"Λέξω προς αιθέρα"

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

ΞΕΡΟΥΝΕ ΤΙ ΛΕΝΕ;



Εμπαθών γελοιοτήτων συνέχεια (Υποσχεμένο)

Ενώ ποντάρανε περισσότερο να κρυφτούνε στην «κρύπτη» του κειμένου παρά στην «κρύπτη» της συλλογικής τους ανωνυμίας, τελικά του κειμένου τους εκθέτει πιο καίρια αλλά και ακέραια, φανερώνοντας επιπρόσθετα στίγματα, εσωτερικά τώρα,  της ιδιοσυστασίας τους. Γιατί, αν και του κάνανε τη μέγιστη αξιακή φόρτιση, ώστε να συντελείται η απαιτούμενη δημαγωγία και να αποκρύπτεται η εννοιολογική του βαβυλωνία, εν τούτοις αυτή προβάλλει και γίνεται φανερό πως πρόκειται για ένα κείμενο εννοιολογικά ασυνάρτητο, για έναν «αχταρμά» ιδεών και ανύπαρκτων εννοιολογικών συσχετίσεων, για συνεχείς μεταπηδήσεις από τη μια μεγαλόστομη έννοια στην άλλη και για μια έκδηλη παντού διάθεση απόκρυψης των αιτίων και υπαιτίων, καθώς οι ίδιοι αποτελούν την ταύτιση μαζί τους. Πάντως το μοναδικό σκοπό που είχε ως κείμενο να μη δείχνει ότι ο δρόμος που μας υποδεικνύεται είναι ο δρόμος του καταστροφικού εναγκαλισμού μας και πάλι μαζί τους, χάρη στην προσεγμένη επίδειξη ηθικολογίας, σχεδόν τον πετυχαίνει. Πρέπει κανείς να το αναγνώσει με προσοχή, για να διαγνώσει τις μύχιες βλέψεις των συντακτών του, την πραγματική σκοπιμότητά τους και την παραπλανητικότητα του λόγου τους.
Η πρόθεσή τους να δείχνει το κείμενο ακομμάτιστο είναι εμφανής αλλά και προφανής, για να πιάνει τόπο η δημαγωγικότητα που εμπεριέχεται στο «ακομμάτιστο». Πίσω από το «ακομμάτιστο» κρύφτηκαν και στις δημοτικές εκλογές που τους δώσανε την πλειοψηφία και τους αναθέσανε την ευθύνη να ασκούνε καθήκοντα δημοτικής αρχής και όχι βέβαια να προπαγανδίζουν σε εθνικές εκλογές την πολιτική ενός κόμματος που και οι ίδιοι ντρέπονται να πούνε το όνομά του. Εν πάση περιπτώσει σ` αυτό τον τύπο δημαγωγίας του «ακομμάτιστου» επιδίδονται αρκετά. Αλλά η διάθεσή τους να δημαγωγήσουν δεν εξαντλείται μόνο σ` αυτό τον τύπο. Χρησιμοποιούνται και όλοι οι άλλοι τρόποι. Ο ρητορισμός, η μονοπώληση τίμιων διαθέσεων και η συνακόλουθη κυρίως χρήση εννοιών αξιακά φορτισμένων, όπως είναι το έθνος, η πατρίδα, το αίσθημα ευθύνης… και τα απειλητικά τους, που αποτελούν γονιμότατο έδαφος για δημαγωγική καλλιέργεια. Αλλά αυτή, όπως όλοι μας ξέρουμε, επιτελείται κατά κανόνα πάνω σε πραγματικές σχέσεις και συνδέσεις αυτών των εννοιών, όχι σε ανύπαρκτες και μη λογικές. Στο συγκεκριμένο όμως κείμενο δεν ξέρουμε γιατί προτιμήθηκε το δεύτερο. Να το αποδώσει κανείς σε υποκειμενική αδυναμία είναι πολύ δύσκολο. Τόση εννοιολογική άγνοια είναι κάτι δυσεύρετο. Να το αποδώσει σε πρόθεση; Πάλι δύσκολο. Ποιος θέλει να δείχνει τόσο αδαής. Γιατί σ` αυτή τη δεύτερη μέθοδο, που ακολουθήθηκε και που δεν έχει βέβαια μεθοδολογική εντιμότητα,  γίνεται ολοφάνερη εδώ η αδυναμία σύλληψης ορθών σχέσεων μεταξύ των εννοιών και αποτύπωσής τους. Ως προς αυτό είναι που χωλαίνει το κείμενο σοβαρά και περισσότερο αποκαλύπτει, παρά αποκρύπτει.
Αρχίζει το κείμενο με το θέμα των εκλογών. Για να γίνει δημαγωγική εκμετάλλευση της αέναης σημασίας τους προσφεύγουν στον εντυπωσιασμό της ρητορικότητας, στη στρέβλωση των εννοιών, στην αντιστροφή της πραγματικότητας και στη διατύπωση ακόμα και διττού ψεύδους, ότι αυτοί είναι οι μόνοι που θεωρούν τις εκλογές αναγκαίες και ότι εξαιτίας αυτού η δική τους πρόταση είναι η μόνη που καθιστά τις εκλογές δημοκρατική λύση και δημοκρατική διέξοδο. Για να μη γίνεται όμως αντιληπτό το διττό αυτό ψεύδος, λαμβάνει χώρα προηγουμένως μια προεργασία συσκότισης των πραγμάτων, ώστε μέσα σε ένα θολό εννοιολογικό και συλλογιστικό τοπίο, να μη φαντάζει ψευδής ο καταληκτικός τους ισχυρισμός. Ονομάζονται, λέγεται στο κείμενο, οι εκλογές κρίσιμες από πολλούς, χρήσιμες από διπλάσιους και αναγκαίες από τους ίδιους, ενώ δεν υπάρχουν καν αυτές οι κατηγοριοποιήσεις ούτε βέβαια οι αντιστοιχήσεις προς τους ονοματοδότες – αναδόχους των χαρακτηρισμών. Οι δύο μάλιστα πρώτες κατηγοριοποιήσεις γίνονται για την ομοηχία και μόνο που έχουνε τα δύο επίθετα, άρα για εντυπωσιασμό και μόνο.  
Όλοι μας, όσοι πιστεύουμε στο πολίτευμα της Δημοκρατίας, όταν κάνουμε λόγο γι` αυτό και μιλώντας γενικά για τις εκλογές, τις θεωρούμε χρήσιμες και αναγκαίες για τη λειτουργία αυτού του Πολιτεύματος. Αναγκαίες τις θεωρούμε επίσης, όταν πιστεύουμε ότι σε ειδικές περιστάσεις συντρέχουν λόγοι έκτακτης διεξαγωγής τους.  Κρίσιμες τώρα μπορεί να χαρακτηρίζονται, συνήθως όταν είναι ήδη προκηρυγμένες και όταν είναι πράγματι κρίσιμες,  είτε διεξάγονται αυτές τακτικά είτε έκτακτα. Πάντως το κάθε κόμμα τις χαρακτηρίζει σχεδόν κάθε φορά έτσι, για να συσπειρώνει τους ψηφοφόρους του. Δεν υπάρχει επομένως μια ορισμένη κοινωνική ομάδα ή πολιτικό κόμμα που να έρχεται σε αντιστοίχηση με τον έναν ή τον άλλο από τους τρεις χαρακτηρισμούς. Ετούτες τώρα οι εκλογές, ενώ ήτανε για πολλούς μας αναγκαίες, δε γινότανε αποδεκτή η αναγκαιότητά τους από τους αρμόδιους θεσμούς, ώστε να τις προκηρύξουν, και μόνο η αποτροπή της εκλογής προέδρου της δημοκρατίας τις κατέστησε και θεσμικά αναγκαίες. Άρα δε γίνανε αναγκαίες, επειδή εκ των υστέρων και πολύ μετά την προκήρυξή τους, τη στιγμή που συντάχθηκε το κείμενο και για τις δικές του ανάγκες,  τις ονομάσανε αυτοί αναγκαίες. Οι ίδιοι μάλιστα ήτανε κατά των εκλογών και έως την ώρα της προκήρυξής τους και κάνανε το παν, ώστε να μην προκηρυχθούν. Και, ενώ δεν υπάρχει καμιά πραγματική βάση σε τέτοιους ισχυρισμούς αλλά και στους προηγούμενους εννοιολογικούς συσχετισμούς, διατυπώνονται με διατυμπάνιση μάλιστα. Πρόβλημα όμως μεγάλο έχουν και οι άλλες συσχετίσεις που γίνονται μεταξύ των επιθέτων που χαρακτηρίζουν τις εκλογές και των συνοδευτικών τους, που κανείς δεν ξέρει αν είναι αίτια ή και αιτιατά, γιατί κανείς δεν ξέρει περί τίνος πρόκειται πραγματικά, έτσι αυθαίρετα που γίνονται οι εννοιολογικοί συσχετισμοί. Δε θα επιμείνω όμως άλλο σ` αυτό.
Για την ενόχλησή τους τώρα που το «αφοριζόμενο» κόμμα επιζητούσε αυτοδυναμία τι να πω; Δεν πάει αισθητικά τουλάχιστον να την αποκηρύσσει εκείνος που την κατέστησε, αντιδημοκρατικά βέβαια, εφικτότατη, για να επωφελείται ο ίδιος πολιτικά επί δεκαετίες και να οδηγεί τη χώρα σταθερά προς την καταστροφή. Ωστόσο η εξασφάλισή της από το αποκηρυσσόμενο κόμμα, είτε της ίδιας είτε της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, που είναι ισοδύναμο σχεδόν και το ίδιο άδικη, θα είναι μια μορφή αποκατάστασης τη δικαιοσύνης, στην αρνητική, ελλιπή της έστω μορφή. Γιατί η θεά της Νέμεσης, που υπάρχει για τέτοιες περιπτώσεις, τιμωρεί με «μπούμερανγκ» αυτούς που θεσπίσανε αυτή την αδικία. Τότε που την καρπωνότανε εκείνοι επικροτούσανε την άδική επίτευξή της, τώρα γιατί τους εξεγείρει; Αλλά πρέπει, είπαμε, να μη φαίνεται ότι είναι οι ίδιοι εκείνοι άνθρωποι.
Η πατρίδα και το έθνος και ο διχασμός του και η αντίστοιχη ευθύνη είναι φυσικότατα λέξεις που διαπερνούν το κείμενο, για να γίνεται πειστική η μονοπώλησή τους μέσω της δημαγωγικότητας που εν δυνάμει εμπεριέχουν ως έννοιες και να υποδηλώνεται ευθαρσώς ότι οι άλλοι προς τους οποίους απευθύνεται η παραίνεση του κειμένου, δεν τρέφονται από τέτοια αισθήματα και καλά είναι να τα αποκτήσουν. Ευτυχώς δε γίνεται η παραπομπή σε βορίδεια μέθοδο απόκτησης. Δεν εξετάζω όμως τι θυμίζουν αυτά τα κηρύγματα ούτε με απασχολεί η ρηχότητα της σκέψης, που θεωρεί το θέμα της κρίσης εθνικό και όχι ταξικό, αφού αυτοί δεν ακούσανε ποτέ τίποτα περί κυριαρχίας των ισχυρών σε μια κοινωνία και στην Ευρώπη σήμερα όπως και στην ανθρωπότητα ολόκληρη. Είπαμε ότι πρέπει να κάνουν τον κουφό, αφού κρύβονται. Με απασχολεί όμως ο συλλογισμός τους ότι, επειδή το διακύβευμα των εκλογών είναι εθνικό, πρέπει στις εκλογές αυτές να συνταχθούμε μαζί τους. Είναι οι γνήσιοι εκφραστές της εθνικής ιδέας, μας λένε περίπου, και επιπρόσθετα δεν είναι καθόλου οι ίδιοι με τους πριν, είναι οι σοφότεροί τους. Οι καταστάσεις «μας έκαναν σοφότερους» μας διαβεβαιώνουν έμμεσα, για να πιστέψουμε στο κρύψιμό τους και να πειστούμε πως δεν είναι εκείνοι, αλλά άλλοι, σοφότεροι εκείνων.
Εμείς όμως τη δική τους τωρινή προσχηματική σοφία την είχαμε πραγματική ανέκαθεν, γι` αυτό και δεν πηγαίναμε μαζί τους. Επομένως και, αν ακόμα η δική τους σοφία δεν ήτανε προσχηματική, αλλά πραγματική, δε θα μας ήτανε χρειαζούμενη. Εμείς έχουμε τη δική μας σοφία και την έχουμε οδηγό στις ενέργειές μας και ξέρουμε ότι αυτοί που μας καλούνε σε σύμπραξη μαζί τους είχανε κάποτε επί δεκαετίες την τύχη τη δική μας και όλου του έθνους στα χέρια τους και αποδείχθηκαν ανίκανοι να τη διαχειριστούν, φέρνοντάς μας κρίση και καταστροφή. Είδαμε επίσης ότι προσδώσανε και εθνική διάσταση στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουνε κυβερνητικά την καταστροφή μας. Ως και μέρος της Αριστεράς πήγε μαζί τους. Αποτέλεσμα κανένα. Εξακολουθούμε να είμαστε ριγμένοι σε λάκκο αφανισμού. Αλλά η σοφία μας μας λέει πάλι ότι δεν πρέπει να πιστεύουμε ότι θα μας βγάλουν από το λάκκο αυτοί που μας ρίξανε. Τι μας λείπει, για να αναθέτουμε τη σωτηρία μας στους καταστροφείς μας; Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ή τα μάτια μας; Βλέπουμε επομένως: Όσες κοινωνίες πήραν τους καταστροφείς τους για σωτήρες, σβήσανε. Γι` αυτό και όλες οι κοινωνίες σβήνουν πρώτα τους καταστροφείς τους. Και έτσι σώζονται οι ίδιες. Υπό τον όρο πάντα ότι υπάρχει δημοκρατία. Γι` αυτό σβήσανε και οι ίδιοι και δεν πρόκειται να ξαναϋπάρξουν. Αυτό που επιχειρούν οι δύο αρχηγοί τους, τέως και τωρινός, να ανασυστήσουν θρύψαλα με μάζεμα κόκκων σε ξεχωριστό σακουλάκι ο καθένας, γέλιο λύπησης προκαλεί μόνο. Το σύστημα, πριν καλά καλά γίνει η λαϊκή επικύρωση της εξόφλησής τους, έριξε στην πολιτική νέο αρτιμελές άλογο στη θέση των κουτσών, «το Ποτάμι», για να τρέφει ελπίδες να διασωθεί.
Τα περί ευδαιμονίας και πολιτικού συστήματος και καπιταλισμού, ποιος από τους δύο δεύτερους πρόσφερε το πρώτο κι αν καλά έκανε, άκρη δε βρίσκει κανείς, όχι επειδή δεν είναι και σε καλά ελληνικά διατυπωμένα («…με μοναδικό στόχο την κατάληψη της εξουσίας» λέει το τέλος σχετικής παραγράφου, όπου σύμφωνα με τη σύνταξη πάει στον καπιταλισμό η επιδίωξη, ενώ θέλουνε να την αποδώσουνε στο πολιτικό σύστημα), αλλά επειδή δεν πρέπει να γίνεται σαφές ότι μια τέτοια επιδίωξη πάει στον εαυτό τους, που αποτελούσανε το πολιτικό σύστημα. Για τον ίδιο λόγο γίνεται και η απόκρυψη της διασύνδεσης, της διαπλοκής που λέμε, μεταξύ του δικού τους πολιτικού συστήματος και του κυρίαρχου παγκόσμια καπιταλιστικού συστήματος. Ο δικός τους Σημίτης όμως ήτανε εκείνος που έσπρωχνε προεκλογικά το λαό να βάλει τα χρήματά του στο Χρηματιστήριο. Θα ανέβαινε ο δείκτης πάνω από τις 7.000 μονάδες, έλεγε, και θα πλουτίζανε.  Τα έβαλε ο κοσμάκης και τα χάσανε. Να μιλήσουμε και για τους άλλους, τους λίγους ανάμεσα σε πολλούς, Τσοχατζόπουλο, Μαντέλη, εκατομμυριοφόρο Τσουκάτο, που δεν του έχει ασκηθεί ακόμα καμιά δίωξη; Οι μόνιμα προτιμημένοι από τον ψήφο τους ήτανε όλοι αυτοί οι πολιτικοί εκπρόσωποι της διαπλοκής.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η παραπέρα παρακολούθηση της εμβρίθειας και εμβάθυνσης που χαρακτηρίζουν τις αναφορές τους, ιδίως όταν αναζητούνται αίτια και ευθύνες: «Σε λάθος βάση», διατείνονται, τοποθετείται ο δημόσιος διάλογος και οι αντιπαραθέσεις, όταν «ψάχνουμε να βρούμε ΠΟΙΟΣ φταίει, προσδοκώντας κομματικά οφέλη, και όχι Τι φταίει, γιατί εκεί κρύβεται η ευθύνη όλων μας». α. Η κατάληξη αυτή βέβαια είναι το «μαζί τα φάγαμε» σε άλλη διατύπωση. Αλλά τουλάχιστον αυτοί που τα φάγανε πράγματι μαζί τους ας μη βλέπουν την απαλλαγή τους στην καθολίκευση. Φαίνεται καθαρά ότι η γενίκευση γίνεται για κατασκευή κρύπτης. β. Οι συντάκτες του κειμένου αφήνουνε να εννοηθεί για τον εαυτό τους, «δια της εις άτοπον απαγωγής βέβαια που καταλήγει στον εαυτό μας», ότι εκείνοι μόνο δεν προσδοκούν κομματικά οφέλη, ενώ οι άλλοι αυτά μόνο προσδοκούν. Για να νιώθει όμως κάποιος την ανάγκη να παρουσιάζει τον εαυτό του πολιτικό αγγελούδι, σημαίνει ότι φέρει έντονα τα μελανά στίγματα πάνω του και ότι είναι ορατά στους άλλους, και πρέπει εξάπαντος να εξαφανιστούν. Κρύβοντας τον πολιτικό εαυτό τους, τα πολιτικά τους πεπραγμένα πιστεύουν ότι πετυχαίνουν την εξαφάνισή τους. Η διαγραφή όμως μιας προσωπικής ιστορίας δια της προσωπικής αμνησίας είναι δυνατή. Η διαγραφή της Ιστορίας ή κομματιού της είναι αδύνατη. Γι` αυτό και είναι εκτεθειμένοι πάντα στη θέα των ανθρώπων. Το βλέπουν αυτό και κρύβονται με πολλούς τρόπους. Το βλέπουμε. Γιατί το μόνο που τους μένει είναι αυτό που κάνουν, να κρύβουν το πρόσωπό τους. Τουλάχιστον όσο ζούνε «να μην τους φτύνουν οι καιροί» καταπρόσωπο. γ. Βέβαια στην προτροπή να μετακινήσουμε τη ματιά μας προς το «τι φταίει» εμπεριέχεται δυνητικά αυτή η εξαφάνισή τους, το κρύψιμό τους, γιατί μπορεί να φύγει η ματιά μας από τους ίδιους που είναι οι υπαίτιοι. Δυνητικά όμως.  Ποιος πιστεύει σήμερα ότι τα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα πέφτουν από τον ουρανό, δεν έχουνε τους ανθρώπους συντελεστές και ότι δεν έχουν την ευθύνη οι συντελεστές τους; Ή μήπως πιστεύουμε σήμερα ότι είναι ίδια η ευθύνη αυτών που τα προκαλούν με αυτών που τα υφίστανται;
«Δεν έχουμε», λένε σε κάποια συνέχεια, «ξεκαθαρίσει ως κοινωνία αν τα μνημόνια έφεραν την κρίση ή η κρίση τα μνημόνια κι ας είναι η απάντηση αυτονόητη, ότι η οικονομική κρίση έφερε τα μνημόνια». Ευτυχώς όμως που αυτή η νοητικά υστερημένη κοινωνία έχει τους φωστήρες της, για να της λένε αυτό που δεν μπορεί η ίδια να συλλάβει «η οικονομική κρίση έφερε τα μνημόνια». Αλλά κι έναν τυχαίο βλάκα που θα συναντήσεις στο δρόμο, αν ρωτήσεις, θα σου δώσει την ίδια απάντηση με των φωστήρων. Γιατί επομένως μόνοι τους ρωτάνε και μόνοι τους απαντάνε σε τέτοια ερωτήματα; Δε βλέπουνε τον πιθανό κίνδυνο να εκπηδήσουνε ασύνειδες συσχετίσεις.
Ιδού όμως και ένα δείγμα ποιητικής χρήσης του πολιτικού λόγου. Απολαύστε το: «Παίρνουμε τη φλόγα της προοπτικής από τη φωτιά που άφησε η κρίση και αφήνουμε τις στάχτες σε αυτούς που θέλουν να μας τρομάξουν ή να μας φέρουν δώρα όπως οι Δαναοί». Η λανθάνουσα γλώσσα πόση αλήθεια κρύβει! «Από τη φωτιά που άφησε η κρίση» και που είναι η φωτιά της καταστροφής, παίρνουνε τη φλόγα αυτής της καταστροφικής φωτιάς και τη βάζουνε ως φλόγα στην προοπτική τους. Εδώ είναι που τους ξεφεύγει η ομολογία. Για μας πάντως πολύ καλά κάνουνε που κρατάνε τη φλόγα της καταστροφής στην προοπτική τους· για να βλέπουμε ότι η καταστροφή μας συνεχίζει να βρίσκεται στη δική τους προοπτική. Ας μου επιτραπεί όμως μια σύσταση: Προσοχή στη γλώσσα, για να μη ματαιώνετε εξυπαρχής κάθε προσπάθεια που κάνετε να κρυφτείτε.
Εκεί όμως που η δημαγωγική τους πρόθεση ξεπερνάει κάθε όριο είναι στην αστόχαστη εκμετάλλευση αφορισμού του Καζαντζάκη, που ούτε κάτι σχετικό με αυτό που θέλουν να πούνε λέει ούτε οι ίδιοι πιστεύουν στην αλήθεια του. Επειδή όμως θέλουνε μέσω και της αστραφτερής αλήθειας του αφορισμού αυτού αλλά και του ονόματος του Καζαντζάκη να δημαγωγήσουνε οδηγούνται στην απερίσκεπτη θέση αποκλεισμού της ελπίδας από τη ζωή μας (και από την πολιτική), ώστε να μη φοβόμαστε και χάνουμε τη ελευθερία μας, καθώς θεωρούν την ελπίδα πηγή του φόβου. Ο «επιθανάτιος» όμως αφορισμός του Καζαντζάκη για την περίπτωση της αναφοράς του είναι απόλυτα αληθής, ότι είναι ελεύθερος(Ο Καζαντζάκης), επειδή δεν ελπίζει σε τίποτα(μεταθανάτιο). Εκεί πράγματι συναρτάται η ελευθερία με την ανυπαρξία ελπίδας αλλά και φόβου. Στην πολιτική μας όμως ζωή και στη ζωή μας γενικά είναι δυνατό να πιστεύουμε και να υποστηρίζουμε πως δεν πρέπει να υπάρχει ελπίδα, γιατί αναιρεί τάχα την ελευθερία μας; Όταν διατυπώνουνε τέτοιους ισχυρισμούς, ξέρουνε τι λένε; Δε βλέπουν ότι επικαλούνται κάτι αντίθετο από αυτό που θέλουν να πουν; Καλός ο εντυπωσιασμός και θεμιτός, ας πούμε, αλλά δεν πρέπει να κοιτάζουμε τι λέει αυτό που θα χρησιμοποιήσουμε για εντυπωσιασμό; Αυτοί εξάλλου ούτε που πιστεύουν στο περιεχόμενο αυτού του αφορισμού. Πώς επικαλούνται για εντυπωσιασμό και δημαγωγία κάτι που δεν το πιστεύουν; Γιατί σε αντίθεση με τη γενναιότητα του Καζαντζάκη, οι ίδιοι είναι έντρομοι μπροστά στο θάνατο και τρέχουν ασθμαίνοντας στις εκκλησιές να σταυροκοπηθούν, μήπως και αποσπάσουνε την πολυπόθητη λύπηση από τον Παντοδύναμο και καταφέρουν να σωθούνε. (Αλλά και για να συλλέγουν ψήφους τρέχουνε στις εκκλησιές, μην το ξεχνάμε.) Ο αφορισμός του Καζαντζάκη είναι βόμβα στα θεμέλια της πίστης τους, βόμβα που κάνει σκόνη τη θρησκεία τους. Τι δουλειά έχουν αυτοί τώρα με τέτοια σατανικά πράγματα; Και όμως, επειδή πρέπει οπωσδήποτε να κρυφτούνε, τρέχουν και σε τρύπες που δεν υπάρχουν. Οι παραισθήσεις τους τις κάνουν υπαρκτές και παραισθήσεις έχουμε, όταν υπάρχει λαχτάρα…και να κρυφτούμε.   
Συνεπώς δεν είναι προσωπικότητες του Δήμου μας αυτοί που υπογράφουν το κείμενο, ούτε θέλουν να αυτοανακηρυχθούν σε κάτι τέτοιο. Δεν είναι κοινωνική ομάδα περιφρούρησης της εθνικής ευθύνης. Άτυπο σωματείο είναι πληγέντων από την άνοδο του αποκηρυσσόμενου κόμματος. Κοινοί και ευτελείς προπαγανδιστές προσωπικών τους βλέψεων και ιδιοτελειών. Τι να κάμνανε όμως; Να διαγράφανε τη διάθεση για ζωή; Φύσει αδύνατο. Θέλουνε και αυτοί, όπως και κάθε ζωύφιο, να διασωθούν. Και καταντάνε «κρυμμένα κορμιά». Κρίμα τους, ειλικρινά!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου