"Λέξω προς αιθέρα"

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

 

22%=41%=52% (σε έδρες)

Τα κυβερνητικά μαθηματικά της οικονομικής ολιγαρχίας

 Α. Η υπάρχουσα κατάσταση ανά τον πλανήτη

Όπου να πέσει το μάτι μας, είτε στο περιβαλλοντικό τοπίο του πλανήτη είτε στο κοινωνικό (εθνικό ή οικουμενικό), διάθεση για θρήνο μας φέρνει πάντα. Το φυσικό περιβάλλον, λεηλατημένο στα έσχατά του όρια από το ανθρώπινο χέρι, πνέει τα λοίσθια. Το κλίμα, αλλαγμένο σημαντικά, ολοένα και μεγαλύτερες εκτάσεις γης καθιστά άγονες και εχθρικές για την επιβίωση του ανθρώπου αλλά και κάθε άλλου οργανισμού. Εν τω μεταξύ ο πλούτος της γης, συγκεντρωμένος όλος σ` ένα μικρό μέρος του πληθυσμού της, που έχει τα μέσα να τον σφετερίζεται και να επιβάλλει δυναμικά το σφετεριστικό του «δικαίωμα», προσφέρει όχι απλώς ευημερία αλλά και ασύστολη χλιδή στους λίγους, που είναι το διαρκές απότοκο της εκμετάλλευσης των πολλών από τους λίγους αλλά και της θλιβερής προέκτασής της, «η φτώχια να υπάρχει όχι γιατί δεν μπορούμε να ταΐσουμε τους φτωχούς, αλλά επειδή δεν μπορούμε να χορτάσουμε τους πλούσιους»[1]. Μακάβριο χορό σέρνουν οι λίγες κοινωνίες που ευημερούν πάνω στη δυστυχία των πολλών που λιμοκτονούν. Και όσοι επιχειρούν να διαφύγουν από τις κοινωνίες της δυστυχίας έχουν την τύχη του ναυαγίου της Πύλου, που σύμφωνα με τον ΟΗΕ ήταν προϊόν πολιτικών αποφάσεων, εννοείται, των κοινωνιών που ευημερούν. Και, αν με τη βύθιση πλοίων μεταναστών δεν αποσοβηθεί ο κίνδυνος της μεταφοράς τους στις ευημερούσες κοινωνίες, υπάρχει και η λύση της εξολόθρευσής τους με πόλεμο, ώστε να έχουν κατόπιν ανενόχλητοι ευζωία οι λίγοι.

Οι πολιτικές καταστάσεις που ισχύουν σε όλο τον πλανήτη όχι μόνο αντιστοιχούν στα διαμορφωμένα οικονομικά δεδομένα των τεράστιων ανισοτήτων σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο, αλλά υπήρξανε και οι κύριοι συντελεστές αυτής της διαμόρφωσής τους. Μαριονέτες της οικονομικής ολιγαρχίας έχουν καταστεί οι πολιτικοί εκπρόσωποι του συνόλου των κοινωνιών του πλανήτη, ενώ όλες οι κοινωνίες του έχουν καταστεί υποχείριο αυτής της ολιγαρχίας, το δε πολίτευμα της δημοκρατίας μετεξελίχθηκε στα χέρια της στο πιο αποτελεσματικό μέσο καθυπόταξής τους. Το πιο ανήθικο, απάνθρωπο και εξανδραποδιστικό οικονομικό και πολιτικό σύστημα της ανθρώπινης ιστορίας έγινε μονόδρομος για κάθε κοινωνία του πλανήτη, γιατί επενδύθηκε με μια φαλκιδευμένη και παγιδευτική δημοκρατία, που αποκλείει κάθε δυνατότητα αναστροφής. Η δε Αριστερά, που θα μπορούσε να αναστρέψει την κατάσταση, εμφανίζεται να μην έχει πουθενά ίχνη ζωής.

Β. Η αυτοκατάλυση της Δημοκρατίας

Τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών στη χώρα μας, εθνικών και ευρωπαϊκών, που χωρίζει τη διεξαγωγή τους χρονική απόσταση ενός έτους μόνο, επιβεβαιώνουν τεκμηριωμένα την αυτοκατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος σε μας τουλάχιστο.

Οι εθνικές εκλογές του Ιουνίου 2023 ανέδειξαν Κυβέρνηση στη χώρα μας το κόμμα της ΝΔ που πήρε ποσοστό ψήφων 40,56%. Αυτό το ποσοστό είναι μεν πλειοψηφικό σε σχέση με των άλλων κομμάτων, αλλά μειοψηφικό σε σχέση με το απόλυτο μέγεθος του συνόλου των ψηφισάντων· υπολείπεται κατά δέκα μονάδες περίπου από την απόλυτη πλειοψηφία του 50+1%. Και ενώ είναι μειοψηφικό ποσοστό, εντούτοις προσπορίζει στη ΝΔ κοινοβουλευτική απόλυτη πλειοψηφία 52% και κυβερνητική αυτοδυναμία 158 εδρών. Δηλαδή η μειοψηφία σε ψήφους γίνεται πλειοψηφία σε έδρες. Το να έχει όμως ένα κόμμα μειοψηφικό ποσοστό ψήφων, αλλά παρόλα αυτά να εξασφαλίζει κοινοβουλευτική πλειοψηφία αποτελεί εξόφθαλμο οξύμωρο, γιατί εμπεριέχει την καταφανέστατη αντινομία η μειοψηφία να συνιστά πλειοψηφία και να ασκεί κυβερνητική εξουσία. Τότε όμως παύει να έχει ισχύ η δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας. Τη θέση της παίρνει η εξουσιαστική αρχή της μειοψηφίας, οπότε το πολίτευμα εκπίπτει σε ολιγαρχικό.

Η μετάπλαση της μειοψηφίας ψήφων σε πλειοψηφία εδρών επιτυγχάνεται με τη θέσπιση ανάλογων εκλογικών νόμων, που αποσπώντας έδρες από τα άλλα κόμματα τις μεταφέρουν στο πρώτο, ώστε να υπάρχει κυβερνησιμότητα. Ένας τέτοιος νόμος είναι αυτός που δίνει ως δώρο (μπόνους το λένε) 50 έδρες στο πρώτο κόμμα μόνο και μόνο επειδή είναι πρώτο. Δεύτερος τέτοιος νόμος είναι αυτός που ορίζει ελάχιστο ποσοστό ψήφων, προκειμένου να μπει ένα κόμμα στη Βουλή, και που τα ποσοστά των κομμάτων που δεν μπαίνουνε στη Βουλή τα μεταφέρει, αναλογικά πάντα, στα κόμματα που έχουνε μπει, για να υπάρχει πάλι κυβερνησιμότητα. Αν πάντως τέτοιες νομοθετικές ρυθμίσεις αντίκεινται στη λογική και σε θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας, αυτό δεν έχει καμιά απολύτως σημασία.   

Εκεί όμως που συντελείται η μεγαλύτερη οφθαλμαπάτη, που δημιουργεί και τη μεγαλύτερη ψευδαίσθηση στον καταγραμμένο υπολογισμό των ποσοστών των κομμάτων, είναι στον παντελή αποκλεισμό της αποχής από το συνυπολογισμό των ψήφων των συμμετεχόντων, ωσάν η αποχή ν` αποτελεί εξωεκλογικό γεγονός, που δεν έχει καμιά σχέση με στάση των πολιτών απέναντι στους υποψήφιους κυβερνήτες του. Κι ενώ η επί τοις 100 κλίμακα των εκλογέων είναι ενιαία και το ποσοστό των ψηφισάντων είναι το υπόλοιπο των απεχόντων, οπότε, όταν αυξάνεται το ένα μειώνεται το άλλο, εντούτοις η κλίμακα των ψηφισάντων αποσπάται από την ενιαία κλίμακα του συνόλου του εκλογικού σώματος, ανεξαρτητοποιείται και, καταλαμβάνοντας και το διάνυσμα των ποσοστών της αποχής, που την εκτοπίζουν παντελώς, αποκτά έκταση ακέραιης εκατοστιαίας κλίμακας (100%). Της προσδίδεται με μια λέξη αυτονομία. Τότε η συναγωγή των δικών της ποσοστών κατά κόμμα προκύπτει, χωρίς να υπολογίζεται το ποσοστό της αποχής, ερήμην της δηλαδή. Όταν όμως η αποχή δε λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό των ποσοστών των κομμάτων, τότε αυτή ως μέγεθος και ως αξία μηδενίζεται εντελώς και δεν επηρεάζει καθόλου τη δυνατότητα ή την αδυναμία του ποσοστού των ψηφισάντων να σχηματίζει κυβέρνηση. Αυτό είναι αυτοδύναμο πια. Επί πλέον διαλαλείται και ως πραγματικό ποσοστό, για να υποκρύπτεται η πραγματική διάσταση του ποσοστού του κάθε κόμματος, που είναι τόσο μειωμένο όσο είναι αυξημένο το ποσοστό της αποχής.   Αν δε η αποχή αγγίξει το 50%, τότε και το ποσοστό του κάθε κόμματος μειώνεται κατά το ήμισυ. Ωστόσο, παρόλα αυτά, με την προβολή του επίπλαστου ποσοστού των ψηφισάντων και τη διαλάλησή του ως πλειοψηφικού θαρρεί κανείς ότι το ποσοστό του κάθε κόμματος αποτελεί μέρος ποσοστού σύνολου του εκλογικού σώματος και όχι μέρος του ποσοστού αυτών που ψήφισαν μόνο.

Τότε επίσης λαμβάνει χώρα το περίεργο και ανεπαίσθητο φαινόμενο: Τα δύο ποσά, αποχής και συμμετοχής, που ήταν πριν αντιστρόφως ανάλογα (όσο αυξανόταν η αποχή τόσο μειωνόταν η συμμετοχή), αντιστρέφονται σε ανάλογα (όσο αυξάνεται η αποχή, τόσο αυξάνονται τα ποσοστά των κομμάτων). Τότε επίσης, αν η αποχή πλειοψηφήσει έναντι της συμμετοχής και αναλάβει την εξουσία η μειοψηφούσα συμμετοχή, αντιστρέφεται πιο κατάδηλα και το πολίτευμα· κυβερνά η μειοψηφία της συμμετοχής και όχι η πλειοψηφία της αποχής. Ακόμα και αν είναι το ποσοστό της συμμετοχής 10% ή και 1% ισχύει το ίδιο, κυβερνά αυτό το μηδαμινό έως μηδενικό ποσοστό, γιατί το Σύνταγμα δε θέτει κάποιο όριο στη δυνατότητα της μειοψηφίας να σχηματίζει Κυβέρνηση, οπότε συναινεί στη δημιουργία Κυβέρνησης και από το πιο ελάχιστο μειοψηφικό ποσοστό.  

Το ποσοστό λοιπόν του 40,56% της ΝΔ προκύπτει από τον υπολογισμό των ψήφων μόνο αυτών που ψηφίσανε. Όσοι είχαν δικαίωμα ψήφου, ήταν δηλαδή ψηφοφόροι, αλλά δεν ψήφισαν – και αυτών το ποσοστό ανέρχεται στο 47% του όλου εκλογικού σώματος στις τελευταίες εθνικές εκλογές - δε συνυπολογίζονται, ωσάν να μην ανήκουν στο εκλογικό σώμα των Ελλήνων και ωσάν να μην έχουν εκδηλώσει με την αποχή τους, γιατί άλλος τρόπος δεν υπάρχει, τη διάθεση απόρριψης όλων των κομμάτων, την καθολική αρνητικότητα της ψήφου τους. Από αυτούς ένα ελάχιστο ποσοστό δεν πήγε να ψηφίσει από κάποια αδυναμία, η συντριπτική τους όμως πλειοψηφία έχει εκδηλώσει με την αποχή φανερή τη διάθεση αποδοκιμασίας. Αν εξάλλου υπήρχε διάθεση ψήφισής τους, θα κάνανε το παν, για να καταθέσουν την ψήφο τους.

Αν τώρα συνυπολογιστεί και το ποσοστό 47% της αποχής στον υπολογισμό των ποσοστών του κάθε κόμματος, τότε το ποσοστό 40,56% της ΝΔ, όπως και κάθε άλλου κόμματος, μειώνεται κατά το ήμισυ σχεδόν. Από το σύνολο δηλαδή του όλου εκλογικού σώματος η ΝΔ απέσπασε ποσοστό 22% μόνο, ποσοστό που την υποβιβάζει σε ισχνή μειοψηφία. Όχι το μισό αλλά ούτε το ένα τέταρτο των Ελλήνων ψηφοφόρων δεν την έχει ψηφίσει. Και όμως κομπάζει και πανηγυρίζει ότι υπερψηφίστηκε από την πλειοψηφία των Ελλήνων και γι` αυτό δικαιωματικά ασκεί αυτοδύναμα την εξουσία. Αν λάβουμε δε υπόψη το ποσοστό που πήρε στις ευρωεκλογές, όπου η αποχή ανήλθε στο 58%, τότε το δικό της ποσοστό 28% ισοδυναμεί με 12%, όπως και το 14% του Σύριζα με 6%. Πού εδράζεται λοιπόν η κομπορρημοσύνη τους; Πουθενά. Μόνο οι απέχοντες μπορούν να πανηγυρίζουν. Αυτοί αποτελούν πραγματική πλειοψηφία.

Είναι ωστόσο «νομικά θεμελιωμένη» η άσκηση εξουσίας εκ μέρους μιας μειοψηφίας ακόμα και ελάχιστης. Βάσει νόμου χαλκεύονται αυτού του είδους οι πλειοψηφίες και παραβιάζονται θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος, όπως:

α. Όντας κατά το Σύνταγμα όλοι οι Έλληνες ίσοι και έχοντας όλοι τους το ίσο δικαίωμα της ψήφου, τότε και η ψήφος του καθενός είναι ίση με του κάθε άλλου Έλληνα. Δεν μπορεί επομένως η ψήφος ενός κόμματος, που είναι πρώτο, να έχει μεγαλύτερη αξία από των άλλων κομμάτων και έχοντας ιδιότητα μαγνήτη να «έλκει» ψήφους από άλλα κόμματα προς το πρώτο. Τότε ανισοποιούνται οι ψήφοι των Ελλήνων. β. Η κάθε ψήφος έχει τη σημασία της στο βαθμό που βρίσκεται στην κατεύθυνση που της έχει δώσει ο ψηφοφόρος. Αλλοιώνεται ακόμα και αντιστρέφεται η σημασία της, αν ο οποιοσδήποτε για οποιοδήποτε λόγο μετά την κατάθεσή της αλλάξει την κατεύθυνσή της και την τοποθετήσει σε άλλο κόμμα. γ. Είναι «ψηφοφόρος» και ο απέχων. Η αποχή του εκφράζει  πολιτική και εκλογική στάση απέναντι στους υποψήφιους κυβερνήτες του. Τη στάση του αυτή, που κυμαίνεται από απλή ανυπαρξία διάθεσης ψήφισής τους έως και παντελή αποδοκιμασία, απλώς δεν την εκφράζει μέσω ψηφοδελτίου. Και η μη προσέλευσή του στην κάλπη δείχνει και αυτή, από μόνη της, το βαθμό αποδοκιμασίας· δε θέλει κανέναν από αυτούς τους επίδοξους κυβερνήτες να τον κυβερνήσουν, την δε καθολική αρνητική του θέληση δεν έχει άλλον τρόπο να την εκφράσει παρά μόνο μέσω της αποχής.  

Αλλά και βάσει του Συντάγματος κατοχυρώνεται η ανάδειξη στην εξουσία ενός κόμματος που μειοψηφεί, όπως:α. Το ίδιο το Σύνταγμα κατοχυρώνει πλειοψηφικά εκλογικά συστήματα, που έχουν το μαγικό ραβδί να μεταπλάθουν τη μειοψηφία σε πλειοψηφία. β. Το Σύνταγμα πάλι δίνει το δικαίωμα σε όλους τους Έλληνες να ψηφίζουν, τους υποχρεώνει μάλιστα, και πρέπει συνεπώς να ασκείται αυτό το δικαίωμα από όλους, για να είναι έγκυρη η εκλογική διαδικασία. Αν όμως δεν ψηφίζει ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος, αυτό σημαίνει πρώτον ότι το ίδιο το Σύνταγμα δεν εφαρμόζεται και συνεπώς συνταγματικά δεν επικυρώνεται ένα τέτοιο εκλογικό αποτέλεσμα, δεύτερον ότι ο βασικός όρος που αυτό θέτει για την ύπαρξη δημοκρατικού πολιτεύματος, να κυβερνά η πραγματική πλειοψηφία, δεν εκπληρώνεται και συνεπώς αίρεται και κάθε έννοια ισχύος ενός τέτοιου πολιτεύματος, αίρεται δηλαδή η δημοκρατία. γ. Το πρόβλημα εντείνεται, όταν η συμμετοχή αγγίζει το 50%. Πώς το Σύνταγμα τότε θεωρεί έγκυρη την εκλογική διαδικασία, όταν μόνο οι μισοί συμμετέχουν, ενώ οι άλλοι μισοί απέχουν; Γιατί να λαμβάνονται υπόψη οι μισοί της συμμετοχής και όχι οι μισοί της αποχής; δ. Αλλά το πρόβλημα παίρνει τεράστιες διαστάσεις και αντιστρέφει καταφανέστατα το δημοκρατικό πολίτευμα σε ολιγαρχικό, όταν το ποσοστό της αποχής υπερβεί το 50%. Γιατί το Σύνταγμα και πάλι επικυρώνει την ανάληψη εξουσίας από τη μειοψηφία, μετεκλογική πράξη που η πλειοψηφία την έχει αποκλείσει, και κατακυρώνει εμφανέστατα τη θέληση της μειοψηφίας και όχι της πλειοψηφίας. Αυτό όμως αντιβαίνει και στην ίδια τη δημοκρατικότητα του Συντάγματος, που ως πεμπτουσία του έχει τη διαφύλαξη της αρχής της πλειοψηφίας. Αντιστρέφεται λοιπόν τότε και το ίδιο το Σύνταγμα: Από διασφαλιστής της εφαρμογής της αρχής της πλειοψηφίας γίνεται διασφαλιστής της εξουσίας των λίγων. Πρόκειται για αυτοαναίρεση και αυτοανατροπή του.

Έτσι η οικονομική ολιγαρχία, που από μόνη της δεν έχει ούτε το ποσοστό του 22%, γιατί και αυτό το αποκτά μετά από θεμιτές και αθέμιτες μεθόδους άσκησης πίεσης που διαθέτει σε άλλα κοινωνικά στρώματα, αναγορεύεται σε πολιτική ολιγαρχία και ασκεί κυβερνητικό έργο αέναα σχεδόν, χωρίς να έχει καμιά νομιμοποίηση από κάποια πραγματικά πλειοψηφική λαϊκή ετυμηγορία και χωρίς να εκπροσωπεί την πλειοψηφία εκείνη που προβλέπει το Σύνταγμα, προκειμένου να ασκείται δημοκρατική εξουσία. Η εξίσωση 22%=41%=52% (σε έδρες) είναι τα αλάνθαστα κυβερνητικά μαθηματικά της ολιγαρχίας, που της εξασφαλίζουν αταλάντευτη διαιώνιση της εξουσίας της, η δε αποχή είναι το υποστύλωμά της αλλά και η χαρά της μαζί.

Γ. Τι κάνει η Αριστερά

Ωστόσο το συμπέρασμα που βγαίνει και από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών στη χώρα μας είναι ότι ο Μητσοτάκης «θέλει» να πέσει και κάνει το παν γι` αυτό, αλλά δεν τον αφήνει η Αριστερά (ή για έναν πιο γενναιόδωρο η Κεντροαριστερά, οι «προοδευτικές» με άλλα λόγια δυνάμεις της χώρας). Κι ενώ η κυβερνητική πολιτική της ολιγαρχίας αναδίνει από παντού δυσωδία, παραμένει η πιο κραταιά πολιτική δύναμη της χώρας. Όλες οι άλλες, αφού απωλέσανε το βηματισμό τους, τρεκλίζουν προς την κατεύθυνση του θανάτου πάντα.  

Η Αριστερά, διαμελισμένη και παραλυμένη καθώς είναι, συνεχίζει την πορεία της φθίσης της τόσο με τον περαιτέρω διαμελισμό της (και το άτομο διασπάται πια) όσο και με την καλλιέργεια του μύθου της αναγέννησής της μέσα από κάθε νέο ή παλιό κομματίδιό της. Για του μύθου το αληθές κι ενώ το κάθε κομματίδιό της βρίσκεται σε μια κατάσταση μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, αυτό το κάθε κομματίδιο χρησιμοποιεί για την παραπλάνησή μας ακόμα και τα κυβερνητικά μαθηματικά της οικονομικής ολιγαρχίας, ότι τα ποσοστά του αυξάνονται, έστω και αν η αύξηση αυτή δεν είναι πραγματική αλλά ψευδής και «επιτυγχάνεται» μόνο χάρη στην αύξηση της αποχής. Κι ενώ οι ψήφοι που πήρανε κατά τις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις μειώνονται σταθερά, παρόλα αυτά κομπάζουν γι` αυτή την ψευδή αύξηση των ποσοστών τους. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα η «Πλεύση Ελευθερίας»: Στις πρώτες εθνικές εκλογές του Μαΐου 2023 δεν μπήκε στη Βουλή και μπήκε στις δεύτερες, παρόλο που σ` αυτές πήρε μερικές χιλιάδες λιγότερες ψήφους. Η αύξηση της αποχής ήταν εκείνη που αύξησε και τα ποσοστά της.

Το ΚΚΕ, η πιο συμπαγής πολιτική δύναμη της Αριστεράς και κύριος εκφραστής των αξιών της, τραβάει αταλάντευτο το μοναχικό του δρόμο προς το μελλοντολογικό άπειρο, περιφρονώντας την ενασχόληση με την τρέχουσα πολιτική. Όλοι είναι ίδιοι και εξίσου απορριπτέοι, διακηρύσσει. Μόνο η εκτεταμένη στο άπειρο μελλοντολογία του θα φέρει την ανατροπή. Μικροαλλαγές και μεταρρυθμιστικές βελτιώσεις δεν επιδέχεται το σύστημα. Η κοινωνική πρόοδος και η καθιέρωση δικαιότερων θεσμών συντελούνται μόνο με βαθιές τομές, διατείνεται. Είναι όμως μόνο έτσι ή μήπως άπειρες βελτιώσεις και κοινωνικές κατακτήσεις στην ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών έχουν επιτευχθεί και σταδιακά, με θετικές επάλληλες μικροεπεμβάσεις;

Το Πασόκ, εξαιτίας της ανυπαρξίας, όπως λέγαμε στην προηγούμενη ανάρτηση,  ακαριαίου θανάτου στους μελλοθάνατους κομματικούς οργανισμούς, ζει τον αργό του θάνατο επιβραδύνοντας επί δεκαετίες τώρα την πολιτική ανασυγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας. Την «ευθανασία» του (την απάρνηση δηλαδή του εαυτού του και τη συγχώνευσή του με άλλα όμορα ιδεολογικά κόμματα) την απορρίπτουν τα ηγετικά του στελέχη, γιατί η δική του «ευθανασία» θα είναι προάγγελος και της δικής τους επιβεβλημένης ηγετικής «ευθανασίας».

Ο Σύριζα είναι το πιο πρόσφατο μελλοθάνατο πολιτικό μόρφωμα, που εμποδίζει επίσης με τον αργό του θάνατο την πολιτική ανασύνταξη της κοινωνίας μας. Γιατί κι εδώ η προοπτική «ευθανασίας» αποκλείεται παντελώς από το νέο πρόεδρό του, που άκρως φιλόδοξος και άκρως ανερμάτιστος διαγράφει με βεβαιότητα την προοπτική της νέας διάσπασης του κόμματος.

Για το Μέρα25 είναι ανάξια λόγου κάθε αναφορά στη μηδενική του ύπαρξη. Ωστόσο και αυτό μοχθεί για τη διατήρησή του στη ζωή στήνοντας εμπόδια στην πολιτική ανασύνταξη των προοδευτικών δυνάμεων της χώρας.

Και οι πολίτες αυτής της τελματωμένης πολιτικά κοινωνίας τι κάνουνε; Στην πλειοψηφία τους μουτζώνουμε τους πάντες και απέχουν, για να σταθεροποιούν στη θέση της εξουσίας αυτούς που την κατέχουν, ή ψηφίζουν με βαριά καρδιά τους άλλους, για να τους σταθεροποιούν στο τρέκλισμά τους. Δε λαμβάνουνε καθόλου υπόψη τους, γιατί δεν το συνειδητοποιούν, ότι η πιο ενοποιητική και καταλυτική κοινωνική δύναμη είναι η πολιτική ούτε ότι με την αποχή γινόμαστε αυτό που από τα παμπάλαια χρόνια χαρακτήρισε ο Θουκυδίδης «άχρηστοι» και επιβλαβέστατοι για τον ίδιο τον εαυτό μας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  

 

 

 

     

    



[1] Μου μεταφέρθηκε διαδικτυακά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου