"Λέξω προς αιθέρα"

Δευτέρα 29 Μαΐου 2023

ΕΚΛΟΓΕΣ 21.05.2023

 ΜΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΕΡΜΗΝΕΥΣΗΣ ΤΟΥ «ΑΝΕΡΜΗΝΕΥΤΟΥ»


Ποιο είναι το «ανερμήνευτο»: Για τόσες ανομίες έως και εγκλήματα που διέπραξε κατά την τετραετή διακυβέρνησή της η ΝΔ φαίνεται, σύμφωνα με το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα, να ανταμείβεται από το εκλογικό σώμα της ελληνικής κοινωνίας, τόσο με τη διατήρηση των ψήφων της όσο και με την αύξησή τους κατά μία μονάδα, ενώ ο Σύριζα, που ως αξιωματική αντιπολίτευση διεκδικούσε ξανά κυβερνητικό ρόλο, καταβαραθρώθηκε, σημειώνοντας απώλεια δώδεκα περίπου ποσοστιαίων μονάδων και διευρύνοντας τη διαφορά του από τη ΝΔ σε 20 πάλι περίπου ποσοστιαίες μονάδες.

Όσο όμως και αν πρόκειται για απλή διατήρηση της ποσοστιαίας δύναμής της και για μια μικρότατη, κατά μία μονάδα μόνο, αύξησή της, και τα δύο αυτά μεγέθη είναι τελείως ασύμμετρα με τα κυβερνητικά πεπραγμένα και δίνουν την εντύπωση ότι η Κυβέρνηση του Μητσοτάκη όχι μόνο δεν υπέστη καμιά φθορά κατά την τετραετή της θητεία αλλά παρουσίασε και αύξηση των ποσοστών της και πως η ελληνική κοινωνία κατ` επέκταση δεν είδε με καθόλου κριτικό μάτι το κυβερνητικό της έργο. Όμως η πραγματικότητα κατά τη δική μας εκτίμηση είναι άλλη. Ένα ποσοστό των προηγούμενων ψηφοφόρων της, γύρω στο 6% κατά προσωπικούς υπολογισμούς[1], απέσυρε την εμπιστοσύνη του απέναντι στην Κυβέρνηση της ΝΔ, ψηφίζοντας άλλα κόμματα τώρα. Η Κυβέρνηση όμως Μητσοτάκη είχε την ευφυή πρόνοια, νομοθετώντας ανάλογα, να αναπληρώσει αυτή την απώλεια με την προσέλκυση των ψήφων της άκρας δεξιάς και να μη γίνει φανερή η φθορά της. Το ανερμήνευτο εδώ είναι στην ουσία ανύπαρκτο· απλώς φαίνεται μόνο ως υπαρκτό. Εξάλλου το ποσοστό 40% για τη Δεξιά και ακροδεξιά μαζί δεν είναι απλησίαστο ποσοστό της ιδίως στους σημερινούς καιρούς. Το «έχει στην τσέπη» της ανά πάσα κρίσιμη στιγμή. Φαντάζει όμως υψηλότατο α. Γιατί μετά από τετραετή διακυβέρνηση δείχνει απουσία φθοράς και β. Γιατί έχει συντριβεί το αντίπαλο κυβερνητικό δέος, όπου κυρίως έγκειται το «ανερμήνευτο» του τίτλου μας.  Η στάση πράγματι του εκλογικού σώματος απέναντι στην αξιωματική αντιπολίτευση φαντάζει ολοφάνερα να είναι ανερμήνευτη. Η πτώση του Σύριζα σε τόσο χαμηλά ποσοστά δείχνει να έχει προκύψει όχι από απλή δυσαρέσκεια αλλά από έντονη διάθεση αποδοκιμασίας. Ποιοι λόγοι όμως συντελέσανε, ώστε να διαμορφώσει μια τόσο απορριπτική στάση η ελληνική κοινωνία απέναντι στο Σύριζα;

1. Η αυτοαναίρεσή του

Η απάντηση στο ερώτημα έχει πολυσύνθετο χαρακτήρα, ενώ χρονικά μας πάει πίσω έως την περίοδο των μνημονίων, κατά την οποία ο Σύριζα γιγαντώθηκε και στις εκλογές του Γενάρη του 2015 έγινε κυβέρνηση (ποσοστό 36,34%). Να σημειωθεί δε ότι κέρδισε αυτές τις εκλογές χάρη στην αντιμνημονιακή πολιτική που διακήρυσσε, καταγγέλλοντας τόσο τα μνημόνια όσο και τις προηγούμενες κυβερνήσεις που τα εφάρμοσαν. Έκανε μάλιστα και δημοψήφισμα, για να εδράσει και πάνω στη λαϊκή ετυμηγορία την αντιμνημονιακή του πολιτική, ενώ το αντιμνημονιακό «Όχι» του δημοψηφίσματος απέσπασε το αρκετά υψηλό ποσοστό 62%. Άρα ο Σύριζα σ` εκείνη τη χρονική στιγμή εξέφραζε ως πολιτικός φορέας τη θέληση αντίστοιχου ποσοστού του ελληνικού λαού. Οι Εταίροι μας όμως στην Ευρώπη τον εξαναγκάζουν να υπογράψει και αυτός μνημόνιο, το τρίτο στη σειρά, και κάτω από την πίεση αυτού του εξαναγκασμού το υπογράφει. Αλλά προσφεύγει και πάλι στη λαϊκή ετυμηγορία, για να έχει η υπογραφή του την έγκριση του λαού, και στις εκλογές του Σεπτέμβρη εξασφαλίζει τη λαϊκή έγκριση με κάποια όμως απώλεια της δύναμης που είχε στις εκλογές του Ιανουαρίου· φαινομενικά κατά μία ποσοστιαία μονάδα αλλά πίσω από την αυξημένη αποχή που σημειώθηκε στις εκλογές αυτές κρυβόταν απώλεια πολύ μεγαλύτερη. Αν πάρουμε δε ως βάση το ποσοστό του «Όχι» του δημοψηφίσματος, που ήταν και δικό του ποσοστό λαϊκού ερείσματος, η απώλεια είναι τεράστια. Αυτή η απώλεια, είτε πάρουμε ως βάση το δημοψήφισμα, για να την προσδιορίσουμε, είτε τις εκλογές, έχει εύκολη την εξήγησή της. Με την υπογραφή και εφαρμογή του τρίτου μνημονίου ο Σύριζα αναίρεσε από τη μια όσα διακήρυσσε πριν το υπογράψει, τα οποία και τον αναδείξανε. Από την άλλη, καθώς πρόσφερε πολυτιμότατη υπηρεσία στο κεφάλαιο, την οποία αδυνατούσαν παντελώς να του την προσφέρουν οι πολιτικοί του εκφραστές, ήρθε σε πλήρη αντίθεση με τη φερόμενη αριστερή του ιδεολογία. Ήρθε όμως τέλος σε αντίθεση και με το 62% της λαϊκής βούλησης, της οποίας την έκφραση ζήτησε με το δημοψήφισμα, αλλά αμέσως μετά τη «στραγγάλισε». Αυτές οι τρεις υπερβάσεις του, περιέχοντας ως κοινό παρονομαστή διάψευση βαριάς μορφής, επέφεραν και την απώλεια της αξιοπιστίας του. Από την εποχή λοιπόν αυτή ο Σύριζα φέρει πολιτικά βαρίδια, που στην πορεία σε συνδυασμό και με την επίδραση κατοπινών παραγόντων, που εκτίθενται παρακάτω, θα τον γονατίσουν.  

2. Η παθολογική του γιγάντωση

Ο Σύριζα δε γιγαντώθηκε φυσιολογικά, βήμα προς βήμα, αλλά παθολογικά, συγκυριακά και απότομα. Η απότομη τώρα γιγάντωσή του δεν του επέτρεψε να αναπτύξει υπαρξιακές ρίζες στο χρόνο και στην κοινωνία. Η μόνη σύνδεση του κόμματος με την ελληνική κοινωνία ήτανε ο πρόεδρός του· αυτός αποτελούσε και τη μόνη αναγνωρισμένη υπόσταση αυτού του πολιτικού φορέα από την κοινωνία. Ως πολέμιος δε των μνημονίων προσείλκυσε ψηφοφόρους από κάθε ιδεολογικό χώρο, όλους όσους ήτανε δυσαρεστημένοι από τα μνημόνια, ανεξάρτητα από κομματική καταγωγή. Σε επίπεδο κορυφής αυτό εκφράστηκε και με το σχηματισμό κυβέρνησης Σύριζα και Ανεξάρτητων Ελλήνων. Ένα ετερόκλητο λοιπόν συνονθύλευμα ψηφοφόρων αποτελούσε το εκλογικό σώμα που τον ανέδειξε, κάτι σαν ανεμομαζώματα, που δεν προμηνύανε βιωσιμότητα παρά μόνο θνησιγένεια. Δεν είναι επομένως ανεξήγητο που, μόλις συντελέστηκαν οι υπερβάσεις του, απώλεσε μεγάλο μέρος της λαϊκής του βάσης και που στις τελευταίες εκλογές οι ευκαιριακοί του ψηφοφόροι μετακινήθηκαν μαζικά προς κάθε κατεύθυνση, δείχνοντας το μέγεθος της χρόνιας φθοράς του. Έχοντας λοιπόν η τωρινή του κατάρρευση τις απαρχές της στο χρόνο της πολιτικής του κυριαρχίας και σε πεπραγμένα του εκείνης της εποχής, προσεγγίζει ήδη σε μεγάλο βαθμό την έννοια της αυτοκατάρρευσης.

3. Η απουσία σταθερού ιδεολογικού στίγματος

Ο Σύριζα ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία ως αριστερό κόμμα. Υπογράφοντας όμως και εφαρμόζοντας το τρίτο μνημόνιο μεταπηδά με αυτοαναίρεση στον ιδεολογικό χώρο της Δεξιάς, χάνοντας βέβαια όχι ευκαταφρόνητο τμήμα των αριστερών ψηφοφόρων. Για την αναπλήρωσή του μεταμφιέζεται σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και στρέφεται προς το κέντρο. Για να γίνει δε πειστικό ως προς αυτό, «ανοίγει» το κόμμα προς ανάλογα στελέχη, ενώ προσθέτει και άλλη ονομασία στον τίτλο του, «Προοδευτική συμμαχία». Έκτοτε ταλαντεύεται λεκτικά ανάμεσα στην ιδεολογία της σοσιαλδημοκρατίας και της Αριστεράς, ενώ στην πράξη διατηρεί την προσωποπαγή του φυσιογνωμία και όλα τα χαρακτηριστικά ενός συστημικού κόμματος. Αυτή ωστόσο η ιδεολογική του ασάφεια αποτυπώνεται αναγκαστικά σε κάθε έκφανση της πολιτικής του.

4. Η ελλειμματικότητα του πολιτικού του λόγου

Η πραγματικότητα, προπάντων στη σφαίρα της πολιτικής, δεν είναι μία αλλά όσες και οι απεικονίσεις της από τη μεριά των κομμάτων. Από την κοινωνία δε πιο αξιόπιστη απεικόνιση εκλαμβάνεται α. Εκείνη που εκπέμπεται στο μεγαλύτερο μέλος των μελών της, που διαλαλείται δηλαδή σε περισσότερο κόσμο. Ως προς αυτό η ΝΔ, έχοντας «δικά» της τα ΜΜΕ, είχε απόλυτο πλεονέκτημα και η δική της απεικόνιση εξ αυτού και μόνο προσλαμβανόταν ως η πιο αξιόπιστη. Η επίμονη άρνηση του Μητσοτάκη, δηλαδή των συμβούλων του, να «τηλεμαχήσει» με τον  πρόεδρο του Σύριζα έχει ένα και μόνο λόγο· να μη δοθεί η ευκαιρία στον αντίπαλό του να ακουστεί η φωνή του στο τεράστιο πλήθος τηλεθεατών που θα είχε μια τηλεμαχία μεταξύ των δύο.   β. Εκείνη που πείθει, που έχει καθαρότητα, ολότητα, μεστότητα και στερεότητα, καίρια δομή και έκφραση, με μια λέξη ακεραιότητα (εσωτερική). Σε τούτη την περίπτωση η πειστικότητα της απεικόνισης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το λόγο που τη φέρει. Η ΝΔ, ακόμα και αν δεν άρθρωνε λόγο αξιόπιστης απεικόνισης της πραγματικότητας, δε θα ζημιωνόταν πολιτικά. Είχε το πρώτο συντριπτικό πλεονέκτημα, της τηλεοπτικής μετάδοσης της δικής της απεικόνισης, που αναπλήρωνε κάθε ελλειμματικότητα του λόγου της. Ο Σύριζα όμως, που στερούνταν αυτό το πλεονέκτημα, έπρεπε να κάνει την αναπλήρωσή του με υπερενισχυμένο σε πειστικότητα λόγο και ως προς αυτό υστέρησε τελείως· ούτε στοιχειώδη αξιοπιστία δεν μπορούσε να προσδώσει στον πολιτικό λόγο που άρθρωνε, για να απεικονίσει την πραγματικότητα, με αποτέλεσμα, εξαιτίας της απουσίας ακέραιου πολιτικού λόγου να έχουμε και απουσία αντιπολιτευτικού λόγου και στην ουσία ανυπαρξία αντιπολίτευσης[2].  

Στις κρίσεις αυτές περί πολιτικού λόγου που κάνουμε δεν παίρνουμε ως βάση μόνο τα κριτήρια που πρέπει να εκπληρώνει ένας αριστερός λόγος, αλλά και τα κριτήρια κάθε ορθού πολιτικού λόγου όποιας ιδεολογικής απόχρωσης. Εξάλλου για την περίπτωση άσκησης κριτικής στο έργο της Κυβέρνησης Μητσοτάκη ο αριστερός λόγος ίσως να μη χρειαζότανε, γιατί υπερεπαρκεί η δραστικότητα ενός γενικού πολιτικού λόγου. Το πολλαπλά άνομο έργο της είχε θεσμικό χαρακτήρα, παραβίαζε βασικούς θεσμούς ως και θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος, την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, τη συνταγματική κατοχύρωση των δικαιωμάτων των πολιτών, την ακεραιότητα της λειτουργίας του Κοινοβουλευτισμού. Ως εκ τούτου, για να αντιπολιτευθεί κανείς την Κυβέρνηση Μητσοτάκη, δεν ήταν απαραίτητο να βλέπει το έργο της από την οπτική της Αριστεράς, όπως και οι δύο προηγούμενοι πρωθυπουργοί της ΝΔ, που της ασκήσανε κριτική, δεν είδαν το έργο της από κάποια αριστερή οπτική αλλά από την οπτική του ίδιου του συστήματος, επειδή ακριβώς οι υπερβάσεις και παραβάσεις της Κυβέρνησης αυτής ήτανε καθαρά θεσμικές. Αντισυστημικά ενεργώντας, παραβιάζοντας δηλαδή θεσμούς του υπάρχοντος συστήματος έως και το Σύνταγμά του, κατάφερε ακρωτηριασμό του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Με πιο συγκεκριμένη διατύπωση, είχανε βαρβαρότητα οι κυβερνητικές πράξεις, διάφανη την ανομία και τη διαφθορά, κατάφωρη την ψευδολογία, κυνισμό και ωμότητα μακιαβελικής κοπής αλλά και το θράσος που χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά του αδίστακτου. Τέτοιου είδους εκτροπές από τη νομιμότητα θα μπορούσαν να προκαλέσουν ως και λαϊκή εξέγερση, αλλά η αντιπολίτευση, όχι τόσο λόγω του κατακερματισμού της όσο λόγω της δικής της αναξιοπιστίας, δεν «είχε κότσια» για την ανάληψη ενός τέτοιου αγώνα.

Επανερχόμαστε στα περί λόγου. Με βάση λοιπόν τα συνδυαστικά κριτήρια και όχι αποκλειστικά τα αριστερά, έλειπε από τον πολιτικό λόγο του Σύριζα εξαιτίας της ιδεολογικής σύγχυσης που βίωνε πρωταρχικά η καθαρότητα. Η ολότητα και η μεστότητα επίσης είχαν υποκατασταθεί από υπαινιχτικές αναφορές και μόνο. Αλλά και η στερεότητα μαζί με τα συστατικά της, αποδεικτικότητα και καίρια δομή και έκφραση, αντικαταστάθηκαν από τη συνθηματολογία ή τον ξεπεσμένο πολιτικό λόγο, από παιδαριώδεις λεονταρισμούς και τετριμμένες εκφράσεις, ενώ τα ποικίλα λάθη λόγου που διαπράχθηκαν στην προηγούμενη προεκλογική περίοδο και που είχανε ως κόστος την απώλεια του κυβερνητικού θώκου, επαναλήφθηκαν απαράλλαχτα και σε τούτη την προεκλογική περίοδο.

Τυχαίες ενδεικτικές αναφορές

α. Ο πολιτικός λόγος του Σύριζα δεν εκφερόταν με επιχειρήματα, αλλά με παραπεμπτικούς αφορισμούς που διεγείρανε συνειρμούς οικείους μόνο στους δικούς του οπαδούς, ενώ αυτό που ήτανε αποδεικτέο (και έπρεπε συνεπώς να αποδειχθεί), αυτό το ίδιο, στη μορφή του αποδεικτέου,  προβαλλόταν ως απόδειξη. Γιατί από ένα είδος αυτισμού ο Σύριζα θεωρούσε  προεξοφλημένο ότι η εικόνα που είχε ο ίδιος για την πραγματικότητα, ολική ή σημειακή, την είχε και κάθε άλλος και ως εκ τούτου δε χρειαζότανε τεκμηρίωση η υπόσταση της δικής του εικόνας. Γι` αυτό και έλειπε παντελώς ο ουσιαστικός, ο τεκμηριωμένος και ο καίριος λόγος. Μια ματιά αν ριχτεί στον  τελευταίο προεκλογικό λόγο του προέδρου του Σύριζα στην Αθήνα, διαπιστώνεται αμέσως πόση κενότητα τον χαρακτηρίζει. Η συνθηματολογία υποκατέστησε εδώ ολοκληρωτικά κάθε μορφή ανάλυσης και τεκμηρίωσης[3].

β. Αν και ο Σύριζα αυτοαποκαλούνταν αριστερός πολιτικός φορέας, ο πολιτικός του λόγος, είτε αφορούσε την προβολή του δικού του προγράμματος είτε κριτική προς τη ΝΔ, είχε προσωποκεντρική βάση πάντα, το δικό του πρόεδρο στην πρώτη περίπτωση, τον πρόεδρο της ΝΔ στη δεύτερη περίπτωση. Πιο συγκεκριμένα: Ο πρόεδρός του σε σχετικό οπτικοακουστικό διαφημιστικό των προηγούμενων εκλογών εμφάνιζε τον εαυτό του ως εκφραστή των διαχρονικών αγώνων του λαού και ένιωθε, έλεγε, βαριά την ευθύνη συνέχισής τους, ενώ, όταν πέρασε στη θέση της αντιπολίτευσης το κόμμα αυτό, σε κάθε επίκριση της κυβερνητικής πολιτικής κατονόμαζε ως υπεύθυνο έναν και μόνο, το Μητσοτάκη. Τον εγκαλούσανε δε κατ` επανάληψη που δε ζητούσε συγγνώμη για κάθε του ατόπημα. Κι όταν ο Μητσοτάκης άρχισε να εκφέρει συγγνώμες στη σειρά, πάλι και αυτό δεν αρκούσε για τον πρόεδρο του Σύριζα· ζητούσε χιλιάδες συγγνώμες να πει, γιατί, λέει, χιλιάδες ήταν και τα θύματα από τις εσφαλμένες ενέργειές του. Ο αδυσώπητος επομένως ταξικός αγώνας μεταξύ των κοινωνικών τάξεων αναγόταν από τον αριστερό πρόεδρο του Σύριζα σε προσωπικές χαρακτηρολογικές διαθέσεις ή τάσεις του προέδρου του κυβερνώντος κόμματος και σε εκκλήσεις συγγνώμης.     

γ. Παρατηρήθηκε όμως κατά τις δύο προεκλογικές περιόδους, την προηγούμενη του 2019 και την τωρινή, και επανάληψη ίδιων σφαλμάτων στην εκφορά του προεκλογικού πολιτικού λόγου του προέδρου του Σύριζα . Τις δημοσκοπήσεις της πρώτης προεκλογικής περιόδου θα τις μαζεύανε οι δημοσκόποι όπως τους πάγκους οι πωλητές στις λαϊκές αγορές, ενώ στην τωρινή προεκλογική περίοδο ήταν άξιες να μπούνε σε κουβά (και να πεταχτούνε προφανώς). Οι παιδαριώδεις λεονταρισμοί επίσης, με τη μορφή της προεξόφλησης του αποτελέσματος και του θριάμβου, αποτελούσαν για το Σύριζα και στις δύο περιόδους επιχείρημα για την ανασκευή κάθε κυβερνητικού λόγου. Γινότανε μεταφυσική αντιστροφή του χρόνου – πραγματική δεν μπορεί να υπάρξει - προκειμένου ν` αποτελέσει η αντιστροφή του παροντικό επιχείρημα τόσο του επικείμενου θριάμβου όσο και της ανασκευής των λεγομένων του αντιπάλου.

5. Υποτίμηση του αντιπάλου.

Υποτιμήθηκαν σε βαθμό βαριάς επιπολαιότητας, γιατί όχι και αλαζονείας, οι ικανότητες των κυβερνητών και οι δυνατότητες των μέσων που είχανε στη διάθεσή τους, να επιφέρουν καίρια πλήγματα στην προσωπικότητα του αρχηγού της αντιπολίτευσης. Μόλις η ΝΔ πήρε στα χέρια της την εξουσία, καθώς γνώριζε πως το άπαν του Σύριζα ήτανε ο πρόεδρός του, άρχισε με μέθοδο και συνέπεια να αποδομεί την πολιτική του υπόσταση, ώσπου τη μηδένισε τελείως. Επιτεύχθηκε δε ο μηδενισμός του χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία χάρη στη «συνεπικουρία» του ίδιου του προέδρου του Σύριζα, που συνέχισε να επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη, συμβάλλοντας έτσι και ο ίδιος στο γρήγορο καταποντισμό του. Η εξουδετέρωσή του επομένως επιτεύχθηκε πολύ νωρίς, από την αρχής της κυβερνητικής θητείας Μητσοτάκη.    

Εξαιτίας λοιπόν όλων αυτών των παραγόντων ο εκλογικός καταποντισμός του Σύριζα μπορεί να φάνηκε με έγκυρο τρόπο στις τελευταίες εκλογές, αλλά δε συντελέστηκε κατά την αντίστοιχη προεκλογική περίοδο. Η πτώση του Σύριζα από το ποσοστό του 32%, που είχε πάρει στις προηγούμενες εκλογές, στο πιστοποιημένο ποσοστό του 20% των τωρινών εκλογών, διαφάνηκε από την αρχή ετούτης της τετραετίας και δεν ήτανε καθόλου κεραυνός εν αιθρία. Αυτό δείχνουν τα σταθερά ποσοστά γύρω στο 20% που του δίνανε επανειλημμένα οι δημοσκοπήσεις και που ήτανε προφανώς παγιωμένα από την αρχή σχεδόν τούτης της πολιτικής τετραετίας. Ο Κούλογλου σε χρόνο «ανερμήνευτο» έθεσε δημόσια το ερώτημα στον κ. Τσίπρα: «Μήπως δεν αρέσουμε, κύριε Πρόεδρε;» και πέσανε να τον φάνε. Αν μου επιτρέπεται να επικαλεστώ και δικές μου εκτιμήσεις, ανάρτησή μου της 3ης Σεπτέμβρη 2015, μετά το δημοψήφισμα και λίγο πριν από τις εκλογές, έφερε τον τίτλο: «Ο Σύριζα τέλος. Η εσπευσμένη αυτοαναίρεσή του έφερε και το πρόωρο τέλος του», ενώ με αφορμή τις πυρκαγιές στην Εύβοια σε σχετική ανάρτησή μου στις 27.08.2021 έγραφα: «Η αξιωματική αντιπολίτευση έχει κάψει το «χαρτί» της πολύ πιο πριν από τις δικές της πυρκαγιές στο Μάτι, καθώς προγενέστερα έδειξε να συγχέει τους υπαρξιακούς λόγους της Αριστεράς με τις υποστυλώσεις του συστήματος. Τώρα δεν μπορεί να πάρει τα πόδια της· τρεκλίζει και «τσιβδίζει» συγχρόνως»[4].

Άρα η μεγάλη πτώση του Σύριζα δε συντελέστηκε κατά την περίοδο του τωρινού προεκλογικού αγώνα. Έχει την αρχή της στην εποχή της πολιτικής του ευρωστίας και στην απαρχή αυτής της τετραετίας. Η απόδοση επομένως του μεγέθους της πτώσης του στις δυσκολίες στο σχηματισμό συμμαχικών κυβερνήσεων που εμφανίζει η απλή αναλογική ή στην ανεξήγητη   δήλωση Κατρούγκαλου δεν εξηγεί παρά μόνο ελάχιστα το φαινόμενο του καταποντισμού του, γιατί ο καταποντισμός του άρχισε να παρατηρείται πολύ πριν κάνουν την εμφάνισή τους οι παραπάνω δύο παράγοντες.

Επίλογος

Τώρα πάντως, μετά από αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα, η ελληνική κοινωνία θα ζει κάτω από τη δυναστεία της δεξιάς και ακροδεξιάς, όπως το επέλεξε η ίδια, και θα παρακολουθεί επί μακρόν την ψευδή πολιτική αντιπαλότητα μεταξύ Σύριζα και Πασόκ για το ποιος θα ηγεμονεύσει στον αντιπολιτευόμενο χώρο. Έτσι θα μπορούν και τα δύο αυτά υπολείμματα του διαψευστικού τους έργου να διατηρούν τα κομματικά τους μικρομάγαζα, ας μην υπάρχουν διαφορές ιδεολογικού χαρακτήρα μεταξύ τους, επίπλαστες εφευρίσκονται άφθονες, και θα συντελούν αμφότερα στη διαιώνιση της πολιτικής ηγεμονίας της δεξιάς και ακροδεξιάς μαζί – ή κατά τη δική τους προσφιλή ορολογία θ` αποτελούν τους μόνιμους χορηγούς της. Αυτή δε η πολιτική άνοια θα εξαναγκάζει τον ελληνικό λαό να υφίσταται τις συνέπειες της μακράς διακυβέρνησής του από ένα αδίστακτο και ακραίο καπιταλιστικό μόρφωμα.

Έτσι έχοντας τα πράγματα, έρχεται μόνη της στο νου μου η ακόλουθη σκέψη: Αν ο νομοτελειακός ή αλλιώς ο φυσιολογικός θάνατος των κομμάτων ήτανε ακαριαίος, θα επιταχυνότανε κατά πολύ η πολιτική ανασυγκρότηση κάθε κοινωνίας. Τώρα όμως άντε να περιμένεις μέχρι και δεκαετίες, ώς την τελευταία τους πνοή, για να προκύψει στον αντιδεξιό χώρο κάτι νέο και σφριγηλό στην πολιτική ζωή της κοινωνίας μας. Μέχρι δε τότε δε θα σταματήσει ο λαός μας να λέει μαζί με το «ανεμομαζώματα διαβολοσκορπίσματα» και το «τι είχαν τα έρμα και ψοφούσαν» ή με άλλη διατύπωση «Ζήσε, μαύρε μου, να φας το Μάη τριφύλλι». 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Ο υπολογισμός μας παίρνει ως βάση δύο στοιχεία: α. Το ποσοστό του 35% κατά μέσο όρο που δίνανε οι τελικές δημοσκοπήσεις στη ΝΔ και το οποίο απέχει από το ποσοστό που πήρε τελικά στις εκλογές κατά 6 μονάδες. β.  Το πιθανότερο κατά τις προσωπικές μας εκτιμήσεις ποσοστό 6% που άντλησε η ΝΔ από τις δεξαμενές των ψηφοφόρων της αποκλεισμένης ακροδεξιάς. Να σημειωθεί δε ότι αυτό το ποσοστό δεν είναι ανιχνεύσιμο ούτε από τις δημοσκοπήσεις ούτε από τα «exit polls”, γιατί κανένας από τους χρυσαυγίτες λ.χ. δε θα ομολογούσε το ανοσιούργημα κατ` αυτόν της παροχής ψήφου σε ΝΔ.  

[2] Η απάντησή μου σ` ένα ενδεχόμενο ερώτημα «και το Πασόκ δεν έκανε αντιπολίτευση, αλλά παρόλα αυτά ανέβασε τα ποσοστά του» είναι: Το Πασόκ ευνοήθηκε από τρεις διαδοχικές συγκυρίες. α. Από την αλλαγή προέδρου· Κάθε τέτοια κομματική διαδικασία, αναπτερώνοντας τις ελπίδες των οπαδών, συμβάλλει στην κάποια αύξηση των ποσοστών. β. Από το γεγονός ότι ο πρόεδρός του υπήρξε θύμα υποκλοπών. Η συμπόνια μετουσιώθηκε μερικά και σε ψήφους. γ. Από την καθίζηση του Σύριζα, που έστειλε ψήφους παντού.  

[3] Στον αντίποδα αυτού του προεκλογικού πολιτικού λόγου στέκει ο αντίστοιχος του Κουτσούμπα που εκφωνήθηκε και αυτός στο Σύνταγμα. Πέρα από τα κάποια κενά ως προς την αντιστοίχισή του με την πραγματικότητα, η εσωτερική του όμως ακεραιότητα είναι εκπληκτική, αποτελεί υπόδειγμα αριστερού πολιτικού λόγου.

[4] Ενώ για το ΜέΡΑ25, που δεν κατάφερε να μπει στη Βουλή, έλεγα επίσης τότε: «Για του Βαρουφάκη το μόρφωμα δεν έχω να πω κάτι παρά μόνο πως ούτε ο Γαβράς μπορεί να το στυλώσει».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου