η νέα μας Κυβέρνηση είναι άμοιρη κάθε ευθύνης για την οικονομική μας κατάσταση, τι κι αν κυβέρνησε επί δύο συναπτές δεκαετίες τη χώρα, εφαρμόζοντας πολιτικές που έφεραν αυτή την κατάσταση. Άρα η αποκλειστική ευθύνη βαρύνει τη ΝΔ, που κυβέρνησε τα έξι τελευταία χρόνια και μας έφερε στο χείλος του γκρεμού. Ότι η νέα μας Κυβέρνηση προεκλογικά δε γνώριζε τίποτα για την κατάσταση της οικονομίας μας, τα έμαθε όλα μόλις ανέλαβε, γι` αυτό και αναγκάζεται να αθετήσει τις προεκλογικές υποσχέσεις παίρνοντας δυσάρεστα και για κείνη μέτρα.
 Έπρεπε επομένως όχι μόνο να μεταχειριστεί αυξημένη ψευδολογία για το καθένα από αυτά, αλλά και να επινοήσει ένα άλλο κακό που μας απειλεί, μεγαλύτερο από τα μέτρα, και αυτό το μεγαλύτερο κακό δε θα μπορούσε να είναι άλλο από εθνικές διακινδυνεύσεις, είτε απειλή της εθνικής μας υπόστασης είτε της εθνικής μας κυριαρχίας. Αυτός ήταν και ο λόγος που από την πρώτη κιόλας στιγμή έκανε λόγο για την ανάγκη εισαγωγής μας στην «εντατική». Ειδάλλως, μας είπε, «πεθαίνουμε» χρεοκοπώντας. Όταν σε άλλη εποχή και υπό άλλες συνθήκες μας εξανάγκασαν να «μπούμε στο γύψο», με το ίδιο πρόσχημα της φαυλοκρατίας, που σήμερα ονομάζεται διαφθορά,  χλευάσαμε όλοι μας. Δεν μπορούσαμε κάτι άλλο να κάνουμε τότε λόγω συνθηκών. Σήμερα έχουμε πειστεί για την ανάγκη εισαγωγής μας στην «εντατική» κι ας είναι πάλι οι ίδιοι αυτοί που μας μεταφέρουνε σ` αυτήν με εκείνους που προκάλεσαν τη «βαριά» πάθησή μας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η κινδυνολογία γύρω από την απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας, που θα επέλθει, λένε, αν δε ληφθούν αυτά τα μέτρα. Γιατί τότε οι ευρωπαίοι εταίροι μας, που ήδη μας επιτηρούν ασφυκτικά, θα γίνουν αυστηρότεροι επιτηρητές μας και οι αποκλειστικοί ρυθμιστές της οικονομικής μας πολιτικής.  Αν αναλύσει όμως κανείς αυτή την κινδυνολογία, εύκολα ανιχνεύει τα επί μέρους ψέματα που τη συνθέτουν: Ένα ότι υπήρχε η εθνική κυριαρχία και μόνο τώρα διατρέχουμε τον κίνδυνο απώλειάς της. Όμως, όταν μια χώρα εντάσσεσαι σε μια ευρύτερη Κοινότητα, που τη συναποτελούν δεκαπέντε ή εικοσιπέντε χώρες, με σκοπό από κοινού όλες αυτές οι χώρες να αποφασίζουν για την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους, η εθνική κυριαρχία της κάθε χώρας έχει εκχωρηθεί στην ευρύτερη Κοινότητα που σχηματίστηκε. Για παράδειγμα στο θέμα τουλάχιστον της οικονομίας η ΕΕ καθορίζει την πολιτική της κάθε χώρας από δεκαετίες. Να μιλήσουμε και για πιο βάρβαρες επεμβάσεις στην πολιτική μας, ας πούμε για πολέμους της Αμερικής που επέβαλαν και τη δική μας συμμετοχή; Κι ενώ η ΕΕ καθορίζει την οικονομική μας πολιτική εδώ και δεκαετίες, όπως και τα συγκεκριμένα μέτρα που πήρε η Κυβέρνηση εκείνη τα καθόρισε, παρόλα αυτά υποστηρίζεται εκ μέρους της ότι είναι δικιάς της επιλογής και όχι της ΕΕ. Για να φανεί δε πειστικό το ψέμα της ανακοινώνει αυτή τα μέτρα δυο μέρες πριν τα ανακοινώσει η ΕΕ. Άλλο ψέμα είναι ότι μόνοι μας θα τα βγάλουμε πέρα στηριγμένοι στις δικές μας και μόνο δυνάμεις. Αν ήταν έτσι, δε θα προσφεύγαμε στη δανειοληψία, για να αντιμετωπίσου-με τα οικονομικά μας προβλήματα. Από τη στιγμή που ζητάμε δανεικά, είτε από τους ευρωπαίους εταίρους είτε από τις διεθνείς αγορές, στηριζόμαστε και στις δύο περιπτώσεις στις δικές τους δυνάμεις, όχι στις δικές μας.
Το μεγάλο όμως πρόβλημα στη σύνθετη τούτη ψευδολογία είναι η απόκρυψη της πιο μεγάλης αλήθειας, ότι η εθνική κυριαρχία τόσο η δική μας όσο και των άλλων χωρών της ΕΕ είναι στην πραγματικότητα εκχωρημένη όχι στην ΕΕ αλλά μέσω αυτής στις διεθνείς αγορές, στους πέντε κερδοσκόπους του πλανήτη. Κι ενώ τα δημοκρατικά μας Συντάγματα ορίζουν ότι κάθε εξουσία πηγάζει από το λαό, εδώ βλέπουμε - και ομολογείται για πρώτη φορά από όλους τους ευρωπαίους ηγέτες χωρίς καμιά ντροπή για την ομολογία της αυτοκατάργησής τους- ότι εξωεθνικοί και εξωκοινοτικοί, εξωθεσμικοί πάντως, παράγοντες, όπως είναι οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης και αγορές, καθορίζουν την πολιτική των Κυβερνήσεων της Ευρώπης. Υπ` αυτή την έννοια όχι μόνο θέμα εθνικής κυριαρχίας υπάρχει, αλλά και δημοκρατίας και αυτονομίας και λαϊκής κυριαρχίας. Κι όμως δε γίνεται κανένας λόγος για την καταπάτηση όλων αυτών των θεμελιακών αρχών των πολιτευμάτων μας. Αν υπήρχε πραγματικό αίσθημα εθνικής περηφάνιας σε μας και στους ηγέτες μας, θα είχαμε ήδη όλοι ξεσηκωθεί, για να απαιτήσουμε από την ΕΕ την επιστροφή της εθνικής μας κυριαρχίας, την οποία σ` εκείνη εκχωρήσαμε εμείς  και όχι στους ολιγάριθμους κερδοσκόπους της γης. Την εκχωρήσαμε δε, για να αντιμετωπίζουμε από κοινού τα προβλήματα, όχι για να αποτελούμε το μεγάλο μαντρί των κερδοσκόπων και τα εγλωβισμένα θηράματά τους. Αν η ΕΕ κατάντησε τιμάριό τους, αυτό ούτε με τις ιδρυτικές της αρχές είναι σύμφωνο ούτε με τα δικά μας όνειρα, να συγκροτούμε ευρύτερες κοινότητες και να αποτελέσουμε κάποτε μια κοινότητα όλοι οι άνθρωποι της γης. Πάντως είναι η πρώτη φορά στην ανθρώπινη Ιστορία που η εθνική κυριαρχία των λαών δεν καταπατείται από άλλες χώρες ή μεγάλες δυνάμεις, όπως στο παρελθόν, αλλά από ορισμένους ισχυρούς της γης, όχι λαούς αλλά άτομα. Και αυτή η σύγχρονη μορφή υποτέλειας των λαών είναι η πιο αήθης που έλαβε ποτέ χώρα.          
Όμως οι μεγάλες κρίσεις στην ανθρώπινη Ιστορία έχουν πάντα και μεγάλες αλήθειες να αποκαλύψουν και αυτό είναι το μεγάλο καλό ανάμεσα στα δεινά που επιφέρουν.
Η πρώτη είναι ότι χωρίς θεσμούς οι αξίες είναι ανύπαρκτες. Και, όταν οι αξίες είναι ανύπαρκτες, δηλαδή δεν έχουν υπόσταση ενσαρκωμένη μέσα στους θεσμούς, λείπει και κάθε προστασία της ανθρώπινης ζωής. Η ΕΕ απέφυγε συστηματικά τη δημιουργία τους, για να μην υπάρχει πραγματική ενότητα και να μπορεί να ισχύει ο νόμος του ισχυρού. Η κρίση στο χώρο της έδειξε πόσο ανύπαρκτη είναι η δημοκρατία στους κόλπους της. Πώς εξάλλου να είναι υπαρκτή, όταν δεν υπάρχουν οι στοιχειώδεις θεσμοί που την κατοχυρώνουν και που σκόπιμα δεν τους δημιούργησαν, για να μη διενεργείται «εκροή» δικαιωμάτων. Και τα κοινωνικά δικαιώματα που υπήρχαν σε εθνικό επίπεδο κατάφεραν να τα συρρικνώσουν με ανάλογες ρυθμίσεις.
Η δεύτερη, συνεπαγωγή της πρώτης, είναι ότι, ακόμα κι αν υπάρχουν θεσμοί και θες να αναιρέσεις την ουσία που ενσαρκώνουν, δε μένει παρά ο ευτελισμός τους. Με τον ευτελισμό τους ευτελίζεις αμέσως και τις αξίες που εμπεριέχουν και την ανθρώπινη ζωή. Ευτελίζοντας λοιπόν νευραλγικούς κοινωνικούς θεσμούς, της εργασίας, της παιδείας, των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας γενικά, ευτέλισαν και αυτό που τους ενδιέφερε πρωταρχικά, την ιδέα της ενωμένης Ευρώπης και της συναδέλφωσης των λαών της. Μαζί της φυσικά και την αξία του ανθρώπου. Έτσι η αξία της ανθρώπινης ύπαρξης σήμερα στην Ευρώπη, που πάντα ήταν το λίκνο του ανθρωπιστικού πολιτισμού, δεν αποτελεί αυταξία, παραμένει πάλι συνάρτηση. Χωρίς τη δυνατότητα των λίγων να κερδίζουν όσα ορέγονται, εμείς οι άλλοι οι πολλοί δεν έχουμε και πολύ δικαίωμα στη ζωή. Τόσο ευτελείς υπάρξεις είμαστε. 
Η τρίτη αλήθεια, για να έρθουμε στους τοπικούς ρυθμιστές της ζωής μας, αφορά την ίδια την πολιτική, που ο Μαρκεζίνης κάποτε τη χαρακτήρισε τέχνη του εφικτού. Παίρνοντας όμως η δική μας Κυβέρνηση τα γνωστά μέτρα, χωρίς να προκαλέσει γενικό ξεσηκωμό, κατόρθωσε να πετύχει το ανέφικτο, διαψεύδοντας το Μαρκεζίνη. Η πολιτική επομένως είναι και η τέχνη του ανέφικτου, αρκεί να περιβάλλεται με την αναγκαία δοσολογία περίτεχνου  ψεύδους.
Η τέταρτη αλήθεια, συμπερασματική των άλλων, είναι ότι το πολιτικό σύστημα, σε Ευρώπη και σε μας, που ανέκαθεν βασιζότανε στα δικά του πολιτικά στηρίγματα, ήταν αδύνατο τώρα να διασωθεί στηριγμένο στις παραδοσιακές του πολιτικές δυνά-μεις. Τη θέση τους πήραν και το διέσωσαν αντίθετα φαινομενικά πολιτικά σχήματα, που είχανε τη θέση του εφεδρικού τροχού. Χρησιμοποιώντας λοιπόν το σύστημα τη «ρεζέρβα» του, που στη δική μας περίπτωση ονομάζεται Κυβέρνηση Πασοκ, κατόρ-θωσε να διασωθεί. Η Κυβέρνηση αυτή λοιπόν σύμφωνα με την τέταρτη αλήθεια δεν είναι πια ούτε δούρειος ίππος ούτε κουκουλοφόροι δεξιοί, που την ονομάζαμε, αλλά η ίδια η δεξιά χωρίς πια μεταμφιέσεις και αποκρύψεις προσώπου. H πιο αυθεντική εκδοχή της και η πιο αξιόπιστη στήριξη της παγκόσμιας οικονομικής ολιγαρχίας.

* Γράφτηκε στις αρχές του `10 και αποτέλεσε ένα χρόνο μετά τη βάση του στιχουργήματος «Καιρού κραυγές» ή «Η κρίση», που υποδιαιρέθηκε σε εφτά τραγούδια. Η εισαγωγή τους, «Β1. Άτιτλος καρσιλαμάς» είναι «αυτοφυής», «φύτρωσε» κατά την πορεία προς τη συναυλία  











































        Γ. Από τη μια τρόικα στην άλλη και από την υποταγή στην εξαθλίωση

Τυχαία γεγονότα δεν υπάρχουν στην ιστορία των ανθρώπινων συνόλων. Έχουν όλα την προδιαγραφή τους. Συντελούνται αιτιοκρατικά φέρνοντας το ένα το άλλο κάτω από τις σταθερές πάντα που η κάθε κοινωνία έχει διαμορφώσει στην ιστορική της πορεία. 
Με την έναρξη της μεταπολίτευσης αναδύεται μέσα από τα σπλάχνα της ελληνικής κοινωνίας το Πασόκ με όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός αριστερού κόμματος, θέσεις, αριστερά συνθήματα, συλλογική εξουσία, κεντρικές επιτροπές, εκτελεστικά γραφεία, δημοκρατικές διαδικασίες. Όλα προσδιορισμένα με σαφήνεια από τον ιδρυτή του. Η τοποθέτηση δε αντιστασιακών προσώπων στην κορυφή της ιεραρχίας αποτελούσε αρκετά ασφαλή εγγύηση για έμπνευση εμπιστοσύνης και προσέλκυση μαζών,  γεγονός που θα καταστήσει το νεοσύστατο κόμμα ηγεμονική πολιτική δύναμη της χώρας επί τρεις σχεδόν δεκαετίες.
Όμως σε τρία μόλις χρόνια από την ίδρυσή του, στην Πανελλήνια Συνδιάσκεψη του `77, η ρητή εξαγγελία ότι η εξουσία στο κόμμα θα είναι συλλογική, ανατρέπεται, και γίνεται προσωποπαγής, αφού βεβαίως θα αποπεμφθούν βίαια από την αίθουσα οι αντίθετοι, στελέχη της Δημοκρατικής Άμυνας κυρίως, Καράγιωργας και λοιποί. Η κοινωνία μας και τα μέλη του κόμματος, που γοητεύονται πάντα από την αίγλη του μεσσία παρά της δημοκρατίας, που τους επιφορτίζει και με τον κόπο της συμμετοχής,   αλλά και τα ηγετικά στελέχη που είχαν τις βλέψεις τους, «χειροκρότησαν» τη λύση αυτή. Ο αρχηγός έκτοτε έχει το επάνω χέρι για όλα τα θέματα και για τα αριστερά προσχήματα συγκροτεί όργανα με πρόσωπα της εμπιστοσύνης του, ώστε να έχει απόλυτο έλεγχο. Μία τριανδρία από το Ε.Γ., Γενηματάς, Λαλιώτης, Τσοχατζόπουλος,  θα αποτελέσει την τρόϊκα του κόμματος (έτσι τους ονομάζαμε στην οργάνωση της Θεσσαλονίκης, που «έβραζε» συνέχεια από αλλεπάλληλες κρίσεις εξαιτίας του διορισμού των Νομαρχιακών Επιτροπών και των επάλληλων μεταθέσεων των εκλογών στις καλέντες) θα έχει την καθοδηγητική ευθύνη προπάντων της Θεσσαλονίκης. Όταν τελικά εδραιωθεί η εξουσία της Τρόικας με την παγίωση της δοτής εξουσίας των στυλοβατών της – και αυτό θα απαιτήσει χρόνια – θα επιτραπεί και η διεξαγωγή των ελεγχόμενων πια εκλογών, ώστε να αναδειχθούν και εκλογικά τα υποστυλώματά της, που θα εξασφαλίσουν και λαμπρή πολιτική καριέρα. Μερικά ως και σήμερα. Όλοι όσοι αναρριχήθηκαν στην κορυφή της ιεραρχίας της Οργάνωσης της Θεσσαλονίκης ή τοποθετήθηκαν σε θέσεις ή κάνανε πολιτική καριέρα, γίνανε δήμαρχοι, βουλευτές, υπουργοί, υφυπουργοί -  κάποιοι είναι ακόμα και σήμερα ή ήτανε μέχρι χθες - όλοι τους είχανε πλάτη τον Τσοχατζόπουλο. Χωρίς τη δική του συγκατάνευση πολιτικό μέλλον στο κόμμα ή στην κοινωνία δεν είχε κανένας. Ήτανε ο γενικός δερβέναγας της βόρειας Ελλάδας. Για την οργάνωση και τη δημοκρατική λειτουργία της δε νοιαζότανε κανείς. Οργανωτίστικα αυτά, λέγανε, και απολίτικα. Ούτε υπήρχαν οι δομικές προϋποθέσεις. Έτσι κατάντησε αυτή πολύ γρήγορα εύκολο συρόμενο της ηγεσίας, της τρόικας και του αρχηγού.
Το `81 θα γίνει τελικά Κυβέρνηση το Πασόκ και στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του θα πάρει πράγματι κάποια σοσιαλιστικά μέτρα διευρύνοντας την ευημερία και σε λαϊκά στρώματα Σήμερα κατηγορείται γι` αυτό από ηγετικά του στελέχη και από τη Ν.Δ, όπως κατηγορείται και η Αριστερά από τα ίδια κόμματα για τις διεκδικήσεις που πρόβαλλε και που γίνανε κατακτήσεις, γιατί, λέει, αυξήθηκαν έτσι τα ελλείμματα. Τέτοιες επικρίσεις όμως διατυπώνονται από τους οπαδούς της «μοναχοφαγίας», που μόνον αυτοί θέλουν να τρώνε σ` αυτή τη χώρα και οι προστάτες τους, οι οικονομικά ισχυροί.
Η κομματική τρόικα έπαυσε να υπάρχει στην πορεία. Ο πρώτος έφυγε από τη ζωή νωρίς και ακηλίδωτος σχεδόν, καθώς δεν είχαν διαφανεί πλατιά ακόμα τα αποτελέσματα των πράξεών του. Ο δεύτερος από ένα διάστημα και μετά έβγαινε κι έμπαινε στο Πασόκ, όπως στο σπίτι του, είτε για να διαχωρίζει τον εαυτό του από αυτό και να μη συνευθύνεται είτε για να μας δείχνει τις ικανότητές του να το αναγεννά ή να το οδηγεί σε εκλογικές νίκες. Τον είδαμε και τελευταία, μετά από πολυετή απουσία,  να συμμετέχει στην ψηφοφορία του πρόσφατου προέδρου του κόμματος. Οφείλει άραγε κάτι; Για τον τρίτο, αφού ακούσαμε ότι πλούτισε μέσω της πολιτικής του ενασχόλησης, τον βλέπουμε τώρα να συλλαμβάνεται. Καταθέτω μια μαρτυρία γι` αυτό το πρόσωπο. Όταν στο πρώτο συνέδριο του κόμματος, το 1984, ρώτησα ένα σύντροφο που κοιμόμασταν μαζί στο ξενοδοχείο ως σύνεδροι, γιατί ο Ανδρέας προωθεί συνέχεια τον Τσοχατζόπουλο, που και βρώμικο ρόλο πρέπει να παίζει και κούφιος είναι, μου απάντησε: «Μαζί τρώγανε τα λεφτά του ΠΑΚ στο εξωτερικό και μαζί «νταραβεριζότανε» με γυναίκες». Έμεινα έκπληκτος από την απάντηση, γιατί ήταν η μόνη που εξηγούσε το φαινόμενο. Έχω στα χέρια μου και μια κασέτα γι` αυτό το πρόσωπο, όπου φαίνεται πως, όταν μιλούσε, δεν ήξερε τι έλεγε. Είναι αδύνατο να βγει κάποιο νόημα. Την κράτησα για την Ιστορία. Μου είχε αναθέσει η Μαρία η Αρσένη ως Γραμματέας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας τη φιλολογική επιμέλεια των πρακτικών μιας ημερίδας που είχε κάνει - ήμουν φευγάτος ήδη από το Πασόκ - και όταν έφτασα στη μαγνητοφωνημένη ομιλία του Τσοχατζόπουλου της είπα: «Μαρία, τι θα κάνουμε: Δε βγαίνει νόημα σε κανένα σημείο. Θα την καταγράψουμε έτσι ή θα κοιτάξουμε να βγάλουμε κάποιο νόημα, όποιο εμείς νομίζουμε, κι έτσι να καταγραφεί». Νομίζω πως συναίνεσε με την πρώτη λύση. Αν αντιπαραβάλει κάποιος την κασέτα με το κείμενο των πρακτικών, θα φανεί ποια λύση επιλέχθηκε. Τώρα βέβαια διώκεται. Εκείνοι όμως που τον τοποθέτησαν μακεδονάρχη και οι άλλοι που στήριξαν με τις υποκλίσεις τους την παμμακεδονική εξουσία του δεν ευθύνονται για τις πράξεις του; Μόνος του δεν τα «έφαγε», αλλά μαζί με τα πολιτικά του παιδιά, που είναι τόσα πολλά.
Αλλά κι αν έπαυσε από ένα σημείο και μετά η τρόικα να υπάρχει, το έργο της  παρέμεινε διαχρονικά και, όντας η οργάνωση ρυμουλκημένη στην ηγεσία, μπορούσε ο κάθε αρχηγός, όχι μόνο ο Ανδρέας αλλά και οι μεταγενέστεροι, να την πηγαίνει όπου θέλει, διαγράφοντας πορεία ακόμα και αντίθετη προς την ιδεολογία του κόμματος, χωρίς να συναντά σοβαρές αντιδράσεις.  Ο Ανδρέας πρώτος κατά την κυβερνητική του θητεία αναδιπλώνεται και εφαρμόζοντας πολιτικές λιτότητας διαγράφει δεξιόστροφη τροχιά, χωρίς να προκαλέσει καμιά σοβαρή αντίδραση  σε κόμμα και κοινωνία. Μετά τη λήψη των σοσιαλιστικών μέτρων έχει κατακυρωθεί ως μέγας λαϊκός ηγέτης που δεν αμφισβητούνται οι προθέσεις του, όσο κι αν μένουν ανεξιχνίαστες έως και σήμερα. Άλλοι λένε πως ήτανε βαλτός, για να ανακόψει την πορεία της ελληνικής κοινωνίας προς τα Αριστερά – υπάρχουνε και προσωπικές μαρτυρίες φίλων του γι` αυτό - άλλοι λένε πως ήθελε πράγματι να φέρει σοσιαλισμό στη χώρα, αλλά δεν τον ευνόησαν οι συνθήκες. Πάντως όχι μόνο σοσιαλισμό δεν έφερε, αλλά γύρισε και την κοινωνία πολύ πίσω, είτε με την εφαρμογή δεξιάς πολιτικής σε όλους τους τομείς είτε με τον εγκλωβισμό των μαζών επί δεκαετίες στο συντηρητικοποιημένο πια κόμμα του, αλλά και με τη διάχυση της διαφθοράς σε πολιτικά πρόσωπα αρχικά.  Οπότε δεν έχει σημασία ποιες ήτανε οι προθέσεις του, σημασία έχει ότι τα πράγματα πισωγυρίσανε πολύ. Αν κρίνει κανείς και από την ιδιωτική του ζωή, φαίνεται πως οι αρχικές του εξαγγελίες δε σχετιζότανε με τα πιστεύω του.
Ήρθε ο Σημίτης στην αρχηγία του κόμματος και πίστευε κανείς ότι η νίκη του επί του Τσοχατζόπουλου ήταν ράπισμα προς τον Ανδρέα από αριστερά. Έτσι έγραφα. Στην πορεία συνειδητοποιήσαμε ότι το ράπισμα ήταν από δεξιά, γιατί επί Σημίτη οδηγήθηκαν ακόμα πιο δεξιά τα πράγματα, ας έλεγε προς το τέλος, για ν` αντλήσει και άλλους ψήφους από την Αριστερά, «Είμαστε η Αριστερά που ανοίγει νέους δρόμους». Έλεγε επίσης ότι «το νεκροταφείο της Ιστορίας είναι γεμάτο από κόμματα που δεν προσαρμόστηκαν» και, όταν μαινόταν ο πόλεμος στο Ιράκ και εκείνος ήτανε προεδρέυων στην ΕΕ, μιλώντας εξ ονόματός της πάλι έλεγε: «Δε μας ενδιαφέρει ο πόλεμος στο Ιράκ, αλλά η ανασυγκρότησή του μετά τον πόλεμο. Ε, όχι δε θα μας διαλύσει και το Ιράκ». Πάντως ο Σημίτης ήτανε ο πιο κυνικός πρωθυπουργός που πέρασε ποτέ, που διενεργούσε τις συναλλαγές της εξουσίας χωρίς προσχήματα, μέσα σε άπλετο φως, γι` αυτό και η διαφθορά επί των ημερών του πήρε μεγάλες διαστάσεις. «Μπήκαμε στην τελική ευθεία της διαφθοράς» σημείωνα, θυμάμαι.  Και η κοινωνία τον ψήφιζε, όπως και τους αγορασμένους του, όπως και τον Τσοχατζόπουλο, και η ίδια αυτή κοινωνία, εθισμένη στις συμπεριφορές της σκοπιμότητας, ενώ με μεγάλες διαδηλώσεις τασσόταν στο πλευρό του σέρβικου λαού που βομβαρδιζόταν, στις εκλογές τελικά ψήφιζε τα κόμματα που στήριζαν τους βομβαρδισμούς. Γιατί είχε απολέσει πια τις αξίες της οριστικά.
Ήρθε μετά ο Γιωργάκης. Έλεγα τότε ότι ο Σημίτης επέλεξε το Γιωργάκη ως διάδοχό του μόνο και μόνο για να είναι αισθητή η διαφορά ανάμεσα σ` εκείνον και σ` έναν έκδηλα υστερημένο. Πάντως τα στελέχη του Πασόκ, που τον ανέδειξαν αρχηγό τότε, ακόμα τον χειροκροτούν. Έτσι έγραφα. Τόσο παρατεταμένο ήταν το χειροκρότημά τους. Και αυτό, γιατί ξέρανε πως μόνο έτσι δε θα αντιλαμβανόταν η ελληνική κοινωνία περί τίνος πρόκειται Και τα ΜΜΕ; Ογδόντα και πάνω έκτακτα δελτία ειδήσεων, λέει, για την πομπή του προς Καλέντζι και τανάπαλιν. Αναγκάστηκε ο ΕΣΗΕΑ τότε να διαμαρτυρηθεί γι` αυτή τη γλοιώδη προπαγάνδα των καναλιών. Αλλά και ο Παύλος Τσήμας τι αξιος ανταποκριτής του «Μέγα»! Σε κάθε στασούλα του Γιωργάκη είχαμε και νέα ανατροπή του πολιτικού σκηνικού. Πιο αχυρένιος αρχηγός και Πρωθυπουργός δε νομίζω πως υπήρξε ποτέ στην παγκόσμια πολιτική ιστορία. Θα μου πείτε δεν υπήρχε τότε τηλεόραση. Θα συμφωνήσω μαζί σας. Η κατασκευή πάντως ετούτη ήτανε τελείως από μηδενική βάση.          
Πού είμαστε τώρα, δυο βδομάδες πριν από τις εκλογές;
Βλέπουμε τους διεφθαρμένους διαφθορείς μας, χωρίς να μας ρωτήσουν καν, να έχουν αναλάβει και το έργο της ξεδιαφθοράς μας. Επειδή φαίνεται είναι ειδικοί στη διαφθορά, άρα είναι και στην ξεδιαφθορά.
Βλέπουμε τους χορτάτους να μας λένε πού θα βρούνε ψωμί οι πεινασμένοι. Γιατί άραγε; Γιατί αυτοί τους το κλέβουν. Άρα ξέρουν. 
Βλέπουμε τους συμπολίτες μας να προσφέρουν ευθανασία στον εαυτό τους αυτοκτονώντας. Και μένουμε έτσι, απαθείς.Και την απάθειά μας τη βλέπουμε επίσης.
Κι αν οι ισχυροί της γης, υποθετικά μιλάμε, έχουν αποφασίσει τη δημογραφική μας συρρίκνωση, που ήδη γίνεται, ή και τον αφανισμό μας, εμείς θα το δεχθούμε; Η εκδίκηση είναι γλυκιά, λένε οι Γερμανοί. Αν υποθέσουμε, πάντα υποθετικά μιλάμε,  ότι αυτοί οι άνθρωποι θέλουν έστω ετεροχρονισμένα να γευτούν τη γλύκα της εκδίκησης, για την αντίστασή μας απέναντί τους πριν από 70 χρόνια, όπως κάνανε και με τη Σερβία, και απεργάζονται σήμερα τον αφανισμό μας, εμείς θα τους αφήσουμε; 
Όταν μπήκαμε στο μνημόνιο το χρέος μας ήταν το 110% του ΑΕΠ. Το 2020, μετά από μια δεκαετία εξαθλίωσης, το χρέος θα είναι πάλι τουλάχιστον 110% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τις δικές τους εκτιμήσεις, που πάντα βγαίνουν ουτοπικές. Ποιο το κέρδος μας. Η διατήρηση και βέβαιη αύξηση του χρέους. Αν αποδεσμευτούμε από το μνημόνιο, πάλι θα έχουμε βέβαια εξαθλίωση, αλλά δε θα είμαστε υπερχρεωμένοι και θα μπορούμε, στηριγμένοι στις δικές μας δυνάμεις, να ανασυγκροτήσουμε την κοινωνία μας που μας την παρέλυσαν.
Μα το έργο αυτό το έχουν αναλάβει ήδη και το διαλαλούνε σε όλους τους τόνους οι κυβερνήτες μας, θα μου πείτε.
Ναι. Τόση αναισχυντία! Ενώ βλέπουν πόσο τους μισεί ο κόσμος - ο καθένας τούς φτύνει στο δρόμο - ενώ όλοι δηλώνουν ότι κατέρρευσε το πολιτικό σύστημα από τους ίδιους, από τη διασύνδεσή τους με τη διαφθορά, ως και οι ίδιοι αναγκάζονται να το επαναλαμβάνουν μονότονα, κι ενώ έπρεπε να είχαν παραιτηθεί από ντροπή, τους βλέπουμε να θέλουν αγχωμένοι να μας πείσουν ότι αυτοί και μόνο μπορούν να το σώσουν και κάνουν το καθετί, για να διασωθούν οι ίδιοι, για να διασώσουν και το σύστημα μετά, να σώσουν και μας κατόπιν. Δεν έχουν και άδικο. Ανέκαθεν οι άνθρωποι, αν θέλανε τον αφανισμό των προβάτων, βάζανε τους λύκους να τα φυλάνε.
Και οι συναλλαγές τους, με καιροσκοπικά κλωθογυρίσματα συνοδευμένες, απροκάλυπτα συνεχίζονται. Υπουργοί και βουλευτές του Πασόκ παραπαίουν σαν μεθυσμένοι από το αλκοόλ της εξουσίας και αυτό σημαίνει από την ορμή της ιδιοτέλειας: Τη μια είναι με το μνημόνιο την άλλη όχι, ξανά με αυτό και ξανά αντίθετοι,  αλλά τελικά είναι με αυτό. Δύο κάποιοι, υπουργοί πάντως, ο ένας μόνιμος, κάνουν και κόμμα, για να μας πείσουν με αυτόνομη πλέον φωνή πως είναι αντιμνημονιακοί  Έτσι πιστεύουν ότι έχουν περισσότερες πιθανότητες να διασωθούν. Ένας άλλος, υπουργός ανέκαθεν και αυτός, για να διασωθεί, καταγγέλλει αρχηγό και μνημόνιο, που ομολογεί πως δεν το είχε διαβάσει, και δηλώνει ότι θα διεκδικήσει την αρχηγία του κόμματος. Μόλις είδε ότι τον πήρανε στο «ψιλό», ούτε αποχωρεί ούτε υποψηφιότητα βάζει, παραμένει στην «αφρικάνικη αποικία», μήπως και διασωθεί πολιτικά.
Ο άλλος επένδυσε στην ημιαντιμνημονιακή του στάση την εκλογή του ως Πρωθυπουργού. Βλέπει ότι διακυβεύει το πρωθυπουργιλίκι με αυτή του τη στάση, γιατί οι ευρωπαίοι του τρίζουνε τα δόντια, και γίνεται μνημονιακότερος των μνημονιακών. Και για να πείσει τους ευρωπαίους για τη μεταστροφή του διαγράφει είκοσι βουλευτές του κόμματός που μείνανε συνεπείς στις θέσεις του. Πολλούς από αυτούς τους παίρνει πίσω μετά, ας είχανε «διαγράψει διαχωριστικούς δρόμους». Πήρε και τους δυο δεδηλωμένους ακροδεξιούς, που ήταν αντίθετοί του όσο αυτός καταφερόταν κατά του μνημονίου και που τώρα οι θέσεις τους συμπίπτουν. Για να μας θυμίζει τις ρίζες του προφανώς. Να μιλήσουμε και για άλλα ανεμομαζώματα;
Εκείνος που ήθελε να αναδειχθεί μόνος εθνοσωτήρας και που καυχόταν για την υψηλή καθοδήγηση που πρόσφερε στην Κυβέρνηση Πασόκ κατά την πορεία της προς το Μνημόνιο, είδε ξάφνου φως από τη Ρωσία, την επισκέφθηκε μεταφέροντας και σε μας αυτό το φως, ψηφίζει τελικά Παπαδήμο και μνημόνιο και, όταν βλέπει τα ποσοστά του να πέφτουν, γίνεται ξανά αντιμνημονιακός.
Δεν υπάρχει άλλη πρόταση μας λένε παρά μόνο η δική τους, της ομοιοπαθητικής. Θα σωθούμε από την καταστροφή μέσω της καταστροφής. Έχουνε κλείσει τη λεωφόρο της Δημοκρατίας, που ανοίγει διάπλατους νέους δρόμους, και μας σπρώχνουν στη δική τους καταστροφική παρακαμπτήρια, που μας την παρουσιάζουν και ως μόνη σωτήρια. Μπορεί να τους πιστεύαμε, αν βέβαια δεν είχανε μπλοκάρει τη δημοκρατική πορεία, καταστρατηγώντας και συνταγματικούς κανόνες, γι` αυτό και βλέπουμε τον Καψή κυβερνητικό εκπρόσωπο, αν την πρότασή τους αυτή δεν την επιβάλλανε με όλους τους προπαγανδιστικούς και εκβιαστικούς μηχανισμούς της εξουσίας. Ας φύγουνε από μπροστά μας και θα δούνε πόσους άλλους δρόμους θα φέρει το άνοιγμα του δρόμου της δημοκρατίας. «Πολλοί  `ναι οι δρόμοι που έχει ο νους» θα μας πει ο εθνικός μας ποιητής. Μένει να ξεκουμπιστούνε. Θέλουνε μέσω της Ευρωζώνης να περάσει ο νέος δρόμος της δημοκρατίας; Θέλουνε έξω από αυτή αλλά μέσα από την ΕΕ; Θέλουνε έξω και από αυτή; ΄Οποιος δρόμος μας συμφέρει, αυτόν θα ακολουθήσουμε και όχι αυτόν που βιώνουμε την καταστροφικότητά του ήδη.
Όταν έχεις μπροστά σου το κακό και δε σ` αφήνει να πορευτείς, το να φύγει το κακό από τη μέση είναι η επαρκέστερη πρόταση, το πλέον προαπαιτούμενο για το άνοιγμα των δρόμων και την όδευσή μας στην πορεία που θέλουμε. Μα με ενδεχόμενο την έξοδο από την Ευρωζώνη και από την ΕΕ; Θα μου πούνε; Είναι αυτό πρόταση, Δε θα έρθει η συντέλεια του Γένους μας; Καλά, θα τους πω, πριν από την ΕΕ και την Ευρωζώνη δεν υπήρχαν κοινωνίες; Κι αν υπήρχαν, πώς επέζησαν;. Αν η ΕΕ θέλει να είναι ανοχύρωτη και υποταγμένη στις ελεύθερες αγορές και στους κερδοσκόπους, καμιά κοινωνία δεν τη χρειάζεται. Ούτε εμείς. Ούτε βέβαια, επειδή κατέρρευσε ο υπαρκτός σοσιαλισμός, όπως μας απειλούν Βενιζέλος και Μπακογιάννη, θα ανεχόμαστε τη βαρβαρότητα του καπιταλισμού.  Όλες οι κοινωνίες αυτό κάνανε στο διάβα της ιστορίας τους, αποτινάζανε τις βαρβαρότητες των συστημάτων τους. Εμείς θα είμαστε οι μόνοι στην Ιστορία που θα μένουμε στην υποτέλεια της καπιταλιστικής βαρβαρότητας;
Θα τα διαβάζουν οι επόμενες γενιές και δε θα πιστεύουν στα μάτια τους. Καλά, συμβαίνανε αυτά τα πράγματα, θα λένε, και δε φέρανε τα πάνω κάτω οι πατεράδες μας; Τυφλοί ήτανε; Τσίπα δεν είχανε;

Για να καταλήγω: Το δίλημμα σ` αυτές τις εκλογές είναι:

Ή Σιόιμπλε ή ανθρωπισμός
Ή οι κερδοσκόποι ή της γης ο πληθυσμός

Οι κυβερνώντες μας θέλουν να μας πείσουν ότι επιδέξιος πολιτικός δεν είναι αυτός που σε σώζει από μια καταστροφή, αλλά αυτός που σε πείθει ότι η καταστροφή αυτή είναι η σωτηρία σου. Αν Πασόκ και ΝΔ κατορθώσουν να πείσουν ακόμα και το 1/3 του εκλογικού σώματος, τότε αποδειγμένα έχουμε να κάνουμε με «επιδέξιους» πολιτικούς.





















Τρίτη 10 Απριλίου 2012

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

                   
                Α`,B`,Γ`,Δ`,E` ΕΛΜΕ-Θ
                         Δελτίο τύπου
     «Είν`η οικουμένη όλη μια και τ`όνειρό της ένα»   

Επειδή ο ρόλος του εκπαιδευτικού δεν εξαντλείται στην αίθουσα διδασκαλίας…
Επειδή καθηγητές και μαθητές βρίσκουν κοινή γλώσσα…
Επειδή τα θέματα του καιρού μας ζητούν απάντηση…

Καθηγητές και μαθητές σε δράση
Τραγουδάνε τραγούδια του Αλέκου Τζιόλα
Σε Συναυλία των ΕΛΜΕ Θεσσαλονίκης           

Τραγουδοποιός, μουσικοί, χορωδία και φωνές είναι καθηγητές και μαθητές του ΝΑ τμήματος Ν. Θεσσαλονίκης

Ο Αλέκος Τζιόλας, συνταξιούχος εκπαιδευτικός, έγραψε τους στίχους και τη μουσική των τραγουδιών που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, υπαρξιακών, εκπαιδευτικών αλλά και κοινωνικοπολιτικών.

Η πραγματοποίηση αυτής της συναυλίας αποτελεί σημαντική πολιτιστική παρέμβαση των εκπαιδευτικών στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί και πολιτιστικό γεγονός: Τα τραγούδια είναι πρωτάκουστα και επίκαιρα. Αναφέρονται και στην κρίση.

Σάββατο 17/3/12 στις 7.00 μ.μ. στο Μουσικό Σχολείο Θεσσαλονίκης(Τέρμα Πυλαίας).   Είσοδος ελεύθερη


                           ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

ΑΥΤΟΙ ΜΕΤΡΑ ΕΜΕΙΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΤΑ "ΜΕΤΡΑ" ΤΟΥΣ

                                         

       Δείτε στο  You Tube Αλέκος(όχι Αλέξανδρος) Τζιόλας
          δώδεκα πολιτικά τραγούδια αυτής της συναυλίας


Ορχήστρα
Πιάνο: Μιχάλης Στεφαδούρος, συνάδελφος μουσικός
Βιολί: Φαίδρα Ζαγοριανού, μαθήτρια
Βιολοντσέλο: Αλέξανδρος Δαμασκηνός, μαθητής
Κιθάρα: Πολύβιος Ανδρούτσος, Δημήτρης Ζαγοριανός, Θεολόγης Καρκαλέτσης , συνάδελφοι
Μπουζούκι: Χρήστος Βέλκος, συνάδελφος
Κλαρίνο, πνευστά: Χρήστος Καπράλος
Κρουστά: Αλέξανδρος Σαββόπουλος, Πολύβιος Ανδρούτσος, Μιχάλης Στεφαδούρος

Χορωδία
Αβραμίδου Χρύσα, Δαμασκηνού Μαρία, Ζησιμοπούλου Χριστίνα, Ιωαννίδου Βαρβάρα, Ιωαννίδης Γεώργιος, Καλώστος Σταύρος, Καραγιάννη Μόρφω, Καράνταης Χρήστος, Κλιάφας Βασίλης, Λιαγκουρίδης Στέλιος, Μαρτίδου Αναστασία, Μεγκούσογλου Θεανώ, Πανούλα Αθηνά, Παντελίδης Παντελής, Παπανικολάου Ελένη, Πενταρά Ιόλη, Πολυζώνη Θεοδώρα, Σκαρλατάκη Ξένια, Τζιόλας Αλέκος, Τσούγκα Γιώτα, Τσινοπούλου Ηρώ, Χατηαντωνίου Αργυρώ

Τραγούδι
Καλώστος Σταύρος: Η θέση του εκπαιδευτικού στο Μύλο,  Άτιτλος καρσιλαμάς, Αμέσως στην εντατική
Καράνταης Χρήστος: Ήμασταν κάποτε
Ζαγοριανός, Καρκαλέτσης: Ας πούμε, φιλαράκο μου, όπου παίζουν και κιθάρα
Μαρτίδου Αναστασία: Η «φρίκη» της κυρίας Μέρκελ, Θέλησε η Ψωροκώσταινα
Πενταρά Ιόλη: Είν` η οικουμένη όλη μια

Διάνθιση των στίχων με τις ανάλογες εικόνες: Αθηνά Πανούλα, συνάδελφος


                        










Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ
ΤΗΣ ΣΥΝΑΥΛΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΜΕ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
       ΜΕ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ ΤΖΙΟΛΑ

                      Τέσσερα και οχτώ

Α.  Τέσσερα

Α1. Η «φρίκη» της κ. Μέρκελ
(Πρωταρχικά οικονομική ισχύ σε μια χώρα προσδίδουν
οι στρατιωτικές επιχειρήσεις και όχι οι οικονομικές)

«Φρίκη» δήλωσε η Μέρκελ ένιωσε στο θέαμα
Στρατιώτες της που παίζαν με κεφάλια ανθρώπινα
Κι εντολή αμέσως δίνει έρευνα να διεξαχθεί
Πέλεκυς βαρύς να πέσει στων δραστών την κεφαλή
Σκέψου ανθρώπου το κεφάλι να τραβάς και ν` αποσπάς
Όπως λάχανο να κόβεις και μετά να το κλωτσάς

Μα εμένα βασανίζει το μυαλό μου ερώτημα
Πρώτος ποιος ευθύνη φέρει γι` αυτών το ατόπημα
Αν μονάχοι τους επήγαν κει μακριά στο Αφγανιστάν
Έχουνε και την ευθύνη για κεφάλια που κλωτσάν
Ή αν ήτανε σταλμένοι για χαρά κι αναψυχή
Πάλι οι ίδιοι έχουν ευθύνη για την πράξη τους αυτή

Όμως άλλοι αν τους στείλαν κι όχι για αναψυχή,
Πρώτα εδώ πάει η ευθύνη, όχι στον εκτελεστή.
Πόση ευθύνη να  `χουν τάχα τα πιόνια του σκακιού,
Από άλλον που κινούνται και πηγαίνουν του χαμού;
Ως κι ο Ράμσφελντ, που τη φρίκη βάφτιζε παραίσθηση,
Ήθελε δεν ήθελε υπέβαλε παραίτηση
Δηλαδή καταστράφηκε ο άνθρωπος

«Φρίκη» δήλωσε η Μέρκελ σαν είδε το θέαμα
Στρατιώτες της να παίζουν με κεφάλια ανθρώπινα
Κι εντολή αμέσως δίνει έρευνα να διεξαχθεί
Πέλεκυς βαρύς να πέσει στων δραστών την κεφαλή
Κι όλοι οι άλλοι έτσι κάναν σε παρόμοια θέματα
Μία έρευνα σε βάθος κι ήταν όλα ψέματα




Α2. Πες τα, Θοδωρή, με πάθος
(Πριν μερικά χρόνια ο γνωστός υβρεολόγος της πολιτικής
μας σκηνής έβρισε ακατονόμαστα καθηγητές και μαθητές)

Η απάντησή μας

Ξανάνοιξε το στόμα του
Τους γρίφους μας να λύσει  
Τη ρότα βρήκε η γλώσσα του
Βρισιές να ξεστομίσει

Θέμα καθαρά παιδείας
Οι εκφράσεις ευπρεπείας
Κι όποιος αγωγή δεν έχει
Τι θα πει δεν το προσέχει

Όποιος δεν πήγε σε σχολειό
Δεν έμαθε το χρέος
Σαν έχει κάτι να μας πει
Να νιώθει κάποιο δέος

Θέλει σύνεση ο λόγος
Κι αρετή ο κάθε ψόγος
Κι αν αυτά τα δυο σου λείπουν,
Οι φραγμοί σ` εγκαταλείπουν

Δε θέλουμε καθηγητές
Κολλαριστά ντυμένους
Με άδειο το κεφάλι τους
Και κόντρα ξυρισμένους

Μόνο να μας αγαπάνε
Και στη γνώση να μας πάνε
Και να πάλλονται οι ψυχές μας
Σαν αγγίζουν τις χορδές μας

Πέστα, Θοδωρή, με πάθος
Μήπως γίνει και το λάθος
Και φανεί εκεί στα βάθη
Της ψυχής το κατακάθι



Α3. Η θέση του εκπαιδευτικού στο «Μύλο»

Ένας μύλος η ζωή μας
Με μυλόπετρες βαριές
Που με βουητό γυρίζουν 
Και αντίθετες στροφές    

Στη χοάνη τους μας ρίχνουν  
Όλους μας από παιδιά          
Οι δυο πέτρες να μας τρίψουν
Όπως τρίβουν την ελιά    

Όταν πια πολτός γενούμε
Και κυλάμε σαν νερό
Μας γυρίζουνε στ` αυλάκι
Που κινεί το μύλο αυτό

Ασταμάτητα οι πέτρες
Να γυρίζουν με βουή
Και κανείς να μην ακούει
Των κορμιών τη συνθλιβή

Μα εμένα ο ρόλος άλλος
Στο πολτοποιείο αυτό
Που με ρίξανε παιδάκι      
Και κυλώ πια σαν νερό

Σπρώχνοντας με τη ροή μου
Το καινούριο υλικό
Στη χοάνη να το ρίχνω
Και να την τροφοδοτώ



 
Α4. Η πομπή προς τη γνώση
 (Αξιοκρατία έχουμε, ανθρωπιά μας λείπει.
Επινοήσαμε την αξιοκρατία, για να κρύβουμε
το μίσος μας προς την  ισότητα)

Βλέπεις τα παιδιά σχολειό να πηγαίνουν με τις τσάντες
Και το χρέος το βαρύ κρεμασμένο στους ιμάντες
Από πίσω κι οι γονείς φορτωμένοι αγωνία
Μην τυχόν το σπλάχνο τους αδικήσει η κοινωνία
Και πιο πίσω αθέατοι νομοθέτες κι υπουργεία
Οι φανφάρες οι πολλές κι ιθυνόντων πανουργία
Κι όλα πάνε μια χαρά, μια χαρά και δυο τρομάρες
Μα δεν είσαι για να δεις, όταν παίζουν τις γαϊδάρες
Παιδεία, παιδεία, ψωμί, ελευθερία
Παιδεία, παιδεία, πρωτιές και αριστεία
Παιδεία, παιδεία, ψωμί, ελευθερία
Παιδεία, παιδεία, οι πρώτοι στα ηνία

Όπου υπάρχει άμιλλα, εκεί υπάρχει και μια νίκη
Λέει γνωμικό σοφό του μεγάλου Σταγειρίτη
Τι κι αν λίγοι οι νικητές κι οι ηττημένοι πλήθος πάντα
Συ τους λίγους θα κοιτάς κι όλοι οι άλλοι παν στην μπάντα
Να `ταν πρώτοι και αυτοί τους επαίνους μας να έχουν
Στη ζωή επάξια μία θέση να κατέχουν
Κοινωνία είν` αυτή κι όλους μας δε μας χωράει
Κι αν πηγαίνει πιο μπροστά πάντα με τους λίγους πάει
Παιδεία, παιδεία, ψωμί, ελευθερία
Παιδεία, παιδεία των πρώτων η εξουσία
Παιδεία, παιδεία, ψωμί, ελευθερία
Παιδεία, παιδεία των λίγων δυναστεία

Μην ξεχνάς στην άμιλλα κι η ματιά μας αγριεύει
Σαν το ένστικτο ξυπνά κι όλο πιο πολύ θεριεύει
Τότε νιώθεις τη χαρά ν` ανεβαίνεις πάνω σ` άλλους
Στους μικρούς και στους πολλούς, μα ποτέ και στους μεγάλους
Κι έτσι πάντα οι γνωστικοί αγαθούς θα καβαλάνε
Κι οι υπουργοί με τους γονείς δος τους να χειροκροτάνε
Π` αντικρίζουνε παιδιά πάνω σ` άλλα να `ν` καβάλα
Ούτε γάτα ούτε ζημιά, όλα είναι μέλι, γάλα
Παιδεία, παιδεία, ψωμί, ελευθερία
Παιδεία, παιδεία των άριστων η βία
Παιδεία, παιδεία, οι πρώτοι στα ηνία
Παιδεία, παιδεία, σπουδές στην ανεργία

Β. Και οχτώ
«Καιρού κραυγές» ή «Η κρίση»

Β1. Εισαγωγή: Άτιτλος καρσιλαμάς  

Ελάτε μαζί να κλάψουμε τη μοίρα μας τη μαύρη
Γέλια τα γέλια απανωτά μας έζωσε σκοτάδι
Ελάτε μαζί να κλάψουμε κι αυτό το τυχερό μας                                                                                                                                                                                                                                                                                                       
Δόλωμα είχε το παντεσπάν κι εστάθει στο λαιμό μας

Μακριά μας δεν κοιτάζαμε να ξέρουμε πού πάμε
Δε μάθαμε απ` τη μύτη μας πιο πέρα να κοιτάμε
Δεν ήτανε στις έγνοιες μας του αλλουνού το δράμα
Ένα ας γίνουμε όλοι μας τουλάχιστον στο κλάμα

Κι άμα η μοίρα μας χτυπά δίχως εμείς να φταίμε
Το μόνο επόμενο για μας τη μοίρα μας να κλαίμε

Ελάτε μαζί να ψάξουμε να δούμε μήπως φταίμε
Μήπως τη μαύρη τύφλα μας μοίρα μας μαύρη λέμε
Ελάτε μαζί να ψάξουμε το δρόμο μας να βρούμε
Που διαπερνά τη σκοτεινιά, σε ξέφωτο να βγούμε

Μακριά μας δεν κοιτάζαμε να ξέρουμε πού πάμε
Δε μάθαμε απ` τη μύτη μας πιο πέρα να κοιτάμε
Δεν ήτανε στις έγνοιες μας του αλλουνού το δράμα
Ανάμεσά μας στήναμε παντοτινό ένα χάσμα

Τώρα που η μοίρα μας χτυπά και λυτρωμούς ζητούμε
Παράλογο στις μήτρες της να ψάχνουμε να βρούμε

Ελάτε μαζί να ψάξουμε το δρόμο μας να βρούμε
Που διαπερνά τη σκοτεινιά, σε ξέφωτο να βγούμε



Β2.  Ήμασταν κάποτε που λες

Ήμασταν κάποτε που λες μια χώρα σαν τις άλλες
Μέσα στη φτώχια της που ζει, χωρίς βλέψεις μεγάλες
Κι ήρθαν ταγοί που βλέπανε μακριά μέσα στο χρόνο
Και μας εφέρανε κοντά στων δυνατών το θρόνο
Εκεί όπου φώτα λαμπερά φωτίζουν τη ζωή τους
Κι όλου του κόσμου τα αγαθά ευφραίνουν την ψυχή τους
Εκεί παρακαθόμασταν σαν να `μασταν μεγάλοι
Κι αγγίζαμε κι εμείς χαρές σκύβοντας το κεφάλι
Φώτα, χαμόγελα παντού κι ολάνοιχτες οι πόρτες
Κι έβλεπες μπρος μας πάντοτε ξεκούμπωτες τις πόρπες




Β3. Και πόλεμο μας βάζανε

Και πόλεμο μας βάζανε να κάνουμε μαζί τους
Των άλλων όλων τ` αγαθά να `ναι στην κατοχή τους
Μεράδι είχαμε κι εμείς απ` των σφαγών τη λεία
Και από την εξώθηση λαών σε δυστυχία
Γι` αντάλλαγμα τους δώσαμε μιλιά κι ελευθερία
Ποιος δεν πετάει τη λευτεριά να πιάσει ευημερία
Και τραγουδούσαμε μαζί χαρούμενα άσματά τους
Ας ήμασταν εμείς γι` αυτούς απλά θηράματά τους
Ανήκουμε κι εμείς στο κλαμπ των δυνατών του κόσμου
Σχέση εμείς πώς να `χουμε μ` ανθρώπους του υποκόσμου
Τρώγαν και τρώγανε που λες και χορτασμό δεν είχαν
Γυρεύαν κι άλλα για να φαν απ` όσα αυτοί κατείχαν
και φέρνουν χρόνους δίσεκτους και μήνες οργισμένους
Καθώς όλους μας είχανε σε φούσκα καθισμένους
Σκάνε τη φούσκα παρευθύς, πτωχεύσαμε φωνάζαν
Κι αποζημίωση ζητούν για όσα μας εφάγαν
Δικοί τους οι πολιτικοί δώσαν ό,τι ζητήσαν
Και τους λαούς στο έλεος των τρωκτικών αφήσαν
Χρόνια μας είχαν στο μαντρί, μας βάλαν και κουδούνια
Μας φόρτωσαν και έλλειμμα και χρέη ως τα μπούνια




Β4.  Αμέσως στην εντατική

Αμέσως στην εντατική μας παίρνουν και μας βάνουν
Και για τη σωτηρία μας αφαίμαξη μας κάνουν
Να φύγει το πλεόνασμα σε αίμα, μα κι οι θόλοι
Καθώς «μαζί τα φάγαμε», Πάγκαλοι γίναμε όλοι
Μα κι όλη βλέπεις τώρα η γη στα χέρια κερδοσκόπων
Μαζί κι οι τύχες των χωρών και όλων των ανθρώπων
Και ο καθείς μας για να ζει, κέρδη πρέπει ν` αφήνει
Στ` αφεντικού του το πουγκί. Να `χει κι ευγνωμοσύνη
Κέρδη αν έχουνε αυτοί, τότε κι εσύ θα ζήσεις
Μ` αν τύχει και δεν έχουνε, εσύ πρέπει να σβήσεις




Β5.  Ας πούμε, φιλαράκο μου

- Ας πούμε, φιλαράκο μου, τα πράγματα είναι έτσι
Μα κάτι μέσα σ` όλα αυτά εμένα δεν αρέσει
Λες ολωνών μας η ζωή στα χέρια είναι λίγων
Δε μοιάζει τότε η τύχη μας μ` εκείνη των κολλήγων;
Και το δικαίωμα στη ζωή πού πήγε των ανθρώπων
Αν είμαστε όλοι έρμαια στις βλέψεις κερδοσκόπων;
Μ` αν είναι όπως μου τα λες, ο κόσμος θα καθόταν
Δε θα `παιρνε τα διάσελα, δε θα ξεσηκωνόταν;
Αυτοί θέλουν λιντσάρισμα, αν όλα τούτα κάναν
Τέτοια όσοι κάναν άλλοτε την κεφαλή τους χάναν

- Αν θέλουνε λιντσάρισμα εγώ δε θα το κρίνω
Μα πάντως για λιμάρισμα εγγύηση δε δίνω  
Να ξέρεις όμως οι λαοί κάνουν επαναστάσεις
Όταν δεν έχεις μια μομφή καλή να τους προσάψεις
Θέλει η επανάσταση της ηθικής τα βάθρα
Για να σηκώσει ανάστημα, να καταλύσει κάστρα
Αυτό το ξέρανε καλά της γης οι κερδοσκόποι
Κι ενόχους βάλαν να μας πουν δικοί μας κι η Ευρώπη
Ένοχος ένοχο ου ποιεί κι ούτε εξεγέρσεις κάνει
Κάναν μετάγγιση ενοχής και τού `σπασαν την κάννη

«Άχρηστος είσαι και φαγάς» του είπαν οι εταίροι
«Κοπρίτη και τεμπελχανά» τον είπαν οι ημετέροι
Κι είχε μια ήδη ενοχή που ψήφιζε τους ίδιους
Δεκαετίες συναπτές κι άνοιγε λαβυρίνθους
Γι` αυτό δεν ξεσηκώθηκε, δεν πήρε τ` άρματά του
Τον βάραινε η ενοχή και κάθισε στ` αυγά του
Κι έτσι το αίμα όλων μας, χωρίς ν` ανοίξει μύτη
Πίνουν οι μεγιστάνες μας με ράμφος τραπεζίτη




Β6.  Το θέμα δεν είναι εθνικό

Το θέμα δεν είναι εθνικό, μα ταξικό και μόνο
Κι όποιος το βλέπει εθνικό, τραβάει δικό τους δρόμο
Συνοδοιπόρος γίνεται και συνεργός των λίγων
Την τύχη εμείς να έχουμε εκείνη των κολλήγων
Το έθνος μπαίνει απλά μοχλός υποταγή να φέρει
Σε μέσους και μικροαστούς, στων πληθυσμών τ` ασκέρι
Το θέμα δεν είναι εθνικό, μα ταξικό και μόνο

 


Β7.  Θέλησε η Ψωροκώσταινα

Θέλησε η Ψωροκώσταινα το στίγμα της ν` αλλάξει
Και τα τριμμένα ρούχα της να βγάλει, να πετάξει
Θέλησε η ψωροκώσταινα μαντάμ Ορτάνς να γίνει
Της πήραν ρούχα και λεφτά και το κορμί της δίνει



 
Β8.  Είν` η οικουμένη όλη μια

Είν` η οικουμένη όλη μια και τ`  όνειρό της ένα
Ζυγό πάν` απ` το σβέρκο της να μην έχει κανένα
Δώσε ζωή στο όνειρο, σάρκα από τη δική σου
Και φύσηξέ του και πνοή να πάρει απ` την ορμή σου
Δώσε ζωή στο όνειρο, βάλ` του φτερά στους ώμους
Ψηλά ν` ανέβει, να πετά πάνω απ` της γης τους δρόμους
Δώσε ζωή στο όνειρο, σάρκα από τη δική σου
Και φύσηξέ του και πνοή να πάρει απ` την ορμή σου
Κολλήγας μ` αν αισθάνεσαι, ζωή κολλήγα θα `χεις
Κι ανάξια ζωή να ζεις εσύ θ` αναπαράγεις
Ανδράποδο θα σ` έχουνε, πραμάτεια να σε σέρνουν
Το μόχθο απ` τα χέρια σου οι άλλοι να σου παίρνουν
Αν η καρδιά σου όμως το λέει, βγαίνεις ξανά στους δρόμους
Την τύχη σου να φορτωθείς στους στιβαρούς σου ώμους
Δική σου νά  `ναι η ζωή και οι βουλές δικές σου
Να σκύβεις το κεφάλι σου μην το δεχθείς ποτέ σου
Όπου το θέλουν οι ισχυροί σπρώχνουν την ιστορία
Μα σαν τους βγεις εσύ μπροστά, αλλάζεις την πορεία
Δική σου νά  `ναι η ζωή και οι βουλές δικές σου
Σκυμμένο το κεφάλι σου να μην έχεις ποτέ σου
Κολλήγας μ` αν αισθάνεσαι, ζωή κολλήγα θα `χεις
Κι ανάξια ζωή να ζεις εσύ θ` αναπαράγεις
Ανδράποδο θα σ` έχουνε, πραμάτεια να σε σέρνουν
Το μόχθο απ` τα χέρια σου οι άλλοι να σου παίρνουν
Αν η καρδιά σου όμως το λέει, βγαίνεις ξανά στους δρόμους
Την τύχη σου να φορτωθείς στους στιβαρούς σου ώμους
Δική σου νά  `ναι η ζωή και οι βουλές δικές σου
Να σκύβεις το κεφάλι σου μην το δεχθείς ποτέ σου
Όπου το θέλουν οι ισχυροί σπρώχνουν την ιστορία
Μα σαν τους βγεις εσύ μπροστά, αλλάζεις την πορεία
Δική σου νά  `ναι η ζωή και οι βουλές δικές σου
Σκυμμένο το κεφάλι σου να μην έχεις ποτέ σου
Είν` η οικουμένη όλη μια και τ`  όνειρό της ένα
Ζυγό πάν` απ` το σβέρκο της να μην έχει κανένα

Το τέλος της παιδείας*


Αν ρίχναμε μια ματιά στην πρόσφατη εκπαιδευτική μας ιστορία της περιόδου που ονομάζουμε μεταπολίτευση, χωρίς δυσκολία θα διαπιστώναμε ότι οι όποιες αλλαγές στα εκπαιδευτικά μας πράγματα κινήθηκαν γύρω από δύο άξονες: Ο πρώτος ήταν ο τρόπος εισαγωγής των αποφοίτων της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στην Τριτοβάθ-μια και ο δεύτερος το περιεχόμενο σπουδών. Μόνο που ο δεύτερος αποτελούσε πάντα συνάρτηση του πρώτου και δε νοούνταν εκπαιδευτική αλλαγή παρά μόνο στο δικό του πλαίσιο. Η επικυριαρχία του πρώτου στην πρόσφατη εκπαιδευτική μας πραγματι-κότητα διατηρείται ως και αυτή τη στιγμή και όποιος λόγος γίνεται σήμερα για εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις νοείται πάντα στο ίδιο πλαίσιο. Έτσι ο δεύτερος άξονας έρχεται πάντα σε δεύτερη μοίρα. Αυτό δε σημαίνει πως δε γίνανε αλλαγές ως προς αυτό τον άξονα. Σημαντικές μάλιστα,  που κατέστησαν το περιεχόμενο της εκ-παίδευσής μας πιο ουσιαστικό, πιο πολυκλαδικό και πιο ανθρωπιστικό σε ό,τι αφορά τα νέα γνωστικά αντικείμενα που έχουν εισαχθεί για διδασκαλία. Επομένως, έστω κι αν αυτές οι αλλαγές ήταν επί μέρους έκφανση των αλλαγών στον πρώτο άξονα, στο σύστημα εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, μπορούμε εύλογα να ισχυριστούμε ότι το διάστημα της μεταπολίτευσης ήταν η περίοδος της εκπαιδευτικής μας «άνοιξης».
Άρα και στην παιδεία πρέπει να συντελέστηκε ανάλογη πρόοδος, θα συμπέρανε κάποιος. Ναι, αν οι δύο έννοιες εκληφθούν ως ταυτόσημες ή θετικά συσχετισμένες, όπως τα ανάλογα ποσά. Μήπως όμως είναι δυσανάλογες; Μια απλή «επίσκεψη των ονομάτων» θα μας βοηθήσει. Εκπαίδευση θεωρούμε το οργανωμένο σύστημα με τους κανόνες του και τους μηχανισμούς ελέγχου, που θεσπίζει μια κοινωνία, προκειμένου να μεταβιβάζει τις γνώσεις των παλιότερων γενεών στις νεότερες. Η παιδεία όμως δεν είναι λειτουργικοί κανόνες και μηχανισμοί ελέγχου, αλλά περιρρέουσα ατμόσφαιρα που εισπνέεται και μετουσιώνεται σε εσωτερική διάθεση εκδήλωσης ανάλογης συμπεριφοράς. Είναι περίπου σαν το οξυγόνο που εισπνέουμε και που δημιουργεί μέσα μας την απαιτούμενη ευεξία και «ευδιαθεσία» για δράση. Η διαδικασία αυτή, η μετουσίωση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας σε εσωτερική διάθεση, επιτυγχάνεται μόνο υπό τη συνθήκη της ελευθερίας καθ` όλη τη διάρκεια της τέλεσής της. Οπότε, όσο η εκπαίδευση συστηματοποιείται και εξοπλίζεται με μηχανισμούς επιλογής και επιβολής, τόσο απομακρύνεται από την έννοια της παιδείας.
Αυτό έγινε και στη χώρα μας κατά την εκπαιδευτική μας άνοιξη. Διαζεύχθηκε η εκπαίδευση από την παιδεία. Η οριστική διάζευξη επήλθε κατά τη θέσπιση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης «Αρσένη», όπου αποτυπωνόταν και ο συμβολισμός αυτής της διάζευξης με την απουσία φιλοσοφικού αιτιολογικού. Γιατί πάντα στις όποιες εκπαιδευτικές αλλαγές υπήρχε ένα αιτιολογικό σκεπτικό, όπου γινόταν προσδιορισμός του σκοπού της Εκπαίδευσης, απ` όπου αναδυότανε και η ανάλογη φιλοσοφία της. Και όχι μόνο αυτό. Προβαλλόταν πάντα φανερά η αυτοτέλεια του εκπαιδευτικού συστήματος, ο σκοπός της ύπαρξής του και η αυτονομία του στο επίπεδο έστω το θεωρητικό. Με τη «μεταρρύθμιση Αρσένη» παύουν για πρώτη φορά στην πρόσφατη εκπαιδευτική μας ιστορία οι εκπαιδευτικές αλλαγές να καλύπτονται με κάποιον φιλοσοφικό μανδύα ή να συναρτώνται με κάποια έστω έννοια αυτονομίας της εκπαιδευτικής διαδικασίας, ώστε να υπηρετούν τους σκοπούς της αυθυπαρξίας της. Η οικονομική αναγκαιότητα της κοινωνίας, όχι μόνο της δικής μας, και στο πλαίσιο του ανταγωνισμού πάντα να διαθέτει εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και όσο γίνεται πιο εξοπλισμένο γνωστικά υιοθετήθηκε από την Πολιτεία τότε και με τη σχετική μεταρρύθμιση επιβλήθηκε ένα ολοκληρωτικό και άτεγκτο  εξεταστικό σύστημα, που εξοβέλισε από την εκπαιδευτική βαθμίδα του Λυκείου, όπου εφαρμόστηκε, εντελώς τις παιδαγωγικές, παιδευτικές ακόμα και διδακτικές αξίες της Εκπαίδευσης. Για πρώτη φορά υλοποιούνται τόσο πιστά οι αρχές του συστήματος στη σφαίρα της εκπαίδευσης και αίρεται κάθε φιλοσοφικό ή ιδεολογικό προκάλυμμα της παιδείας. Παλιότερα, πολύ πιο πριν από τις μεταπολιτευτικές αλλαγές, μπορεί η εκπαίδευση να ήταν μονολιθική στη φιλοσοφία της ή και εντελώς στρεβλά να υπηρετούσε τα παρωχημένα πια ελληνοχριστιανικά ιδεώδη, που βρήκαν την πιο γνήσια έκφρασή τους στη δικτατορία, είχε όμως μια φιλοσοφία και κάποια αυτονομία σε σχέση με τις επιταγές του συστήματος και δεν αποκλειόταν να σημείωνε θεωρητικά έστω και υποκριτικά, αποκλίσεις από τις κατευθυντήριες οικονομικές του ανάγκες. Σήμερα μετά τη συντελεσμένη ανατροπή των εκπαιδευτικών αξιών συνεχίζεται η ισχύς του ίδιου καθεστώτος, να προβάλλονται απροκάλυπτα τα οικονομικά προτάγματα της κοινωνίας και χωρίς προσχήματα ή ενδοιασμούς αυτά και μόνο να υπηρετούνται. Γιατί, καταργώντας η Νέα Δημοκρατία τις πανελλαδικές εξετάσεις της Β’ Λυκείου και μειώνοντας στα μισά περίπου τα εξεταζόμενα μαθήματα της Γ’ Λυκείου, μπορεί να προέβει σε μεγάλη αποσυμπίεση της βαρβαρότητας που εγκλειότανε στη μεταρρύθμιση «Αρσένη», παρόλα αυτά η αρχή του ανταγωνισμού, θεμελιακή αρχή του συστήματος, υπηρετείται κι εδώ με την πρόβλεψη περισσότερων εξετάσεων απ` ό,τι πριν, που η αρχή τους μάλιστα τοποθετείται σε πολύ πρώιμη χρονική στιγμή, στην πέμπτη Δημοτικού. Βέβαια η πλήρης εφαρμογή τους ακόμη δεν έχει αποτολμηθεί. Αν όμως λάβουμε υπόψη μας τις προγραμματικές της προθέσεις, ποιοτική αλλαγή ουσιαστικά δεν υπάρχει και η μόνη διαφορά που θα μπορούσε να παρατηρήσει  κάποιος σε σχέση με τον προκάτοχό της στη διακυβέρνηση της χώρας βρίσκεται στην αναδιάταξη των εξετάσεων εκτός από την αισθητή αύξησή τους. Ο συναγωνισμός λοιπόν μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων στο μέγα θέμα της παιδείας έγκειται κυρίως στην προσπάθεια υπερκέρα-σης του ενός από το άλλο σε προσθήκη εξετάσεων.
Συνεπώς κάτω από την πίεση των επιταγών του συστήματος οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις της τελευταίας δεκαετίας εξοβελίσανε τον παιδευτικό ρόλο του σχολείου και μετέτρεψαν την παιδεία μας σ` ένα στείρο εκπαιδευτικό σύστημα, που ως αποκλειστική επιδίωξη έχει την ανάπτυξη των αντιληπτικών και νοητικών μόνο ικανοτήτων, όχι την ηθική και ανθρωπιστική καλλιέργεια. Γιατί το σύστημα αυτό έχει ως ανάγκη, τα παραγωγικά άτομα, όχι τα προβληματισμένα με κοινωνικές ανησυχίες και ηθικές ευαισθησίες, που επιφέρουν αναστολές, και ενδιαφέρεται επομένως για τον εξοπλισμό των νέων με γνώση μόνο εξειδικευμένη, έργο που ανέλαβε να διεκπεραιώσει το εκπαιδευτικό σύστημα παρέχοντας στους νέους γνώση ατομικά χρησιμοθηρική ή γνώση για βρώση, θα λέγαμε. Έτσι η παιδεία κείτεται συνθλιμμένη κάτω από την κυριαρχία της εξειδίκευσης. Αν παλιότερα τα ανθρωπιστικά μαθήματα αποτελούσαν τον κορμό της κάθε εκπαίδευσης,  σήμερα έχουν εξωθηθεί στην περιφέρεια των προγραμμάτων της ή, αν αυτό δεν έχει συντελεστεί σε τέτοιο βαθμό, έχουν εξωθηθεί πάντως οριστικά στο περιθώριο της συνείδησης μαθητών και γονιών.
Το σύστημα το ενδιαφέρει επίσης η διάκριση, για να δικαιολογεί και τους αποκλεισμούς. Η διάκριση όμως προϋποθέτει αξιολόγηση, αυτή εξετάσεις και οι εξετάσεις πληθώρα εξεταστικών αντικειμένων, όπως και μεγάλη ποσότητα εξεταστέας ύλης. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που τα διδασκόμενα και εξεταζόμενα αντικείμενα είναι υπερβολικά πολλά ακόμα και στις τάξεις του Γυμνασίου, ή δεν είναι πάλι τυχαίο που εύκολα διακρίνει κανείς μια επιμονή στο πνευματικό «στούπωμα» των μαθητών, στην παροχή δηλαδή όσο γίνεται περισσότερων πληροφοριών χωρίς διάκριση των ουσιαστικών από τις επουσιώδεις σε μια εποχή που αυτές βρίσκονται παντού και είναι τελείως προσπελάσιμες. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα πνευματικό «ντοπάρισμα» των νέων, για το οποίο δε γίνεται κανένας λόγος, καθώς δεν είναι εργαστηριακά ανιχνεύσιμο. Εξάλλου «ντοπαρισμένη» πνευματικά με την ουσία της ανάδειξης σε ατομικό και εθνικό επίπεδο είναι η κοινωνία μας ολόκληρη. Πώς να αντιληφθεί το «ντοπάρισμα» που διενεργεί η ίδια στους νέους. Αναλογιστήκαμε ποτέ πόσες ώρες την ημέρα πρέπει να εργάζονται οι μαθητές μας, για να ανταποκρίνονται στα μαθησιακά τους καθήκοντα; Τουλάχιστον διπλάσιες απ` όσες ο κάθε εργαζόμενος. 
Η μετουσίωση όμως των επιταγών του συστήματος σε εκπαιδευτική πολιτική είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη υποταγή της εκπαίδευσης στα προστάγματά του και τη μετατροπή της σε ζυγό, κάτω από τον οποίο τοποθετούνται σαν τα υποζύγια οι νέοι, για να υπηρετούν τυφλά τις επιδιώξεις του. Ως και η ανώτατη βαθμίδα της έχει χάσει κάθε αυτονομία και από ύπατη αξία που ήτανε η επιστήμη πριν, κατάντησε στις μέρες μας υπηρέτρια καθυποταγμένη και αυτή στο κέρδος της όποιας επιχειρηματικής δραστηριότητας. Δεν επιδιώκει επομένως η εκπαίδευσή μας να διαμορφώσει προσωπικότητες ούτε πολίτες, όπως παλιά. Ζήτουλες παράγουμε και τους βγάζουμε στα παζάρια της αγοράς εργασίας για μάταιη εν πολλοίς ανεύρεσή της. Μου θυμίζει αυτή η εκπαίδευση το σκλάβο του Παλαμά.
Και, όπως η εκπαίδευση συμμορφώθηκε πλήρως στις επιταγές του συστήματος, έτσι και ο κάθε γονιός έχει ασπαστεί τις αρχές της συμμορφωμένης εκπαίδευσης που παρέχει το σχολείο και δεν ενδιαφέρεται πια αν το παιδί του είναι καλό – τι αξία μπορεί αυτό να έχει σε μια αποσυνθεμένη ηθικά κοινωνία! – αλλά μόνο ικανό. Γι` αυτό το λόγο αποθέτει το παιδί του στο σχολείο. Επειδή  όμως έχει το φόβο μήν του το βγάλει «άχρηστο» κλείνοντάς του το δρόμο προς τα ΑΕΙ, σε καιρούς που το φάσμα της ανεργίας γίνεται ολοένα και πιο εφιαλτικό, δίνει ό,τι έχει και δεν έχει για τη φροντιστηριακή υποστήριξη της σχολικής εκπαίδευσης. Αν και αυτό δεν αποφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, το στέλνει κατόπιν σε ιδιωτικά «εγγυητήρια» επαγγελματικών αποκαταστάσεων. Και στις δύο περιπτώσεις πάντως αναζητά εναγώνια όχι συλλογική λύση στο πρόβλημά του, αλλά ατομική, τη στιγμή που και η πολιτεία ή το σύστημα έμπρακτα του καταστήσανε σαφές πως το πρόβλημα είναι ατομικό και όχι συλλογικό.
Υπό καθεστώς όμως εξοντωτικών ή επάλληλων απορριπτικών εξετάσεων ανθρωπιστική καλλιέργεια δε νοείται, γιατί παιδεία και εξετάσεις δεν αποτελούν συμβατές έννοιες. Δεν είναι μόνο οι αποκλεισμοί, το παράγωγο των εξετάσεων, που αναιρούν την έννοια της παιδείας, αλλά κυρίως η εκβιαστικότητά τους, που μπορεί να έχει αποτελεσματικότητα σε μαθήματα εξειδίκευσης, όπου ο έλεγχος αφομοίωσης της γνώσης τους μεταφράζεται και  σε κάποιο προσόν, αλλά όχι και σε παιδευτικά. Τα ανθρωπιστικά μαθήματα δεν αφομοιώνονται με εξεταστικούς εκβιασμούς. Η παιδεία πρέπει να παρέχεται μέσα σε κλίμα ελευθερίας, να συντελείται, το είπαμε, όπως η ανάσα μας, εντελώς αβίαστα, για να μετουσιώνεται σε βίωμα. Διαφορετικά, κι αν ακόμα αποδειχθεί μετά από εξετάσεις ότι έγινε η πρόσληψη της ανθρωπιστικής γνώσης, η εσωτερίκευσή της και η μετουσίωσή της σε τρόπο συμπεριφοράς προϋποθέτουν άλλες διεργασίες.
Η παιδεία είναι ασύμβατη επίσης με τον ανταγωνισμό. Η έννοια της ισότητας, που είναι η βάση της παιδείας και του ανθρωπισμού και που μετονομάστηκε ισοπέδωση, για να επιτευχθεί η απαξίωσή της, υπό τη συνθήκη του ανταγωνισμού αίρεται παραχωρώντας τη θέση της στην αξιοκρατία, που νοείται σε πλαίσιο ανισότητας πάντα και που επινοήθηκε μόνο και μόνο, για ν` αποκρύπτει την ενδόμυχη διάθεση απόρριψης της ισότητας. 
Ως και η διδασκαλία καθεαυτή, πιεσμένη από τους παραπάνω παράγοντες, άλλαξε μορφή. Πήρε καθαρά φροντιστηριακό χαρακτήρα με τυποποιημένες και στείρες ερωτοαποκρίσεις, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τον εξοβελισμό της παιδαγωγικής  ουσίας και από τη διδασκαλία.
Αν γίνει αναγωγή και σε εξωγενείς παράγοντες που συνθλίβουν την παιδεία – οι ενδογενείς δεν είναι παρά η αντανάκλασή τους - η απουσία φιλοσοφίας θα μπορούσε να συγκαταλεχθεί ανάμεσα στους πρώτους. Η παιδεία έχει απόλυτη ανάγκη τη φιλοσοφία, για να εδράζεται πάνω σε στέρεα ηθικά και ανθρωπιστικά βάθρα. Το σύστημα όμως δεν έχει φιλοσοφία ούτε τη χρειάζεται. Η οικονομική του ανάπτυξη μπορεί να συντελεστεί και χωρίς αυτή, με τις ειδικές και ασύνδετες γνώσεις. Είναι το σύστημα εξάλλου το στήριγμα αλλά και η έκφραση των διαθέσεων των ισχυρών και ο ισχυρός τι να την κάνει τη φιλοσοφία. Ο αμήχανος και ο αδύνατος προβληματίζον-ται και φιλοσοφούν. Οι ισχυροί απλώς δρουν με όποιον τρόπο τους αποφέρει κυριαρ-χία, μεγαλύτερη οικονομική δύναμη, ακόμη και με πόλεμο. Η μόνη «φιλοσοφία» τους είναι ο πραγματισμός, ο ρεαλισμός, η χρησιμοθηρία και ο κυνισμός. Γι` αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στη χώρα, που έχει γερή την έδρασή του το σύστημα, εννοούμε την Αμερική, δεν αναπτύχθηκε ποτέ κάποια μορφή έστω φιλοσοφικής σκέψης. Ακόμα και η Ευρώπη, που έχει φιλοσοφική παράδοση, λόγω της γενικής κυριαρχίας του ίδιου συστήματος και στο χώρο της, έπαυσε να τη συνεχίζει και τη διατηρεί με τη μορφή της μεταμοντέρνας σκέψης, που αποτελεί την αποσύνθεση της φιλοσοφίας, καθώς απολυτοποιεί το μερικό, για να ακυρώνει την ισχύ του γενικού.
Καμιά σκέψη λοιπόν για μια άλλη νοηματοδότηση της ζωής. Ζούμε όχι για να χαιρόμαστε τη ζωή, αλλά για να παράγουμε. Και παράγουμε όχι για να κερδίζουμε οι ίδιοι αλλά εκείνοι που μας «χαρίζουν» την εργασία. Η διατύπωση κάθε άλλης φιλοσοφίας διαφορετικής από αυτή είναι πρακτικά απαγορευτική, άρα και αδιανόητη. Το κακό όμως δε σταματάει εδώ. Είναι και η τηλεόραση, που κάθε ευνοϊκή συνθήκη που εμπεριέχεται ενδεχομένως στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, την εξοβελίζει αντικαθιστώντας την με διαβρωτική, λειτουργώντας έτσι ως πολέμιος της παιδευτικής αποστολής του σχολείου και εξουδετερώνοντας την επίδρασή του. Σήμερα οι νέοι δε διαμορφώνονται από το σχολείο. Διαμορφώνονται κυρίως από την τηλεόραση και ζούνε το δικό της κόσμο. Για να παραμείνουν στον ιδεαλιστικό κόσμο του σχολείου, στο βαθμό που αυτός εξακολουθεί να υπάρχει, θα πρέπει να είναι λίγο ως πολύ απροσάρμοστοι.
Αλλά και η κοινωνία μας γενικότερα η σημερινή δε φαίνεται να διατηρεί πολλούς  δεσμούς με τον ανθρωπισμό. Τόσο οι πολλές της έγνοιες όσο και η ιδεολογική  σύγχυση που ζει στις μέρες μας δεν της επιτρέπουν τέτοιου είδους ενασχολήσεις. Παλιότερα υπήρχαν σημαντικά ελλείμματα στην παιδεία (το γλωσσικό, ο δογματισμός, η συνθηματολογία, η στείρα γνώση κλπ) κι εμφάνιζε η κοινωνία μας τα αντίστοιχα μελήματα, που με την πολιτική της παρέμβαση τα επέβαλε στους πολιτικούς και λίγο ως πολύ υλοποιήθηκαν. Σήμερα όμως η κοινωνία μας παρουσιάζει την εικόνα μιας χαμένης κοινωνίας και, όταν μια κοινωνία έχει χάσει τις προσανατολιστικές της αξίες και αυτές είναι οι συλλογικές μόνο, δε νιώθει ανάγκη για παιδεία. Έτσι και οι γονείς αυτής της κοινωνίας έχουν ξεκαθαρισμένο μέσα τους, γιατί καθαρά το βλέπουν, ότι δεν είναι απαραίτητο να πάρει το παιδί τους και παιδεία από το σχολείο, αλλά μόνο εκπαίδευση, τη στιγμή που μόνο αυτή διατηρεί θετική συσχέτιση με την εκπλήρωση των επαγγελματικών φιλοδοξιών, ενώ η πρώτη λειτουργεί φανερά υπονομευτικά.
Γι` αυτό το λόγο, ενώ συντελέστηκαν μεταπολιτευτικά θετικότατες αλλαγές στην εκπαίδευσή μας, που ως αποτέλεσμα είχαν τη γνωστική αναβάθμιση και του ανθρωπιστικού της σκέλους, σήμερα γίνεται όλο και πιο αισθητή η αποστασιοποίηση των νέων από τις ανθρωπιστικές αξίες. Οι πολιτικές τους συσπειρώσεις σε σχηματισμούς ατομοκεντρικών ιδεολογιών, οι δημοσκοπήσεις, που δείχνουν είτε τη στάση τους απέναντι στην τελευταία δικτατορία είτε απέναντι στη συλλογική αντιμετώπιση των προβλημάτων ή και στην πολιτική γενικότερα, ενισχύουν την άποψη αυτή. Αν επίσης ληφθεί υπόψη αυτό που παρατηρήσαμε στις διαμαρτυρίες κατά του πολέμου στο Ιράκ, την απουσία φοιτητών,  τότε θα πρέπει όλοι μας να καταληφθούμε από ανησυχία. Οι συνθήκες εξάλλου, κάτω από τις οποίες διαμορφώνονται σήμερα οι νέοι, όπως και το είδος αξιών, που τους γαλουχεί, εξηγούν ικανοποιητικά αυτές τις αποστασιοποιήσεις.
Για να συνοψίζουμε: Ότι κάποιος «σκότωσε τον Όμηρο» ομολογείται από τον καθένα πια, απλώς όμως η απόδοση του φόνου του στο σύστημα δε συνηθίζεται να γίνεται, γιατί θεωρείται δογματική μια τέτοια αναγωγή. Έτσι η παιδεία με την πραγματική της έννοια, της ανθρωπιστικής καλλιέργειας, της καλλιέργειας της ισότητας και του οικουμενισμού, έχει εκλείψει, γιατί τέτοιες αξίες διαβρώνουν επικίνδυνα τα συστατικά υλικά του συστήματος, που έχει ζωτικούς λόγους να θέλει ν` αναδεικνύει λίγους ικανούς και πολλούς ανίκανους: Έχει εξασφαλισμένη τότε και τη δυνατότητα απεριόριστων επιλογών αλλά και τη δυνατότητα αποποίησης των ευθυνών για την ύπαρξη της ανεργίας, μετατοπίζοντάς τες από τους ώμους της πολιτείας στους ώμους του ατόμου. Έτσι αποκτούν ισχύ και οι θεωρίες που φιλάρεσκα διατυπώνονται από τους ικανούς, ότι οι ίδιοι είναι άξιοι των ικανοτήτων τους και οι ανίκανοι άξιοι της μοίρας τους, και ούτε λίγο ούτε πολύ οι τελευταίοι υπάρχουνε καταχρηστικά και χάρη στη γενναιοδωρία των ικανών και δεν τους μένει παρά η αυτομαστίγωση, ό,τι γίνεται περίπου και με οπαδούς θρησκειών, όπου έχουμε παρόμοιο μοντέλο σχέσεων, ανάμεσα στο θείο και στον άνθρωπο εκεί, ανάμεσα σε ανθρώπους εδώ. Η ετερομαστίγωση πάντως των ανίκανων γίνεται από μας τους εκπαιδευτικούς με τη βαθμολόγησή τους. Ο πανάρχαιος έτσι αριστοκρατισμός επιβιώνει στις μέρες μας με τη νέα του μορφή της αξιοκρατίας, μια που η παλιά του είναι απαρχαιωμένη. Η αβεβαιότητα τέλος στη δουλειά, που προκύπτει εξαιτίας όλων αυτών, έχει και αυτή λόγο ύπαρξης, να επιτρέπει την πληθωρική εκπήδηση του τυχαίου στη ζωή μας, που είναι βασικό συστατικό του συστήματος, και να καθιζάνει ως μοναδική του ουσία στην επιφάνεια της κοινωνίας ο κυνισμός του ανταγωνισμού και ο ανταγωνισμός του κυνισμού.
Όμως, τι κι αν έχει γίνει ορατό πλέον εκείνο το αόρατο χέρι που κρατάει τα νήματα της παγκόσμιας οικονομίας αλλά και την τύχη όλων των ανθρώπων της γης; Τι κι αν ξέρουμε πια τώρα όλοι μας τι έχει στην παλάμη του και είναι έτοιμο να το εξαπολύσει; Το βιολί συνεχίζεται ίδιο, όπως και πριν. Γιατί ίδιος είναι και ο σκοπός του. Η διατήρηση του συστήματος.
Μα γιατί τότε τόσος επίσημος λόγος για παιδεία, θα μου πείτε; Απλώς, για να έχει αποτέλεσμα η καπήλευσή της.
Όταν λοιπόν σ` ένα βαθιά «αντιπαιδευτικό» σύστημα γίνεται λόγος περί παιδείας, το πιο συνετό που έχει να κάνει κανείς είναι ν` αποσύρεται σε μια γωνιά και να ξύνει τα νύχια του.
Απαισιόδοξο τέλος, θα μου πείτε. Η αισιοδοξία όμως δεν είναι ούτε αισθητική αρχή ούτε ηθική αρετή, όταν έχει μεταφυσική υπόσταση. Κι ούτε μπορεί κανείς να γελά, όσο κι αν υποχρεώνεται, μπροστά σε τέτοιους θανάτους.
Μα και στείρο αυτό το τέλος, θα μου πείτε: Δεν έχει πρόταση. Είμαστε ακόμα στα γκρεμίσματα. Δε φτάσαμε στη φάση των προτάσεων. Κι υπάρχουν πολλά σπίτια για γκρέμισμα, όπως θα `λεγε κι ο Νίτσε. 



*Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε με μικρές παραλλαγές στο «αντί» στις 13.06.2003, τεύχος 790