"Λέξω προς αιθέρα"

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΗ ΤΡΙΛΟΓΙΑ


                             
                              Α.  Η εκλογική μας τραμπάλα
              …Και πώς γίνεται η αντιστροφή του νοήματος της αποχής*

Λειτούργησε πάλι ο θεσμός των εκλογών, που κάθε τέσσερα χρόνια ενεργοποιεί το δημοκρατικό μας πολίτευμα, ώστε να μπορεί ο πολίτης  να ψηφίζει και να επηρεάζει τις εξελίξεις. Στην ίδια όμως διαδικασία εμπεριέχεται και ο αδιόρατος μηχανισμός εξουδετέρωσης αυτής της δυνατότητας της κοινωνίας να επηρεάζει με τη συμμετοχή της τις εξελίξεις. Έτσι επιτυγχάνεται η ακύρωση του μεγαλύτερου κοινωνικοπολιτι-κού επιτεύγματος στην ιστορία του ανθρώπου, του καθολικού δικαιώματος των πολιτών να ψηφίζουν, για να καθορίζουν τις τύχες τους οι ίδιοι.
Απόδειξη γι` αυτό αποτελεί το απλό γεγονός ότι ο λαός συμμετέχοντας στην εκλογική διαδικασία συναινεί με την ίδια του την ψήφο να παραμένει εξαρτημένος από τη βούληση των οικονομικά ισχυρών. Κι ενώ η αναγκαιότητα της δημοκρατίας οφείλεται στην αναγνώριση της ισότητας μεταξύ των πολιτών και των ανθρώπων, άρα έχει ως αναγκαστικό της αίτιο ή σημείο εκκίνησής της την ισότητα, το τελικό της αίτιο ωστόσο, ο σκοπός της και το αποτέλεσμα, που θα `πρεπε να είναι πάλι η ισότητα, κυοφορούν μετά από σχετικές στρεβλώσεις την ανισότητα. Η πρώτη δηλαδή ισότητα του αναγκαστικού αιτίου αίρει τη δεύτερη του τελικού κι ας εμπεριέχεται εν δυνάμει, ως αυτονόητη επιδίωξη στην πρώτη. Οπότε προκύπτει το διπλό οξύμωρο: Πώς κατά πρώτον είναι δυνατόν το «πλήθος», με την αρχαία σημασία του όρου, να εκχωρεί το ζωτικό του δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού του στους λίγους ισχυρούς και κατά δεύτερον πώς η δημοκρατία  κατά τη λειτουργία της μετατρέπεται σε ολιγαρχία; Αυτό είναι και το μέγα θαύμα του καπιταλισμού και της εκφυλισμένης του αστικής δημοκρατίας, με την ψήφο τους οι πολλοί να εκλέγουν διαχειριστές της τύχης τους τους λίγους ισχυρούς.
Το διπλό οξύμωρο, η αυτοαναίρεση του «πλήθους» και της δημοκρατίας, επιτυγχάνεται αριθμητικά και ιδεολογικά. Αριθμητικά με την αλχημιστική ανάδειξη της μειοψηφίας σε πλειοψηφία. Σύμφωνα με τον υπάρχοντα νόμο μπορεί ένα κόμμα με τη μειοψηφία του 44% ή και  λιγότερο να έχει κάλλιστα κοινοβουλευτική πλειοψηφία και να κυβερνά αυτοδύναμα. Το δε 44% δεν είναι το πραγματικό ποσοστό αυτού του κόμματος, γιατί στον υπολογισμό του δε λήφθηκαν υπόψη η αποχή, τα λευκά και τα άκυρα, που συναθροισμένα μπορεί να ανέρχονται στο ύψος του 25-30%. Κατά τον υπολογισμό όμως του 44% αυτά δε συνυπολογίζονται καν, γιατί έχουν αφαιρεθεί από πριν από το 100% και το 70% που απομένει ανάγεται κατόπιν στο 100%, απ` όπου προκύπτει το τεχνητά προσαυξημένο ίσως και κατά 15 μονάδες ποσοστό του 44%. Στην επίτευξη δε της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας έχει συμβάλει με την προσθήκη του και το μεγαλύτερο μέρος των ποσοστών των κομμάτων που δεν μπαίνουν στη Βουλή. Επομένως με το πραγματικό ποσοστό της τάξης του 35 ή ακόμη και του 30% μπορεί ένα κόμμα να εξασφαλίζει κοινοβουλευτική πλειοψηφία Δε νομίζω ότι σε μια δικτατορία το εύρος του λαϊκού ερείσματος είναι πάντα μικρότερο.
Η ιδεολογική μέθοδος συνίσταται σε ιδεολογικές ποδηγετήσεις και παγιδεύσεις. Οι ποδηγετήσεις πραγματοποιούνται με κάθε είδους ιδεολογήματα ή μυθεύματα και οι παγιδεύσεις με λογιών λογιών εκβιασμούς.
Ένα μύθευμα είναι ότι στο καθεστώς που ζούμε μπορεί ο καθένας να πλουτίσει και να μεταπηδήσει από την κατώτερη τάξη στην ανώτερη είτε με τις ικανότητές του και τη δράση του είτε ακόμη και με την τύχη. Γι` αυτό δίνονται απεριόριστα πεδία δράσης στον τζόγο, ώστε να εμπεδώνεται ο μύθος κι ας αποτελούν μεμονωμένες εξαιρέσεις οι μεταπηδήσεις, όπως κι αν γίνονται, μέσω ικανοτήτων δήθεν ή καθαρά μέσω της τύχης. Η εμπέδωση του εσφαλμένου συλλογισμού, της δυνατότητας του καθένα να πλουτίζει, και η καλλιέργεια παράλληλα της ελπίδας πλουτισμού φέρουν το ίδιο αποτέλεσμα στη συμπεριφορά ενός ανθρώπου με εκείνο της ίδιας της πραγματικότητας. Αν δηλαδή είναι να δώσουμε κάτι σ` έναν άνθρωπο, προκειμένου να του προκαθορίσουμε τη συμπεριφορά, δίνοντάς του απλώς την ελπίδα ότι θα το αποκτήσει, εξασφαλίζουμε τη συμπεριφορά που θέλουμε. χωρίς να του το δίνουμε.
Άλλο μύθευμα είναι το πρόταγμα της αξιοκρατίας, που υποσκελίζει με εύσχημο τρόπο την αρχή της ισότητας και την καταπατά χωρίς την πρόκληση αντιδράσεων. Οι φτωχοί είναι φτωχοί λόγω ανικανότητάς τους και οι πλούσιοι πλούσιοι λόγω των ικανοτήτων τους. Κατ` επέκταση οι πρώτοι χρωστάνε τη ζωή τους στους δεύτερους, καθώς αυτοί είναι που δίνουν εργασία στους πρώτους και μπορούνε με αυτή να ζούνε. Άρα οι πρώτοι, αν θέλουν να επιζούν, πρέπει να παραμένουν δέσμιοι των εργοδοτών τους και παράλληλα να τους είναι εσαεί ευγνώμονες.
Ιδεολογική παγίδευση εξάλλου είναι για παράδειγμα η επιβολή της πρόταξης του εφικτού, που δεν αφήνει περιθώρια για υπερβάσεις και οράματα. Ακόμα και η συναφής έννοια της αποτελεσματικότητας έχει ανακηρυχθεί και αυτή σε μοναδικό κριτήριο αξιολόγησης των πολιτικών πράξεων, αφήνοντας απ` έξω κάθε οραματιστική ιδέα και αξία. Εγκλωβισμένη η κοινωνία μας  στα στενά ιδεολογικά όρια του εφικτού δεν ονειρεύεται, δεν οραματίζεται, δεν πιστεύει πια σε ανατάσεις και ανατροπές παρά μόνο στη διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης, τρομάζοντας πάντα μπροστά στο ενδεχόμενο αναταράξεων. «Προσοχή!» της λένε: «Είναι πολύ τρομερό πράγμα η ακυβερνησία».
Η κοινωνία εντωμεταξύ έχει συνείδηση του χαλκά που της πέρασε το σύστημα στη μύτη της, για να τη σέρνει πίσω του, και ξέρει πως, αν δε συρθεί με τη θέλησή της, θα της τραβήξουνε το χαλκά και θα πονέσει. Έναν τέτοιο πόνο προαισθάνθηκε ότι θα νιώσει αν ισχύανε τα προεκλογικά μέτρα της Νέας Δημοκρατίας και προτίμησε να υπερψηφίσει το ΠΑΣΟΚ, που της υποσχέθηκε λιγότερο βίαιο τράβηγμα του χαλκά της. Έχει ξεχάσει βέβαια ότι αυτό το κόμμα λεοντάριζε κάποτε κατά του συστήματος και στο «συμβόλαιο με το λαό» που είχε υπογράψει είχε δεσμευτεί να τον απελευθερώσει σπάζοντάς του το χαλκά. Αντί γι` αυτό τον έπεισε για το αντίθετο, ότι αυτή είναι η μοίρα του. Αν τα στελέχη του διασώθηκαν είναι γιατί διαθέτανε την «ικανότητα» να ξεγελάνε. Αυτό φυσικά το εννοούν, δεν το ομολογούν. Έχει ξεχάσει επίσης ο λαός ότι εκείνο πρώτο με τη θεσμοθέτηση της επισφάλειας στην εργασία, τις ιδιωτικοποιήσεις κ. α. του `σφιξε το χαλκά περισσότερο. Λόγω όμως του νόμου της αμνησίας πάντα το νωπό κακό νιώθεται πολύ πιο επώδυνο από το προηγούμενο κι έτσι ο λαός βρίσκει ως σταθερή λύση στο πρόβλημα της εξάρτησής του την εναλλαγή. Αποτέλεσμα: Το καθολικό εκλογικό δικαίωμα και ο δημοκρατικός θεσμός των εκλογών να έχουνε καταλήξει μια τραμπάλα που την επιβαίνουνε οι δύο μονομάχοι  και, όταν πέφτει ο ένας, ανυψώνεται ο άλλος. Όσο δε μεγαλύτερη είναι η πτώση του ενός τόσο μεγαλύτερη είναι η ανύψωση του άλλου.
Ο συντάκτης του κειμένου δεν είναι αναβάτης σ` αυτή την εκλογική τραμπάλα, για να έχει λόγους να χαίρεται από την άνωση του ενός ή του άλλου. Παρακολουθεί όμως τα «πάνω κάτω» της τραμπάλας  και γελάει με τη φιλαυτία των ανθρώπων, που, όταν ανυψώνονται, νομίζουν ότι ανυψώνονται χάρη σε δική τους ανυψωτική ικανότητα και όχι επειδή πέφτουν οι άλλοι. Κι ενώ όλα αυτά είναι τόσο τραγικά και ιδίως όταν επαναλαμβάνονται, χαζεύοντας την τραμπάλα ξεχνιέται ο συντάκτης του κειμένου.




*  Σχετικά με αυτό δίνει αδιάσειστο στοιχείο η http://siopilipliopsifia.gr  «Είδατε για παράδειγμα τι έγινε στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές. Οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ ήταν οι ίδιοι με εκείνους του 2004, όταν ηττήθηκε κατά κράτος από τη Νέα Δημοκρατία  και όμως το 2009 με τους ίδιους ψήφους κέρδισε με 10% διαφορά!! Δηλαδή το ΠΑΣΟΚ παρουσίασε μεγάλη συσπείρωση σε σχέση με τη Νέα Δημοκρατία, της οποίας οι ψηφοφόροι απείχαν».
Επομένως και η αποχή, που νομίζουμε ότι περιέχει αποδοκιμασία προς το διεφθαρμένο πολιτικό μας σύστημα, είναι ισχυρότερη στήριξή του απ` ό, τι η ίδια η ψήφισή του. Διότι πρώτον ποτέ δε συνεπάγεται και αντίστοιχη αποχή αυτών που ασκούν την εξουσία από την άσκησή της. Εκείνοι συνεχίζουν το έργο τους ανερυθρίαστα. Δεύτερον «τους λύνει τα χέρια» να αυθαιρετούν ακόμα περισσότερο, αφού ο αποκλεισμός της από τον υπολογισμό των ποσοστών των κομμάτων αυξάνει τεχνητά τα ποσοστά των πρώτων κυρίως κομμάτων και προπάντων του πρώτου πρώτου έως και δέκα ή και παραπάνω ποσοστιαίες μονάδες, με αποτέλεσμα να επιτυγχάνει αυτό με ψευδή ποσοστά αυτοδυναμία. Είναι η αποχή πολύ περισσότερο εν λευκώ εξουσιοδότηση προς τους κρατούντες απ` ό,  τι η θετική ψήφος. Άρα κι όταν δε συμμετέχουμε δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών για ό,  τι κάνουν οι κρατούντες. Εμείς τους δίνουμε εντολή να κάνουν ό, τι κάνουν. Ενώ μπορούμε ψηφίζοντας να τους δένουμε λίγο πολύ τα χέρια, με την αποχή τους τα λύνουμε.

Σημεωση: Πρωτοδημοσιεύθηκε χωρίς τον υπότιτλο και την παραπομπή στο 5ο
 τεύχος – Οκτώβριος 2009 του εντύπου «Κάτοικος Δήμου Μίκρας»



























                               Β.  Είναι εθνικό ή ταξικό το θέμα
                               Πολιτική επισκόπηση της κρίσης*

Αφότου η Κυβέρνηση ανέλαβε το Φθινόπωρο τα καθήκοντά της, παρακολουθούμε την πάλη της με τις διεθνείς αγορές και την προσπάθειά της ν` αποσπάσει δάνειο με λογικό επιτόκιο. Επειδή στη διελκυστίνδα αυτή δεν τα καταφέρνει, υποκύπτει παίρ-νοντας δάνειο με υψηλότατο επιτόκιο του 6,3%. Έχει όμως ανάγκη και από άλλο δάνειο. Εδώ φαίνεται έβλεπε τα χρήματα ο Πρωθυπουργός, όταν έλεγε προεκλογικά «υπάρχουν χρήματα». Για να εξασφαλίσει τούτη τη φορά λογικό επιτόκιο, σαν μέλος της ΕΕ και της Ευρωζώνης ζητάει από τους εταίρους κάτι το εντελώς αυτονόητο, που θα έπρεπε να είχε υπάρξει πριν καλά καλά ζητηθεί, πολιτική στήριξη. Ακολουθεί δεύτερη διελκυστίνδα μεταξύ Ελλάδας και ΕΕ τώρα, από την οποία μετά από πολλές σχοινοβασίες της δεύτερης προέκυψε ένας μηχανισμός στήριξης των οικονομικά προβληματικών εταίρων. Πριν ολοκληρώσει η Κυβέρνησή μας τη θριαμβολογία της για τον «εθνικό άθλο» που επιτέλεσε, το επιτόκιο για το νέο δάνειο που αμέσως πήρε από τις ελεύθερες αγορές παρέμεινε στα ίδια υψηλά επίπεδα του 6%. Γίνεται στη συνέχεια η αποσαφήνιση της οικονομικής βοήθειας που προσφέρει στην Ελλάδα ο Κοινοτικός μηχανισμός στήριξης και το ΔΝΤ, που η ανάμειξή του προβλεπόταν, και προσδιορίζεται τόσο το ποσό που θα της προσφέρει ο κάθε δανειοδότης όσο και το ύψος του επιτοκίου τους. Των εταίρων μας θα είναι στο υψηλό ποσοστό του 5%. Η Κυβέρνησή μας θα υποδηλώσει τη δυσαρέσκειά της με την άρνησή της να προβεί σε άμεση τουλάχιστον λήψη του δανείου αυτού. Επειδή όμως πρέπει να εμφανίσει τον εαυτό της ικανοποιημένο και τροπαιοφόρο, αρχίζει να θριαμβολογεί ξανά.
Όμως γιατί τόση δυστοκία για το αυτονόητο, που με αυτονόητο τελικά δε μοιάζει;
Γιατί κανένας ευρωπαίος ηγέτης – ούτε φυσικά ο δικός μας - δεν ήθελε ή δεν είχε το σθένος να ζητήσει να αλλάξει η κατάσταση στην ΕΕ. Επειδή όμως έπρεπε να δείξουν  στα μάτια του κόσμου ότι θέλουν πράγματι να λύσουν αυτό το πρόβλημα και να παύσουν οι λαοί τους να είναι έρμαια των κερδοσκόπων, παριστάνανε πως θέλουν και πως καταβάλλουν προσπάθειες. Και, για να έχει επιτυχή έκβαση ο θεατρικός αγώνας που αναλάβανε, έπρεπε  προηγουμένως να πλήξουνε καίρια το γόητρο της χώρας μας, να την κάνουνε σκουπίδι, ώστε το απότοκο αυτής της δυστοκίας, έστω και ισχνότατο, να φαντάζει ασύλληπτα γενναιόδωρο εκ μέρους των δανειοδοτών, αφού η προσφορά τους γίνεται προς άχρηστους. Το ίδιο αυτό ισχνότατο απότοκο υπό τις ίδιες συνθήκες θα φαντάζει τεράστιο και προς τη μεριά των δανειοληπτών και θα τους αυξάνει απεριόριστα το αίσθημα ικανοποίησής τους απέναντι στους «δωρητές», αφού και οι ίδιοι θα έχουν αποδεχθεί το χαρακτηρισμό του άχρηστου που τους αποδόθηκε. Το αποτέλεσμα από την άριστη άσκηση της θεατρικής τέχνης όλων ήταν: Ένα θέμα ευρωπαϊκής διάστασης και έντονα ταξικό (ως πότε οι λαοί της Ευρώπης με τη συνέργεια των κυβερνήσεών τους θα μένουν απροστάτευτα θύματα των κερδοσκόπων;), όχι απλά να μην επιλυθεί αλλά και να αποτραπεί η πρόκληση κοινωνικών αντιδράσεων, που θα διαταράζανε την ισορροπία του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος. Για να επιτευχθεί λοιπόν αυτός ο διπλός στόχος, και το πρόβλημα να μη λυθεί και να μην προκληθούν αναταράξεις, έπρεπε στην περίπτωση του δικού μας προβλήματος, του ελληνικού, που εξαιτίας του ήρθε το θέμα στην ευρωπαϊκή επιφάνεια, αυτό το καθαρά ταξικό θέμα να περιβληθεί εθνικό μανδύα, ώστε η οδυνηρότητα των μέτρων του προγράμματος σταθερότητας, που πήρε η Κυβέρνηση, να μετουσιωθεί σε αίσθημα εθνικής προσφοράς και να αποτραπεί η εξοργιστική του δράση μαζί με τις συνακόλουθες αντιδράσεις. Συντελεστές αυτής της μετουσίωσης υπήρξαν όλοι οι εμπλεκόμενοι που αποδείχθηκαν δεξιοτέχνες σχεδιαστές αλλά και άκρως ευφάνταστοι στους αυτοσχεδιασμούς τους.
Καθ` όλη τη διάρκεια που τα μέτρα μαγειρευότανε ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες εξαπέ-λυσαν από τα ΜΜΕ σφοδρές επιθέσεις εναντίον μας, που δεν ήταν πάντα άδικες, κατηγορώντας μας για ανικανότητα, ανεντιμότητα, διαφθορά και πως ούτε λίγο ούτε πολύ τους γίναμε βάρος. Ιδιαίτερα ο γερμανικός τύπος, για να προκαλέσει το εθνικό μας αίσθημα και να πιστέψουμε ότι το θέμα είναι πραγματικά εθνικό και όχι ταξικό, έφτασε στο σημείο να εκχυδαïσει σύμβολα αρχαίας μας κληρονομιάς ή ακόμη βουλευτές της ίδιας χώρας να μας εισηγούνται την πώληση νησιών μας ως λύση εξόδου μας από τα χρέη. Οι δικές μας αντιδράσεις ανάλογες φυσικά. Ξεχάσαμε ότι η ελευθερία της έκφρασης, δικαίωμα κατοχυρωμένο στο δυτικό μας πολιτισμό, επιτρέπει τέτοιες παραποιήσεις και όποιες άλλες. Δεν είμαστε Ισλάμ να σχεδιάζουμε τη δολοφονία του σκιτσογράφου που πρόσβαλε το Μωάμεθ με τα σκίτσα του. Θυμηθήκαμε όμως ότι οι Γερμανοί μας χρωστάνε χρήματα από τον πόλεμο. Αυτό μας το θύμισε ποιος άλλος, ο πιο ογκώδης εκφραστής του μακιαβελισμού της εξουσίας. Ο δε Πρόεδρος της Βουλής μας διαμαρτυρήθηκε έντονα και με κάθε επισημότητα στο γερμανό πρέσβη γι` αυτά που συμβαίνουν. Προβλεπόταν και αυτό στο κείμενο της παράστασης που παιζόταν. Εκείνο όμως που δεν ξέρω είναι αν η Γερμανία επιλέχθη-κε να παίξει αυτό το ρόλο ή τον έπαιξε από μόνη της για τα δικά της συμφέροντα. Πάντως ήταν η πιο κατάλληλη, για να προκαλέσει σε μας εθνική αντισυσπείρωση.  
Άριστα έπαιξε και το δικό της υποκριτικό ρόλο η δική μας Κυβέρνηση και κατόρθω-σε έτσι με ευκολία να «περάσει» μέτρα, που για πολλούς λόγους δεν «περνούσαν». Βρισκόμαστε ήδη στη φάση που τα θύματα της οικονομικής κρίσης – και μιλάμε για τον πληθυσμό σχεδόν όλης της γης – αποζημιώνουμε με μεγάλες στερήσεις τους ολιγάριθμους δημιουργούς της γι` αυτά που μας φάγανε, προκειμένου να διατηρήσουν ακμαία τη διάθεσή τους να μας τρώνε κι άλλα. Για έναν τέτοιο σκοπό πώς θα μπορούσε η Κυβέρνηση να μας πείσει για την ανάγκη λήψης τόσο άδικων και δυσβάστακτων μέτρων, αν δεν έκαμνε την αναγωγή τους σε εθνικούς κινδύνους;
Η άλλη δυσκολία ήταν σύμφυτη με την ξεχασμένη ιδεολογική της προέλευση. Η Κυβέρνηση είχε να καλύψει τεράστια απόσταση ανάμεσα στην υποτιθέμενη ιδεολογική της φυσιογνωμία και στο χαρακτήρα των μέτρων. Αν ήταν η ΝΔ στα πράγματα, δε θα υπήρχε πρόβλημα, γιατί τέτοια μέτρα είναι συμβατά με την ιδεολογία της και δε χρειαζόταν να μεταχειριστεί πολύ ψέμα. Μια Κυβέρνηση όμως του Πασοκ, που θέλει να διαχωρίζεται ιδεολογικά από τη ΝΔ και που χάρη σ` αυτό το διαχωρισμό επιβιώνει πολιτικά, έπρεπε να καλύψει αυτή την απόσταση με ισχυρές δόσεις ψευδολογίας, πράγμα που έκανε με επιτυχία. Ως και υπουργούς της έβαλε να παρασταίνουν τους διαφωνούντες, για να δείχνει ότι δεν της πάνε αυτά τα μέτρα, πέρα από τα κορκοδείλια δάκρυα που χύνει η ίδια για τη λήψη τους.   
Μετά είχε και τις προεκλογικές της δεσμεύσεις, χάρη στις οποίες κέρδισε τις εκλογές. Κι ενώ θα `πρεπε ήδη να είχε ανατραπεί για την ψευδολογία της «υπάρχουν χρήματα και δε χρειάζεται κανένα πάγωμα μισθών», παρόλα αυτά, παρουσιάζοντας τον εαυτό της σε εθνοσωτήριο ρόλο, βλέπουμε να παραμένει στη θέση της.
Υπ` αυτές τις συνθήκες ήταν αδύνατο να μας πείσει η Κυβέρνηση ότι πρέπει  από τις περικοπές των μισθών μας να συγκεντρωθεί το ποσό για την αποπληρωμή της «αποζημίωσης» προς τους διεθνείς κερδοσκόπους. Έπρεπε λοιπόν προγενέστερα να μας πείσει για άλλα: Ότι για δικό μας και μόνο όφελος και όχι για «αποζημίωση» των κερδοσκόπων γίνονται αυτές οι περικοπές. Ότι εμείς ευθυνόμαστε για την οικονομική μας καχεξία, γιατί τρώμε περισσότερα απ` ό,τι παράγουμε, και όχι οι ξένοι, εταίροι ή διεθνείς αγορές, ας καθορίζουν αυτοί εδώ και δεκαετίες την οικονομική μας πολιτική. Ότι η νέα μας Κυβέρνηση είναι άμοιρη κάθε ευθύνης για την οικονομική μας κατάσταση, τι κι αν κυβέρνησε επί δύο συναπτές δεκαετίες τη χώρα, εφαρμόζοντας πολιτικές που έφεραν αυτή την κατάσταση. Άρα η αποκλειστική ευθύνη βαρύνει τη ΝΔ, που κυβέρνησε τα έξι τελευταία χρόνια και μας έφερε στο χείλος του γκρεμού. Ότι η νέα μας Κυβέρνηση προεκλογικά δε γνώριζε τίποτα για την κατάσταση της οικονομίας μας, τα έμαθε όλα μόλις ανέλαβε, γι` αυτό και αναγκάζεται να αθετήσει τις προεκλογικές υποσχέσεις παίρνοντας δυσάρεστα και για κείνη μέτρα.
 Έπρεπε επομένως όχι μόνο να μεταχειριστεί αυξημένη ψευδολογία για το καθένα από αυτά, αλλά και να επινοήσει ένα άλλο κακό που μας απειλεί, μεγαλύτερο από τα μέτρα, και αυτό το μεγαλύτερο κακό δε θα μπορούσε να είναι άλλο από εθνικές διακινδυνεύσεις, είτε απειλή της εθνικής μας υπόστασης είτε της εθνικής μας κυριαρχίας. Αυτός ήταν και ο λόγος που από την πρώτη κιόλας στιγμή έκανε λόγο για την ανάγκη εισαγωγής μας στην «εντατική». Ειδάλλως, μας είπε, «πεθαίνουμε» χρεοκοπώντας. Όταν σε άλλη εποχή και υπό άλλες συνθήκες μας εξανάγκασαν να «μπούμε στο γύψο», με το ίδιο πρόσχημα της φαυλοκρατίας, που σήμερα ονομάζεται διαφθορά,  χλευάσαμε όλοι μας. Δεν μπορούσαμε κάτι άλλο να κάνουμε τότε λόγω συνθηκών. Σήμερα έχουμε πειστεί για την ανάγκη εισαγωγής μας στην «εντατική» κι ας είναι πάλι οι ίδιοι αυτοί που μας μεταφέρουνε σ` αυτήν με εκείνους που προκάλεσαν τη «βαριά» πάθησή μας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η κινδυνολογία γύρω από την απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας, που θα επέλθει, λένε, αν δε ληφθούν αυτά τα μέτρα. Γιατί τότε οι ευρωπαίοι εταίροι μας, που ήδη μας επιτηρούν ασφυκτικά, θα γίνουν αυστηρότεροι επιτηρητές μας και οι αποκλειστικοί ρυθμιστές της οικονομικής μας πολιτικής.  Αν αναλύσει όμως κανείς αυτή την κινδυνολογία, εύκολα ανιχνεύει τα επί μέρους ψέματα που τη συνθέτουν: Ένα ότι υπήρχε η εθνική κυριαρχία και μόνο τώρα διατρέχουμε τον κίνδυνο απώλειάς της. Όμως, όταν μια χώρα εντάσσεσαι σε μια ευρύτερη Κοινότητα, που τη συναποτελούν δεκαπέντε ή εικοσιπέντε χώρες, με σκοπό από κοινού όλες αυτές οι χώρες να αποφασίζουν για την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους, η εθνική κυριαρχία της κάθε χώρας έχει εκχωρηθεί στην ευρύτερη Κοινότητα που σχηματίστηκε. Για παράδειγμα στο θέμα τουλάχιστον της οικονομίας η ΕΕ καθορίζει την πολιτική της κάθε χώρας από δεκαετίες. Να μιλήσουμε και για πιο βάρβαρες επεμβάσεις στην πολιτική μας, ας πούμε για πολέμους της Αμερικής που επέβαλαν και τη δική μας συμμετοχή; Κι ενώ η ΕΕ καθορίζει την οικονομική μας πολιτική εδώ και δεκαετίες, όπως και τα συγκεκριμένα μέτρα που πήρε η Κυβέρνηση εκείνη τα καθόρισε, παρόλα αυτά υποστηρίζεται εκ μέρους της ότι είναι δικιάς της επιλογής και όχι της ΕΕ. Για να φανεί δε πειστικό το ψέμα της ανακοινώνει αυτή τα μέτρα δυο μέρες πριν τα ανακοινώσει η ΕΕ. Άλλο ψέμα είναι ότι μόνοι μας θα τα βγάλουμε πέρα στηριγμένοι στις δικές μας και μόνο δυνάμεις. Αν ήταν έτσι, δε θα προσφεύγαμε στη δανειοληψία, για να αντιμετωπίσου-με τα οικονομικά μας προβλήματα. Από τη στιγμή που ζητάμε δανεικά, είτε από τους ευρωπαίους εταίρους είτε από τις διεθνείς αγορές, στηριζόμαστε και στις δύο περιπτώσεις στις δικές τους δυνάμεις, όχι στις δικές μας.
Το μεγάλο όμως πρόβλημα στη σύνθετη τούτη ψευδολογία είναι η απόκρυψη της πιο μεγάλης αλήθειας, ότι η εθνική κυριαρχία τόσο η δική μας όσο και των άλλων χωρών της ΕΕ είναι στην πραγματικότητα εκχωρημένη όχι στην ΕΕ αλλά μέσω αυτής στις διεθνείς αγορές, στους πέντε κερδοσκόπους του πλανήτη. Κι ενώ τα δημοκρατικά μας Συντάγματα ορίζουν ότι κάθε εξουσία πηγάζει από το λαό, εδώ βλέπουμε - και ομολογείται για πρώτη φορά από όλους τους ευρωπαίους ηγέτες χωρίς καμιά ντροπή για την ομολογία της αυτοκατάργησής τους- ότι εξωεθνικοί και εξωκοινοτικοί, εξωθεσμικοί πάντως, παράγοντες, όπως είναι οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης και αγορές, καθορίζουν την πολιτική των Κυβερνήσεων της Ευρώπης. Υπ` αυτή την έννοια όχι μόνο θέμα εθνικής κυριαρχίας υπάρχει, αλλά και δημοκρατίας και αυτονομίας και λαϊκής κυριαρχίας. Κι όμως δε γίνεται κανένας λόγος για την καταπάτηση όλων αυτών των θεμελιακών αρχών των πολιτευμάτων μας. Αν υπήρχε πραγματικό αίσθημα εθνικής περηφάνιας σε μας και στους ηγέτες μας, θα είχαμε ήδη όλοι ξεσηκωθεί, για να απαιτήσουμε από την ΕΕ την επιστροφή της εθνικής μας κυριαρχίας, την οποία σ` εκείνη εκχωρήσαμε εμείς  και όχι στους ολιγάριθμους κερδοσκόπους της γης. Την εκχωρήσαμε δε, για να αντιμετωπίζουμε από κοινού τα προβλήματα, όχι για να αποτελούμε το μεγάλο μαντρί των κερδοσκόπων και τα εγλωβισμένα θηράματά τους. Αν η ΕΕ κατάντησε τιμάριό τους, αυτό ούτε με τις ιδρυτικές της αρχές είναι σύμφωνο ούτε με τα δικά μας όνειρα, να συγκροτούμε ευρύτερες κοινότητες και να αποτελέσουμε κάποτε μια κοινότητα όλοι οι άνθρωποι της γης. Πάντως είναι η πρώτη φορά στην ανθρώπινη Ιστορία που η εθνική κυριαρχία των λαών δεν καταπατείται από άλλες χώρες ή μεγάλες δυνάμεις, όπως στο παρελθόν, αλλά από ορισμένους ισχυρούς της γης, όχι λαούς αλλά άτομα. Και αυτή η σύγχρονη μορφή υποτέλειας των λαών είναι η πιο αήθης που έλαβε ποτέ χώρα.          
Όμως οι μεγάλες κρίσεις στην ανθρώπινη Ιστορία έχουν πάντα και μεγάλες αλήθειες να αποκαλύψουν και αυτό είναι το μεγάλο καλό ανάμεσα στα δεινά που επιφέρουν.
Η πρώτη είναι ότι χωρίς θεσμούς οι αξίες είναι ανύπαρκτες. Και, όταν οι αξίες είναι ανύπαρκτες, δηλαδή δεν έχουν υπόσταση ενσαρκωμένη μέσα στους θεσμούς, λείπει και κάθε προστασία της ανθρώπινης ζωής. Η ΕΕ απέφυγε συστηματικά τη δημιουργία τους, για να μην υπάρχει πραγματική ενότητα και να μπορεί να ισχύει ο νόμος του ισχυρού. Η κρίση στο χώρο της έδειξε πόσο ανύπαρκτη είναι η δημοκρατία στους κόλπους της. Πώς εξάλλου να είναι υπαρκτή, όταν δεν υπάρχουν οι στοιχειώδεις θεσμοί που την κατοχυρώνουν και που σκόπιμα δεν τους δημιούργησαν, για να μη διενεργείται «εκροή» δικαιωμάτων. Και τα κοινωνικά δικαιώματα που υπήρχαν σε εθνικό επίπεδο κατάφεραν να τα συρρικνώσουν με ανάλογες ρυθμίσεις.
Η δεύτερη, συνεπαγωγή της πρώτης, είναι ότι, ακόμα κι αν υπάρχουν θεσμοί και θες να αναιρέσεις την ουσία που ενσαρκώνουν, δε μένει παρά ο ευτελισμός τους. Με τον ευτελισμό τους ευτελίζεις αμέσως και τις αξίες που εμπεριέχουν και την ανθρώπινη ζωή. Ευτελίζοντας λοιπόν νευραλγικούς κοινωνικούς θεσμούς, της εργασίας, της παιδείας, των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας γενικά, ευτέλισαν και αυτό που τους ενδιέφερε πρωταρχικά, την ιδέα της ενωμένης Ευρώπης και της συναδέλφωσης των λαών της. Μαζί της φυσικά και την αξία του ανθρώπου. Έτσι η αξία της ανθρώπινης ύπαρξης σήμερα στην Ευρώπη, που πάντα ήταν το λίκνο του ανθρωπιστικού πολιτισμού, δεν αποτελεί αυταξία, παραμένει πάλι συνάρτηση. Χωρίς τη δυνατότητα των λίγων να κερδίζουν όσα ορέγονται, εμείς οι άλλοι οι πολλοί δεν έχουμε και πολύ δικαίωμα στη ζωή. Τόσο ευτελείς υπάρξεις είμαστε. 
Η τρίτη αλήθεια, για να έρθουμε στους τοπικούς ρυθμιστές της ζωής μας, αφορά την ίδια την πολιτική, που ο Μαρκεζίνης κάποτε τη χαρακτήρισε τέχνη του εφικτού. Παίρνοντας όμως η δική μας Κυβέρνηση τα γνωστά μέτρα, χωρίς να προκαλέσει γενικό ξεσηκωμό, κατόρθωσε να πετύχει το ανέφικτο, διαψεύδοντας το Μαρκεζίνη. Η πολιτική επομένως είναι και η τέχνη του ανέφικτου, αρκεί να περιβάλλεται με την αναγκαία δοσολογία περίτεχνου  ψεύδους.
Η τέταρτη αλήθεια, συμπερασματική των άλλων, είναι ότι το πολιτικό σύστημα, σε Ευρώπη και σε μας, που ανέκαθεν βασιζότανε στα δικά του πολιτικά στηρίγματα, ήταν αδύνατο τώρα να διασωθεί στηριγμένο στις παραδοσιακές του πολιτικές δυνά-μεις. Τη θέση τους πήραν και το διέσωσαν αντίθετα φαινομενικά πολιτικά σχήματα, που είχανε τη θέση του εφεδρικού τροχού. Χρησιμοποιώντας λοιπόν το σύστημα τη «ρεζέρβα» του, που στη δική μας περίπτωση ονομάζεται Κυβέρνηση Πασοκ, κατόρ-θωσε να διασωθεί. Η Κυβέρνηση αυτή λοιπόν σύμφωνα με την τέταρτη αλήθεια δεν είναι πια ούτε δούρειος ίππος ούτε κουκουλοφόροι δεξιοί, που την ονομάζαμε, αλλά η ίδια η δεξιά χωρίς πια μεταμφιέσεις και αποκρύψεις προσώπου. H πιο αυθεντική εκδοχή της και η πιο αξιόπιστη στήριξη της παγκόσμιας οικονομικής ολιγαρχίας.

* Γράφτηκε στις αρχές του `10 και αποτέλεσε ένα χρόνο μετά τη βάση του στιχουργήματος «Καιρού κραυγές» ή «Η κρίση», που υποδιαιρέθηκε σε εφτά τραγούδια. Η εισαγωγή τους, «Β1. Άτιτλος καρσιλαμάς» είναι «αυτοφυής», «φύτρωσε» κατά την πορεία προς τη συναυλία  











































        Γ. Από τη μια τρόικα στην άλλη και από την υποταγή στην εξαθλίωση

Τυχαία γεγονότα δεν υπάρχουν στην ιστορία των ανθρώπινων συνόλων. Έχουν όλα την προδιαγραφή τους. Συντελούνται αιτιοκρατικά φέρνοντας το ένα το άλλο κάτω από τις σταθερές πάντα που η κάθε κοινωνία έχει διαμορφώσει στην ιστορική της πορεία. 
Με την έναρξη της μεταπολίτευσης αναδύεται μέσα από τα σπλάχνα της ελληνικής κοινωνίας το Πασόκ με όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός αριστερού κόμματος, θέσεις, αριστερά συνθήματα, συλλογική εξουσία, κεντρικές επιτροπές, εκτελεστικά γραφεία, δημοκρατικές διαδικασίες. Όλα προσδιορισμένα με σαφήνεια από τον ιδρυτή του. Η τοποθέτηση δε αντιστασιακών προσώπων στην κορυφή της ιεραρχίας αποτελούσε αρκετά ασφαλή εγγύηση για έμπνευση εμπιστοσύνης και προσέλκυση μαζών,  γεγονός που θα καταστήσει το νεοσύστατο κόμμα ηγεμονική πολιτική δύναμη της χώρας επί τρεις σχεδόν δεκαετίες.
Όμως σε τρία μόλις χρόνια από την ίδρυσή του, στην Πανελλήνια Συνδιάσκεψη του `77, η ρητή εξαγγελία ότι η εξουσία στο κόμμα θα είναι συλλογική, ανατρέπεται, και γίνεται προσωποπαγής, αφού βεβαίως θα αποπεμφθούν βίαια από την αίθουσα οι αντίθετοι, στελέχη της Δημοκρατικής Άμυνας κυρίως, Καράγιωργας και λοιποί. Η κοινωνία μας και τα μέλη του κόμματος, που γοητεύονται πάντα από την αίγλη του μεσσία παρά της δημοκρατίας, που τους επιφορτίζει και με τον κόπο της συμμετοχής,   αλλά και τα ηγετικά στελέχη που είχαν τις βλέψεις τους, «χειροκρότησαν» τη λύση αυτή. Ο αρχηγός έκτοτε έχει το επάνω χέρι για όλα τα θέματα και για τα αριστερά προσχήματα συγκροτεί όργανα με πρόσωπα της εμπιστοσύνης του, ώστε να έχει απόλυτο έλεγχο. Μία τριανδρία από το Ε.Γ., Γενηματάς, Λαλιώτης, Τσοχατζόπουλος,  θα αποτελέσει την τρόϊκα του κόμματος (έτσι τους ονομάζαμε στην οργάνωση της Θεσσαλονίκης, που «έβραζε» συνέχεια από αλλεπάλληλες κρίσεις εξαιτίας του διορισμού των Νομαρχιακών Επιτροπών και των επάλληλων μεταθέσεων των εκλογών στις καλέντες) θα έχει την καθοδηγητική ευθύνη προπάντων της Θεσσαλονίκης. Όταν τελικά εδραιωθεί η εξουσία της Τρόικας με την παγίωση της δοτής εξουσίας των στυλοβατών της – και αυτό θα απαιτήσει χρόνια – θα επιτραπεί και η διεξαγωγή των ελεγχόμενων πια εκλογών, ώστε να αναδειχθούν και εκλογικά τα υποστυλώματά της, που θα εξασφαλίσουν και λαμπρή πολιτική καριέρα. Μερικά ως και σήμερα. Όλοι όσοι αναρριχήθηκαν στην κορυφή της ιεραρχίας της Οργάνωσης της Θεσσαλονίκης ή τοποθετήθηκαν σε θέσεις ή κάνανε πολιτική καριέρα, γίνανε δήμαρχοι, βουλευτές, υπουργοί, υφυπουργοί -  κάποιοι είναι ακόμα και σήμερα ή ήτανε μέχρι χθες - όλοι τους είχανε πλάτη τον Τσοχατζόπουλο. Χωρίς τη δική του συγκατάνευση πολιτικό μέλλον στο κόμμα ή στην κοινωνία δεν είχε κανένας. Ήτανε ο γενικός δερβέναγας της βόρειας Ελλάδας. Για την οργάνωση και τη δημοκρατική λειτουργία της δε νοιαζότανε κανείς. Οργανωτίστικα αυτά, λέγανε, και απολίτικα. Ούτε υπήρχαν οι δομικές προϋποθέσεις. Έτσι κατάντησε αυτή πολύ γρήγορα εύκολο συρόμενο της ηγεσίας, της τρόικας και του αρχηγού.
Το `81 θα γίνει τελικά Κυβέρνηση το Πασόκ και στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του θα πάρει πράγματι κάποια σοσιαλιστικά μέτρα διευρύνοντας την ευημερία και σε λαϊκά στρώματα Σήμερα κατηγορείται γι` αυτό από ηγετικά του στελέχη και από τη Ν.Δ, όπως κατηγορείται και η Αριστερά από τα ίδια κόμματα για τις διεκδικήσεις που πρόβαλλε και που γίνανε κατακτήσεις, γιατί, λέει, αυξήθηκαν έτσι τα ελλείμματα. Τέτοιες επικρίσεις όμως διατυπώνονται από τους οπαδούς της «μοναχοφαγίας», που μόνον αυτοί θέλουν να τρώνε σ` αυτή τη χώρα και οι προστάτες τους, οι οικονομικά ισχυροί.
Η κομματική τρόικα έπαυσε να υπάρχει στην πορεία. Ο πρώτος έφυγε από τη ζωή νωρίς και ακηλίδωτος σχεδόν, καθώς δεν είχαν διαφανεί πλατιά ακόμα τα αποτελέσματα των πράξεών του. Ο δεύτερος από ένα διάστημα και μετά έβγαινε κι έμπαινε στο Πασόκ, όπως στο σπίτι του, είτε για να διαχωρίζει τον εαυτό του από αυτό και να μη συνευθύνεται είτε για να μας δείχνει τις ικανότητές του να το αναγεννά ή να το οδηγεί σε εκλογικές νίκες. Τον είδαμε και τελευταία, μετά από πολυετή απουσία,  να συμμετέχει στην ψηφοφορία του πρόσφατου προέδρου του κόμματος. Οφείλει άραγε κάτι; Για τον τρίτο, αφού ακούσαμε ότι πλούτισε μέσω της πολιτικής του ενασχόλησης, τον βλέπουμε τώρα να συλλαμβάνεται. Καταθέτω μια μαρτυρία γι` αυτό το πρόσωπο. Όταν στο πρώτο συνέδριο του κόμματος, το 1984, ρώτησα ένα σύντροφο που κοιμόμασταν μαζί στο ξενοδοχείο ως σύνεδροι, γιατί ο Ανδρέας προωθεί συνέχεια τον Τσοχατζόπουλο, που και βρώμικο ρόλο πρέπει να παίζει και κούφιος είναι, μου απάντησε: «Μαζί τρώγανε τα λεφτά του ΠΑΚ στο εξωτερικό και μαζί «νταραβεριζότανε» με γυναίκες». Έμεινα έκπληκτος από την απάντηση, γιατί ήταν η μόνη που εξηγούσε το φαινόμενο. Έχω στα χέρια μου και μια κασέτα γι` αυτό το πρόσωπο, όπου φαίνεται πως, όταν μιλούσε, δεν ήξερε τι έλεγε. Είναι αδύνατο να βγει κάποιο νόημα. Την κράτησα για την Ιστορία. Μου είχε αναθέσει η Μαρία η Αρσένη ως Γραμματέας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας τη φιλολογική επιμέλεια των πρακτικών μιας ημερίδας που είχε κάνει - ήμουν φευγάτος ήδη από το Πασόκ - και όταν έφτασα στη μαγνητοφωνημένη ομιλία του Τσοχατζόπουλου της είπα: «Μαρία, τι θα κάνουμε: Δε βγαίνει νόημα σε κανένα σημείο. Θα την καταγράψουμε έτσι ή θα κοιτάξουμε να βγάλουμε κάποιο νόημα, όποιο εμείς νομίζουμε, κι έτσι να καταγραφεί». Νομίζω πως συναίνεσε με την πρώτη λύση. Αν αντιπαραβάλει κάποιος την κασέτα με το κείμενο των πρακτικών, θα φανεί ποια λύση επιλέχθηκε. Τώρα βέβαια διώκεται. Εκείνοι όμως που τον τοποθέτησαν μακεδονάρχη και οι άλλοι που στήριξαν με τις υποκλίσεις τους την παμμακεδονική εξουσία του δεν ευθύνονται για τις πράξεις του; Μόνος του δεν τα «έφαγε», αλλά μαζί με τα πολιτικά του παιδιά, που είναι τόσα πολλά.
Αλλά κι αν έπαυσε από ένα σημείο και μετά η τρόικα να υπάρχει, το έργο της  παρέμεινε διαχρονικά και, όντας η οργάνωση ρυμουλκημένη στην ηγεσία, μπορούσε ο κάθε αρχηγός, όχι μόνο ο Ανδρέας αλλά και οι μεταγενέστεροι, να την πηγαίνει όπου θέλει, διαγράφοντας πορεία ακόμα και αντίθετη προς την ιδεολογία του κόμματος, χωρίς να συναντά σοβαρές αντιδράσεις.  Ο Ανδρέας πρώτος κατά την κυβερνητική του θητεία αναδιπλώνεται και εφαρμόζοντας πολιτικές λιτότητας διαγράφει δεξιόστροφη τροχιά, χωρίς να προκαλέσει καμιά σοβαρή αντίδραση  σε κόμμα και κοινωνία. Μετά τη λήψη των σοσιαλιστικών μέτρων έχει κατακυρωθεί ως μέγας λαϊκός ηγέτης που δεν αμφισβητούνται οι προθέσεις του, όσο κι αν μένουν ανεξιχνίαστες έως και σήμερα. Άλλοι λένε πως ήτανε βαλτός, για να ανακόψει την πορεία της ελληνικής κοινωνίας προς τα Αριστερά – υπάρχουνε και προσωπικές μαρτυρίες φίλων του γι` αυτό - άλλοι λένε πως ήθελε πράγματι να φέρει σοσιαλισμό στη χώρα, αλλά δεν τον ευνόησαν οι συνθήκες. Πάντως όχι μόνο σοσιαλισμό δεν έφερε, αλλά γύρισε και την κοινωνία πολύ πίσω, είτε με την εφαρμογή δεξιάς πολιτικής σε όλους τους τομείς είτε με τον εγκλωβισμό των μαζών επί δεκαετίες στο συντηρητικοποιημένο πια κόμμα του, αλλά και με τη διάχυση της διαφθοράς σε πολιτικά πρόσωπα αρχικά.  Οπότε δεν έχει σημασία ποιες ήτανε οι προθέσεις του, σημασία έχει ότι τα πράγματα πισωγυρίσανε πολύ. Αν κρίνει κανείς και από την ιδιωτική του ζωή, φαίνεται πως οι αρχικές του εξαγγελίες δε σχετιζότανε με τα πιστεύω του.
Ήρθε ο Σημίτης στην αρχηγία του κόμματος και πίστευε κανείς ότι η νίκη του επί του Τσοχατζόπουλου ήταν ράπισμα προς τον Ανδρέα από αριστερά. Έτσι έγραφα. Στην πορεία συνειδητοποιήσαμε ότι το ράπισμα ήταν από δεξιά, γιατί επί Σημίτη οδηγήθηκαν ακόμα πιο δεξιά τα πράγματα, ας έλεγε προς το τέλος, για ν` αντλήσει και άλλους ψήφους από την Αριστερά, «Είμαστε η Αριστερά που ανοίγει νέους δρόμους». Έλεγε επίσης ότι «το νεκροταφείο της Ιστορίας είναι γεμάτο από κόμματα που δεν προσαρμόστηκαν» και, όταν μαινόταν ο πόλεμος στο Ιράκ και εκείνος ήτανε προεδρέυων στην ΕΕ, μιλώντας εξ ονόματός της πάλι έλεγε: «Δε μας ενδιαφέρει ο πόλεμος στο Ιράκ, αλλά η ανασυγκρότησή του μετά τον πόλεμο. Ε, όχι δε θα μας διαλύσει και το Ιράκ». Πάντως ο Σημίτης ήτανε ο πιο κυνικός πρωθυπουργός που πέρασε ποτέ, που διενεργούσε τις συναλλαγές της εξουσίας χωρίς προσχήματα, μέσα σε άπλετο φως, γι` αυτό και η διαφθορά επί των ημερών του πήρε μεγάλες διαστάσεις. «Μπήκαμε στην τελική ευθεία της διαφθοράς» σημείωνα, θυμάμαι.  Και η κοινωνία τον ψήφιζε, όπως και τους αγορασμένους του, όπως και τον Τσοχατζόπουλο, και η ίδια αυτή κοινωνία, εθισμένη στις συμπεριφορές της σκοπιμότητας, ενώ με μεγάλες διαδηλώσεις τασσόταν στο πλευρό του σέρβικου λαού που βομβαρδιζόταν, στις εκλογές τελικά ψήφιζε τα κόμματα που στήριζαν τους βομβαρδισμούς. Γιατί είχε απολέσει πια τις αξίες της οριστικά.
Ήρθε μετά ο Γιωργάκης. Έλεγα τότε ότι ο Σημίτης επέλεξε το Γιωργάκη ως διάδοχό του μόνο και μόνο για να είναι αισθητή η διαφορά ανάμεσα σ` εκείνον και σ` έναν έκδηλα υστερημένο. Πάντως τα στελέχη του Πασόκ, που τον ανέδειξαν αρχηγό τότε, ακόμα τον χειροκροτούν. Έτσι έγραφα. Τόσο παρατεταμένο ήταν το χειροκρότημά τους. Και αυτό, γιατί ξέρανε πως μόνο έτσι δε θα αντιλαμβανόταν η ελληνική κοινωνία περί τίνος πρόκειται Και τα ΜΜΕ; Ογδόντα και πάνω έκτακτα δελτία ειδήσεων, λέει, για την πομπή του προς Καλέντζι και τανάπαλιν. Αναγκάστηκε ο ΕΣΗΕΑ τότε να διαμαρτυρηθεί γι` αυτή τη γλοιώδη προπαγάνδα των καναλιών. Αλλά και ο Παύλος Τσήμας τι αξιος ανταποκριτής του «Μέγα»! Σε κάθε στασούλα του Γιωργάκη είχαμε και νέα ανατροπή του πολιτικού σκηνικού. Πιο αχυρένιος αρχηγός και Πρωθυπουργός δε νομίζω πως υπήρξε ποτέ στην παγκόσμια πολιτική ιστορία. Θα μου πείτε δεν υπήρχε τότε τηλεόραση. Θα συμφωνήσω μαζί σας. Η κατασκευή πάντως ετούτη ήτανε τελείως από μηδενική βάση.          
Πού είμαστε τώρα, δυο βδομάδες πριν από τις εκλογές;
Βλέπουμε τους διεφθαρμένους διαφθορείς μας, χωρίς να μας ρωτήσουν καν, να έχουν αναλάβει και το έργο της ξεδιαφθοράς μας. Επειδή φαίνεται είναι ειδικοί στη διαφθορά, άρα είναι και στην ξεδιαφθορά.
Βλέπουμε τους χορτάτους να μας λένε πού θα βρούνε ψωμί οι πεινασμένοι. Γιατί άραγε; Γιατί αυτοί τους το κλέβουν. Άρα ξέρουν. 
Βλέπουμε τους συμπολίτες μας να προσφέρουν ευθανασία στον εαυτό τους αυτοκτονώντας. Και μένουμε έτσι, απαθείς.Και την απάθειά μας τη βλέπουμε επίσης.
Κι αν οι ισχυροί της γης, υποθετικά μιλάμε, έχουν αποφασίσει τη δημογραφική μας συρρίκνωση, που ήδη γίνεται, ή και τον αφανισμό μας, εμείς θα το δεχθούμε; Η εκδίκηση είναι γλυκιά, λένε οι Γερμανοί. Αν υποθέσουμε, πάντα υποθετικά μιλάμε,  ότι αυτοί οι άνθρωποι θέλουν έστω ετεροχρονισμένα να γευτούν τη γλύκα της εκδίκησης, για την αντίστασή μας απέναντί τους πριν από 70 χρόνια, όπως κάνανε και με τη Σερβία, και απεργάζονται σήμερα τον αφανισμό μας, εμείς θα τους αφήσουμε; 
Όταν μπήκαμε στο μνημόνιο το χρέος μας ήταν το 110% του ΑΕΠ. Το 2020, μετά από μια δεκαετία εξαθλίωσης, το χρέος θα είναι πάλι τουλάχιστον 110% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τις δικές τους εκτιμήσεις, που πάντα βγαίνουν ουτοπικές. Ποιο το κέρδος μας. Η διατήρηση και βέβαιη αύξηση του χρέους. Αν αποδεσμευτούμε από το μνημόνιο, πάλι θα έχουμε βέβαια εξαθλίωση, αλλά δε θα είμαστε υπερχρεωμένοι και θα μπορούμε, στηριγμένοι στις δικές μας δυνάμεις, να ανασυγκροτήσουμε την κοινωνία μας που μας την παρέλυσαν.
Μα το έργο αυτό το έχουν αναλάβει ήδη και το διαλαλούνε σε όλους τους τόνους οι κυβερνήτες μας, θα μου πείτε.
Ναι. Τόση αναισχυντία! Ενώ βλέπουν πόσο τους μισεί ο κόσμος - ο καθένας τούς φτύνει στο δρόμο - ενώ όλοι δηλώνουν ότι κατέρρευσε το πολιτικό σύστημα από τους ίδιους, από τη διασύνδεσή τους με τη διαφθορά, ως και οι ίδιοι αναγκάζονται να το επαναλαμβάνουν μονότονα, κι ενώ έπρεπε να είχαν παραιτηθεί από ντροπή, τους βλέπουμε να θέλουν αγχωμένοι να μας πείσουν ότι αυτοί και μόνο μπορούν να το σώσουν και κάνουν το καθετί, για να διασωθούν οι ίδιοι, για να διασώσουν και το σύστημα μετά, να σώσουν και μας κατόπιν. Δεν έχουν και άδικο. Ανέκαθεν οι άνθρωποι, αν θέλανε τον αφανισμό των προβάτων, βάζανε τους λύκους να τα φυλάνε.
Και οι συναλλαγές τους, με καιροσκοπικά κλωθογυρίσματα συνοδευμένες, απροκάλυπτα συνεχίζονται. Υπουργοί και βουλευτές του Πασόκ παραπαίουν σαν μεθυσμένοι από το αλκοόλ της εξουσίας και αυτό σημαίνει από την ορμή της ιδιοτέλειας: Τη μια είναι με το μνημόνιο την άλλη όχι, ξανά με αυτό και ξανά αντίθετοι,  αλλά τελικά είναι με αυτό. Δύο κάποιοι, υπουργοί πάντως, ο ένας μόνιμος, κάνουν και κόμμα, για να μας πείσουν με αυτόνομη πλέον φωνή πως είναι αντιμνημονιακοί  Έτσι πιστεύουν ότι έχουν περισσότερες πιθανότητες να διασωθούν. Ένας άλλος, υπουργός ανέκαθεν και αυτός, για να διασωθεί, καταγγέλλει αρχηγό και μνημόνιο, που ομολογεί πως δεν το είχε διαβάσει, και δηλώνει ότι θα διεκδικήσει την αρχηγία του κόμματος. Μόλις είδε ότι τον πήρανε στο «ψιλό», ούτε αποχωρεί ούτε υποψηφιότητα βάζει, παραμένει στην «αφρικάνικη αποικία», μήπως και διασωθεί πολιτικά.
Ο άλλος επένδυσε στην ημιαντιμνημονιακή του στάση την εκλογή του ως Πρωθυπουργού. Βλέπει ότι διακυβεύει το πρωθυπουργιλίκι με αυτή του τη στάση, γιατί οι ευρωπαίοι του τρίζουνε τα δόντια, και γίνεται μνημονιακότερος των μνημονιακών. Και για να πείσει τους ευρωπαίους για τη μεταστροφή του διαγράφει είκοσι βουλευτές του κόμματός που μείνανε συνεπείς στις θέσεις του. Πολλούς από αυτούς τους παίρνει πίσω μετά, ας είχανε «διαγράψει διαχωριστικούς δρόμους». Πήρε και τους δυο δεδηλωμένους ακροδεξιούς, που ήταν αντίθετοί του όσο αυτός καταφερόταν κατά του μνημονίου και που τώρα οι θέσεις τους συμπίπτουν. Για να μας θυμίζει τις ρίζες του προφανώς. Να μιλήσουμε και για άλλα ανεμομαζώματα;
Εκείνος που ήθελε να αναδειχθεί μόνος εθνοσωτήρας και που καυχόταν για την υψηλή καθοδήγηση που πρόσφερε στην Κυβέρνηση Πασόκ κατά την πορεία της προς το Μνημόνιο, είδε ξάφνου φως από τη Ρωσία, την επισκέφθηκε μεταφέροντας και σε μας αυτό το φως, ψηφίζει τελικά Παπαδήμο και μνημόνιο και, όταν βλέπει τα ποσοστά του να πέφτουν, γίνεται ξανά αντιμνημονιακός.
Δεν υπάρχει άλλη πρόταση μας λένε παρά μόνο η δική τους, της ομοιοπαθητικής. Θα σωθούμε από την καταστροφή μέσω της καταστροφής. Έχουνε κλείσει τη λεωφόρο της Δημοκρατίας, που ανοίγει διάπλατους νέους δρόμους, και μας σπρώχνουν στη δική τους καταστροφική παρακαμπτήρια, που μας την παρουσιάζουν και ως μόνη σωτήρια. Μπορεί να τους πιστεύαμε, αν βέβαια δεν είχανε μπλοκάρει τη δημοκρατική πορεία, καταστρατηγώντας και συνταγματικούς κανόνες, γι` αυτό και βλέπουμε τον Καψή κυβερνητικό εκπρόσωπο, αν την πρότασή τους αυτή δεν την επιβάλλανε με όλους τους προπαγανδιστικούς και εκβιαστικούς μηχανισμούς της εξουσίας. Ας φύγουνε από μπροστά μας και θα δούνε πόσους άλλους δρόμους θα φέρει το άνοιγμα του δρόμου της δημοκρατίας. «Πολλοί  `ναι οι δρόμοι που έχει ο νους» θα μας πει ο εθνικός μας ποιητής. Μένει να ξεκουμπιστούνε. Θέλουνε μέσω της Ευρωζώνης να περάσει ο νέος δρόμος της δημοκρατίας; Θέλουνε έξω από αυτή αλλά μέσα από την ΕΕ; Θέλουνε έξω και από αυτή; ΄Οποιος δρόμος μας συμφέρει, αυτόν θα ακολουθήσουμε και όχι αυτόν που βιώνουμε την καταστροφικότητά του ήδη.
Όταν έχεις μπροστά σου το κακό και δε σ` αφήνει να πορευτείς, το να φύγει το κακό από τη μέση είναι η επαρκέστερη πρόταση, το πλέον προαπαιτούμενο για το άνοιγμα των δρόμων και την όδευσή μας στην πορεία που θέλουμε. Μα με ενδεχόμενο την έξοδο από την Ευρωζώνη και από την ΕΕ; Θα μου πούνε; Είναι αυτό πρόταση, Δε θα έρθει η συντέλεια του Γένους μας; Καλά, θα τους πω, πριν από την ΕΕ και την Ευρωζώνη δεν υπήρχαν κοινωνίες; Κι αν υπήρχαν, πώς επέζησαν;. Αν η ΕΕ θέλει να είναι ανοχύρωτη και υποταγμένη στις ελεύθερες αγορές και στους κερδοσκόπους, καμιά κοινωνία δεν τη χρειάζεται. Ούτε εμείς. Ούτε βέβαια, επειδή κατέρρευσε ο υπαρκτός σοσιαλισμός, όπως μας απειλούν Βενιζέλος και Μπακογιάννη, θα ανεχόμαστε τη βαρβαρότητα του καπιταλισμού.  Όλες οι κοινωνίες αυτό κάνανε στο διάβα της ιστορίας τους, αποτινάζανε τις βαρβαρότητες των συστημάτων τους. Εμείς θα είμαστε οι μόνοι στην Ιστορία που θα μένουμε στην υποτέλεια της καπιταλιστικής βαρβαρότητας;
Θα τα διαβάζουν οι επόμενες γενιές και δε θα πιστεύουν στα μάτια τους. Καλά, συμβαίνανε αυτά τα πράγματα, θα λένε, και δε φέρανε τα πάνω κάτω οι πατεράδες μας; Τυφλοί ήτανε; Τσίπα δεν είχανε;

Για να καταλήγω: Το δίλημμα σ` αυτές τις εκλογές είναι:

Ή Σιόιμπλε ή ανθρωπισμός
Ή οι κερδοσκόποι ή της γης ο πληθυσμός

Οι κυβερνώντες μας θέλουν να μας πείσουν ότι επιδέξιος πολιτικός δεν είναι αυτός που σε σώζει από μια καταστροφή, αλλά αυτός που σε πείθει ότι η καταστροφή αυτή είναι η σωτηρία σου. Αν Πασόκ και ΝΔ κατορθώσουν να πείσουν ακόμα και το 1/3 του εκλογικού σώματος, τότε αποδειγμένα έχουμε να κάνουμε με «επιδέξιους» πολιτικούς.





















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου